Η ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΒΕΛΛΑΣ ΜΑΣ ΜΙΛΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥΣ, ΤΟ ‘DOURGOUTI TOWN’
Ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Δουργουτίου, μιας περιοχής που δεν υπάρχει πια ή που αν υπάρχει, βρίσκεται στις σκέψεις των ανθρώπων που την έζησαν και στις δεκάδες ιστορίες που σώθηκαν.
Κάτω απ’ τον Νέο Κόσμο υπάρχει το Δουργούτι και ο Δημήτρης Μπαβέλλας, πριν από μερικά χρόνια ξεκίνησε τις ανασκαφές του. Προφανώς δεν βρήκε αρχαία, δεν τον ενδιέφεραν αυτά αλλά έφερε στο φως πρόσωπα και ιστορίες, παράγκες και πολυκατοικίες, χρόνια που πέρασαν για πάντα αποτυπωμένα σε φωτογραφίες και καρέ ταινιών.
Και το αποτέλεσμα όλων αυτών των ανασκαφών ονομάστηκε “Dourgouti Town”, μία ταινία ιδιαίτερη, γλυκόπικρη, νοσταλγική και με μπόλικο χιούμορ, που από τις 26 Σεπτεμβρίου θα προβάλλεται στους κινηματογράφος της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Γεννημένος στην περιοχή του Δουργουτίου, ο σκηνοθέτης θεωρούσε ότι ήταν χρέος του να κάνει μία ταινία για την ιστορία αυτής της ιστορικής και ξεχασμένης πια αθηναϊκής συνοικίας. Και για να τα καταφέρει, πέρα από την τεράστια έρευνα που διήρκησε μήνες, έστησε και απέναντι απ’ την κάμερα του ανθρώπους που πρόλαβαν να ζήσουν στην περιοχή προτού ονομαστεί Νέος Κόσμος, προτού τα ενοίκια εκτοξευθούν και τα airbnb κυριαρχήσουν.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που έζησαν στο Δουργούτι κάποια στιγμή στη ζωή τους είναι και η Χάρις Αλεξίου. Μίλησε στο ντοκιμαντέρ αλλά μίλησε και σε μας, μαζί και με τον σκηνοθέτη της ταινίας, τον Δημήτρη Μπαβέλλα. Και είχαν να μας εξηγήσουν πολλά.
Η ΙΔΕΑ
“Η έρευνα για την ταινία ξεκίνησε ακριβώς στις 11 Αυγούστου 1976, δηλαδή την ημέρα που γεννήθηκα”, λέει ο Δημήτρης Μπαβέλλας. “Από τότε άρχισα να ακούω τις πρώτες διηγήσεις από τον παππού μου και τον πατέρα μου για το Δουργούτι. Έτσι έγινε ένα μαγικό πράγμα στο μυαλό μου. Και στη συνέχεια μεγαλώνοντας, και μέχρι να μετακομίσουμε στη Νέα Σμύρνη στα 15-16 μου, απέκτησα και εγώ τις δικές μου εμπειρίες από αυτό το μέρος.
Υπήρχε μία τρομερή αύρα εκεί γύρω. Όπως λέει και ο Αντρέας Σωτηρακόπουλος που μιλάει στην ταινία και θα την προβάλλει στον κινηματογράφο του, τον ‘Μικρόκοσμο’, ‘αυτό το μέρος έχει κάποια σύνορα τα οποία είναι ταυτόχρονα αόρατα αλλά και πολύ ορατά’.
Δηλαδή ενώ ζούσαμε 50 μέτρα από τον συνοικισμό (έτσι το έλεγαν το Δουργούτι, εκτός απ’ τους πιο μεγάλους που συνήθως το έλεγαν ‘Τα Αρμένικα’), η συγχωρεμένη η μητέρα μου έλεγε ‘πάμε στο συνοικισμό’. Ενώ ήμασταν δίπλα!
Εντωμεταξύ, ήταν σαν να έμπαινες σε μία Νo man’s land, στη ζώνη του λυκόφωτος, ήταν πάντα άδειο και ήσυχο. Εγώ το έβρισκα υπέροχο το μέρος, μυσταγωγικό”.
Ναι αλλά όλοι κάπου έχουμε μεγαλώσει. Δεν κάναμε κιόλας ταινία για αυτό το μέρος. Γιατί συγκεκριμένα το Δουργούτι;
“Το έκανα γιατί βρίσκω τρομερά ενδιαφέρουσα την ιστορία της περιοχής αλλά και για την προσωπική μου σύνδεση μαζί της”, τονίζει ο σκηνοθέτης. “Όπως λέει και ο μοντέρ που τελείωσε την ταινία, ο Χρόνης Θεοχάρης, ‘αυτή δεν ήταν ταινία, ήταν υποχρέωση'”.
ΓΙΑΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ;
Αναπόφευκτη ερώτηση. Έρχεται αυτόματα, ξεφυλλίζοντας οποιοδήποτε πρόγραμμα σε σινεμά.
“Ο θεατής θα δει την καταγραφή μίας περιοχής που συγγενεύει με πολλές αντίστοιχες ανά τον κόσμο. Μια λαϊκή γειτονία χτισμένη από το τίποτα, η οποία όμως μεταβάλλεται σταδιακά αλλά σταθερά στο πέρασμα του χρόνου, με όλες τις κακουχίες που περνάει μαζί με την Αθήνα και την Ελλάδα.
