ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ: “Η ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ”
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας μιλάει στο Magazine με αφορμή το βιβλίο “Στον καιρό της Λιλιπούπολης”, μία πολύτιμη έρευνα για την ανεπανάληπτη ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος επί Μάνου Χατζιδάκι.
«Η Λιλιπούπολη αποτελούσε μία πρόταση ειλικρινή, που σεβόταν τα παιδιά» δήλωνε ο Νίκος Κυπουργός στο Magazine με αφορμή την περσινή συναυλία του στο Ηρώδειο με τα τραγούδια της αξεπέραστης ραδιοφωνικής εκπομπής (μέσω της οποίας, σύμφωνα με τον ιθύνοντα νου της, Μάνο Χατζιδάκι, «για πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάνε τον τόπο, και όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς, με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική»), εκφράζοντας όμως με ειλικρίνεια και τον προβληματισμό του: «Την απήχηση δεν την είχαμε υποψιαστεί. Αλλά πολλές φορές, όσο κι αν χαίρομαι για τη διαχρονικότητα της Λιλιπούπολης, αναρωτιέμαι: είναι άραγε καλό που δεν ξεπεράστηκε;»
Το πρώτο επεισόδιο μεταδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1977 και το τελευταίο στις 2 Μαΐου 1980, η όλη ιστορία δηλαδή διήρκεσε ούτε καν δυόμιση χρόνια. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Ι. Αλλαμανής χρειάστηκε μία πενταετία για να ολοκληρώσει το βιβλίο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης – Η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής» (εκδ. Τόπος).
«Πρώτη συνέντευξη με την Κρίστη Στασινοπούλου, 51η και τελευταία με τον Στέλιο Γιαννακόπουλο» σημειώνει στον πρόλογο. «Καταδύσεις σε εφημεριδοστάσια, βιβλιοθήκες και ιδιωτικά αρχεία, τεκμηρίωση χρονολογιών και πληροφοριών, ψηφιοποιήσει, έξι επαναριθμήσεις επεισοδίων, καθημερινά δρομολόγια σ’ ένα σύμπαν από χιλιάδες ντοκουμέντα».
Πρόκειται για μια μακρά και εξαντλητική έρευνα που ο συγγραφέας, τέσσερις και πλέον δεκαετίες αφότου έπεσε η αυλαία της Λιλιπούπολης, ελπίζει ότι θα αποκαλύψει σε όσους την αγαπούν γιατί ξέρουν τα τραγούδια της, «ένα αναγεννησιακό χατζιδακικό Σύμπαν που αναβόσβηνε επί επτά χρόνια στον πρώτο όροφο του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ, εκεί που δέσποζε το μισογκρεμισμένο κάστρο του δόκτορα Δρακατώρ και του Τρίτου Προγράμματος επί Μάνου».
Με πόση λεπτομέρεια μπορείς να ανακαλέσεις τη στιγμή της σύλληψης της ιδέας για αυτό το βιβλίο; Πόσο καιρό μετά ξεκίνησες τη δουλειά; Ήταν εξαρχής ξεκάθαρο το τι είδους βιβλίο θα έγραφες;
Το μεσημέρι της 15ης Ιουνίου 2014 κρεμάγαμε πανό και στήναμε καρέκλες στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων στην Ερμού μαζί με τα αδέλφια μου απ’ το αυτοδιαχειριζόμενο web radio «Μεταδεύτερο» (metadeftero.gr), ενόψει συναυλίας για τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. «Τί γίνεται με το βιβλίο που θες να γράψεις για τον Άκη Πάνου;» με ρώτησε ο μετασύντροφος Θανάσης Πέτσας, ο πιο πολιτισμένος οδηγός ταξί στον πλανήτη. Κοντοστάθηκα με μια σκάλα παραμάσχαλα και κρατώντας μια αρμαθιά κλειδιά. «Μάλλον τίποτα ρε Θανάση, ίσως αργότερα. Εμμ… Πώς σου φαίνεται ένα βιβλίο για τη Λιλιπούπολη;». Δεν έχει δολοφονία στο τέλος, έχει όμως τον Χατζιδάκι και μια ολόκληρη εποχή. Ετσι η upper middle class καταγωγή μου -μην κοιτάς μετά που εκπέσαμε στα μικροαστικά τριάρια-, και με τους δύο παππούδες μου δικηγόρους πριν από 100 χρόνια, επικράτησε του θαυμασμού μου για τον στυγερά υπερ-ταλαντούχο Άκη Πάνου και την μπουζουκοπαράδοση.
