ΓΙΩΤΑ ΒΕΗ: “ΟΤΑΝ ΕΙΠΑ ΣΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ ΟΤΙ ΘΑ ΦΥΓΩ, ΔΑΚΡΥΣΕ”
Η σπουδαία εκπρόσωπος της Δημοτικής Μουσικής, Γιώτα Βέη, μιλά στο NEWS 24/7, με αφορμή την παράσταση “Οιδίποδας” , όπου είναι η κορυφαία του χορού και την επικείμενη έκδοση της βιογραφίας της.
Στο δημοτικό τραγούδι μυήθηκε από τη γιαγιά της. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη δημόσια εμφάνιση της έβρισκε και μάθαινε δημοτικά τραγούδια από ολόκληρη την Ελλάδα. Μερικά απ’ αυτά, σπάνια και ανέκδοτα, της τα εμπιστεύτηκαν λαογράφοι και εθνομουσικολόγοι. Αυτό τον θησαυρό (γύρω στα 600 τραγούδια) που η εξασκημένη μνήμη της και η έμφυτη τεχνική της τη βοήθησε ν’ αποκτήσει, η Γιώτα Βέη τον κράτησε μ’ επιμονή μακριά από την εύκολη εμπορικότητα.
Η συνεργασία της με το Γ’ Πρόγραμμα (1978) ήρθε στη στιγμή της ωριμότητας της και της έδωσε σε πανελλήνια κλίμακα την αναγνώριση που της άξιζε. Από τη στιγμή εκείνη επιβραβεύεται το ταλέντο και η αυθεντικότητα της παντού, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εκπομπές στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Συναυλίες στη Γαλλία, Ιταλία, Σουηδία, Ολλανδία, Τουρκία, Γερμανία. Με αυτά τα λόγια η Ελένη Καραϊνδρου “συστήνει” τη σπουδαία ερμηνεύτρια της δημοτικής μουσικής, Γιώτα Βέη.
Συναντηθήκαμε με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί ο Κώστας Μεσσάρης «Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή» Η άλλη αναπαράσταση. Παράσταση μουσική, βιωματική, λαϊκή
«φως που στα μάτια μου δεν φτάνεις» στο θέατρο Αργώ. Εκεί, η Γιώτα Βέη είναι η κορυφαία του χορού, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει εντατικά για την έκδοση της βιογραφίας της από τις εκδόσεις Πατάκη. Γλυκιά, αυθεντική και εξαιρετικά προσηνής μίλησε για όλους και για όλα. Η συζήτηση μαζί της είναι η ζωντανή απόδειξη αυτούς τους καλλιτέχνες τους χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ στους σημερινούς καιρούς της αγελαίας αισθητητικής σύγχυσης.
Η Γιώτα Βέη και η αρχή…
Πώς ξεκίνησε η περιπέτειά σας στο δημοτικό τραγούδι;
Στο χωριό μου, τα Λουτρά Πλατυστόμου, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, δεν υπήρχε στιγμή να μην τραγουδάει η γιαγιά μου. Ζύμωνε, καθάριζε το σπίτι και τραγουδούσε παραλογές, παλιά δημοτικά και μεγάλα τραγούδια. Οι παραλογές είναι τραγούδια εμπνευσμένα από την κοινωνική εμπειρία, αλλά και από τις τραγωδίες, έχουν αρχή, μέση και τέλος. Και η μητέρα μου, επίσης, είχε καταπληκτική φωνή και τραγουδούσε.
Ο θείος μου είχε ένα εξοχικό κέντρο, το «Γουρνάκι». Εκεί είχαμε ένα γραμμόφωνο και εγώ από 7 χρόνων το κούρδιζα. Είχαμε πάρα πολλές πλάκες. Ό,τι σουξέ έβγαινε, το αγοράζαμε, από βαριά ρεμπέτικα μέχρι Χιώτη και Σουγιούλ.
Τότε ξέρεις, τα Λουτρά ήταν μέρος κοσμοπολίτικο και ήταν γεμάτα κόσμο τριών κατηγοριών: υπήρχαν οι αριστοκράτες- το μισό Κολωνάκι ερχόταν και έκλεινε τα λουξ δωμάτια- η μεσαία τάξη και οι λαϊκοί -αυτοί οι τελευταίοι νοίκιαζαν από ένα μικρό δωματιάκι με μία κοινή τουαλέτα.
