Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ
Η ηθοποιός Τατιάνα Παπαμόσχου μιλάει στο NEWS 24/7 για την επιστροφή της στο θέατρο στη συγκλόνιστική παράσταση “Ράβδος” που σκηνοθετεί ο Γιώργος Σκεύας στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Οι περισσότεροι θυμούνται την Τατιάνα Παπαμόσχου ως την Ιφιγένεια, το νεαρό κορίτσι που “σημάδεψε” τον ελληνικό κινηματογράφο μέσα από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, έναν ρόλο που της χάρισε το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1977. Άλλοι τη γνώρισαν αργότερα, μέσα από θρυλικές τηλεοπτικές σειρές, όπως Οι Φρουροί της Αχαΐας και Η Αίθουσα του Θρόνου.
Η Τατιάνα Παπαμόσχου δεν ανήκει αποκλειστικά στο φως των προβολέων. Για χρόνια ακολούθησε έναν διαφορετικό δρόμο, μακριά από τη σκηνή, αφοσιωμένη σε έναν κόσμο γεμάτο αυθεντικότητα, εκεί όπου η ανθρώπινη φροντίδα συναντά τη φύση. Ο λόγος για τη Γαϊδουροχώρα, το Ελληνικό Κέντρο για το γαϊδούρι, όπου αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της, δημιουργώντας έναν χώρο προστασίας και φροντίδας για τα ιπποειδή, αλλά και ένα σημείο συνάντησης για ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο όραμα: να αλλάξουν την αντίληψη γύρω από αυτά τα ευγενικά ζώα.
Τώρα, όμως, επιστρέφει στο θεατρικό σανίδι στην παράσταση η Ράβδος που σκηνοθετεί ο Γιώργος Σκέυας στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Και επιστρέφει με τον δικό της ρυθμό, σε μια στιγμή που όλα μοιάζουν να έχουν βρει τον φυσικό τους κύκλο.
Η ίδια αναφέρει στη συζήτηση που είχαμε μαζί: “Δεν πήρα ποτέ συνειδητή απόφαση να σταματήσω το θέατρο. Τα τελευταία χρόνια οι εμφανίσεις μου μειώθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω της Γαϊδουροχώρας, που είναι ένα εγχείρημα που πραγματοποιήσαμε με τον φίλο και συνεργάτη Δημήτρη Στουπάκη.
Τα πρώτα χρόνια η Γαϊδουροχώρα- το Ελληνικό Κέντρο για το γαϊδούρι, απαιτούσε πολύ περισσότερη φροντίδα και καθημερινή παρουσία. Τώρα, όμως, που έχει μπει σε μια σταθερή τροχιά και υπάρχουν άνθρωποι που μας στηρίζουν – εθελοντές και συνεργάτες- υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και δεν είναι πια απαραίτητο να βρισκόμαστε στον στάβλο από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Δεν νιώθω όμως πως σταμάτησα την υποκριτική. Άλλωστε, έχω συμμετάσχει σε δύο σειρές, “Το Κόκκινο Ποτάμι” και το “Ποιος Ήταν ο Φονεύς του Αδελφού μου”, καθώς και πιο πρόσφατα σε ένα επεισόδιο της σειράς “Δίχτυ”.
Στο θέατρο δεν είχα επιστρέψει – κυρίως λόγω απόστασης. Μένω εκτός Αθηνών και είναι δύσκολο να διανύεις 40 χιλιόμετρα κάθε βράδυ για μια παράσταση. Παρ’ όλα αυτά, κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αρνηθείς. Όταν ήρθε αυτή η πρόταση, ήξερα ότι δεν γινόταν να πω όχι. Με τον σκηνοθέτη Γιώργο Σκεύα είχαμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν για δύο θεατρικές δουλειές, αλλά η μία ακυρώθηκε, ενώ στην άλλη δεν μπορούσα να συμμετάσχω λόγω γυρισμάτων για Το Κόκκινο Ποτάμι.
Αυτή τη φορά, όμως, όλα ταίριαξαν, ακόμα και η σύμπτωση να βρισκόμαστε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, ένα τόσο αγαπημένο θέατρο όπου είχα την τιμή στο παρελθόν να συμμετέχω σε τρεις σημαντικές παραστάσεις (Συμφορά από το πολύ μυαλό, τη Νυχτα της Κουκουβάγιας και το Έβδομο ρούχο). Πραγματικά όλα αυτά μαζί κάνουν την “επιστροφή” ξεχωριστή..
Δε σου έλειπε το θέατρο αυτά τα χρόνια;
Μου έλειπε η διαδικασία του ψαξίματος, της πρόβας, της έρευνας και της παράστασης. Τι δεν μου έλειψε; Η ρουτίνα του. Γιατί η πραγματικότητα του θεάτρου είναι διττή. Από τη μία, υπάρχει όλο το συναρπαστικό κομμάτι: να προσεγγίζεις ένα κείμενο, να το ερευνάς, να πειραματίζεσαι στις πρόβες, να ανακαλύπτεις τον ρόλο σου. Και φυσικά, υπάρχει η μαγεία της παράστασης, όταν το έργο πια παίρνει τη δική του διαδρομή μπροστά στο κοινό.
Αλλά, από ένα σημείο και μετά, το θέατρο αποκτά μια διαφορετική ρουτίνα. Φαντάσου μια παράσταση που παίζεται ολόκληρη τη σεζόν, από τον Οκτώβρη ως την άνοιξη. Αυτή η καθημερινότητα δεν ταιριάζει εύκολα με τη σημερινή μου πραγματικότητα εδώ.
Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που κυνηγούσε τις δουλειές στο θέατρο. Ακόμα και πριν από τη Γαϊδουροχώρα, δεν ήμουν η ηθοποιός που ήθελε να δουλεύει κάθε σεζόν ή να είναι διαρκώς μέσα στα πράγματα του χώρου. Πήγαινα περισσότερο με το ένστικτό μου, με το τι μου άρεσε, τι με ενδιέφερε.
Είχα την πολυτέλεια να είμαι πιο επιλεκτική, γιατί δεν ήμουν απόλυτα εξαρτώμενη οικονομικά από το θέατρο. Αυτό, βέβαια, έχει πάλι δυο όψεις. Από τη μία, σου δίνει τη δυνατότητα να επιλέγεις, από την άλλη, μπορεί να σε κάνει λιγότερο ενεργό.
Τι είναι αυτό που θα έλεγε που πιστεύεις ότι βρήκες στη Γαϊδουροχώρα;
Πριν ακόμα μπει στη ζωή μου ο Μιχάλης Κακογιάννης και η “Ιφιγένεια”, πριν δηλαδή μου ανοίξει ο ορίζοντας του θεάτρου και του κινηματογράφου, αν με ρωτούσες τι θα ήθελα να κάνω, η απάντηση θα είχε να κάνει κάτι σχετικό με τα ιπποειδή. Αγαπούσα όλα τα ζώα, αλλά για αυτά είχα πραγματικό πάθος. Ήθελα να βρίσκομαι κοντά τους.
Πολύ αργότερα, το 2008 – 2009, ανακάλυψα ότι ο Ελληνικός Σύλλογος Προστασίας Ιπποειδών ζητούσε εθελοντές. Την ίδια κιόλας μέρα πήγα. Έτσι ξεκίνησα ως εθελόντρια. Εκεί γνωριστήκαμε με τον Δημήτρη Στουπάκη. Εθελοντής κι εκείνος τότε, αρχίσαμε να αποκτούμε άμεση επαφή με τα ζώα, αλλά από μια εντελώς διαφορετική θέση: αυτή της φροντίδας και της διάσωσης.
Ένας ολόκληρος κόσμος άνοιξε μπροστά μας και μέσα σε αυτόν ανακαλύψαμε και τα γαϊδουράκια. Γνωρίσαμε τον Κίτσο, ένα χαριτωμένο γαϊδουράκι που μας αποκάλυψε τον απίστευτα τρυφερό, κοινωνικό και παιχνιδιάρικο χαρακτήρα των γαϊδουριών. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της Γαϊδουροχώρας- του Ελληνικού Κέντρου για το γαϊδούρι. Να υπάρξει ένας χώρος που όχι μόνο θα διασώζει, αλλά θα λειτουργεί και σαν ένας πυλώνας ενημέρωσης, θέτοντας τους κανόνες ευζωίας και βοηθώντας να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης αυτών των ζώων στη χώρα μας, προτείνοντας νέους τρόπους και προωθώντας μια νέα νοοτροπία που δεν τα αντιμετωπίζει σαν εργαλεία αλλά σαν συνεργάτες με δικαιώματα και αξιοπρέπεια.
Η Γαϊδουροχώρα είναι κάτι μοναδικό, κάτι απόλυτα δικό μας. Σήμερα, έχουμε 24 ζώα, ενώ στο πέρασμα του χρόνου έχουμε βοηθήσει πολλά περισσότερα. Κάποια ήρθαν προσωρινά, μέχρι να βρουν ένα νέο σπίτι. Άλλα, είναι οι μόνιμοι προστατευόμενοί μας.
Και τώρα στο θέατρο;
Το θέατρο είναι μια εντελώς διαφορετική διαδικασία, η έρευνα και η αναζήτηση της πρόβας, η συνεργασία, η ομαδικότητα, η έκθεση στο κοινό.. Φυσικά και ο σκοπός του δεν είναι η προβολή. Δεν βγαίνεις στη σκηνή λέγοντας: «Ελάτε να με δείτε». Ο στόχος είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο: «Ελάτε να δείτε κάτι που έχουμε δημιουργήσει».
Ας πάμε στη Ράβδο…
Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο έργο. Ο συγγραφέας του, ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, έγινε γνωστός στην Ελλάδα με το “Shopping and Fucking”, που είχε παιχτεί στο Αμόρε. Τότε που το είχα δει, ήμουν πολύ μικρότερη και με είχε ενθουσιάσει.
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις ακριβώς τι είναι αυτό το έργο. Η ιστορία φαίνεται απλή: τρία άτομα—ένας πατέρας, μια μητέρα και μια κόρη—συναντιούνται μετά από χρόνια στο πατρικό τους σπίτι, το οποίο βρίσκεται υπό πολιορκία από μαθητές. Ο πατέρας, που είναι υποδιευθυντής σε σχολείο, ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί, αλλά την παραμονή της γιορτής αποχαιρετισμού του, ξεσπά ένα σκάνδαλο. Αποκαλύπτεται ότι κάποτε συμμετείχε στη διαδικασία του ραβδισμού, μια τιμωρητική πρακτική που ήταν επιτρεπτή στα βρετανικά σχολεία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο και πως αν και όλα φαίνονται ρεαλιστικά, στην πραγματικότητα όλα μπορούν να ιδωθούν και ως μεταφορές.
Εσένα τι σε γοητεύει σε αυτό το έργο;
Το ότι βασίζεται σε μια λεπτή ισορροπία, η οποία δεν αποτελεί προσωπική υπόθεση του κάθε ηθοποιού, αλλά είναι κάτι συλλογικό, κάτι που παλεύουμε μαζί στη σκηνή με τον Άρη Λεμπεσόπουλο, την Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Είναι και ο Γιώργος Σκεύας, που σκηνοθετεί και καθοδηγεί όλη αυτή τη διαδικασία.
Μοιάζει σαν ένα ιδιαίτερα δύσκολο μουσικό έργο, όπου τα όργανα πρέπει να παίξουν με απόλυτη ακρίβεια για να πετύχει η συνταγή. Κανένας χαρακτήρας σε αυτό το έργο δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Υπάρχει μια πολυπλοκότητα που δεν μπορείς να την ερμηνεύσεις επιφανειακά.
Είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον το πώς το έργο αποτυπώνει τη σύγκρουση των γενεών. Βλέπεις μια νέα τάξη πραγμάτων να διαδέχεται την παλιά και θίγονται πολλά από τα θέματα της σύγχρονης κουλτούρας που συχνά τείνει να αναιρεί το παρελθόν. Δηλαδή, τι συμβαίνει όταν μια κοινωνία αποφασίζει ότι κάτι που συνέβαινε παλιά είναι απαράδεκτο σήμερα; Το διαγράφουμε εντελώς; Το εξαιρούμε από την ιστορία; Και τελικά, πού μπαίνει το όριο σε αυτό;
Τι συμβολίζει για σένα η Ράβδος;
Αυτό είναι ξεκάθαρα ένα σύμβολο εξουσίας. Αλλά δεν πιστεύω ότι το έργο μιλάει για ένα μόνο πράγμα. Δεν είναι από τα έργα που κλείνουν τα φώτα και κάποιος θα πει: «Α, κατάλαβα».
Είναι από τα έργα που σε ακολουθούν, που ξυπνάς την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη, και ξαφνικά σου έρχονται σκέψεις.
Γιατί, προφανώς, δεν μιλάμε απλώς για ένα σχολικό σύστημα. Το έργο θίγει κάτι πολύ βαθύτερο.
Εσύ πώς βιώνεις τον ρόλο σου ως Μορίν, τη μητέρα;
Η Μορίν είναι η γυναίκα που έχει στηρίξει αυτόν τον άνθρωπο όλα αυτά τα χρόνια. Παλεύει να τακτοποιήσει τα πάντα, να φέρει μια ισορροπία. Και, φυσικά, δεν καταφέρνει τίποτα.
Προσπαθεί να οργανώσει τη γιορτή του, να τον υποστηρίξει μέχρι τέλους. Μιλάει για εκείνον στην κόρη τους με τρόπο που τον μεγαλοποιεί. Στο μυαλό της έχει χτίσει έναν μύθο, μια εικόνα που τη στοιχειώνει—και την οποία, βέβαια, έχει και η ίδια υποστεί.
Δεν μπορεί να βγει από το σύστημα μέσα στο οποίο έχει ζήσει. Κι όταν, έστω και για λίγο, προσπαθεί να ξεφύγει, κλονίζεται. Δεν μπορεί να το αντέξει.
Είναι από εκείνες τις γυναίκες που έμειναν στο σπίτι και έγιναν έρμαια του άντρα τους, αλλά αυτό δεν την κάνει αδύναμη. Αντίθετα, μέσα στην παθητικότητα της θέσης της, υπάρχει και μια υφέρπουσα δύναμη.
Τελικά είναι ρεαλιστικό να μιλάμε για έναν συμβιβασμό της παλιάς και της νέας τάξης πραγμάτων;
Δεν μπορούμε να διαγράψουμε το παρελθόν για να προχωρήσουμε. Πρέπει να συμβαδίσουμε μαζί του, να το κατανοήσουμε, αν θέλουμε να εξελιχθούμε.
Ζούμε σε μια εποχή όπου η πολιτική ορθότητα έχει κυριαρχήσει – ίσως στην Ελλάδα λιγότερο, αλλά σε άλλα μέρη βλέπουμε ήδη την υπερβολή. Και αυτή η υπερβολή μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ακρότητα.
Γιατί να μην μπορούμε να δούμε την ιστορία όπως πραγματικά είναι; Γιατί να φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι έγιναν λάθη; Το να αποδεχτούμε ποια είναι η ανθρώπινη φύση, είναι ένα βήμα προς το να γίνουμε καλύτεροι.
Το υψωμένο χέρι της κόρης στο τέλος τι συμβολίζει;
Η Άννα αποφασίζει να βγει με το ματωμένο χέρι υψωμένο. Μοιάζει να αποφασίζει να αφήσει το κύμα της νέας τάξης να μπει και να τα καταπιεί όλα. Συμβολικά ή πραγματικά, το μέλλον έρχεται σαν ένα κύμα και σαρώνει το παρελθόν. Καλό ή κακό..
Είναι μια συνειδητή επιλογή. Δεν φεύγει απλώς, δεν κλείνει την πόρτα πίσω της. Αφήνει το χέρι υψωμένο. Και αυτό αλλάζει τα πάντα. Και αυτό είναι τρομακτικό…