ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΕΡΛΕΓΚΑΣ: “Η ΤΕΧΝΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΦΡΙΚΑΛΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ”
Ο Γιάννος Περλέγκας και η Χριστίνα Σουγιουλτζή σε μία μεγάλη συνέντευξη με αφορμή τη συνεργασία τους στο έργο Τόμας Μπέρνχαρντ “Η Δύναμη της Συνήθειας”, στο Θέατρο Ροές.
Ο Γιάννος Περλέγκας επιστρέφει σκηνοθετικά με την κωμωδία του Τόμας Μπέρνχαρντ “Η Δύναμη της Συνήθειας”, στο Θέατρο Ροές, σε συνεργασία με την ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται» και τη Χριστίνα Σουγιουλτζή.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ γράφει το έργο το 1974 για να παρασταθεί στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, δύο χρόνια μετά το Ο αδαής και ο παράφρων. Η Δύναμη της Συνήθειας φέρει τον υπότιτλο «κωμωδία». Είναι το πρώτο από μια σειρά έργων που γράφει για τον ηθοποιό Μπέρνχαρντ Μινέτι. Για μια ακόμη φορά ο μεγάλος Αυστριακός συγγραφέας, φαινομενικά μισάνθρωπος και προκλητικός, συνθέτει μια ξεκαρδιστική επιθετική ελεγεία για το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, για την τέχνη, τη μουσική, το γελοίο της ανθρώπινης απόπειρας και τον υφέρποντα φασισμό των συμπατριωτών του.
“Η Δύναμη της Συνήθειας“ (1972) είναι το τρίτο έργο του Μπέρνχαρντ που ανεβάζει ο Γιάννος Περλέγκας έπειτα από το ανέβασμα δύο έργων του συγγραφέα: Ιμμάνουελ Καντ και Ο αδαής και ο παράφρων.
Ο Γιάννος Περλέγκας και το έργο του Μπέρνχαρντ
Ο λόγος του Γιάννου Περλέγκα στη συζήτησή μας είναι χειμαρρώδης και ακούγοντάς τον καταλαβαίνω πια πως έχει δομήσει μία πολύ βαθιά νοερή σχέση με τον Μπέρνχαρντ και τα έργα του. “Το έργο αυτό το μελετώ χρόνια, δεν είχα καταφέρει να εξασφαλίσω κάποια επιχορήγηση, οπότε προχώρησα μόνος μου. Το μετέφρασα μάλιστα ο ίδιος” σημειώνει.
Και συνεχίζει: “Η Δύναμη της Συνήθειας” γράφτηκε το 1974, με αφορμή τον θάνατο του μεγάλου τσελίστα Πάμπλο Καζάλς το 1973 αντίστοιχα, στον “Αποτυχημένο”, ο Μπέρνχαρντ εμπνέεται από τον θάνατο του Γκλεν Γκουλντ.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτούς τους μεγάλους μουσικούς ως σύμβολα, για να αναδείξει βαθύτερα ζητήματα.
Ο Καζάλς, εκτός από κορυφαίος δεξιοτέχνης, υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν επέστρεψε ποτέ στην Ισπανία μετά το 1936, όταν η χώρα του πέρασε στα χέρια του Φράνκο. Στο έργο, ο Μπέρνχαρντ τον αναφέρει ρητά, τονίζοντας αυτή του την επιλογή. Και κάπως έτσι, ο Καζάλς μετατρέπεται σε ένα ισχυρό σύμβολο ενός καλλιτέχνη που βρήκε το θάρρος να εγκαταλείψει μια πατρίδα που θεωρούσε φασιστική.