Θα δει πως φτάνει να γίνει ένας πρώτης διαλογής τουριστικός προορισμός, κατόπιν ασφυκτικής πίεσης από τα τραστ και τα ιδρύματα πολιτισμού που έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή. Πώς έχει φτάσει εξαιτίας και των airbnb να εξελιχθεί σε μία Ντίσνεϋλαντ, ακολουθώντας την πορεία της υπόλοιπης Αθήνας.
Παράλληλα, το Δουργούτι λειτουργεί σαν ένα περισκόπιο πέριξ της λεωφόρου Συγγρού που καταγράφει σιωπηρά την ιστορία αυτής της πόλης τα τελευταία 100 χρόνια. Γιατί μπορεί να αναφέρουμε περιληπτικά τα αρχαία χρόνια αλλά στην ουσία η ιστορία του ντοκιμαντέρ ξεκινάει περίπου από το 1915.
Και επειδή οι ρομαντικοί του σήμερα είναι οι κυνικοί του αύριο, θέλω να υπάρξει μια μαρτυρία, μια καταγραφή του πώς ήταν αυτό το μέρος. Ένα μέρος, πραγματικά, πολύ παρατημένο”.
Η Χάρις Αλεξίου, δίνει και η ίδια μερικούς λόγους για να δούμε το ντοκιμαντέρ.
“Είναι πάρα πολύ ωραία η ταινία. Ο Δημήτρης Μπαβέλλας μ’ αρέσει πολύ ως σκηνοθέτης γιατί καταρχάς κάνει εξαιρετική εικόνα. Επίσης έχει χιούμορ και αυτό δίνει πολλή ζωή στις ταινίες του. Έχει έναν ρυθμό, δεν βαριέσαι καθόλου.
Παρακολουθώντας το ‘Dourgouti Town’ έμαθα και ιστορία που αγνοούσα. Για παράδειγμα, δεν ήξερα ότι υπήρχε οργανωμένη αντίσταση εκεί. Δεν είναι μόνο ότι υπήρχε μια προσφυγιά στην περιοχή. Γίνονταν και πράγματα που δεν τα ξέραμε”.
Πώς προέκυψε όμως η συμμετοχή της;
“Είχε μάθει ο Δημήτρης Μπαβέλλας ότι πέρασα κι εγώ κάποιο διάστημα από αυτόν τον συνοικισμό και έτσι μου τηλεφώνησε”, λέει η μεγάλη ερμηνεύτρια. “Βεβαίως, δέχτηκα, γιατί το Δουργούτι είναι ένα κομμάτι της ιστορίας. Είναι καλό να μην τα ξεχνάμε αυτά. Και τώρα δεν ξέρω ποιος από τους νεότερους μπορεί να το θυμάται γιατί είναι μια περιοχή η οποία έχει ξεριζωθεί. Δεν έχει μείνει κάτι εκεί εκτός από τις δύο πολυκατοικίες που είναι μπροστά στη Συγγρού, μπροστά σ’ αυτό το συρματόπλεγμα που έχουν βάλει. Στη θέση πια της Παραγκούπολης είναι οι εργατικές πολυκατοικίες”.
ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ
Το ντοκιμαντέρ είναι διάχυτο από καρέ των ‘50s και άλλων δεκαετιών. Πού τα βρήκε όλα αυτά ο σκηνοθέτης;
“Το συνέλεξα με πάρα πολλή προσπάθεια μαζί με τους συνεργάτες μου στην έρευνα, τον Τάκη Κατσαμπάνη και τον Μελέτη Ζαχαράκη, συγγραφείς και οι δύο -ο δεύτερος έγραψε τη ‘Γενιά της παράγκας’, ένα βιβλίο που αναφέρεται στο Δουργούτι και στον Νέο Κόσμο.
Το υλικό το συνέλεξα από εκατοντάδες πηγές. Αν πρέπει να αναφέρω κάποιους ανθρώπους ξεχωριστά, ανάμεσα σε πάρα πολλούς άλλους που μας βοήθησαν, είναι τη Σωτηρία Κούνδουρου για την ευγενική παραχώρηση για τη χρήση πλάνων της ‘Μαγικής Πόλης’. Αλλά και τη Ντίνα Μιχαηλίδου για την αντίστοιχη της ‘Καθόδου’, μίας… επεισοδιακής τηλεοπτικής σειράς που είχε γυρίσει για την ΕΡΤ ο πατέρας της Γιώργος Μιχαηλίδης.
Αντιθέτως άλλοι, επίσημοι φορείς που εμπλέκονται και στην παραγωγή της ταινίας μας υποχρέωσαν να πληρώσουμε κάποια υπέρογκα για τα δεδομένα μας ώστε να εμπλουτίσουμε με μόλις λίγα παραπάνω πλάνα το αρχειακό μας υλικό.
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΟΥΡΓΟΥΤΙ
“Ήρθαμε στην Αθήνα απ’ τη Θήβα το 1959, γιατί αρρώστησε ο πατέρας μου”, λέει η Χάρις Αλεξίου. “Μπήκε στον Ευαγγελισμό. Και στο Δουργούτι ζούσε η γιαγιά η Σμυρνιά, η μάνα της μάνας μου, οπότε η μητέρα μου πήγε κοντά της, γατί στην Αθήνα δεν υπήρχαν άλλοι δικοί της άνθρωποι.