Ξεκίνησα τη δουλειά το φθινόπωρο του 2016. Είχα πίσω μου 30 χρόνια στη δημοσιογραφία, τα 17 ως αρχισυντάκτης στο «Βήμα», που σημαίνει «άλλοις υπηρετών αναλίσκομαι». Είπα λοιπόν να δουλέψω τζάμπα για πάρτη μου. Δεν είχα ιδέα τί θα ‘βγαινε στο τυπωμένο χαρτί. Η συγγραφή δεν με απασχολεί όσο η σιδεριά της έρευνας είναι πυρωμένη και χαλκεύεται. Αποφάσισα να καταδυθώ στην εποχή, στα τεκμήρια, στη μνήμη των ζωντανών. Χωρίς χρονοδιάγραμμα, όσο πάρει. Πήρε πέντε χρόνια.
Σε ποιους απευθύνεται τελικά αυτό το βιβλίο; Έχεις κατά νου κάποιον ιδεατό δυνητικό αναγνώστη;
Κρατάω το «τελικά» που λες. Τελικά απευθύνεται σ’ όσους αγαπούν τη «Λιλιπούπολη» γιατί ξέρουν τα τραγούδια της. Τους αποκαλύπτει, ελπίζω, όσα δεν ξέρουν: ένα αναγεννησιακό χατζιδακικό Σύμπαν που αναβόσβηνε επί επτά χρόνια (1975-1982) στον πρώτο όροφο του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ, εκεί που δέσποζε το μισογκρεμισμένο κάστρο του δόκτορα Δρακατώρ και του Τρίτου Προγράμματος επί Μάνου.
Ιδεατό δυνητικό αναγνώστη δεν είχα, αλλά όποτε μ’ έπιανε απ’ το λαιμό ο ψυχαναγκασμός του να είμαι ακριβέστατος και κινδύνευα να πλατειάσω, έλεγα στη γυναίκα μου τη Μάγδα, με την οποία στήσαμε σελίδα σελίδα το «Στον καιρό της Λιλιπούπολης»: «Απευθυνόμεθα στον ευφυή αναγνώστη…». Για να τ’ ακούω ο ίδιος το ‘λεγα. Τώρα που το σκέφτομαι, θα ‘θελα να το διαβάσουν (και) ανήσυχοι 30άρηδες, ενήλικες που πελαγοδρομούν ανάμεσα στην πρώτη μαθητεία και στα γαλόνια της ανάληψης ευθυνών – όσο τους επιτρέπει να αναλάβουν ευθύνες η γονατισμένη Ψωροκώσταινα μετά το δήθεν «τέλος της κρίσης».
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σου από τους ήρωες της Λιλιπούπολης και γιατί; Και πότε άρχισε η σχέση σου με την εκπομπή;
Λατρεύω τον Βασίλη Μπουγιουκλάκη-Χαρχούδα και τον Λευτέρη Βογιατζή-Πρίγκιπα, δίδυμο εξουσιοφρένειας και λαμογιάς, καταδικασμένο να αποτυγχάνει στον αιώνα τον άπαντα. Όμως ο πιο αγαπημένος μου ήρωας είναι ο Νίκος Τσιλούνης-Δρακατώρ, lonely at the top των ελίτ της Λιλιπούπολης. Αξιοθαύμαστος εφευρέτης, αρχαιολόγος, ακόμη και…οδοντογιατρός. Πανεπιστήμων μεν, αλλά και με φοβερά φιάσκα, όπως τότε που έσκασε το μηχάνημα ανακύκλωσης «Σιδερομάσας» και μαύρισε ο ουρανός της Λιλιπούπολης. Ίσως ο ξερολισμός του να μου θυμίζει και πλευρές του εαυτού μου που ισοβίως καταπολεμάω.