Αυτή η ιδέα της μόνιμης εξορίας, του καλλιτέχνη που αρνείται να επιστρέψει σε ένα τόπο όπου η καταπίεση δεν έληξε ποτέ, συνδέεται άμεσα με τη θεματολογία του Μπέρνχαρντ. Το ναζιστικό παρελθόν της Αυστρίας, το οποίο θεωρούσε ζωντανό, επανέρχεται στα έργα του ξανά και ξανά. Ο ήρωας του έργου, ο Καριμπάλντι, μπορεί να ιδωθεί ως ένας καλλιτεχνικός “απόκληρος” που εγκλωβίζεται σε ένα μοτίβο ανελευθερίας—και μαζί του, σε έναν βαθμό, ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ, που αν και καταγγέλλει τη δική του χώρα, δεν τολμά να την εγκαταλείψει”.
Ποιοι είναι οι κεντρικοί ήρωες του έργου;
“Στο έργο αυτό ο συγγραφέας, ενώ συνήθως καταπιάνεται με καλλιτέχνες που βρίσκονται στο απόγειο της τέχνης ή της αναγνωρισιμότητάς τους, επιλέγει τους πλέον περιθωριοποιημένους: τους ανθρώπους του τσίρκου” αναφέρει ο Γιάννος Περλέγκας και εξηγεί πως “ο κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Καριμπάλντι, ο διευθυντής του τσίρκου και μαζί του βρίσκεται και ο μικρός του θίασος – ο ζογκλέρ, ο θηριοδαμαστής, ο κλόουν και η νεαρή ακροβάτισσα εγγονή του – που τον υποχρεώνει να παίζει το Κουιντέτο της Πέστροφας του Σούμπερτ εδώ και 22 χρόνια, παρότι κανείς τους δεν ξέρει μουσική.
Όλοι αυτοί δεν είναι απλώς χαρακτήρες: λειτουργούν και ως συμβολισμοί: ο ισορροπιστής, η ακροβάτισσα, ο γελωτοποιός, ο άνθρωπος που δαμάζει τα θηρία—είναι όλοι διαφορετικές εκδοχές της ίδιας της ύπαρξης του Καριμπάλντι”.
Γιατί ο Μπερνχαρντ επιλέγει τον κόσμο του τσίρκου και τους ανθρώπους του ως ήρωες του έργου;
“Είναι απόλυτα συμβολικό και πολιτικό ταυτόχρονα, με την έννοια ότι δίνει φωνή στους πλέον ανυπόληπτους κοινωνικά καλλιτέχνες για να μιλήσουν εκείνοι για την τέχνη—και μάλιστα για την υψηλή τέχνη. Επιλέγει τους λεγόμενους “κολπατζήδες”, τους ανθρώπους του τσίρκου που καλούνται να εκτελέσουν ένα νούμερο μέσα σε δύο λεπτά, γειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την έννοια της τέχνης.
Ίσως εδώ θέτει το ερώτημα του τι σημαίνει πραγματικά να ασχολείται κανείς με την τέχνη: είναι μια δεξιότητα που εξασκείται, ένα τελετουργικό που επαναλαμβάνεται με ακρίβεια και συνέπεια, ή μήπως, για να μπορέσεις να φτάσεις σε καλλιτεχνικά επιτεύγματα, πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσεις την ίδια την τέχνη της ζωής;” απαντά ο Γιάννος Περλέγκας.
Και συνεχίζει: “Οι ήρωες είναι άνθρωποι που δεν έχουν στέγη, κοινωνική αναγνώριση, ούτε σταθερότητα. Είναι νομάδες, περιφέρονται από πόλη σε πόλη, επιβιώνουν σκληρά, χωρίς να έχουν την πολυτέλεια να ανήκουν κάπου.
Και φυσικά, βλέπουμε ξανά τα αγαπημένα μοτίβα του Μπέρνχαρντ: η υψηλή τέχνη, η μουσική και η εμμονή”.
Και “Η δύναμη της συνήθειας”
“Η δύναμη της συνήθειας” που έρχεται και ακουμπάει αυτή την ιστορία;
“Ο τίτλος του έργου είναι αινιγματικός και πολυεπίπεδος. Σε μια πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε να αναφέρεται στην εμμονή του διευθυντή του τσίρκου να επιβάλλει στον θίασό του, εδώ και 22 χρόνια, την επανάληψη της ίδιας πράξης: την πρόβα του “Κουιντέτου της Πέστροφας” του Σούμπερτ.