Ήταν πολύ όμορφα, μοναδικά. Ερχόταν ακόμη και ορχήστρα από τη Βιέννη. Στο δικό μας το κέντρο ερχόντουσαν οι λουόμενοι το απόγευμα. Κι εγώ στο γραμμόφωνο έβαζα τραγούδια -κυρίως τα Σαββατοκύριακα- όπως το “Αστα τα μαλλάκια σου”, τραγούδια της Μπέλλου και Καίτη Γκρέυ που τότε είχε βγάλει τότε το Άναψε το τσιγάρο” και γινόταν χαμός. Έβαζα ακόμη και ρεμπέτικα, τα οποία ήταν απαγορευμένα τότε.
Στο μαγαζί ερχόντουσαν και ντόπιοι από τις γύρω πόλεις, τη Μακρακώμη και τη Σπερχειάδα και χορεύανε καταπληκτικά.
Ο θείος μου έφερνε και σχήματα, όπως τον Τάκη Λαβίδα με την ορχήστρα του, τον πατέρα της Ελένης Βιτάλη. Θυμάμαι και τη Βιτάλη, δύο ετών να τριγυρνά στο μαγαζί.
Εμένα δε μου άρεσαν πολύ αυτές οι μουσικές. Μου άρεσε μία κομπανία από το διπλανό χωριό που ήταν 3- 4 αδέρφια και παίζανε σαντούρι, λαούτο και βιολί και κιθάρα. Από τότε ότι είχα τάση προς τα πιο σοβαρά ακούσματα, όχι προς τα φανταχτερά και τα ντέφια.
Στην Αθήνα: Κομμωτική και Μελίνα Μερκούρη
Γύρω στα 15 ήρθα στην Αθήνα κοντά στη θεία μου την Κούλα στον Υμηττό και έμαθα δίπλα της κομμωτική. Αυτή ήταν κομμώτρια στον Άγγελο, ξακουστό κομμωτήριο τότε. Ύστερα έφυγε και έκανε δικό της κομμωτήριο και πήρε και μένα μαζί. Σαν γυναίκα ήταν καλλιεργημένη και πανέμορφη, τη θαύμαζα πολύ.
Εγώ δεν είχα πάει γυμνάσιο. Είχα σταματήσει το σχολείο γιατί ήταν μακριά, έπρεπε να περπατώ καθημερινά 6-7 χιλιόμετρα και δεν μπορούσα. Ήθελα λοιπόν να συνεχίσω στην Αθήνα νυχτερινό σχολείο και να πάρω το απολυτήριο.
Η θεία μου δε με άφηνε ωστόσο. Παντρεύτηκα στα 23 μου, χώρισα και μετά κοντά στα 30 μου, άνοιξα το δικό μου κομμωτήριο στο Κολωνάκι, στην οδό Αναγνωστοπούλου. Εκεί γνώρισα τη Μελίνα Μερκούρη γιατί έμενε εκεί δίπλα. Γίναμε φίλες, η σχέση μας ήταν πολύ βαθιά και ουσιαστική. Ξέραμε η μία τα μυστικά της άλλης. Με μένα η Μελίνα ήταν αλλιώς. Ήταν ένας άνθρωπος με βάθος και μυαλό, είχε θέληση, δύναμη και προσωπικότητα. Έλεγε δεν θα πεθάνω αν πρώτα δεν έρθουν πίσω τα “Γλυπτά του Παρθενώνα” και αν δεν γίνει το Μουσείο της Ακρόπολης. Δεν πρόλαβε τίποτα από αυτά…
Η Μελίνα με παρακάλαγε να ασχοληθώ με το τραγούδι. Πίστευε σε εμένα πολύ και με βοήθησε με τρομερή ανιδιοτέλεια. Με σύστηνε πάντα και παντού. Εγώ πάλι, ενώ είχα το κομμωτήριο, γράφτηκα στο νυχτερινό σχολείο. Ήθελα να σπουδάσω ιστορία Τέχνης, να γραφτώ μετά στη Βακαλό. Ήξερα πως ήμουν πολύ καλή τραγουδίστρια, αλλά είχα και πολύ αυστηρούς γονείς, δεν είχα την ελευθερία να κάνω αυτά που με προέτρεπαν οι άλλοι να κάνω.