Η σχέση μου με την εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» άρχισε γύρω στο 2005 όταν κάποιοι νέοι γονείς ανταλλάσσαμε εγγράψιμα cd με επεισόδια απ’ την πρώτη αναμετάδοση που έγινε στην ΕΡΑ το 2002. Βάζαμε απήγανο στην πόρτα, ενώ έξω ακουγόταν στη διαπασών, ως ρεπερτόριο σε παιδικά πάρτι, το «Μωρό μου σόρι / μα έχω βρει καλύτερο αγόρι / κι εδώ τελειώνει το δικό μας στόρι…».
Το βιβλίο προφανώς αποτελεί προϊόν εξαντλητικής έρευνας. Ποιοι ήταν οι σημαντικότεροι σταθμοί κατά τη διάρκειά αυτής της πενταετίας, οι πιο συγκινητικές, αποκαλυπτικές αλλά και ενδεχομένως ζόρικες στιγμές;
Η συνάντηση με τη Μαριανίνα Κριεζή στην Ερέτρια και η πολύωρη συνομιλία που είχαμε με τη μεσολάβηση και την καρποφόρο παρουσία του Σιδερή Πρίντεζη, στάθηκε καθοριστικό γεγονός για την έρευνά μου. Συγκινητική ήταν η περιδιάβαση στον διάδρομο του Τρίτου παρέα με τον Σιδερή και τους Γιώργο Μητρόπουλο και Δημήτρη Ε.Λέκκα. Μου ‘ρθε κατακέφαλα η ιδέα να φτιάξω μία μεγάλη Κάτοψη των χώρων του χατζιδακικού Τρίτου στην ακμή του, το 1978-79. Επί δύο ώρες ανοίγαμε κάθε πόρτα και πορτάκι, ξαναζωντανεύοντας στη μνήμη τί ήταν το κάθε στούντιο, το παραμικρό δωμάτιο, γραφείο και αποθήκη. Κρατούσα ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο με την Κάτοψη σε Α3 κι ένα κόκκινο στυλό, κουβαλούσα στην τσάντα μου ένα μαγνητόφωνο mp3 με πατημένο το rec.
Ανοιξα κατάλογο πληροφοριών προς διερεύνηση. Ποια ήταν η ιστορία του τραγουδιού «Χρυσαλιφούρφουρο» και γιατί δεν υπάρχει στον διπλό δίσκο; Γιατί η «Ραδιοτηλεόραση» λέει ότι ο Σταμάτης Φασουλής γράφει μερικά επεισόδια το καλοκαίρι του 1978; Ποιο ήταν το τεκμηριωμένα τελευταίο επεισόδιο που μεταδόθηκε; Ποιος ηθοποιός ακούγεται εδώ; Κάθε απάντηση γεννούσε δυο-τρεις ερωτήσεις. Ώσπου οι ερωτήσεις επαναλαμβάνονταν και οι περισσότερες είχαν απαντηθεί – πλησίαζε η ώρα της γραφής.
Ζόρικες στιγμές υπήρξαν, λίγες ευτυχώς, με μικροκρίσεις ναρκισσισμού ελάχιστων συντελεστών της εκπομπής. Η εκπομπή νίκησε τον χρόνο, άρα ισχύει ότι η νίκη έχει πολλούς, δήθεν «αποκλειστικούς» πατέρες (ενώ η ήττα κανέναν). Δεν επέτρεψα σε λουδοβίκειες αντιλήψεις του τύπου «Lilipoupolis c’ est moi» να παρενοχλήσουν τους αναγνώστες, αν και έκανα κάποιες ανώνυμες νύξεις. Θεωρώ την Λιλιπούπολη κατεξοχήν συλλογικό έργο τέχνης.
Ο Νίκος Κυπουργός είχε πει στο Magazine ότι ακόμη κι αφού ήρθε η επιτυχία, κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν είχε κατά νου την ενδεχόμενη διαχρονικότητα της Λιλιπούπολης. Μήπως οφείλεται σε αυτό το παράδοξο, όπως γράφεις στο βιβλίο, το ότι κανένας συνεργάτης της εκπομπής δεν κράτησε ηχογραφημένα επεισόδια;
Για κάποιους, ας πούμε τους περισσότερους ηθοποιούς και μουσικούς, εκείνη η «παιδική εκπομπή» ήταν άλλη μία «δουλειά». Το πρωί ηχογράφηση, το μεσημέρι πρόβες ή γυρίσματα, το βράδυ θέατρο ή συναυλία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κατέθεταν επαγγελματισμό και τέχνη. Είναι μυστήριο τρένο η διαχρονικότητα. Μέχρι τώρα ίσχυε για τα τραγούδια της Λιλιπούπολης. Εγώ πάλι είπα να τα (επανα)συνδέσω με τα επεισόδια σκαρώνοντας ένα restored όχημα για να κόβω βόλτες -για λογαριασμό του αναγνώστη, όχι για μένα και τα φιλαράκια μου- σε μια περιοχή της Μεταπολίτευσης.
Έχει δίκιο ο Νίκος. Υπήρχε και η εντύπωση «αφού υπάρχουν στο Αρχείο της ΕΡΤ δεν θα χαθούν». Όμως οι τότε διοικούντες και υπάλληλοι δεν είχαν κουλτούρα αρχειοθέτησης για ιστορικούς λόγους (αυτό που λέμε πολιτιστική κληρονομιά), ούτε καν κριτήρια για τη διάσωση ή τη διαγραφή αρχείων. Κι έτσι, ρίχτηκαν στην πυρά του delete όχι μόνο «Η Γειτονιά μας», ένα λαϊκό σίριαλ, αλλά και εκπομπές πιο υψηλών, ας πούμε, πολιτιστικών προδιαγραφών. Μιλάμε επίσης για πανάκριβη αναλογική τεχνολογία με ογκώδη, δύσχρηστα, περιορισμένα αποθηκευτικά μέσα.
Παρόλα αυτά έχει διασωθεί πακτωλός αρχείων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών. Σήμερα το κακό είναι ότι στην ψηφιοποίηση και την τεκμηρίωση η ΕΡΤ προχωράει με το σταγονόμετρο και μόνη της, ενώ θα έπρεπε να συμμετέχουν δραστικά οι σχολές ΜΜΕ και το αρμόδιο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ), αν το ‘χετε ακουστά. Ψιλά γράμματα…
Ας σταθούμε στα χαμένα επεισόδια της Λιλιπούπολης που έφτασαν στα χέρια σου. Πώς και πότε;
Ένας έγραφε ανυποψίαστος κάτω από ανάρτηση στο FB «’Eχω τρεις κασέτες με επεισόδια στο συρτάρι». Του ‘στελνα ένα ευγενικό μήνυμα στο inbox. Άλλος μάθαινε από γνωστό γνωστού για την έρευνα, βρισκόμουνα μ’ ένα τηλέφωνο να ξετυλίγω το κουβάρι που κατέληγε σ’ ένα μπομπινόφωνο στο σαλόνι μιας οικογένειας των 70s όπου ο πατέρας διάβαζε «Βήμα» και «ΑΝΤΙ» ακούγοντας Τρίτο.
Ξέροντας ότι μπορεί να σοκάρω κάποιους, γνώμη μου είναι ότι εκείνη τη χρονική στιγμή ο Χατζιδάκις πίστευε λανθασμένα ότι η εκπομπή ήταν «παιδική».
Αλλά το μεγάλο δώρο μου το έκανε η σκηνοθέτιδα της Λιλιπούπολης, η Ρεγγίνα Καπετανάκη, που με έφερε σε επαφή με τον φιλόλογο και πανεπιστημιακό Θεοδόση Πυλαρινό. Ο Πυλαρινός το 1997 είχε αγοράσει φτηνά σε βιβλιοπωλείο τρία καφάσια (ναι, καφάσια…) με παλιές κασέτες – γύρω στις 200. Κάποιος ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, μάλλον ψηφοφόρος του ΚΚΕ με ενδιαφέρον για τον πολιτισμό, ηχογραφούσε τις ατέλειωτες ώρες που βρισκόταν στο μαγαζί μουσικές εκπομπές, θέατρο, αφιερώματα στον Ελύτη και τον Ρίτσο, συναυλίες του Θεοδωράκη κ.λπ. Ανάμεσά τους αναδύθηκε το θαύμα: 40 επεισόδια της Λιλιπούπολης που δεν τα ‘χα ξανακούσει. Μάζεψα 73 χαμένα επεισόδια και τον Ιούλιο του 2021 τα επαναπάτρισα στο Αρχείο της ΕΡΤ. Εξοργίζομαι με όσους ιδιώτες παρακρατούν τσιφούτικα πολιτιστικούς θησαυρούς στα αρχεία τους. Τα σάβανα δεν έχουν στικάκια!
Ο Χατζιδάκις είχε πει το εξής: “Πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υποανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς, με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική”. Κατά τη γνώμη σου ποια ήταν τα πιο κομβικής σημασίας χαρακτηριστικά της Λιλιπούπολης που οδήγησαν στην αδιαπραγμάτευτη διαχρονικότητα της;
Είναι το σημείωμά του στον διπλό δίσκο του 1980 με τραγούδια των τριών απ’ τους τέσσερις συνθέτες της Λιλιπούπολης. Ξέροντας ότι μπορεί να σοκάρω κάποιους, γνώμη μου είναι ότι εκείνη τη χρονική στιγμή ο Χατζιδάκις πίστευε λανθασμένα ότι η εκπομπή ήταν «παιδική». Η θεματολογία της δεν είχε ακτινογραφηθεί, το ενήλικο κοινό όμως ήξερε γιατί την άκουγε. Γιατί ήταν -στην ωριμότητά της, απ’ τις αρχές του 1979 και μετά- μια αριστερόστροφη μουσικοθεατρική ραδιοφωνική επιθεώρηση. Ή, αν θέλεις, ένα ραδιοφωνικό κόμιξ με λιγότερα ονειρικά στοιχεία (ταξίδι στην πλάτη του άσπρου ελέφαντα Μπέμπαντα) και περισσότερα πολιτικά (εκλογές, φακελώματα, τράπεζες, οικοπεδοποίηση, πραξικόπημα και κατάληψη του ραδιοφωνικού σταθμού, ο βασιλικός οίκος των…«Τσιτσιρίζμπουργκ» κ.λπ).
Η διαχρονικότητα, το είπαμε, αφορά στα τραγούδια. Αυτά ναι, οι γονείς τα ακούνε μαζί με τα παιδιά εδώ και 40 τόσα χρόνια. Η ποιητική ρίχνει σπόρους. Ένα κοριτσάκι μπορεί μεν να τραγουδήσει ότι αν φυσήξεις το χρυσαλιφούρφουρο και «γίνει σκόνη και χρυσόσκονη / κάποιον αγαπάς και δεν το ξέρει». Δεν θα αποκωδικοποιήσει όμως τον στίχο παρά μόνο μέσα απ’ την πληγή του ενήλικου έρωτα χωρίς ανταπόκριση.
Μέσα από την έρευνα για τη Λιλιπούπολη προφανώς πραγματεύεσαι και το magic bus, όπως το αποκαλείς, του Τρίτου Προγράμματος. Ποιον μύθο γύρω από αυτό συνολικά κατέρριψες και ποια άγνωστή μέχρι πρότινος πληροφορία/ιστορία ανακάλυψες ετοιμάζοντας το βιβλίο;
Μέχρι σήμερα ξέραμε τον μύθο του Τρίτου. Αν το «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» ανοίξει, χωρίς εξιδανίκευση και καρδούλες στα social media, τη συζήτηση και για την ιστορία του, ίσως ξαναγαπήσουμε κάποιους μύθους μας. Ή ίσως καταρρίψουμε άλλους, όπως τον μύθο που θέλει να αλωνίζουν στο…γαλατικό χωριό του Μάνου «20 αυλικοί» τους οποίους τραπέζωνε στην ταβέρνα «Κυρά Μαρία» στην Αγία Παρασκευή και στον «Μαγεμένο Αυλό» στο Παγκράτι. Δεν είναι αλήθεια. Τα ένθετα της «Ραδιοτηλεόρασης» καθρεφτίζουν τον πνευματικό μόχθο άνω των 150 συνεργατών. Ήταν άραγε «αυλή του Χατζιδάκι» ο Πουλικάκος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Τάσος Μπαντής, ο Βασίλης Παπαβασιλείου ή η λαογράφος-εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου; Όχι βέβαια. Τί έκαναν όμως ακριβώς εκεί; Σε ποια διάδραση με την κοινωνία; Ας βουτήξουν στις θαλασσινές σπηλιές οι ερευνητές, δεν εξηγεί όλα τα όνειρα το Google.
Αρκετές άγνωστες ιστορίες προέκυψαν στο ταξίδι του βιβλίου μου μέχρι το τυπογραφείο. Ας μείνω στις συνθήκες γέννησης του τραγουδιού «Ρόζα Ροζαλία», μια σπουδή στα λεπτά ποιητικά σύνεργα της Κριεζή και την μελωδική φλέβα της Λένας Πλάτωνος, σε σύμπραξη με την ερμηνευτική μαεστρία της Νένας Βενετσάνου και του βιολιστή Γιώργου Δεμερτζή, μόλις 25 και 22 ετών αντίστοιχα την εποχή της ηχογράφησης. Στην ΕΡΤ, για την εκπομπή, όχι στο στούντιο για τη δισκογραφία.
Μεταξύ μας, πόσες φορές έχεις αναρωτηθεί τι γνώμη θα σχημάτιζε ο Χατζιδάκις για το βιβλίο αν έπεφτε στα χέρια του; Και τι αφιέρωση θα έγραφες στο αντίτυπό του;
Μεταξύ μας, δεν τόλμησα ποτέ να αναρωτηθώ κάτι τέτοιο. Θα σου εξομολογηθώ όμως κάτι πολύ προσωπικό. Λίγα 24άωρα πριν ξεκινήσω τη συγγραφή, ένα βράδυ του Ιουνίου του 2020, μπήκα στο λήμμα «Μάνος Χατζιδάκις» στη Wikipedia. Διόρθωσα πέντε δέκα ανακρίβειες που βγάζανε μάτι, πρόσθεσα κάμποσες «δεμένες» πληροφορίες, σαν να άναψα ένα κεράκι στη μνήμη του. Δεν είμαι μεταφυσικός άνθρωπος, αλλά… Δεν θα του έγραφα αφιέρωση. Αν όμως με λύγιζε η ματαιοδοξία θα έγραφα «Στον Λεοντίδη, τον Περσείδη, τον διάττοντα μιας Ελλάδας που τη μυθοποιήσαμε για να την κουβαλάμε πιο εύκολα».