Ωστόσο, ο τίτλος έχει και άλλες, πιο σύνθετες σημασίες. Η λέξη δύναμη μπορεί να παραπέμπει στην εξουσία, στην αντοχή, στην ορμή ή ακόμα και στην αδράνεια. Από την άλλη, η συνήθεια μπορεί να σημαίνει την επανάληψη, αλλά και τη στασιμότητα, την επανάπαυση, την έλλειψη αλλαγής. Έτσι, το έργο μπορεί να διαβαστεί και ως μια αλληγορία για τη δύναμη της ακινησίας, της καθήλωσης, της αδράνειας μέσα σε ένα περιβάλλον που φαινομενικά κινείται, αλλά στην ουσία δεν αλλάζει τίποτα.
Ίσως, λοιπόν, αυτή η εμμονική επανάληψη να είναι μια ακόμα βολή του Μπέρνχαρντ απέναντι στην αυστριακή κοινωνία, αλλά και γενικότερα σε κοινωνίες που εγκλωβίζονται σε συνήθειες και μοτίβα συμπεριφοράς, αδυνατώντας να εξελιχθούν” αναφέρει.
Η συνεργασία με την Χριστίνα Σουγιουλτζή και την ομάδα κι όμΩς κινείται
Για το ανέβασμα της “Δύναμης της Συνήθειας” ο Γιάννος Περλέγκας συνεργάζεται με την ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται», καθώς ήταν αναγκαία στο έργο η συνύπαρξη της γλώσσας της αφήγησης, του χορού, της μουσικής και των ακροβατικών.
Ο Γιάννος Περλέγκας αναφέρει πως “η συνεργασία με την ομάδα “Κι όμως κινείται” προέκυψε πολύ φυσικά, καθώς η προσέγγισή τους ήταν ιδανική για να αποδώσει σκηνικά τις περιπέτειες του θιάσου. Είχα ήδη παρακολουθήσει τη δουλειά τους, αλλά η ουσιαστική μας συνάντηση έγινε πέρσι στους Βατράχους. Μελετώντας το έργο κατάλαβα πως η δική μου προσέγγιση δεν αρκούσε για να ενσαρκώσει αυτό που απαιτούσε το έργο του Μπέρνχαρντ.
Ο Μπέρνχαρντ συνήθως δομεί τα έργα του γύρω από έναν κεντρικό, ομιλητικό ήρωα, πλαισιωμένο από βουβά πρόσωπα ή χαρακτήρες που επαναλαμβάνουν μηχανικά μοτίβα. Αυτά τα φαινομενικά “σιωπηλά” πρόσωπα δεν είναι απλώς δευτερεύοντες χαρακτήρες, δημιουργούν πολλαπλές σκηνικές πραγματικότητες, πυκνώνοντας το νοηματικό βάθος της παράστασης. Και η ακινησία, η υποταγή τους στη συνήθεια, είναι αυτή που δίνει στον κεντρικό ήρωα το χώρο και το δικαίωμα να μιλήσει ασταμάτητα. Αυτό το δίπολο σιωπής και λόγου αποτυπώνεται εξαιρετικά μέσα από την κίνηση, τον ρυθμό, αλλά και τη φυσική παρουσία των σωμάτων στη σκηνή.
Ποιητικά και αισθητικά, ο τρόπος με τον οποίο μιλούν το σώμα, η κίνηση και η ισορροπία, επεκτείνει τα ζητήματα που θίγει ο Μπέρνχαρντ: την τέχνη, το τσίρκο, την ίδια την ύπαρξη.
Για μένα, αυτή η συνεργασία είναι κάτι εξαιρετικά συγκινητικό. Είμαι ευγνώμων που βρεθήκαμε μαζί και παλεύουμε να αναδείξουμε αυτό το έργο στις Ροές. Είναι σαν μια παράλληλη συνομιλία δύο τεχνών, όπου η μία αντλεί από την άλλη για να υπάρξει”.