Εκεί βρήκε ένα δωμάτιο κάπως μεγάλο και το χώρισε στη μέση: απ’ τη μέσα μεριά κοιμόμασταν εμείς και απ’ τη έξω ξεκίνησε ένα υποτυπώδες μπακαλικάκι.
Τέλος πάντων, πολύ σύντομα ο πατέρας μου πέθανε. Εγώ πήγα και δύο τάξεις στο σχολείο εκεί και μετά άρχισε η μετανάστευση μέσα στη μετανάστευση, δηλαδή να αλλάζουμε γειτονιές, να πηγαίνουμε στην Ακαδημία Πλάτωνος, στο Αιγάλεω κτλ. Μέχρι που καταλήξαμε στο Φάληρο και στη Νέα Σμύρνη.
Συνολικά έμεινα εκεί δύο χρόνια. Από το Δουργούτι έφυγα δέκα χρονών, θυμάμαι πήγαινα στην Δ΄ δημοτικού. Με είχε αφήσει η μάνα μου σε μια γειτόνισσα εκεί, όταν η ίδια άλλαξε γειτονιά, προκειμένου να τελειώσω τη χρονιά στο σχολείο. Και Ε’ δημοτικού πήγα σε άλλο σχολείο”.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΣ
“Όταν φύγαμε από τη Θήβα και πήγαμε στο Δουργούτι νιώσαμε ότι πήγαμε κάπου χειρότερα γιατί στη Θήβα ήταν οι νοικοκυραίοι με τα χωράφια τους, τα βαμβάκια, τις πατάτες, τα σιτάρια, τις ελιές τους και από την άλλη ήταν ο συνοικισμός με τους πρόσφυγες.
Στη Θήβα είχαν όλα μία τάξη, είχαν μία σειρά. Ήμασταν φτωχοί άνθρωποι, αλλά δεν μας έλειπε τίποτα, όπως και στον περισσότερο κόσμο εκεί. Οι άνθρωποι είχαν το αλεύρι τους, ζύμωναν ψωμί, είχαν τα ζώα τους, είχαν το τυρί τους, το κρασί τους. Δεν ήταν εξαρτημένοι από κανέναν. Και ξαφνικά εμείς βρεθήκαμε στην Αθήνα που δεν είχαμε τίποτα από όλα αυτά.
Η μάνα μου έπρεπε να εργαστεί. Θα μπορούσε να είχε μείνει στη Θήβα, αλλά θα ήταν η ‘νύφη που ξέμεινε’ κλπ. Ήταν όμως μια γυναίκα ντελικάτη, δεν ήθελε να εξαρτάται.
Και έτσι ήρθε εδώ, δούλεψε κι εγώ με τον αδερφό μου τον Γιώργο, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, είχαμε να γνωρίσουμε μια καινούργια ζωή. Και δύσκολη. Έπρεπε να μάθουμε να συντηρούμε τους εαυτούς μας μόνοι μας, γιατί η μάνα μας έλειπε όλη μέρα, δούλευε.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήθελα να φύγουμε από εκεί. Είχαμε ένα σπίτι με αυλή στη Θήβα και ξαφνικά βρεθήκαμε σε ένα παραγκόσπιτο”.
ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Κάθε περιοχή έχει τους ήρωές της. Ρωτάμε τον κ. Μπαβέλλα γι’ αυτούς και ξεκινάει πρώτα από έναν αντιήρωα.
“Όλοι μοναδικοί ήταν εκεί πέρα, είχε πολλές εμβληματικές μορφές”, μας λέει. “Μία εμβληματική μορφή που τη θυμάμαι και εγώ αμυδρά, ήταν ένας τύπος που λεγόταν Mπαμπάλαρος, ο οποίος ήταν κάτι σαν κλοσάρ, πήγαινε αριστερά δεξιά, φορούσε κάτι φοβερά ρουχα κτλ.
Η ατάκα, λοιπόν, που τον έκανε πυρ και μανία ήταν ‘Βάγγο, σπάσε’. Όποιος του το έλεγε, τον πετύχαινε με την πέτρα, γιατί εν τω μεταξύ, είχε και φοβερό σημάδι.
Υπάρχει και μια ιστορία ότι ένας οικοδόμος που βρισκόταν πάνω σε μια σκαλωσιά του φώναξε από ψηλά ‘Βάγγο, σπάσε’ και ο Μπαμπάλαρος του πέταξε μία πέτρα, ρίχνοντας τον κάτω. Ευτυχώς έπεσε πάνω στον ασβέστη ο άνθρωπος και δεν έπαθε τίποτα”.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΑΡΑΒΑΚΟΣ
“Δεν θα μπορούσα να το παραλείψω τον Θανάση Σαραβάκο”, συνεχίζει ο σκηνοθέτης. “Είχε γεννηθεί στον ίδιο δρόμο με τον δικό μου πατέρα, φίλοι από μηδέν χρονών. Θυμάμαι πάντα την αγάπη με την οποία μίλαγε ο πατέρας μου για τον Θανάση και για όλα τα κατορθώματά του στο γήπεδο. Mε αποκορύφωμα ένα γκολ με ανάποδο ψαλίδι από το ύψος της μεγάλης περιοχής στη Ριζούπολη το οποίο απεικονίζουμε με animation στην ταινία, animation που υπογράφει ο Γιώργος ο Φυλακτός. Ο Θανάσης αδικείται πάρα πολύ από την έλλειψη οπτικών καταγραφών της εποχής γιατί δεν μπορούμε σήμερα να δούμε τις απίστευτες ενέργειές του στο τερέν. Μόνο να τις φανταστούμε.