Το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν τότε στα πάνω του. Την αξία του τη συνειδητοποίησα μέσα από το σχολείο, εκεί κατάλαβα τι σημαίνουν οι παραλογές, το “Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”, το “Γιοφύρι της Άρτας”.
Ο Τσιτσάνης, ο Νότης Μαυρουδής, ο Χατζιδάκις και η Καραϊνδρου
Πελάτισσα στο κομμωτήριο είχα και την Πόλυ Πάνου. Μου έλεγε και αυτή να ασχοληθώ με το τραγούδι. “Θα σε προσκυνάνε, θα σε γράφουν οι εφημερίδες” μου έλεγε και απαντούσα “μόλις τελειώσω το σχολείο, θα κάνω ό,τι θέλετε”.
Η Πάνου με πήγε κατευθείαν στον Τσιτσάνη, στο «Όνειρο» στην εθνική οδό και του είπε «σου έφερα μια Μαρίκα Νίνου». Εκείνος με ρώτησε ποιο τραγούδι ήθελα να πω και είπα το “Περιπλανώμενη ζωή”. Ο Τσιτσάνης με ήθελε δίπλα του, εγώ πάλι κάθισα καμιά δεκαπενταριά μέρες και δεν άντεξα τη νύχτα, έφυγα. Δεν μπορούσα με τίποτα το ξενύχτι, δεν μπορούσα να το συνδυάσω και με το σχολείο… Όταν έφυγα από κοντά του συγκινήθηκε -τα μάτια μου ήταν υγρά πάντα από το ζάχαρο, αλλά σχεδόν δάκρυσε- και μου είπε “κάνουμε χρόνια να ακούσουμε τέτοιες φωνές. Κι εσύ φεύγεις; Έλα τουλάχιστον τον χειμώνα στο Χάραμα”. Ενώ του είπα πως θα πάω, αλλά δεν πήγα ποτέ.
Μετά, έκανα για έναν χρόνο κιθάρα με τον Νότη Μαυρουδή. Ήθελα να μάθω τα βασικά πράγματα, όχι αυτά τα κλασικά που έκανε. Μια μέρα με ρωτάει “μήπως ξέρεις κανένα δημοτικό τραγούδι;” “Ναι, του απαντώ, ξέρω από τη γιαγιά μου, τα παλιά”. Αυτός θα έδινε μία διάλεξη στο Πανεπιστήμιο και ήθελε παραδείγματα τραγουδιών. Πήγα και εγώ στο Λαογραφικό της Ακαδημίας Αθηνών για να μελετήσω τα δημοτικά και μου δώσανε ακόμη σπάνιες ηχογραφήσεις του 1935 του “Νεκρού Αδελφού” και του “Γεφυριού της Άρτας”.
Πήγαμε στο πανεπιστήμιο και έγινε χαμός. Είπα τέσσερα τραγούδια, στα δύο με συνόδευσε ο Νότης, και τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια και ήθελαν και άλλο. Τελικά είπα 15! Μόνο το δημοτικό τραγούδι είχε τέτοια απήχηση.
Αφού τελείωσα το Λύκειο, το 1977, ο Χατζιδάκις άνοιξε το Τρίτο Πρόγραμμα και ήθελε να βάλει μέσα και το δημοτικό τραγούδι. Αυτό δε γινόταν να γίνει χωρίς εμένα.
Στο μεταξύ, είχα κρατήσει επαφές με την Ακαδημία Αθηνών, όπου συνέχιζα να πηγαίνω και μελετώ τα δημοτικά τραγούδια. Εκεί ήρθε η Μιράντα Τερζοπούλου, που ήταν ερευνήτρια λαογράφος, ρώτησε και έμαθε πως ασχολούμαι με τα δημοτικά τραγούδια και μου πρότεινε να τραγουδήσω μία σειρά από τραγούδια της Ανατολικής Ρωμυλίας. Έτσι κάναμε μαζί 10 περίπου εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα με αυτά τα τραγούδια.
Στο μεταξύ, εκείνον τον καιρό έκανα τουμπελέκι με έναν παλιό Μικρασιάτη σε μία σχολή της Ελένης Καραΐνδρου στην γκαλερί του Μπαχαριάν. Η ίδια είναι εθνομουσικολόγος και είχε μαζέψει εκεί όλους τους παλιούς. Τη θαύμαζα την Καραΐνδρου. Ήμουν σε ένα ταξί και άκουσα την “Αγρυπνία” της με τη φωνή της Φαραντούρη. Ενθουσιάστηκα, πρώτη φορά άκουσα τέτοιο πράγμα. Ήταν αμέσως με τη μεταπολίτευση και όταν είδα σε μία διαφήμιση στα ΝΕΑ πως είχε σχολή πήγα και γράφτηκα.
Μετά από καιρό, σε μία συζήτησή μας με τη Μελίνα της είπα για τη σχολή και μου λέει “την ξέρω την Ελένη από το Παρίσι”. Και την πήρε αμέσως τηλέφωνο. Την είχα παρακαλέσει να μην της πει πως έχω κομμωτήριο. Ντρεπόμουν. Η Μελίνα όμως ήταν τρελή. Φαντάσου, ήθελε να γίνει και αυτή κομμώτρια. Με λάτρευε και με θαύμαζε. Είχε πάθει πλάκα που πήγαινα σχολείο, δούλευα και τραγούδαγα.
Όταν λοιπόν γνώρισα την Καραΐνδρου μέσω της Μελίνας και της είπα για τις εκπομπές με την Τερζοπούλου με πήγε αμέσως στο Τρίτο που είχε δική της εκπομπή για να γράψω. Γράψαμε και το τραγούδι που ήταν σήμα της εκπομπής, «Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια», που ήταν καθοριστικό για την καριέρα μου. «Αυτή τη φωνή θα τη βάζεις να ακούγεται κάθε μέρα», της είπε ο Χατζιδάκις.
Η Κάλλας του Δημοτικού τραγουδιού, ο Ρίτσος και ο Πατσιφάς
Και τότε με ακούει ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Ρίτσος είχε γενέθλια την 1η Μάϊου και θα διάβαζε στην εκπομπή του την “Κυρά των Αμπελιών”. Με άκουσε και με πήγε στον Πατσιφά της Λύρας. Εκείνος μόλις με άκουσε είπε “μόλις άκουσα την Κάλλας του δημοτικού τραγουδιού”.
Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1982, έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο στη «Λύρα» με την καλλιτεχνική και μουσική επιμέλεια της Καραΐνδρου. Μάλιστα όταν υπέγραψα με τον Πατσιφά, είχα συμφωνήσει τον δίσκο αυτόν να τον επιμεληθεί ο Σαββόπουλος. Όταν το άκουσε αυτό η Καραϊνδρου εξοργίστηκε, δε δεχόταν να τον επιμεληθεί άλλος.
Με κράτησε ωστόσο πίσω η Καραϊνδρου, καθυστερήσαμε και στο μεταξύ πήρανε είδηση οι άλλες δισκογραφικές τη δύναμη του δημοτικού τραγουδιού και πριν από μένα έβγαλε ο Μάτσας με την Αλεξίου δίσκο με τα δημοτικά και μετά έκανε η Βιτάλη με τη Λύρα το ίδιο. Εγώ αυτό δεν το ξεπέρασα ποτέ.
Ήμουν η πρώτη που πίστεψα στο δημοτικό τραγουδι και μου πήραν την ιδέα. Και με παρακάλαγε ο Πατσιφάς, ο Μακράκης (παραγωγός της Λύρα) ερχόταν συνέχεια σπίτι μου. Και η Καραΐνδρου με τράβαγε πίσω.
Όταν βγήκε ο δίσκος, πήρε τις καλύτερες κριτικές. Με άκουσε οΤούρκος διευθυντής της Μουσικής Ακαδημίας, ενθουσιάστηκε και άρχισα να κάνω συναυλίες. Έλεγε “καλά υπάρχει αυτή η τραγουδίστρια στην Ελλάδα και δεν την ξέρουν οι Έλληνες; Έναν μήνα ψάχναμε και ακούγαμε άλλες και άλλες μέχρι που ακούσαμε τη Γιώτα Βέη”. Βλέπεις ήταν τα κυκλώματα, προωθούσαν άλλες φωνές.
Ταξίδεψα πολύ έκτοτε. Όταν έκανα τις “Παραλογές” πήγα σε ένα φεστιβάλ στο Μπονιφάτσιο στην Κορσική με τον Θάνο τον Κουργιώτη, έναν παραγωγό από το Τρίτο. Αυτός έδωσε τον δίσκο μου σε έναν μουσικολόγο εκεί, ο οποίος τον έδωσε στη Γαλλία στον Philip και έτσι έκανα το “Μama’s”, μία όπερα λαϊκή για τις μητέρες χώρες της Μεσογείου που γεννάνε πολιτισμικές αξίες.
Είχα πάρα πολλές ευκαιρίες στη ζωή μου, δεν πιστεύεις πόσες. Αλλά κρατήθηκα, δεν παρασύρθηκα στη νύχτα. Έτσι γνώρισα και τον Μπερνστάιν. Είχε παρουσιάσει την Ορχήστρα Νέων στο Ειρήνης και Φιλίας με τη Μελίνα. Να πας να του τραγουδήσεις, μου είπε η Μελίνα. Ντρεπόμουν κι εγώ, αλλά με άρπαξε και πήγα δίπλα του και άρχισα να του τραγουδώ το “Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια”. Φωτογραφηθήκαμε και μαζί.
Ταξιδέψατε πολύ έτσι;
Πήγα Αμερική, Καναδά, Αίγυπτο, Κύπρο, Τουρκία, Γαλλία, Κορσική, Σουηδία, Γερμανία.
Η Γιώτα Βέη και ο Οιδίποδας…
Και τώρα στον Οιδίποδα…
Ναι, για να φτάσεις στον Οιδίποδα, την κορυφή των κορυφών, πρέπει να προετοιμάζεσαι όλη σου τη ζωή. Πρέπει η ζωή σου να είναι μια γραμμή χωρίς παρεκκλίσεις δεξιά αριστερά.
Πριν τον Οιδίποδα έκανα “Βάκχες”, “Πέρσες”, Τρωάδες, αλλά και κομμάτια από χορούς τραγωδιών. Τώρα στον Οιδίποδα και τον Κώστα Μεσσάρη με συνέστησε ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Ο Μεσσάρης είναι ένας θαυμάσιος ηθοποιός με μεγάλη εμπειρία στο θέατρο και ο Οιδίποδας και το συγκεκριμένο ανέβασμα τον απασχολεί πολλά χρόνια.
Σε αυτό τον Οιδίποδα πώς συνδέεται η αρχαία ελληνική τραγωδία με τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι….Όλα είναι αλληλένδετα. Η αρχαία τραγωδία ήταν ένα λαϊκό θέαμα. Ήταν και είναι κατανοητή και από τον πιο απλό και απλοϊκό άνθρωπο.
Στην παράσταση που κάνουμε, τα χορικά συνοδεύει μία λύρα πόντου και ένα σάζι. Τα χορικά έχουν προσαρμοστεί κατάλληλα και εγώ λέω κάποια παραδοσιακά τραγούδια. Προσωπικά, δε βρίσκω διαφορές ανάμεσα στα χορικά και το βαθύ δημοτικό τραγούδι, τα τραγούδια αυτά που έχουν διανύσει αιώνες και μπορεί να είναι και πολύ πριν από την αρχαία τραγωδία, πολύ πριν και από τον Όμηρο ακόμη.
Τι σας γοητεύει στο μύθο του Οιδίποδα;
Πρώτα απ’ όλα, το ότι μπορεί να αναγάγει κανείς τα πάντα στην παιδική του ηλικία, στη γέννησή του και στη μοίρα του. Γιατί χωρίς να θέλω να γίνω μοιρολατρική, ουδείς γλίτωσε από τη μοίρα του. Ο Οιδίποδας ήταν ένας αθώος ένοχος. Και με το τέλος του, την τύφλωσή του, το κοινό λυτρώνεται, έρχεται η κάθαρση. Βλέπουμε επίσης πως ο Σοφοκλής πραγματεύεται την αιμομιξία και ότι από την αιμομιξία γεννιούνται τέρατα και επιδημίες, πεθαίνουν παιδιά, έρχεται λοιμός. Και πιάνει το θέμα από την κορυφή, τους βασιλιάδες, όχι από τον απλό άνθρωπο.
Μπορεί επίσης κάποιος να δει το πάθος για εξουσία και πώς αυτή χαλάει τον άνθρωπο. Δείτε τον Κρέοντα που όταν πήρε την εξουσία έγινε σκληρός. O Οιδίποδας, αφού τυφλώθηκε, είδε ποιος είναι πραγματικά. Μα δεν είναι τραγική ειρωνεία;
Σήμερα δυστυχώς βλέπουμε και κάνουμε ότι δε βλέπουμε. Τα μεγάλα κέντρα πλέον εξουσιάζουν. Από το 2000 και μετά το ίντερνετ άλλαξε τα πάντα, καθώς μας δόθηκε μία ευκαιρία στην ευκολία. Η τεχνολογία δεν φτιάχνει τον άνθρωπο πολιτιστικά, του δίνει απλώς δυνατότητες πρακτικές -να αλλάξουμε το ψυγείο, να πάρουμε άλλο αυτοκίνητο- και παράλληλα τον εγκλωβίζει και χάνει την ελευθερία του.
Διότι αυτός που χρωστάει είναι σκλάβος, δεν μπορεί να βρεις ένα σπίτι και να φοβάσαι πως θα στο πάρουν. Κάποτε λέγανε θα τα πάρει ο κομμουνισμός και τρέμανε. Ο κομμουνισμός δεν παίρνει τίποτα. Παίρνει μόνο αυτό το 7-10% στις εκλογές και δίνει και το ερέθισμα να ξυπνάμε, να βλέπουμε καθαρά, να βλέπουμε παντού.
Πώς βλέπετε σήμερα τη δημοτική μουσική; Στα πανηγύρια γνωρίζει μεγάλη άνθηση…
Δυστυχώς στα δημοτικά κυριαρχεί η υποκουλτούρα. Ειδικά τη δεκαετία του ‘60 είχαν βγει κάτι νεοδημοτικά, χειρότερα και από τα σύγχρονα. Σήμερα τα τραγούδια στα πανηγύρια είναι για τα…. πανηγύρια. Γοητεύουν τον κόσμο, τον κάνουν να μεθάει, να γλεντάει, αλλά δεν έχουν θέση στη δημοτική παράδοση. Επειδή υπάρχει άγνοια σήμερα, τραγούδια που λένε παμ παμ παμ (τραγουδά τα “Καγκέλια”) τα βαφτίζουν δημοτικά.
Στο Ηρώδειο σας έχουμε δει, αλλά στην Επίδαυρο όχι…
Ναι έκανα πολύ Ηρώδειο. Επίδαυρο δεν πήγα. Για να σου δείξω πόσο αυστηρή ήταν η μητέρα μου, σκέψου είχαμε τον πατέρα μου άρρωστο στο νοσοκομείο και λέει στον γιατρό “Γιατρέ, η Γιώτα θα τραγουδήσει στην Επίδαυρο”. Και της λέω εγώ “μαμά, στο Ηρώδειο θα τραγουδήσω”. Και με κοίταξε υποτιμητικά και μου λέει “Α όχι στην Επίδαυρο;” Ήταν πάρα πολύ αυστηρή η μητέρα μου. Κέρβερος. Γι΄αυτό και ήμουν τόσο συγκρατημένη στα βήματά μου.
Το μέλλον πώς το βλέπετε;
Μπορεί να έχασα εκατομμύρια χρήματα από τα τραγούδια, να μην εκμεταλλεύτηκα ευκαιρίες και γνωριμίες. Αλλά δε με νοιάζει. Έχω φτιάξει ένα ωραίο σπίτι στο χωριό μου και έχω καλό αγνάντι. Το αγνάντι είναι όλος ο Σπερχειός και μπροστά η θέα, ο λόφος του Αχιλλέα, τα παλάτια, η αρχαία Φθία… Σύντομα θα εκδοθεί και η βιογραφία μου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Κάθε Πέμπτη για 8 παραστάσεις
Διάρκεια: 90 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Θέατρο Βαφείο Λάκης Καραλής: Κων/πόλεως & Αγίου Όρους- Σταθμός Μετρό: Κεραμεικός