Η Χριστίνα Σουγιουλτζή σημειώνει πως “προηγείται η συνεργασία μας με τον Γιάννο στη Δύναμη της Συνήθειας. Είχαμε ξεκινήσει τις πρόβες πέρσι, με άλλους ανθρώπους, με σκοπό να ανεβάσουμε την παράσταση πριν τους Βατράχους. Δεν ξέρω τι τελικά το φρέναρε πέρσι και τι ήταν αυτό που το έσπρωξε φέτος να γίνει. Είναι πολλές φορές η μεταφυσική των καταστάσεων. Δεν είναι κι εύκολο να κάνεις μια παράσταση. Δεν είναι μόνο τα προγράμματα κι ο χρόνος που εμποδίζουν, είναι και οι δυνάμεις που πρέπει να αναπτυχθούν ώστε να σε σπρώξουν στη σκηνή. Ένας ειδικός αέρας πίστης και ανάγκης πρέπει να φυσήξει…”
Και συνεχίζει μιλώντας για το τι τη γοήτευσε στο έργο αυτό: “Στην αρχή ήμουν πολύ επιφυλακτική. Το έργο δεν έχει πλοκή, το κείμενο είναι μονολογικό, παραληρηματικό, με σκοτεινές για μένα περιοχές. Σε πολλά μέρη του δεν καταλαβαίνω ακόμα και τώρα τι και πως ακριβώς το εννοεί, γιατί επιμένει. Αχαρτογράφητη περιοχή, μη γνώριμα εδάφη. Τον Γιάννο εμπιστευτήκαμε. Είχε και έχει τρομερή πίστη στην επιλογή του έργου. Αγαπάει αυτόν τον άνθρωπο, τον συγγραφέα, συμπεριφέρεται σαν να είναι, εκτός από μέντορας, ένα οικογενειακό πρόσωπο! Τον κοιτάει και μας τον δείχνει σε φωτογραφίες, μας μιλάει για τη ζωή του, ζει μαζί του”.
Με ποιον τρόπο η γλώσσα της αφήγησης συνδυάζεται εδώ με την ακροβατική και χορευτική έκφραση;
Η Χριστίνα Σουγιουλτζή αναφέρει πως: “Προσπαθούμε να αφηγηθούμε το έργο με τα μέσα που έχουμε. Σε μια παράσταση ποτέ δεν μπαίνουμε για να δικαιώσουμε την επιδεξιότητα μας, όση διαθέτουμε, αλλά για να αφηγηθούμε με τους όρους που πιστεύουμε ότι θα είναι πιο συνεπείς. Ο χορός και η ακροβασία είναι σαφέστατα η γλώσσα μας. Είναι παντού, πανταχού παρούσα, σε ό,τι και να συμβαίνει.
Εδώ όμως η αφήγηση είναι βασισμένη στον λόγο. Αφήσαμε τον Γιάννο να μας οδηγήσει, λίγο σαν να μαθαίνεις να κολυμπάς, είναι η αίσθηση. Γνωρίζεις το σώμα σου, γνωρίζεις την ανάσα σου, αλλά πρέπει να συνεργαστείς με το νερό. Αγωνιώ. Με μια αγωνία όμως που νομίζω ταιριάζει σ αυτό το άγριο, απελπισμένο και βαθιά τρυφερό έργο, που γράφτηκε 50 χρόνια πριν, σε μια άλλη πραγματικότητα, κι όμως η μορφή του έρχεται και συγγενεύει στο σήμερα το δικό μας με μια τρομερή εγγύτητα. Απόσταση και οικειότητα μαζί.
Ο θίασος του Καριμπάλντι είναι μια οικογένεια ακροβατών που παλεύει με τις αντιξοότητες. Εσείς, ως ομάδα ακροβατών και χορευτών, αναγνωρίζετε κοινά στοιχεία με αυτούς τους χαρακτήρες;
“Αυτή ήταν και η εκκίνηση της συνεργασίας. Στην αρχή είχα φανταστεί ότι εμείς θα φέρουμε επί σκηνής την παράσταση του τσίρκο, έτσι όπως την υπονοεί το κείμενο. Τελικά δεν έγινε έτσι. Ταξιδεύουμε μέσα στους ρόλους. Λέμε τα λόγια τους, κάνουμε όπως αυτοί.