Υπάρχει και μια ιστορία ότι έχει περάσει έναν αμυντικό της αντίπαλης ομάδας, από κάτω του, μαζί με την μπάλα.
Τον θυμάμαι σε μεγαλύτερη ηλικία να είναι πάντα ευπρόσδεκτος στα μαγαζιά της περιοχής. Όπως αναφέρει κι ο πατέρας μου στο ντοκιμαντέρ, ήταν ο μόνος μεγάλος ποδοσφαιριστής που δεν έφυγε ποτέ από τον Πανιώνιο”.
ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΟ ΔΟΥΡΓΟΥΤΙ ΤΟΥ ‘59
Κάνουμε την ίδια ερώτηση και στη Χαρούλα Αλεξίου. Δεν της παίρνει πολλή ώρα να θυμηθεί:
“Απέναντί μας ήταν ένα χασάπικο και εκεί δούλευε η Γιούλα η Χασάπισσα, μια λεβεντογυναίκα Αρμένισσα. Ήταν αυτό που λένε ‘αναστέναζε ο μπαλτάς’. Ήταν πολύ περίεργο τότε για μια γυναίκα να είναι χασάπισσα.
Και πιο πάνω ήταν η ΕΒΓΑ, όπου ήταν το σημείο συνάντησης όλων των νέων της γειτονιάς. Ήταν και το μόνο μαγαζί που είχε τηλέφωνο και ακούγαμε να φωνάζουν “κυρία Ιφιγένεια, Τηλέφωνο!”. “Κυρία Μαρία, τηλέφωνο!”. Και έτρεχαν όλοι στην ΕΒΓΑ να μιλήσουν στο τηλέφωνο.
Επίσης εκεί κοντά ήταν και ο Βάνιας ο Αρμένης με τα ωραιότερα σουβλάκια που έχω φάει στη ζωή μου.
Θυμάμαι πολύ έντονα το “Πανελλήνιο”, το σινεμά, που ήταν εκεί απέναντι απ’ το Φιξ (σ.σ. σήμερα, στο ίδιο κτίριο στεγάζεται ο ‘Μικρόκοσμος’). Επίσης, υπήρχε ακόμα το ποτάμι, δεν είχε κλείσει η Καλλιρόης.
Ήταν γειτονιά. Ήταν οι δρόμοι που έβγαιναν οι γυναίκες που πλένανε, που άπλωναν τα ρούχα. Λίγο σαν αυτό που βλέπουμε σε κάποιες ελληνικές ταινίες. Όλα αυτά τα χαμηλά σπιτάκια με τους τσίγκους, με τις δημόσιες τουαλέτες. Τι να πω; Ένα περίεργο πράγμα.
Δεν το ωραιοποιούμε καθόλου, πάντως, γιατί υπήρχε και η στέγη που έσταζε και ο κουβάς που δεν περίσσευε”.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ ΤΟΥ ‘59
“Η μάνα μου είχε ανοίξει ένα μικρό μπακάλικο πάνω στον κεντρικό δρόμο, στην αγορά. Εκεί ήταν όλα τα μαγαζάκια στη σειρά. Πάνω σε έναν στενό δρόμο με αυλάκια στην κάθε μεριά του δρόμου, δηλαδή τρέχανε τα νερά και κατέληγαν κάτω στη Συγγρού. Ζούσαν πάρα πολλοί Αρμένιοι εκεί, αλλά γενικά ήταν όλοι πρόσφυγες.
Έπρεπε να μάθουμε, και εγώ και ο Γιώργος, να ζυγίζουμε το ρύζι, τη ζάχαρη, τα φασόλια… Ήταν οι οκάδες τότε. Ό, τι αγόραζε ο κόσμος. Θυμάμαι ότι πουλούσαμε και φωτογραφίες ηθοποιών και τραγουδιστών. Ήταν της μόδας τότε.
Πουλούσαμε φωτογραφίες της Ρένας Βλαχοπούλου, του Κώστα Κακαβά. Μιλάμε τώρα για το 1960. Όχι την εποχή, αλλά τη χρονιά “1960”. Θυμάμαι ότι τις Κυριακές από κάπου έπαιζε Καζαντζίδη, δεν ξέρω καν ποιος είχε αυτά τα ηχεία. Μάλλον το ραδιόφωνο ήταν. Το έβαζε τέρμα και ακουγόταν σε όλη την αγορά”.
ΠΩΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ Η ΠΕΡΙΟΧΗ
Επαναλαμβάνουμε συνεχώς το όνομα “Δουργούτι”, και ξεχάσαμε να ρωτήσουμε το πιο σημαντικό.
“Αυτή η περιοχή που χοντρικά σήμερα βρίσκεται ο Νέος Κόσμος, τα χωράφια που βρίσκονταν εκεί δηλαδή, ανήκαν σε μια οικογένεια που λεγόταν Δουρούτη ή Δουργούτη”, μας λέει ο Δημήτρης Μπαβέλλας. “Αυτοί είχαν το εργοστάσιο Μεταξουργείας, στο Μεταξουργείο. Την ίδια στιγμή άλλοι έλεγαν ότι αυτή η περιοχή ανήκε σε έναν Δουργούτ Αγά. Όμως, αυτό που συνειδητοποιήσαμε είναι ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο. Άλλοι τον έλεγαν Δουργούτ Αγά, οι τουρκογενείς για παράδειγμα και οι άλλοι τον έλεγαν Δουρούτη. Και το βρήκαμε φοβερό.
Αυτό το συνειδητοποιήσαμε κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Γιατί η έρευνα για το ντοκιμαντέρ δεν σταματάει ποτέ. Σταματάει μόνο όταν πεις ότι ήρθε η ώρα να τελειώσει η ταινία. Δύσκολη απόφαση αυτή και στις φιξιόν ταινίες, πόσο μάλλον εδώ που ανακαλύπτεις καθημερινά καινούργια πράγματα τα οποία θέλεις να εντάξεις στο τελικό φιλμ!
Είχα την τύχη να δουλέψω με έναν από τους καλύτερους μοντέρ στο χώρο του ντοκιμαντέρ, τον Χρόνη Θεοχάρη (‘Αγέλαστος Πέτρα’, ‘Ζάκρος’ κτλ.). Ο Χρόνης πήρε το υλικό στα χέρια του μετά το Νίκο Καλλιπολίτη (που υπογράφει επίσης το μοντάζ του βιντεοκλίπ των ‘Καφενείων’ και ήταν ο.. go-between με τον πρώτο μοντέρ) και ολοκλήρωσε την ταινία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μάλιστα, επειδή ο Χρόνης κουβαλάει βαθιά μέσα του την κουλτούρα μιας άλλης γενιάς (έχει μοντάρει στο παρελθόν τον ‘Ερωδιό για τη Γερμανία’ του Σταύρου Τορνέ), με μια διαφορετική προσέγγιση στο σινεμά, ένα άσβεστο πάθος για τη δουλειά, μου ξύπνησε και εμένα κάποια ένστικτα για τον κινηματογράφο που με την καθημερινή τριβή και τις αντιξοότητες, νόμιζα ότι είχαν χαθεί για πάντα. Τον ευχαριστώ κυρίως για αυτό και μετά για τα υπόλοιπα. Άσε που τελειώσαμε την ταινία μέσα σε ένα μαραθώνιο τεσσάρων μηνών προκειμένου να προλάβουμε τις απαραίτητες προθεσμίες.
ΥΛΙΚΟ ΠΟΥ ΚΟΠΗΚΕ
Κανονικά, η ταινία θα έπρεπε να βγει πάνω από τέσσερις ώρες. Ο Δημήτρης Μπαβέλλας είχε αναλάβει το θλιβερό καθήκον να κόψει σκηνές και ιστορίες, που σίγουρα κάποιες να τις αγαπούσε λίγο παραπάνω.
“Με την ταινία προσπάθησα να μεταφέρω μια αίσθηση για αυτή την περιοχή, όχι μόνο σε εμάς τους ντόπιους, αλλά κυρίως στους ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για τις φοβερές ιστορίες και τα απίστευτα περιστατικά που έχουν συμβεί εκεί” λέει. “Κατά συνέπεια, ήμουν υποχρεωμένος, όσο κι αν μου άρεσαν πολλά πράγματα, να κόψω. Αναγκάστηκα να κάνω αυτή τη θυσία για να μη βγει μία ταινία τεσσάρων ωρών, και έτσι να τη δει όσο περισσότερος κόσμος γίνεται. Με αυτό το γνώμονα κινηθήκαμε στο μοντάζ”.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΗΚΕ
“Δυστυχώς”, συνεχίζει ο Μπαβέλλας, “δεν μπήκε και η αναφορά στον θείο μου τον Μήτσο τον Ευθυμιάδη, έναν απ’ τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του. Ήταν δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μου και από τους πιο αγαπημένους του.
Ο ορισμός του μποέμ τύπου, με μόνο τέσσερα θεατρικά στο ενεργητικό του (αλλά τι έργα), μεγάλωσε στην περιοχή του Νέου Κόσμου και πάντα τον έβλεπα με μεγάλη αγάπη, γιατί από παιδί με συμβούλευε για τα σενάρια κτλ. Δυστυχώς πέθανε πολύ πρόωρα, 57 χρονών το 2003.
Και επειδή είναι ένας άνθρωπος που έχει χαθεί απ’ την ιστορική/καλλιτεχνική μνήμη -παρόλο που δεν θα έπρεπε, γιατί τα έργα του ακόμα διδάσκονται στις σχολές υποκριτικής, ‘ο Φώντας’, ‘ο Φονιάς’ κλπ- ήθελα να του κάνω μία αναφορά”.
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ – ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
“Ο Άρης Αλεξάνδρου, ερχόμενος απ’ τη Ρωσία, έμεινε ως παιδί με τη μάνα του στο Δουργούτι, σε μια παράγκα στην οδό Ντυμόν 7.
Αργότερα, ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στη Μακρόνησο μαζί με τον Κούνδουρο και έγιναν φίλοι. Μια φορά ο Κούνδουρος είχε πάρει άδεια και πήγε στις παράγκες στο Δουργούτι για να δώσει ένα γράμμα στη μάνα του Αλεξάνδρου από τον γιο της. Δεν μπόρεσε όμως να την εντοπίσει γιατί η γυναίκα ξενόπλενε. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Κούνδουρος μέσα από αρχειακά πλάνα στο ντοκιμαντέρ, στην αρχή εισέπραξε την καχυποψία των κατοίκων ‘περιφερόμενος ως μισοκουρελής φαντάρος ανάμεσα στις παράγκες’.
Του έκανε όμως τόσο μεγάλη εντύπωση αυτή η φαβέλα δίπλα στην Ακρόπολη, τον ενέπνευσε τόσο βαθιά αυτός ο κόσμος, που αργότερα γύρισε εκεί τη ‘Μαγική Πόλη'”.
Ο ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΕΡ ΣΤΟ ΔΟΥΡΓΟΥΤΙ
“Ο μεγάλος συγγραφέας Χένρυ Μίλερ φτάνοντας στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, το 1939, ήρθε σε επαφή με μια άλλη μεγάλη μορφή, τον βαρελόφρωνα, διανοούμενο, θυμόσοφο συγγραφέα Γιώργο Κατσίμπαλη.
Αυτοί λοιπόν ξεκίνησαν να βρουν έναν Αρμένη μάντη στο Δουργούτι για να τους πει τα μελλούμενα. Δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν αμέσως και έτσι ο Μίλλερ πέρασε κάποιες ώρες τριγυρίζοντας στη περιοχή.
Του έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, να βλέπει πχ μέσα σε μια παράγκα μια γυναίκα μαζί με μια αγελάδα, που αποφάσισε να συμπεριλάβει τη περιοχή στο βιβλίο του, ο “Κολοσσός του Αμαρουσίου”. Και όχι μονολεκτικά, σχεδόν μισό κεφάλαιο αφιέρωσε. Του φάνηκε σχεδόν υπερφυσικό το μέρος.
Γράφει κάπου -και το συμπεριλάβαμε στο ντοκ- ότι περνώντας από ένα πολύ φτωχό βιβλιοπωλείο, με δυο τρία βιβλία όλα κι όλα στη βιτρίνα, είδε ένα αντίτυπο του ‘20.000 λεύγες κάτω από την θάλασσα’ του Ιουλίου Βερν. Και σκεπτόμενος αναφέρει ότι ‘αυτός ο κόσμος εδώ μέσα στον οποίο έχω βρεθεί είναι πολύ πιο μαγικός και πολύ πιο φανταστικός από τις διηγήσεις του Ιούλιου Βερν’.
Αυτή τη διήγηση, όσο και το ρόλο του Μεσίτη που περιφέρεται στην περιοχή για να επενδύσει πριν ‘αφομοιωθεί’ από την ενέργεια και την ιστορία αυτού το κόσμου, ερμηνεύει ο καλός μου φίλος και παλιός συνεργάτης Στάθης Κόκκορης”.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΟΥΡΓΟΥΤΙ
“Όταν έπεσε ο κλήρος με τις εργατικές κατοικίες που δώσανε στους πρόσφυγες, ήταν εντελώς συμπτωματικό το που θα πάει ο καθένας”, λέει η Χάρις Αλεξίου. “Άλλος βρέθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια άλλος στην Καλλιθέα άλλος στον Ταύρο, όπου υπήρχαν αυτές οι πολυκατοικίες.
Εμείς δεν φύγαμε από εκεί για αυτόν τον λόγο. Πήγαμε στο Αιγάλεω γιατί η μάνα μου σκέφτηκε ότι εκεί που χτίστηκαν αυτές οι εργατικές πολυκατοικίες ότι δεν θα υπήρχαν μπακάλικα ακόμη και ότι έτσι θα μπορούσε να κάνει καλές δουλειές. Σκεφτόταν ‘να προλάβω τώρα μη γίνει άλλο μπακάλικο’.
Ο κόσμος όμως όταν πήγε σε αυτά τα διαμερισματάκια, άρχισε να αγοράζει κανένα καναπέ, κανένα τραπέζι. Και έτσι έριχναν τον μπακάλη και άρχισαν οι δόσεις και το τεφτεράκι. Κι έτσι δεν πήγε καλά αυτή η υπόθεση”.
Κι όταν τη ρωτάμε “πώς σας φαίνεται το Δουργούτι σήμερα”, η απάντησή της είναι προφανής.
“Δεν θυμίζει πια σε τίποτα την παλιά περιοχή. Ακόμα και όταν κάναμε το γύρισμα με τον Δημήτρη, προσπαθούσα να βρω πού ακριβώς ήταν ο κεντρικός δρόμος. Το παραγκόσπιτο που μέναμε, προφανώς, δεν υπάρχει πια. Υπάρχει όμως το σχολείο που πήγαινα. Είναι εκεί στη Φραντζή, απέναντι από τον Σταυρό του Νότου”.
Ο Δημήτρης Μπαβέλλας, φαίνεται να συμφωνεί.
“Ο Νέος Κόσμος -όπως λέγεται η περιοχή σήμερα- δεν έχει καμία σχέση με αυτό που θυμάμαι μεγαλώνοντας. Και φυσικά, ακόμα λιγότερη με το Δουργούτι των διηγήσεων και των παλιών εικόνων που μου έχουν μεταφερθεί”.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα που δεν το έχουν καταστρέψει;
“Θα έλεγα ότι αυτό είναι το αίσθημα όσων νιώθουν το Δουργούτι, τον Νέο Κόσμο πατρίδα τους με Π κεφαλαίο, όπως η παιδική ηλικία”, σημειώνει χαρακτηριστικά. “Και μία σύνδεση με το παρελθόν, παρά τις καταστάσεις που αναφέραμε προηγουμένως, παρά την απάνθρωπη εξέλιξη της κοινωνίας σε διαπροσωπικό επίπεδο και γενικώς το ψηφιακό γλέντι χωρίς μεζέ που επικρατεί στα κοινωνικά δίκτυα κλπ. Ακόμα και τώρα, όποτε πηγαίνω με ποδήλατο από το Κουκάκι που μένω εδώ και χρόνια μέχρι εκεί για να βάλω αφίσες ή να κάνω κάποια επαφή, μπαίνω μέσα σε αυτή την περιοχή και με τυλίγει, με κρατάει ακόμα εκεί πέρα”.
“ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ, ΤΙ ΕΜΑΘΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕΣ ΗΔΗ;”
“Εκατοντάδες πράγματα”, συνεχίζει ο σκηνοθέτης. “Μα αυτή είναι η τεράστια διαφορά με τη μυθοπλασία, που είναι το βασικό μου αντικείμενο. Στις ταινίες φιξιόν, η τρομερή δουλειά και ο περισσότερος κόπος είναι από την προετοιμασία μέχρι και το γύρισμα. Και μετά είναι το μοντάζ, σημαντικότερο στάδιο όλων κατά τη γνώμη μου, αλλά φτάνεις εκεί και, τέλος πάντων, έχεις κάποια δεδομένα. Μπορείς να κινηθείς σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Από την άλλη μεριά, στο ντοκιμαντέρ πας στο γύρισμα κα περνάς απείρως καλύτερα απ’ ότι στη φιξιόν: Κάνεις τα αστειάκια σου, τις ‘φάσεις’ σου που λέει και στη ‘Λώρα Ντουράντ’, χωρίς να σε κυνηγάει το άγχος, ο χρόνος και η οικονομική ασφυξία. Όμως στο ντοκιμαντέρ η έρευνα, το να βρεις νέα στοιχεία και να τα εντάξεις δημιουργικά στο έργο αλλάζοντας ενδεχομένως πολλά πράγματα, δεν σταματάει ποτέ.
Δηλαδή το να ολοκληρώσεις ένα ντοκιμαντέρ είναι ξεκάθαρα θέμα απόφασης, μην πω και πίεσης από κάποια προθεσμία όπως λέγαμε πιο πριν. Αυτή είναι η τρομερή διαφορά για μένα. Και δεν σου κρύβω ότι μικρός αδικούσα το είδος. Τώρα όμως που αποφάσισα να το δοκιμάσω, κατάλαβα ότι έκανα μεγάλο λάθος”.
“ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΕΜΠΟΡΙΚΑ ΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ;”
“Αντιεμπορικό είναι όλο το ελληνικό σινεμά πλην εξαιρέσεων! Μια φορά ήμασταν παρέα με ένα συνάδελφο και έναν φίλο που δεν είχε άμεση σχέση με αυτά τα πράγματα. Κάναμε μια συζήτηση για ώρα πάνω σε διάφορα επουσιώδη θέματα του χώρου, όλα αυτά τα μικρά που μας απασχολούν περισσότερο από τα σημαντικά. Ο φίλος εκτός δουλειάς μας άκουγε σιωπηλός και αφού μας αφήνει κάνα μισάωρο να μιλάμε, λέει ‘παιδιά, συγγνώμη, όλα αυτά για χίλια εισιτήρια;’.
Βέβαια εγώ είμαι από τους πιο τυχερούς σε αυτό το θέμα, ειδικά με την ‘Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ’. Αυτή η δεύτερη ταινία μου αν και χτυπήθηκε από πανδημίες, λοκντάουν, φωτιές, πλημμύρες και όλα τα δεινά που περάσαμε τα τελευταία χρόνια, έκανε ικανοποιητικά εισιτήρια (για ελληνική ταινία πάντα) μέσα στους επτά μήνες που καταφέραμε να την κρατήσουμε στις αίθουσες ανά την Ελλάδα (ενώ η εταιρεία διανομής που την ανέλαβε αρχικά είχε, για να το πω πάρα πολύ ευγενικά, ‘χάσει το ενδιαφέρον της από νωρίς’). Μάλιστα συνεχίζει να παίζεται ακόμα, θα προβληθεί για άλλη μια φορά στις 26 Σεπτεμβρίου, την ίδια μέρα που κάνει πρεμιέρα το ‘Dourgouti Town’. Φοβερό έτσι;
Κάνει και μια πορεία με πάνω από 10 χιλιάδες πληρωμένες θεάσεις στο ίντερνετ, αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα για τη χρήση του μέσου κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, βιώνω κι εγώ τις δυσκολίες της διανομής μαζί με τους συναδέλφους μου, άσε που… ‘δεν είναι κάθε μέρα του Άη Γιαννιού’. Τυγχάνει αυτές τις μέρες μάλιστα να προβάλλεται στα σινεμά και η πρώτη ταινία του παιδικού μου φίλου Χάρη Βαφειάδη με τίτλο ‘Μικρά Πράγματα που Πήγαν Λάθος’, μια εξαιρετική μαύρη κωμωδία με φοβερές ερμηνείες.
Φέτος έκλεισα σε αυτή τη δουλειά 30 χρόνια, ξεκίνησα από το ραδιόφωνο στα ‘τρυφερά’ 18. Και τα τελευταία 15 περίπου προσπαθώ να κάνω ταινίες μεγάλου μήκους. Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι όπως η Τζίνα η Πετροπούλου, η παραγωγός που με στηρίζει πάντα σε όλες μου τις ταινίες αβλεπί με τα χίλια και χωρίς να το καλοσκεφτεί, τα Εργαστήρια Εικόνας Δύο Τριανταπέντε, δηλαδή ο Νίκος Μούτσελος και ο Σάκης Μπουζάνης, που είναι πάντα συμπαραγωγοί μου ή ο Αντρέας Σωτηρακόπουλος που μου κάνει την τιμή να προβάλλει τις ταινίες μου στον ιδιοκτησίας του κινηματογράφο ‘Μικρόκοσμο’, εγώ δεν θα είχα γυρίσει ούτε μισό καρέ. Είναι τόσο ξεκάθαρη η κουβέντα μου.
Και άλλοι άνθρωποι βέβαια, όπως για παράδειγμα η Λίνα η Γιαννοπούλου παλιότερα ή ο Γιάννης Φώτου, διευθυντής φωτογραφίας στην πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, το Runaway Day, και τώρα στο ντοκιμαντέρ. Από τη σχολή μαζί, κουμπαριάσαμε κιόλας.
Έτσι επιλέγω να πορεύομαι από το 1998 που γύρισα την πρώτη μου μικρού μήκους στη σχολή και έτσι θα πορευτώ μέχρι να αφήσω τα κόκαλά μου (κάπου εδώ γύρω αν δε με διώξουν στο μεταξύ οι τουρίστες). Μπορεί να μην είναι πολύ εύκολο αλλά τουλάχιστον είναι ειλικρινές”.
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Τελειώνοντας τη συζήτηση μας με τον Δημήτρη Μπαβέλλα, η κουβέντα πήγε στην προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στις 16 Μαρτίου.
“Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δεν πήγαμε σε κάποιο απ’ τα ‘καλά’ τμήματα αλλά στο παλιό πληροφοριακό που τώρα έχει βαφτιστεί ‘Ανοιχτοί Ορίζοντες’. Δηλαδή σε ένα πρόγραμμα όπου οι ταινίες δεν διαγωνίζονται για βραβεία και έχουν μία μόνο προβολή.
Έτσι το φεστιβάλ χτύπησε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, γιατί και την ταινία είχαν στο πρόγραμμα (με Χάρις Αλεξίου βασική μέσα, έτσι;) και τη βάλανε σε ένα τμήμα που δεν ήταν από τα προβεβλημένα ώστε να τους μείνει χώρος για άλλες, ενδεχομένως πιο relevant δουλειές. Ο μόνος λόγος που δεν έχω μιλήσει περισσότερο μέχρι σήμερα τόσο για αυτό όσο και για άλλα παρόμοια γεγονότα στο παρελθόν, είναι ότι μέσα από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση προέκυψε κάτι καλό: Βιαστήκαμε να τελειώσουμε την ταινία ώστε να την καταθέσουμε εμπρόθεσμα εκεί με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί έγκαιρα και να προλάβει να τη δει ο πατέρας μου – από τους βασικούς ομιλητές του ντοκ – προτού πεθάνει (έφυγε στις 20 Απριλίου).
Εκεί, λοιπόν, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν παρών ο Αργύρης Μπακιρτζής. Ο Μπακιρτζής ήρθε στην προβολή μέσω του φίλου και συντελεστή Χάρη Μιχαλογιαννάκη, ο οποίος ήταν βοηθός σκηνοθέτη του Σταύρου Τσιώλη για δεκαετίες και τον συνδέει με τον Αργύρη βαθιά φιλία.
Μου μετέφεραν, λοιπόν, ότι ο Αργύρης Μπακιρτζής βγαίνοντας από την προβολή είπε ότι αυτή δεν είναι η ιστορία του Δουργουτίου αλλά είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Και το θεωρώ μεγάλη μου τιμή.
Αυτή η καλή υποδοχή στη μία προβολή του φεστιβάλ ήταν αφορμή για να βρει διανομή η ταινία και στη Θεσσαλονίκη, στο θερινό «Απόλλων» που είναι κόσμημα για την πόλη και στο «Cine Βακούρα», ενώ είμαστε σε επαφές και για επιπλέον προβολές εκεί.
Είπαμε, οι ρομαντικοί του σήμερα είναι οι κυνικοί του αύριο. Ας μείνουμε λοιπόν στο σήμερα, καλές προβολές να έχουμε και σας περιμένουμε από 26 Σεπτεμβρίου στα σινεμά!”.
Το ντοκιμαντέρ «Dourgouti Town» του Δημήτρη Μπαβέλλα θα βρίσκεται από 26 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους.
Αθήνα: -Κινηματογράφος Μικρόκοσμος / Mikrokosmos Cinema Πέμπτη 26/9: 21:45 (μετά την προβολή ακολουθεί Q&A και Λαϊκό Γλέντι), Παρασκευή 27/9 και Σάββατο 28/9: 20:15, Κυριακή: 29/9 ως και Τρίτη 1/10: 18:30
-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΙΑΝΑ
Και στη Θεσσαλονίκη στους κινηματογράφους “Θερινό Απόλλων-Apollon Open Air Cinema” (Πέμπτη 26/9 – 20:00, Τρίτη 1/10 20:00) και “Cine Βακούρα” (Πέμπτη 26/9 ως και Τετάρτη 2/10: 19:30, καθημερινά)