Φυσικά υπάρχουν κοινά στοιχεία. Νομίζω εκεί βασίστηκε και ο Γιάννος. Σ αυτά τα κοινά στοιχεία που σ ένα μέρος τους τα κατανοούμε και σένα άλλο όχι. Ευτυχώς νομίζω. Είναι μεγάλο βάρος και ευθύνη η συνείδηση και ο έλεγχος όλων αυτών που εκπέμπουμε και που φέρουμε. Κοινή είναι σίγουρα η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που συνδιαλέγονται με τη σωματική επιτέλεση, το εφήμερο της τέχνης, το ευτελές του πλαισίου (πώς συστήνεσαι και υπάρχεις κοινωνικά ). Η υψηλή τέχνη και το τσίρκο, αυτή είναι η κωμική τραμπάλα του έργου και μάλλον της ίδιας μας της ύπαρξης.
Το ζητούμενο είναι η υψηλή τέχνη, αλλά η θυσία της αυτοτελειοποίησης είναι αδύνατο να πληρωθεί , ούτε και ξέρουμε ποια είναι. Τί πρέπει να κάνουμε για να δικαιώσουμε τον εαυτούλη μας, που με τα χρόνια χαλάει και γερνάει; Πώς μπορούμε να αφήσουμε το πνεύμα μας να εκπαιδευτεί και να μας οδηγήσει σε μια ζωή “ανώτερη”, έξω από τη σκόνη του “τσίρκου”, τη βρωμιά των ζώων και το ευτελές της καθημερινής επιδίωξης; Η μήπως εκεί, σ αυτή τη λερωμένη και κοινόχρηστη αλάνα του ευτελούς είναι που κατοικοεδρεύει το μανιασμένο ντουέντε του Λόρκα. Ο γεννήτορας, ο αληθινός γεννήτορας της Τέχνης. Το μαύρο του ντουέντε, με τη βραχνή φωνή που ντρόπιασε μούσες και αγγέλους” αναφέρει η Χρ. Σουγιουλτζή.
Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο κατά τη διάρκεια των προβών και ποιο ήταν το πιο απρόσμενο στοιχείο που προέκυψε μέσα από τη διαδικασία της δημιουργίας της παράστασης;
“Η σχέση της μουσικής με τον χορό είναι βασισμένη στον παροντικό χρόνο. Σε αφήνει ελεύθερο να σχετιστείς με τον συνθέτη και τους ερμηνευτές μέσω του φίλτρου της δικής σου διάθεσης. Της διάθεσης του παρόντος. Για να χορέψεις πχ πάνω στον θάνατο και την κόρη του Σούμπερτ, φυσικά βασίζεσαι στο παρελθόν της εκπαίδευσης και της εμπειρίας, της εξερεύνησης των στοιχείων, των νόμων, αλλά επί της ουσίας είναι μια εντελώς παροντική συνθήκη σε σχέση με τη διάθεση και την έμπνευση. Καθόλου απλό.
Εδώ πρέπει να μπεις στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου, απόντα. Να καταλάβεις γιατί και πως. Να καταλάβεις και αφού καταλάβεις ότι προλάβεις ή ότι μπορέσεις, να μιλήσεις με τα λόγια του. Να αισθανθείς πώς θα μπορούσε να αισθάνεται….είναι ένα ταξίδι στα άδυτα, τα απόκρυφα ενός αγνώστου ανθρώπου. Κι εκεί που ψάχνεις να βάλεις όρια, τοίχους και τελείες, καταλαβαίνεις ότι είμαστε πάρα πολύ ίδιοι, οι άνθρωποι μέσα στο χρόνο είμαστε ζωσμένοι από τους ίδιους φόβους, ανακουφιζόμαστε ενίοτε από τις ίδιες χαρές, μέσα από αυτές τις μικρο-επιδιώξεις μας και τα μικρο-κατορθώματά μας, σ’ένα σύμπαν που ταξιδεύει ανενόχλητο και ανεξήγητο.
Και το πολιτικό στοιχείο της παράστασης
Τελευταία ερώτηση: Γιάννο, θα τη χαρακτήριζες πολιτική την παράσταση αυτή;
“Για μένα προσωπικά, το γεγονός ότι συμβαίνει αυτό το εγχείρημα είναι ήδη μια πολιτική πράξη. Και, αν το δούμε βαθύτερα, το έργο του Μπέρνχαρντ είναι κρυφά – ή όχι και τόσο κρυφά – εξαιρετικά πολιτικό. Συχνά, μέσα στις εμμονές και τις μανίες του συγγραφέα, παραβλέπεται αυτή η διάσταση, όμως εδώ είναι ξεκάθαρη.
Η τέχνη, ενώ είναι κάτι υπέροχο, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό, μπορεί ταυτόχρονα να μετατραπεί σε μία από τις πιο φρικαλέες μορφές εξουσίας. Και αυτό δεν είναι απλώς μια σκέψη – ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ το δηλώνει με πολλούς τρόπους. Όπως έχει γράψει, ο πλούτος της γερμανικής γλώσσας ή της γερμανικής μουσικής υπήρξε κάποτε η βιτρίνα του φασισμού. Αυτό από μόνο του είναι μια τοποθέτηση που απαιτεί από εμάς να δούμε την τέχνη όχι μόνο ως πεδίο δημιουργίας, αλλά και ως εργαλείο εξουσίας – με όλες τις προεκτάσεις που αυτό συνεπάγεται.
Στον “Αδαή και Παράφρονα” ο Μότσαρτ, και στη “Δύναμη της Συνήθειας” ο Σούμπερτ, χρησιμοποιούνται συχνά ως προκάλυμμα για την άσκηση του φασισμού. Αυτή η ιδέα είναι βαθιά πολιτική – όπως πολιτικό είναι να αναγνωρίσουμε ότι οι καλλιτέχνες, όσο κι αν πιστεύουμε ότι κατέχουμε κάποια σημαντική θέση, δεν είμαστε τίποτε άλλο από εργάτες ενός τσίρκου, ενός θαύματος. Το έργο το λέει ξεκάθαρα: ο καλλιτέχνης υφίσταται μόνον ως θαυματοποιός.
Αυτό είναι υπέροχο και αξίζει να το θυμόμαστε. Γιατί, τελικά, είμαστε και λίγο πλανόδιοι – καλούμαστε να φτιάχνουμε το μικρό μας νούμερο με αγάπη και μανία, προσφέροντας ένα μικρό θαύμα. Το πρόβλημα ξεκινά όταν νομίζουμε πως είμαστε κάτι παραπάνω. Ο Μπέρνχαρντ, με τον μοναδικό του τρόπο, μας θυμίζει ότι όλα είναι γελοία μπροστά στον θάνατο. Και μέσα στην απελπισία του, υπάρχει μια παράξενη, θετική αλήθεια” καταλήγει ο Γιάννος Περλέγκας.
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιάννος Περλέγκας
Δημιουργική ομάδα: Γιάννος Περλέγκας, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Νώντας Δαμόπουλος, Αντιγόνη Λινάρδου, Πάνος Σολδάτος, Φίλιππος Βασιλείου, Μαρία Αθανασοπούλου, Φανή Μουζάκη και Federico Bustamante.
Επί σκηνής: Νώντας Δαμόπουλος, Αντιγόνη Λινάρδου, Γιάννος Περλέγκας, Πάνος Σολδάτος, Χριστίνα Σουγιουλτζή
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου
Info
Θέατρο Ροές
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.30.
Τιμές εισιτηρίων: Ταμείο: 15€ (κανονικό) και 12€ (μειωμένο). Προπώληση: 13€ (κανονικό) και 10€ (μειωμένο).
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservice