Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ 20 ΣΠΑΝΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Από την “Παρέλαση” μέχρι το “ΑΝΙΜΕ” και από την εποχή που έπαιζε δίπλα στον Σαββόπουλο μέχρι τα “Νούμερα” και την “Ταράτσα”. Ο μεγάλος τραγουδοποιός σε μία συνέντευξη-ποταμό.
Αυτοί που τους αρέσει ο Δεληβοριάς και τα τραγούδια του, οι ιστορίες πίσω απ’ αυτά, οι εμπνεύσεις και οι στίχοι του, έχουν έρθει στο κατάλληλο μέρος.
Το ίδιο ισχύει και για αυτούς που έχουν σπαστεί τα τελευταία χρόνια με την παραπάνω έκθεση του στα ΜΜΕ, τα διάφορα προτζεκτ που γεννά το ένα μετά το άλλο και τις κάπως συχνότερες συνεντεύξεις του. Έχει δώσει απαντήσεις και για αυτά.
Γενικά, έχει απαντήσει σε ό, τι τον ρώτησα με τη γνωστή γλυκόπικρη μετεφηβική ευφυία που βρίσκει κανείς στους στίχους του και που, μαζί με ένα σωρό ακόμη διακριτά στοιχεία, τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους επιδραστικότερους τραγουδοποιούς των τελευταίων 30 ετών.
Η συνάντησή μας έγινε με αφορμή την παράσταση-μίνι αναδρομή στην πορεία του που ετοιμάζεται να ανεβάσει φέτος στο Κύτταρο, ξεκινώντας απ’ αυτό το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου -μια ανασκόπηση τύπου Τέιλορ Σουίφτ στο “Eras Tour” πάνω κάτω. Και με την ίδια αφορμή πέρασε και ένα απόγευμα στο πατρικό του στην Καλλιθέα, ξεθάβοντας φωτογραφίες από παλιά κουτιά και συρτάρια, όπως αυτές που ακολουθούν στη συνέχεια.
(Προσπάθησα να είμαι όσο πιο αντικειμενικός μπορούσα, δεν ήταν εύκολο γιατί έχουμε συνεργαστεί δύο φορές -δεν τραγουδάω, κάτι κείμενα είχα γράψει. Οπότε για αυτό είχα ένα μικρό ηθικό δίλημμα αν θα έπρεπε να κάνω αυτήν τη συνέντευξη, και το εκθέτω εδώ από την αρχή για να είναι ξεκάθαρο ποιος και τι ερωτήσεις του έχει κάνει. Γι’ αυτό και το ψευτο-αποστασιοποιημένο ύφος στην εισαγωγή. Αλλά ποιον κοροϊδεύω;).
Πες μου λίγο πως σε “επηρέασε” η Τέιλορ Σουίφτ για να κάνεις αυτά τα λάιβ.
Η κόρη μου έχει μανία με την Τέιλορ Σουίφτ και την πήγα μαζί με τις συμμαθήτριές της να δουν στο σινεμά το “Eras Tour”. Εμένα δεν μου “επιτράπηκε” η είσοδος. Μπήκα μόνο στο τελευταίο πεντάλεπτο για να τις πάρω και είχε πολλή πλάκα που χόρευαν και έκαναν stories μπροστά απ’ την οθόνη, λες και ήταν σε συναυλία.
Mετά, λοιπόν, όταν τις άκουγα να λένε μεταξύ τους ότι την ώρα που παρουσίαζε πχ τον τρίτο δίσκο της είπε την τάδε ιστορία, λέω “α, τέλεια ιδέα. Θα το κάνω κι εγώ. Θα παίξω όλους τους δίσκους της Τέιλορ Σουίφτ με τη σειρά”. Όχι… (σ.σ. γελάω, ήταν ξαφνικό). Μου φάνηκε πολύ ωραία ιδέα να παίξω τους δίσκους μου με τη σειρά, με τις ενορχηστρώσεις του τότε, λέγοντας ενδιάμεσα κάποιες απ’ τις ιστορίες τους.
Γιατί δεν το έκανα ποτέ αυτό, κάπως με ενοχλεί που κάθε τόσο κάνουν όλοι “τα 15 χρόνια” τους ή “τα 20 χρόνια από τον τάδε δίσκο”.
Δεν φοβάσαι μην πει κάποιος “ο Δεληβοριάς θέλει να κάτσει με τη νεολαία; Πώς του ‘ρθε τώρα η Τέιλορ Σουίφτ που είναι για παιδιά 15-20 χρονών;”.
Μα αυτό θα είχε νόημα να το πει κανείς αν έκανα μίμηση του ήχου της πχ. Εγώ απλά πήρα μια ιδέα.
Απ’ την άλλη με έναν πολύ περίεργο τρόπο το “ANIME” είναι ένας δίσκος που η νεολαία ήρθε από μόνη της να καθίσει δίπλα του. Δεν το φανταζόμουν με τίποτα αυτό, διότι ήταν ο πιο μοναχικός δίσκος που έκανα ποτέ. Έγινε σε συνθήκες ακραίας μοναξιάς μέσα στην πανδημία. Τα περισσότερα κομμάτια είναι κιθαριστικές μπαλάντες, πολύ ερμητικές και ομφαλοσκοπικές και ξαφνικά πήγαμε στην Τεχνόπολη και ήταν μόνο εικοσάχρονα.
Και μάλιστα οι πιο παλιοί το έθαψαν κιόλας. Οι μεγαλύτερης ηλικίας κριτικοί δεν γούσταραν.
Νομίζω ότι όλοι χωρίστηκαν κάπως, οι παλιοί κριτικοί και οι μεγαλύτεροι γενικά θεωρούν ως τον καλύτερο σου δίσκο την “Καλλιθέα”, αυτό ήταν που το αποθέωσαν και οι μικρότεροι αποθέωσαν το “ΑΝΙΜΕ”. Και η δημοτικότητα νομίζω ήταν πολύ μεγαλύτερη. Για βδομάδες έμπαινα στο Facebook κι έβλεπα μονίμως τη φωτογραφία του εξωφύλλου, γιατί κάποιος είχε ποστάρει τραγούδι από εκεί.
Ναι, και μου κάνει και τρομερή εντύπωση. Για παράδειγμα ήμασταν στην Κύπρο τις προάλλες και κάναμε μια φοβερή βραδιά με τον Αλκίνοο και με μια παρέα σε ένα σπίτι, παίζοντας μουσική. Και είχαν έρθει παιδιά 20 χρονών που έχουν εναλλακτικά γκρουπ και ήξεραν όλο το “ANIME” απ’ έξω -αλλά μόνο το “ANIME”. Αν έπαιζα το “Εκείνη” δεν το πολυξέρανε, δεν το τραγουδούσαν μαζί μου. Ενώ έπαιζα το “Ένα Σάββατο που μοιάζει Κυριακή” το ξέρανε όλο -έκαναν και όλες τις φωνές, όλα τα όργανα…
Άσχετο, αλλά η σχολή μου στη Θεσσαλονίκη ήταν δίπλα στην Αχειροποίητο, και παρόλα αυτά δεν ήξερα ότι λέγεται έτσι η εκκλησία.
Και εγώ δεν το ήξερα. Το απόγευμα που το έγραψα το έμαθα.
Έμενα κι εγώ εκεί για μια μικρή περίοδο, τότε που είχα μια κοπέλα από την Αθήνα που σπούδαζε εκεί. Γι’ αυτό έχει και αυτόν τον στίχο που λέει “κάποτε ήταν μια φοιτήτρια εκεί, που της έκανα την ιδιοφυΐα”.
Ήταν τότε που έγραψες και το “Αδιάκοπα”; Γιατί κι αυτό δεν είναι για μια κοπέλα σου στη Θεσσαλονίκη;
Όχι, το “Αδιάκοπα” ήρθε αργότερα, είναι για μια Θεσσαλονικιά.
Η κοπέλα μου από την Αθήνα έμενε δίπλα στην Αγία Σοφία, οπότε αυτόν τον δρόμο με τις εκκλησίες που πηγαίνεις προς τη Ροτόντα, εκεί γύρω στο 1999-2000, τον περπατούσα συνέχεια.
Και έτυχε μια μέρα που παίζαμε στον Μύλο, τότε που έγραφα το “ΑΝΙΜΕ”, να ξαναπεράσω από εκεί και λόγω της κρίσης, καθώς περπατούσα, ένιωσα την απόλυτη μοναξιά.
Ήτανε αυτό που λέω ότι “ζουν ακόμα κάποιοι άγιοι εκεί, μα ο καθένας τους κοιτάει το μαγαζί του”. Ενώ παλιά θυμόμουν όλον τον δρόμο γεμάτο κίνηση, τώρα ήταν Σάββατο και ήταν μόνο δύο, τρία μαγαζιά ανοιχτά, κάτι ψιλικατζίδικα χωρίς εφημερίδες, κάτι μικρομάγαζα ηλεκτρικών ειδών με τον μαγαζάτορα σκυμμένο στο ταμείο.
Τώρα που από το “ΑΝΙΜΕ” έχει περάσει αρκετός καιρός και έχει “κάτσει” κάπως μέσα σου, τι σου έχει μείνει πια απ’ αυτό;
Κοίταξε, εγώ όταν περνάει ένας χρόνος ή δύο από έναν δίσκο, επειδή τον έχω παίξει και στα λάιβ αρκετά, τον βαριέμαι και δεν ασχολούμαι μαζί του. Δηλαδή τώρα πιο πολύ μου ‘ρχεται όρεξη για την “Καλλιθέα”.
Μόλις σβηστεί τελείως, τότε αρχίζω και γράφω και καινούργια πράγματα. Αλλά θέλω πρώτα λίγο να φύγω από αυτό το κλίμα.
Το “ΑΝΙΜΕ” έχει πιάσει μέσα σου μία θέση δίπλα και στα υπόλοιπα άλμπουμ, ισότιμα; Δεν είναι πια το καινούργιο άλμπουμ που πρέπει να σπρώξεις; Είναι στην ίδια θέση με το “Χάλια” πχ;
Θα έλεγα ότι είναι ένας από τους τέσσερις πέντε δίσκους μου που μ’ αρέσουν περισσότερο.
Τώρα απλά περιμένω ένα καινούριο τραγούδι κομβικό, γιατί συνήθως έτσι μου βγαίνουν οι δίσκοι. Πχ γράφω ξαφνικά μια μέρα το “Ερημιά στην Καλλιθέα” και σιγά σιγά καταλαβαίνω ότι αυτό είναι κάτι, ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα έχω ξαναπεί με αυτόν τον τρόπο, οπότε αμέσως θέλω να εξερευνήσω αυτό το τοπίο.
Το ίδιο έγινε και με το “Μόνο ψέματα”. Όχι τόσο η μουσική αλλά η αφήγηση κυρίως του κομματιού και ο τρόπος με τον οποίο είναι στημένο με κάνει μετά να θέλω να γράψω υπό αυτήν τη σκοπιά. Δηλαδή να την εφαρμόσω σε διάφορες πλευρές.
Οπότε στο “ΑΝΙΜΕ” ο πυρήνας είναι το “Μόνο ψέματα”, αυτό έφτιαξες πρώτα και είπες…
Ναι, έφτιαξα αυτό και μετά ήθελα αυτό το ύφος να επεκταθεί σε διάφορα πράγματα που με απασχολούσαν εκείνη την περίοδο. Το ίδιο κάνω σε κάθε δίσκο. Παραδείγματος χάριν στον “Αόρατο Άνθρωπο” είχα ερωτευτεί πάρα πολύ μια κοπέλα, απ’ αυτούς τους έρωτες που λες ότι είναι καθοριστικοί. Και θυμάμαι ότι την πρώτη μέρα που συνειδητοποιώ ότι είμαι ερωτευμένος, γράφω το “Θα ‘θελα να ήμουν εκεί”.
Α, δεν τα έγραψες αυτά αφού χώρισες;
Αυτό ήταν το μόνο που έγραψα στην αρχή του έρωτα, δηλαδή “θα ήθελα να ήμουν σε όλες τις μέρες που έχεις υπάρξει πριν σε γνωρίσω”.
Έχει και αυτό το φοβερό πιάνο μέσα που είναι σαν να ακούγεται από ένα άλλο δωμάτιο.
Είχα αγοράσει ένα πληκτράκι, ένα nord electro τότε που είχαν μόλις πρωτοβγεί, όπου έφτιαχνες εσύ το πιάνο σου και άλλαζες πάρα πολύ τον ήχο.
Τέλος πάντων, εκείνη την περίοδο ήθελα να γράψω κομμάτια που αν είναι να μιλάνε για κάτι, να μιλάνε για αυτόν τον έρωτα. Τίποτα άλλο. Αυτή ήταν όλη η συνθήκη. Και έτσι μόλις κάτι με τσίμπαγε ή με πόναγε πάρα πολύ, και έλεγα “πω, πάω να τη χάσω”, έγραφα.
Φυσικά αυτό είναι η καλύτερη συνταγή να χάσεις έναν έρωτα -και αυτό και έγινε. (σ.σ. χαμογελάει).
Κάπου είδα που έλεγες ότι είναι ένας δίσκος χωρισμού και σκεφτόμουν ότι εγώ αν χωρίσω με κάποια ή μαλώσουμε πχ, θα το σκεφτώ πολύ έστω και να ανεβάσω ένα τραγούδι γι’ αυτήν στο Facebook, και εσύ δεν ντράπηκες να φτιάξεις ένα ολόκληρο άλμπουμ και να πεις “πάρτο, δεν με νοιάζει, δεν έχω εγωισμό, το έχω γράψει για σένα”.
Και αυτό ισχύει αλλά και όλα αυτά είναι και μια μικρή εκδίκηση με κάποιον τρόπο, γιατί όταν χωρίζεις και είσαι και ο χαμένος από χέρι, δεν ξαναμιλάς ποτέ για αυτό το θέμα -τουλάχιστον έτσι κάνω εγώ. Ποτέ. Έχει τελειώσει για μένα. Και όταν πια έχεις κόψει κάθε επαφή και ξαφνικά βγαίνει ένας δίσκος με αισθήματα ανοιχτά και γενναιόδωρα, είναι και σαν μια μικρή νίκη επί εκείνου του συγκεκριμένου χρόνου και της συγκεκριμένης ιστορίας.
Απλά νιώθω ότι έχει μια τόλμη όλο αυτό που εγώ θα τη φοβόμουν πάρα πολύ.
Νομίζω ότι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι το τελευταίο κομμάτι, το “Καταφύγιο”, μιλάει για τη Βάσω, για τη γυναίκα μου, που ήρθε στη ζωή μου μετά από αυτόν τον έρωτα. Οπότε όταν βγήκε πια ο δίσκος είχα ήδη περάσει σε μια άλλη φάση πιο καθοριστική.
Η αλήθεια είναι ότι στο “Καταφύγιο” φαίνεται αυτό, ότι μέσα από όλη τη μαυρίλα του δίσκου ξαφνικά φτάνεις στο τελευταίο τραγούδι και είναι σαν να σου λέει “πάμε τώρα στα επόμενα, το καλύτερο ήρθε”.
Ναι, το έγραψα μετά από όλα τα υπόλοιπα. Νομίζω είχα ήδη παρουσιάσει ζωντανά τον δίσκο και μετά βγήκε και αυτό.
Είναι ο αγαπημένος μου δίσκος σου. Δεν φοβήθηκες τότε ότι αυτός θα είναι πολύ αντιεμπορικός;
Ναι, και μου συνέβη και εμένα -τηρουμένων των αναλογιών- αυτό το πράγμα που λένε πολλοί τραγουδοποιοί ότι έπαθαν, πχ ο Ντύλαν στο Newport ή ο Σαββόπουλος όταν πρωτοέπαιξε ηλεκτρικά στο Ροντέο.
Όταν παίξαμε δηλαδή πρώτη φορά τον δίσκο στο Μετρό, έξι μήνες πριν κυκλοφορήσει, ο κόσμος είχε φρικάρει. Εγώ είχα ενθουσιαστεί, είχα αισθανθεί ότι έκανα την καλύτερη συναυλία ποτέ και μπήκαν στο διάλειμμα διάφοροι φίλοι κτλ, και μου είπαν (σ.σ. παίρνει ένα ύφος σκεπτικό): “Αυτό δεν είναι Φοίβος, δεν είναι εσύ”.
Α, έλα, τόσο πολύ;
Μου έλεγαν ότι λείπουν τα τύμπανα, λείπει το ένα, λείπει το άλλο… Και είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Και ήταν ο Γιώργος Κατσάνος δίπλα μου που κάναμε την ενορχήστρωση και μόλις έφυγαν μου λέει “μαέστρο, τι κάνουμε τώρα”; Και του λέω “μην ανησυχείς, καλά πάμε”.
Τη δεύτερη μέρα όμως άρχισε να μπαίνει ο κόσμος στο παιχνίδι και τελικά έγινε χαμός με αυτή την παράσταση. Kαι “Ο Αόρατος Άνθρωπος” όταν βγήκε πήγε πάρα πολύ καλά.
Γενικά πιστεύω ότι αυτοί που είναι φανς σου από μία συγκεκριμένη περίοδο είναι οι χειρότεροι κριτές σου για την αμέσως επόμενη. Γιατί είναι κάπως σαν να φταις εσύ που ήταν 20 χρονών και τώρα είναι 25.
Είναι σαν να φταίνε τα τραγούδια που δεν μπορούν να είναι ίδια με πριν -γιατί δεν μπορούν να είναι ίδια. Δεν γίνεται. Δεν είσαι εσύ ο ίδιος.
Με την εξέλιξη σου τους δείχνεις και αυτούς ότι μεγαλώσανε, κάπως έτσι;
Δεν ξέρω πώς γίνεται, κι εγώ ως ακροατής το έχω πάθει. Και καμιά φορά μπορεί να έχω απόλυτα άδικο γιατί ο νέος δίσκος μπορεί να είναι καλύτερος από τον προηγούμενο. Απλά εγώ είχα πιο πολύ αίμα μέσα στις φλέβες μου και αυτό το πράγμα όσο να ‘ναι, μετράει.
Μου συνέβη πχ με το “Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις” των Κατσιμιχαίων. Μικρός ήμουν μανιακός με τα “Ζεστά Ποτά” και όταν βγήκε ο δεύτερος δίσκος τους επειδή δεν ήταν καθόλου όπως το περίμενα, απογοητεύτηκα.
Αισθανόμουν σαν όλη αυτή η περίοδος που έζησα εγώ να τελείωσε. Σαν να μπήκε σε ένα κουτάκι, ήταν κάτι πολύ περίεργο.
Το αστείο είναι ότι τώρα πια το “Πορτοκάλι” μ’ αρέσει περισσότερο.
Μιας και λέγαμε για τον “Αόρατο Άνθρωπο”, θέλεις να μου πεις λίγο για το “Φεγγάρι αυτό με ντροπιάζει”;
Αυτό και το “Χωρίς” τα έγραψα το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν ακριβώς κομμάτια μέρας χωρισμού, που γράφεις κάτι για να σου περάσει. Και θυμάμαι ότι είχε ένα μεγάλο φεγγάρι, ήταν αρχές καλοκαιριού και ότι άκουγα ένα ‘80s κομμάτι, το οποίο το είχα συζητήσει με εκείνη την κοπέλα, μάλιστα κοροϊδεύοντας το. Ήταν το “The way it is” του Bruce Hornsby (σ.σ. μουρμουρά τον ρυθμό) και πήρα αυτή τη μελωδία και την πρόσθεσα στο “και μια μουσική που άκουγες εσύ, γυρνάει σαν δίσκο τη γη”.
Κάτσε, τώρα μου πες ότι του έχεις πάρει τη μουσική;
Πήρα μια μελωδική φράση, ένα σημείο.
Για μην αρχίσουν να λένε ότι παίρνεις τραγούδια από άλλους…
Εντάξει, είναι εμφανές. Εννοείται ότι υπάρχουν 4-5 κομμάτια από όπου έχω πάρει πολύ συνειδητά μια μουσική φράση και για συγκεκριμένο λόγο. Δηλαδή όταν λέω “και μια μουσική που άκουγες εσύ…” και έχω βάλει από πάνω αυτήν την συγκεκριμένη μουσική που όντως άκουγες, έχει κάποιο νόημα αυτό. Δεν θα το έκανα αλλιώς.
Τώρα γίνεται ακόμα πιο ωραίο, ναι. Το “Χωρίς” που έχει αυτή τη μουσική τη λιβανέζικη τότε το άκουσες πρώτη φορά; Ή το ήξερες από παλιά;
Τη μέρα του χωρισμού πήγα σε ένα δισκάδικο. Τότε πήγαινα πολύ συχνά και έπαιρνα ακόμα και 30 δίσκους. Και είχαν μόλις βγάλει οι Kronos Quartet ένα CD με αραβικές διασκευές για έγχορδα. Και άκουσα αυτή τη μελωδία που, ενώ μάλλον την είχα ξανακούσει από τη Φεϊρούζ ή από κάποια από τις ελληνικές διασκευές (το είχε κάνει υπέροχα η Χαρούλα Αλεξίου, το είχε κάνει και ο Γκάτσος στους “Δροσουλίτες” με τον Χάλαρη) εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να το άκουσα πρώτη φορά. Και επειδή ήθελα επειγόντως να γράψω κάτι, άρχισα να βάζω στίχους πάνω σε αυτό.
Ξέρεις, συνήθως ρωτάμε τους τραγουδοποιούς “πώς σκέφτηκες αυτόν το στίχο;”, γιατί για μουσική δεν ξέρω αν μπορείς να ρωτήσεις κάποιον “πώς σου βγήκε αυτή η μουσική;”. Θέλω να πως, εσείς το καταλαβαίνετε πώς σας βγαίνει μια μουσική;
Όχι, και μάλιστα είναι τρομερή η αμνησία σου. Υπάρχουν φορές που λες “ωραία, τώρα που θα κάτσω να γράψω, να το κάνω περίπου όπως έγινε την προηγούμενη φορά” και πραγματικά δεν θυμάσαι πως να ξαναμπείς σ’ αυτό.
Εγώ απλά συνήθως γρατζουνάω ένα όργανο, αλλάζω τονικότητες ή πάω από το ένα όργανο στο άλλο και κάποια στιγμή ένα μοτίβο κάπως μου κολλάει (σ.σ. τραγουδάει λίγο γρήγορα το “πες μου ψέματα, μόνο ψέματα”). Αρχίζω λέω ένα τέτοιο πραγματάκι που δεν λέει τίποτα στην αρχή και σιγά σιγά φτιάχνεται κάτι.
Και μάλιστα αρχικά μου φαίνεται και πολύ γελοίο όλο, είναι πολύ μονότονο και λέω “τώρα να κάτσω να γράψω αυτό; Μα είναι ένα τίποτα”.
Εκεί δεν χρειάζεται να έρθει ένας απ’ έξω και να σου πει ότι “αυτό που κάνεις τώρα είναι όντως ωραίο, μην το πετάξεις”;
Ναι, καμιά φορά, όταν έχω αμφιβολία μπορεί να ρωτήσω κάποιον. Αλλά είναι καλύτερα να μην το κάνεις αυτό μέχρι να το τελειώσεις και να πει ο εαυτός σου ένα τελικό “ναι” ή ένα “όχι”. Γιατί αν σου πει κάποιος άλλος είτε “μπράβο” είτε “είναι βαρετό”, σε μουδιάζει και μπορεί να μην εξελιχθεί.
Πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να καταλάβει γιατί αυτή η μελωδία ξεκίνησε.
Το “Έξω” που είχες κάνει αμέσως πριν τον “Αόρατο Άνθρωπο”, πώς είχε πάει τότε;
Αυτό ήταν η μεγαλύτερη μου αποτυχία. Έχει αρκετά τραγούδια τα οποία είναι άστοχα, είναι μαζεμένα λίγο βιαστικά. Είχα γράψει τέσσερα πέντε που μου άρεσαν και μετά κόλλησα. Και επειδή ο χρόνος περνούσε πολύ από τον “Καθρέφτη” και το συμβόλαιο μου με τη Sony είχε ήδη λήξει, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω ένα δίσκο εκείνη την περίοδο.
Οπότε τους εκδικήθηκες στη Sony με το “Έξω”.
(σ.σ. γελάμε) Όχι, εντάξει, δεν μου είχαν κάνει κανένα κακό οι άνθρωποι. Απλά αισθάνομαι ότι αυτός ο δίσκος είχε πολλά τραγούδια που δεν θα τα κράταγα σε άλλες συνθήκες ή που δεν τα ηχογράφησα με τη λεπτομέρεια που θα έπρεπε.
Ήταν και ένας δίσκος που έγινε σε μια μεταιχμιακή μου φάση. Θα έλεγα ότι ήταν η πιο άχαρη και η πιο γεμάτη ερωτηματικά περίοδος στη ζωή μου, η οποία έληξε με αυτό το μεγάλο τσίμπημα του έρωτα που γέννησε αργότερα τον “Αόρατο Άνθρωπο”. Που παρότι ήταν αποτυχημένος έρωτας, ήταν σαν να βρήκα εντελώς πια τον εαυτό μου.
Ποια τραγούδια θα παίξεις φέτος στο “Κύτταρο” από αυτό το άλμπουμ;
Θα δούμε. Σίγουρα μ’ αρέσει το “Αδιάκοπα”, “Το καλοκαίρι θα ‘ρθει”, το “Πέρα Χώρα”.
Στο “Αδιάκοπα”, αυτή η φράση “αγγελάκι μου” πώς σου ήρθε; Δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν να λέει έτσι την κοπέλα του.
Ήταν η οδός Αγγελάκη στη Θεσσαλονίκη, έκανα λίγο ένα αστείο με αυτό, εννοούσα μια βόλτα εκεί. Αυτό όλο μιλά για μια κοπέλα. Μάλιστα η κοπέλα λέγεται Άννα και γι’ αυτό τονίζω τη συλλαβή στον στίχο (“στο κύμα ΑΝΑ-τρίχιασμα”). Όλα αυτά είναι παιχνιδάκια.
Αυτό το κομμάτι έγινε την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας.
Για την ίδια κοπέλα έγραψα και τον “Προορισμό” αλλά σε μια πιο ώριμη μας φάση.
Μήπως τελικά το “Έξω” δεν ήταν τόσο καλό άλμπουμ γιατί τότε εσύ πέρναγες πάρα πολύ ωραία και δεν σε ενδιέφερε και τόσο πολύ;
Κοίτα, το αμέσως προηγούμενο άλμπουμ, τον “Καθρέφτη” τον αγάπησα πολύ και πράγματι μετά από τον δίσκο αυτό είχα χειραφετηθεί, δηλαδή έμενα μόνος μου σε έναν πολύ ωραίο διαμερισματάκι στην πλατεία Βαρνάβα, είχα ένα ωραίο γκρουπ που παίζαμε σε όλη την Ελλάδα και ζούσαμε λίγο τη φάση “βανάκι, πάμε στην τάδε πόλη, κάνουμε καφρίλες κλπ”.
Και όντως η επικοινωνία με αυτή την εσωτερική φωνή που φέρνει τα τραγούδια και με αυτή τη μοναξιά και με αυτή την αίσθηση αποτυχίας ή απώλειας που τελικά σε κάνει να ξεκινάς έναν δίσκο, αργούσε πολύ να έρθει. Γι’ αυτό και είναι λίγο βεβιασμένος ο δίσκος αυτός, το “Έξω”.
Νιώθω τώρα ότι είμαστε κι εμείς λίγο άδικοι που θέλουμε ο καλλιτέχνης να υποφέρει για να μας δώσει καλά τραγούδια και όταν τον ακούμε ότι περνάει καλά και δεν δίνει το ίδιο αποτέλεσμα, λέμε “αν είναι έτσι, όχι, δεν θέλω να είναι καλά αυτός στη ζωή του”.
Κι εγώ θα προτιμούσα εκείνη την περίοδο να έχω μείνει μόνο στο να περνάω καλά και να μην έχω βγάλει αυτόν τον δίσκο. Θα μπορούσα απλά να είχα κρατήσει ένα δυο κομμάτια που ήταν όντως καλά και να περιμένω λίγο ή να τα αφήσω μόνο για τα λάιβ μου -υπάρχουν τραγούδια, όπως το “Βαλσάκι της Δάφνης”, που δεν τα έβαλα ποτέ σε δίσκο γιατί μου αρέσει να τα κρατάω έτσι.
Ποιο τραγούδι σου θα ‘λεγες ότι είναι το χειρότερο σου; Αυτό που το ακούς και κριντζάρεις πιο πολύ από όλα.
Το “Hi, how are you” αλλά και κάποια από την “Παρέλαση” με κριντζάρουν πάρα πολύ γιατί μου θυμίζουν τον εαυτό μου να προσπαθεί να μιμηθεί τον Σεφέρη, τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι κτλ. Γελάω πολύ. Είναι τόσο άτεχνες αυτές οι προσπάθειες, που πραγματικά λέω “τι γράφεις εδώ, ρε αγόρι μου”.
Εντάξει, όμως έχει και ωραία τραγούδια η “Παρέλαση”. Φέτος στο Κύτταρο ποια θα παίξετε;
Το “Με φλάουτα και κιθάρες” που μ’ αρέσει πολύ, το “Ερωτικό για δύο αγγέλους” και την “Επέτειο”, επειδή είναι το πιο παλιό μου τραγούδι που έχω δισκογραφήσει.
Αλλά ακούω κάτι άλλα τραγούδια μου που λένε μέσα (σ.σ. το λέει με στόμφο, κοροϊδεύοντας) “φοβήθηκες και έκρυψες τη μορφή σου και τελικά παρέμεινε μορφή”… Ό, τι να ‘ναι!
Είμαι πολύ αμήχανος όταν το ακούω σήμερα γιατί δεν είμαι εγώ εκεί. Είναι η αγωνία ενός ανθρώπου να μιμηθεί αυτό που αγαπάει.
Είσαι εσύ προς διαμόρφωση όμως;
Ναι και πιστεύω ότι όλοι οι δημιουργοί έχουν τέτοια τραγούδια στη διαμόρφωσή τους.
Αντίστοιχα, το “Hi, how are you” είναι μια πολύ κακή μίμηση του κλίματος που είχε δημιουργηθεί εκείνη την περίοδο, λίγο ελληνόηχο, όπως το “Μην πετάξεις τίποτα” του Σαββόπουλου ή τα πρώτα τραγούδια του Θανάση και του Σωκράτη.
Πιστεύω ότι πολλοί δεν θα το παραδέχονταν ότι κάποια τραγούδια τους δεν τους αρέσουν. Θα έλεγαν “τα αγαπάω όλα, είναι παιδιά μου”.
Όχι, αυτά δεν είναι παιδιά μου, είναι παιδιά άλλων που έφτασαν κάπως στα χέρια μου και δεν ταίριαζαν στα δικά μου τραγούδια.
Όταν ακούς αυτήν την παιδική φωνή σου εκεί από την “Παρέλαση;
Καλά, εκεί γέλιο. Ντρεπόμουν τώρα που την ακούγαμε με τα παιδιά για να τα κάνουμε πρόβα. Αλλά υπάρχει πολύ χειρότερη φωνή μου.
Πού;
Στα ντέμο μου εκείνης της περιόδου. Θα πεθάνεις στα γέλια αν τα ακούσεις.
Οι πρώτες μου ερμηνείες που μ’ αρέσουν είναι στον “Καθρέφτη”.
Α, τόσο αργά;
Ναι.
Ούτε καν στο “Χάλια” δηλαδή;
Δεν μ’ αρέσουν οι ερμηνείες εκεί. Μιμούμαι πάλι, δεν είμαι τόσο ο εαυτός μου.
Γενικά πάντως αργείς πολύ κάθε φορά να βγάλεις νέο άλμπουμ, δεν βιάζεσαι.
Όταν ήμουν μικρός ήθελα με το που κάνω έναν δίσκο και τον παίξω τη μια χρονιά λάιβ, την αμέσως επόμενη χρονιά να βγάλω καινούργιο, αλλά δε γινόταν. Μου έβγαινε κάτι που δεν ήταν καλό. Δηλαδή έγραφα τραγούδια τελείως σαν τον προηγούμενο και καταλάβαινα ότι έχουν κάτι βαρετό.
Οπότε αναγκαστικά, περίμενα. Μια δυο φορές κιόλας κόντεψα να τρελαθώ από τα writer’s block και από την αγωνία να βγει κάτι καινούργιο. Αλλά ευτυχώς με έσωζαν εξωτερικά γεγονότα όπως το ότι πήγα φαντάρος.
Τώρα έχω βρει αυτό το κόλπο που με το που τελειώνω έναν δίσκο μπλέκω σε πολύ εξωστρεφείς, κοινωνικές και κάπως ματαιόδοξες περιπέτειες.
Ξέρω ότι αυτό μπορεί κάποιους φαν να τους ξενίζει ή κάποιος να το κακολογεί, ότι ασχολούμαι με πάρα πολλά και χωρίς ιδιαίτερη σοβαρότητα, αλλά είναι ο μόνος μου τρόπος να περνάω αυτές τις μεγάλες περιόδους της αναμονής μέχρι το καινούργιο, χωρίς να τρελαίνομαι και χωρίς να κολλάω.
Το κρατάω αυτό. Θα σε ξαναρωτήσω πιο μετά. Έβγαλες το πρώτο σου άλμπουμ 16 ετών. Δεν ήσουν λίγο ευάλωτος τότε στην κακή κριτική τότε λόγω ηλικίας;
Ήμουν ευάλωτος, ναι, μια κακή κριτική με στεναχωρούσε αλλά με προχωρούσε κιόλας. Γιατί πχ θυμάμαι τον καλύτερό μου φίλο να μου λέει “ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς πριν από έναν χρόνο ακούγαμε The Beautiful South. Δεν θα ‘θελες να κάνεις κάτι και σε αυτόν τον ήχο; Ή να γράψεις στίχους με τον τρόπο που μιλάμε;”.
Και αυτό που μου είπε τότε άνθησε μέσα μου και μετά από δυο τρία χρόνια άρχισαν να βγαίνουν κομμάτια που ήθελα να του τα παίξω, να δω αν αυτό το πράγμα έγινε. Αν συνέβη.
Ήθελες και το δικό του ΟΚ κατά κάποιον τρόπο;
Όχι, απλά αισθανόμουν ότι πράγματι αυτό ήταν απαραίτητο να μου συμβεί γιατί τότε προσπαθούσα να καταλάβω τι σήμαινε ο Χατζιδάκις, τι σήμαιναν οι στίχοι του Σαββόπουλου, τι σημαίνει Ελύτης, Ντοστογιέφσκι… Είχα μπει τόσο πολύ μέσα σε όλα αυτά, που είχα κόψει επαφή με αυτές τις συνθήκες που ήταν πολύ κοντινές μου. Και έπρεπε να βρω μια δημιουργική λύση.
Θυμάμαι δηλαδή όταν έγραψα πια το “Εκείνη” και ήταν ένα τραγούδι κοφτό με λέξεις από τη δική μας καθημερινότητα, κατάλαβα ότι αυτό που ήθελα να εκφράσω (τους φίλους μου και αυτό που ήμουν πραγματικά) άρχισε να υλοποιείται. Και δεν ήμουν πια fake καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Δεν ήμουν πια ούτε χατζιδακικός ούτε μπιτλικός ούτε τίποτα. Είχα πια ένα ύφος.
Τώρα που σε έψαχνα και σε άκουσα και πιο μικρό να τραγουδάς, με αυτήν τη φωνούλα, δεν μπορούσα να φανταστώ αυτόν τον άνθρωπο να μαλώνει, να πλακώνεται. Δηλαδή δεν μπορώ να σε φανταστώ στο σχολείο να έχεις παίξει ξύλο.
Κι όμως… Και μάλιστα παίζαμε συχνά ξύλο, και ειδικά τα καλοκαίρια. Ήμουν σε μια παρέα παιδιών στη Νέα Μάκρη που πλακωνόμασταν συνέχεια και πολύ άγρια με μια άλλη παρέα. Και μου συνέβη και κάτι πολύ “αστείο” αργότερα.
Κάποια στιγμή στα 35 μου πια, με κάλεσαν να παραδώσω το βραβείο ΕΒΓΕ των γραφιστών για το καλύτερο εξώφυλλο δίσκου. Και έρχεται να παραλάβει το βραβείο ο τύπος με τον οποίο πλακώθηκα τελευταία φορά στη ζωή μου -και πλακωνόμουν κάθε καλοκαίρι. Τον αναγνωρίζω και μετά στα παρασκήνια του λέω “ρε συ, χάρηκα πολύ που σε είδα” κτλ. “Τι χάρηκες”, μου λέει, “το σημάδι αυτό το βλέπεις;”. Και μιλάμε με μισούσε ακόμα, δεν υπήρχε καμία διάθεση συμφιλίωσης.
Γενικά πάντως είμαι άνθρωπος που με στεναχωρεί και με ξεβολεύει πολύ το να θυμώσω και να πλακωθώ και όλα αυτά. Δηλαδή για δυο τρεις μέρες μετά δεν είμαι καθόλου καλά. Oπότε κάπως έχει ασκηθεί ο εαυτός μου να είναι η τελευταία του επιλογή.
Από την άλλη, ήμουν και αυτό το άτομο που από τα 12 του και μετά κλεινόταν φουλ στον εαυτό του.
Ξέρεις, τι; Σε άκουγα και διάβαζα τους στίχους που είχες 16 χρονών και μου φάνηκε ότι ήσουν αυτό που λέγαμε “πολύ ώριμος για την ηλικία του”, ότι δεν ήσουν σαν τα άλλα παιδιά.
Μικρομέγαλο ήμουν, τελείως.
Γιατί συνέβη αυτό, το έχεις ψάξει ψυχαναλυτικά; Γιατί ωρίμασες τόσο γρήγορα δηλαδή;
Δεν ξέρω… Είχα κάποια υπερβάλλουσα ευαισθησία από πολύ μικρός, δηλαδή καταλάβαινα πράγματα πιο γρήγορα από τους άλλους, πιο γρήγορα από τα ξαδέρφια μου. Είχα μια διάθεση απομόνωσης και αντικοινωνικότητας και τα ενδιαφέροντά μου ήτανε μεγαλύτερου παιδιού, δεν ξέρω γιατί.
Θυμάμαι δηλαδή να αγωνιώ να μπω σε ακατάλληλες ταινίες από τα πέντε-έξι μου. Ήθελα να δω τι είναι ο “Νονός”, τι είναι το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” -είχαν και παιδικούς τίτλους. Θυμάμαι κάποια βράδια που έκανα ολόκληρες αποστολές για να πάω στην πόρτα των γονιών μου που φαινόταν λίγο η τηλεόραση και να δω την ταινία που δεν έπρεπε να δω, να καταλάβω τι είναι αυτό που δεν προορίζεται για μένα.
Στις κατασκηνώσεις θυμάμαι να κάνω συνέχεια τον άρρωστο για να κάτσω μόνος μου και να διαβάσω Μίκυ Μάους. Και αργότερα το ίδιο, όταν μου έγιναν εμμονές το σινεμά, η ροκ δισκογραφία, η λογοτεχνία.
Ο πατέρας μου αυτά θυμάται. Μου λέει “ρε συ, πηγαίναμε στη Σίκινο, χαρά Θεού με κάτι κοριτσάκια τα οποία θέλανε να παίζουν μαζί σου και εσύ ήσουνα 12 χρονών κλεισμένος στο σπίτι, είχες στα ακουστικά Βασίλη Παπακωνσταντίνου και σημείωνες τους στίχους σε ένα χαρτί”.
Μετά έπαιρνα ή έκλεβα κάτι λεξικά ταινιών και διάβαζα για τις ταινίες πολύ πριν τις δω.
Αυτό που έκλεβες βιβλία κάπου το είδα.
Έκλεβα, ναι. Ήμασταν σε μια παρέα που το κάναμε.
Αυτό είναι πολύ κόντρα στο πως σε έχουμε στο μυαλό μας.
Ναι αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είχα την τόλμη που είχαν κάποιοι φίλοι μου, οι οποίοι ήταν καταπληκτικοί κλέφτες. Είχαμε ρημάξει πολύ συγκεκριμένα βιβλιοπωλεία και περίπτερα.
Αλλά κάποια στιγμή με πιάσανε και έφαγα φοβερό ξύλο.
Από του γονείς σου;
Όχι, από έναν μαγαζάτορα. Με έδειρε πολύ.
Τι είχες κλέψει, θυμάσαι; Με τι σε έπιασε στα χέρια;
Μια κασέτα Τσιτσάνη και Μαρίκα Νίνου.
Στα 15 μου όμως ήμουν αυτό, ήθελα πχ να ακούσω όλα τα ρεμπέτικα ή να διαβάσω όλον τον Ταχτσή, τον Ιωάννου και να καταλάβω και τι λένε. Και έτσι όταν ήρθε η ώρα να εκφραστώ στην “Παρέλαση” βγήκε ένα πράγμα μικρομέγαλο και μάλλον απωθητικό εντέλει. Μια φωνή παιδιού η οποία προσπαθεί να πει πράγματα τα οποία είναι βαρύγδουπα.
Πάντως και με άλλους τραγουδοποιούς με τους οποίους το έχω συζητήσει το μοιραζόμαστε λίγο αυτό το χαρακτηριστικό. Έχουν ένα κάπως πρώιμο γήρας μέσα τους.
Αν πούμε ότι έχασες κάπως πρώιμα την παιδικότητά σου, μήπως αργότερα την κυνηγούσες, την έψαχνες στα χρόνια που ακολούθησαν; Και μέσα από τα τραγούδια σου;
Ναι, νομίζω ότι αυτό συνέβη. Και όταν πια γνώρισα τον Χατζιδάκι ή όταν ο δάσκαλός μου στην κιθάρα, ο Ορφέας Περίδης έγινε γνωστός και με πήρε μαζί του στα λάιβ, όταν δηλαδή πήρα κάποιες εγκρίσεις ότι όλο αυτό που είχα, όχι μόνο δεν ήταν μια ανωμαλία αλλά ήταν ο δικός μου τρόπος να σωθώ ως ψυχή, τότε πραγματικά το γλέντησα.
Ίσως και αυτός να ήταν και ο λόγος που από τα 22 μου μέχρι τα 39 μου δεν έμενα σε σχέσεις. Και κάπως ήμουν συνεχώς σε μια παρατεταμένη εφηβεία, πχ με τους φίλους μου κάναμε τηλεφωνικές φάρσες μέχρι πάρα πολύ μεγάλοι, μέχρι τότε που σε βρίσκανε. Δηλαδή υπήρχε ένας παλιμπαιδισμός και μια διάθεση σάχλας.
Και κάποια απ’ τα τραγούδια μου, όπως το “Σουξέ της Έλσας” κτλ, έχουν μια τέτοια διάθεση.
Αλλά εγώ δεν μιλάω μόνο για αυτά που είναι ξεκάθαρα, έτσι. Ακόμα και σε κάποια άλλα, πχ το “Εκείνη”, το “Χάλια”, δεν έχεις μέσα κάτι σαν μια παιδικότητα, σαν μια εφηβική παρατήρηση που όμως γίνεται από τη σκοπιά του μεγάλου; Σαν να συνέχισες και τα επόμενα χρόνια μια θεώρηση των πραγμάτων και του κόσμου μέσα από τα μάτια ενός κάπως ώριμου έφηβου. Δεν ξέρω, πώς να το πω.
Ναι, μπορεί. Κοίτα, έχω παρατηρήσει ότι η ηλικία με την οποία ξεκινάς στον πρώτο σου δίσκο σε χαρακτηρίζει λίγο πολύ για πάντα.
Πάντως η αλήθεια είναι ότι οι επόμενοι δίσκοι μου δεν έμοιαζαν καθόλου με την “Παρέλαση”, μάλλον ήταν εφηβικότεροι, όπως είπες κι εσύ.
Και αισθανόμουν ότι αυτός ο αφηγητής που ξεκίνησε με την “Παρέλαση”, θα είναι ωραίο να τον βλέπουμε κάθε πέντε χρόνια τι απέγινε. Γι’ αυτό και προτιμώ να περιμένω παρά να γράφω αμέσως. Προτιμώ να γίνω άλλος. Προτιμώ στον επόμενο μου δίσκο να ακούσουμε τον ίδιο αφηγητή σε άλλη ηλικία.
Ο Τριφό δεν το έκανε αυτό; Σε πολλές ταινίες του δεν είχε έναν ίδιο χαρακτήρα που όμως μεγάλωνε;
Τον Αντουάν Ντουανέλ, ναι. Τότε δεν τα είχα δει αλλά όταν τον ανακάλυψα μου άρεσε πολύ και αυτό το στοιχείο.
Και αυτό μ’ αρέσει τρομερά και στους μεγάλους τραγουδοποιούς, ότι βλέπω πχ τον Ντύλαν στις διάφορες εποχές του, ή τη Τζόνι Μίτσελ.
Είδα που έχεις κάνει διασκευή το “Slow Train” του Ντύλαν αλλά γιατί διάλεξες κάτι απ’ αυτόν τον δίσκο του, του 1979 και δεν πήρες κάτι απ’ τα καλύτερά του άλμπουμ;
Εκείνη την περίοδο είχα μια εμμονή με τον ύστερο Ντύλαν. Μου άρεσαν οι παρακμές του, yπήρχαν διαμάντια εκεί μέσα.
Και θυμάμαι ότι καιγόταν η Πεντέλη εκείνο το βράδυ και ήμασταν στη Νέα Μάκρη, εκεί που πηγαίναμε όλα τα καλοκαίρια, και έβλεπα τη φωτιά και ήμουνα χάλια και κάπως μου ήρθε αυτό το “Καίνε τα δάση μου να να να”. Και άρχισα να το μεταφράζω.
Νομίζω ότι εκείνη την περίοδο μετέφραζα όλα τα τραγούδια του.
Αυτό το κάνεις; Κάθεσαι να μεταφράσεις;
Έχω εφτά τετράδια που έχω όλο τον Λούτσιο Ντάλα, όλο τον Ντύλαν, όλο τον Κοέν, όλο τον Μπρασένς -όχι μελοποιημένους. Απλά μεταφράσεις.
Πριν λίγο καιρό πήρα συνέντευξη από τον Γιώργο Μπλάνα, έναν πολύ σημαντικό ποιητή και μεταφραστή, και μου έλεγε ότι κάθεται και κάνει αυτό ακριβώς και του λέω “για να το εκδώσετε;”. “Όχι, μου λέει, για μένα”. Έλεγε ότι δεν μπορείς να γίνεις ποιητής αν δεν πάρεις την ξένη ποίηση και δεν κάτσεις να τη μεταφράζεις.
Και εγώ το έκανα αυτό πάρα πολύ και ούτε καν για άσκηση. Το έκανα κάπως σαν ασχολία.
Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ και ο Ντύλαν σχεδόν ποτέ δεν είχε βιβλιαράκια με στίχους μες στους δίσκους του. Καθόμουν λοιπόν και έβγαζα ό, τι μπορούσα με το αυτί, το μετέφραζα, μετά το αντιπαρέβαλα με άλλα.
Όλο αυτό που συνέβαινε τότε, να σε λένε “ο νέος Σαββόπουλος” κτλ, σε πείραξε; Σε περιόρισε κάπως;
Είχα μεγάλη αγωνία γι’ αυτό γιατί αισθανόμουν κι εγώ να έχω κακά στοιχεία μίμησης. Και υπάρχει αυτό που λέει ο Χάρολντ Μπλουμ, ο μεγάλος κριτικός: η αγωνία της επίδρασης. Αυτό υπάρχει πάρα πολύ στους νέους ανθρώπους και νομίζω ότι μέχρι τα 25-26 με βασάνιζε πολύ να μη φαίνονται τόσο οι επιδράσεις μου.
Και μετά ο τρόπος με τον οποίο φεύγεις απ’ όλα αυτά έχει και λίγη βία και λίγη περιφρόνηση. Δεν θες πια να είσαι καθόλου σαββοπουλικός. Προσπαθούσα στη γραφή μου να πάω στην ακριβώς αντίθετη λύση από αυτήν που θα διάλεγε εκείνος σαν σκέψη.
Η αλήθεια είναι ότι τότε είχα δύο μεγάλα τραύματα. Το ένα είναι ότι όταν πρωτοβγήκα όλοι έλεγαν το “παιδί του Χατζιδάκι”, το “παιδί-θαύμα του Χατζιδάκι”. Η Αυριανή με έλεγε το “πουλέν του Χατζιδάκι”…
Με υπονοούμενο;
Ναι, φυσικά. Και αργότερα, τότε που ήταν το Δίφωνο, έλεγαν ο “διάδοχος του Σαββόπουλου”, γιατί έπαιζα και μαζί του οπότε, ξέρεις, ήταν και κάτι εύκολο να ειπωθεί δημοσιογραφικά.
Και ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτό, με τραυμάτιζε.
Όταν έβγαλες τον πρώτο ενήλικο δίσκο σου, βρήκες εύκολα ποιος είσαι; Γιατί όταν είδα αυτό το βίντεο που τραγουδούσες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην Κορομηλά, σκέφτηκα ότι τώρα για να το κάνει αυτό, ίσως ακόμα να μην είχε καταλάβει προς τα πού πάει, τι ακριβώς θέλει να κάνει.
Όχι, όταν έγινε “Η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία” ήμουν αρκετά συνειδητοποιημένος. Είχα μείνει και στη μουσική, δηλαδή δεν σπούδασα, δεν πήγα πανεπιστήμιο, είχα καταλάβει τι ήθελα να κάνω.
Είδα ότι τότε το είχες λίγο παράπονο αυτό, το ότι δεν σπούδασες.
Ήθελα να πάω Θεατρικών Σπουδών γιατί είχε φοβερούς δασκάλους εκείνη την περίοδο. Και γενικά ήθελα να είμαι σε φοιτητοπαρέες, ήθελα να γνωρίσω παιδιά με πιο κοντινά ενδιαφέροντα. Αυτά έτυχε και τα γνώρισα τελικά αλλιώς.
Το θέμα είναι ότι τότε έπαιζα συνέχεια μουσική, έκανα συγκροτήματα, αγόραζα μηχανήματα, ασχολούμουν με αυτό δηλαδή. Οπότε όταν έκανα τη “Ζωή μόνο έτσι είν’ ωραία” ήταν πια ένας πολύ συνειδητός δίσκος.
Τώρα, για τη Βουγιουκλάκη…
…εκεί πώς βρέθηκες;
Με πήρε τηλέφωνο ο Ιάσωνας Τριανταφυλλίδης και μου είπε ότι της άρεσε πολύ ο δίσκος μου. Και, ξέρεις, μου φάνηκε φοβερά κουφό. Και μου είπε ότι “κάνει τα γενέθλιά της στη Ρούλα, θα ‘ρθουν οι παλιοί της φίλοι να της ευχηθούν, ο Αλέκος Αλεξανδράκης κλπ, και θέλει να έρθεις και εσύ να πεις ένα τραγούδι της με τον τρόπο σου”.
Πήγα εκεί, η Αλίκη ήταν 500 χλμ μακριά και την ώρα που έπαιζα ήρθε και αυτή για να τραγουδήσει ενώ δεν είχαμε καν γνωριστεί. Ήταν πολύ αμήχανο.
Και λίγο φέικ δεν είναι;
Ναι. Μα μετά πήγα να της μιλήσω της γυναίκας και ήταν διάφοροι που την έβαφαν, την έντυναν… Δεν υπήρχε καθόλου χώρος για κάποιου τύπου επαφή, όπου θα της μιλούσα για κάποιες πολύ φωτεινές στιγμές που μου χάρισαν οι ταινίες της.
Μού έμεινε όμως κάτι από εκείνη τη μέρα. Το ίδιο βράδυ έγραψα το “Εκείνη”.
Γύρισα σπίτι ψιλοχάλια απ’ το γύρισμα γιατί εγώ ποτέ δεν πέρναγα καλά όποτε πήγαινα καλεσμένος στην τηλεόραση -και ακόμα δεν περνάω καλά. Και ήμουν και σε μια περίοδο που όδευα προς μία τελικά σημαντική σχέση και ήταν μία απ’ τις πρώτες δύσκολες μέρες, τότε που λες “τώρα θα πάνε όλα λάθος”.
Και θυμάμαι να παίζω στο πιάνο μονότονα το chord progression του “Εκείνη”. Και ξαφνικά άρχισαν να βγαίνουν οι στίχοι του από μέσα μου σαν ποταμός.
Αυτό το να μιλήσεις για τη γυναίκα το ήθελες από πριν ή εκείνο το βράδυ σου ήρθε ξαφνικά;
Όχι, ξεκίνησε το κομμάτι και λέω “α ωραία, θα το πάω από ηλικία σε ηλικία”, και σιγά σιγά βγήκε. Και μάλιστα το αστείο είναι ότι πήρε ακριβώς εννέα μήνες να τελειώσει -είχα σημειώσει τις ημερομηνίες σε ένα τετράδιο. Ξεκινάει με το “γεννιέσαι” και ήταν όντως σαν γέννα δηλαδή.
Θυμάμαι είχα κολλήσει για αρκετό καιρό με το φινάλε και πήγαινα στα σπίτια φίλων, πχ του Αλκίνοου, του Φάμελλου, και τους ρωτούσα “εσύ πώς θα το τέλειωνες;”.
Και μια μέρα που ήμουν στο καφέ που δούλευε η κοπέλα μου και την περίμενα να σχολάσει, μου βγήκε.
Εν τω μεταξύ, σου λέω όλες αυτές τις ιστορίες με κορίτσια, με σχέσεις κλπ και ντρέπομαι κάπως. Δεν ήμουν κανένας Καζανόβας, είχα ωραίες ιστορίες και αποτυχίες όπως όλοι. Απλώς, τώρα που μαζεύω τα τραγούδια για το “Κύτταρο” δεν γίνεται να μην παρατηρήσω πως τα περισσότερα έχουν να κάνουν με αυτό το μυστήριο που μας δίνει λύπη και χαρά, που δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο.
Άσχετο αλλά αυτό το “αν δεν έχεις τι να κάνεις σε παντρεύομαι τώρα”, φαντάζομαι έχεις καταλάβει τι δύναμη έχει, πόσο το συζητάνε οι άνθρωποι…
Ναι, αυτό το λένε πάρα πολύ.
Θυμάσαι πώς σου βγήκε κάπως;
Θυμάμαι πολύ καλά. Είχα δει μια κοπέλα σε ένα πάρτι που μου είχε αρέσει πολύ, η οποία όμως τα είχε με έναν τύπο αλλά παρόλα αυτά συζητάγαμε με το παιδί που με είχε καλέσει και μου έλεγε “κι εσύ της αρέσεις” κτλ, οπότε είχε δημιουργηθεί ένας ψιλομύθος πότε θα την ξαναδώ και όλο τον ρώταγα “τι θα γίνει, χώρισε αυτή;”
Και θυμάμαι, λοιπόν, ότι ήταν η πρώτη μέρα της άνοιξης, μια πολύ ωραία μέρα, και είχα πάει στο κέντρο να πάρω βιβλία, δίσκους και τέτοια.
(Να κλέψεις).
Όχι, δεν έκλεβα πια… Και τη βλέπω στα πάνω σκαλιά του Μετρό -ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτή αν και δεν την είδα πολύ καθαρά. Οπότε ξέρεις, κάνω αυτό που κάνουν στις ταινίες, που πατάς κεφάλια για να πας πάνω, να προλάβεις κτλ. Ανεβαίνω αλλά δεν την έβρισκα. Οπότε λέω “κάτσε να πάω λίγο στη Σταδίου μήπως πήγε από εκεί, κάτσε να πάω λίγο από την άλλη”. Αλλά τελικά δεν τη βρήκα και όταν γύρισα σπίτι έγραψα ένα κομμάτι λίγο πολύ με αυτό το θέμα, ότι ψάχνεις να βρεις τον προορισμό σου σε όλους τους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας αυτήν που περνάει. Και μου βγήκε και το φινάλε έτσι αβανταδόρικο, με ατάκα.
Οπότε, ξέρεις, ήταν και ένα κομμάτι με σκοπό ότι “αν τη δω ξανά αυτή πραγματικά θα της το παίξω”.
Έγινε ποτέ αυτό;
Ναι, έγινε…
Θέλω να πούμε λίγο για το βιντεοκλίπ του “Θέλω να σε ξεπεράσω”. Εκεί έχεις απαγάγει μια κοπέλα και τη βάζεις στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, κι έχω δει κάποια αρνητικά σχόλια για αυτό, ξέρεις, τώρα που τα τελευταία χρόνια με όλα αυτά που γίνονται και ξανασυζητιούνται, και λένε “μα τι βιντεοκλίπ είναι αυτό τώρα;”.
Πρώτα απ’ όλα, αυτά τα βιντεοκλίπ μου δεν ταυτίζονται 100% με το γούστο μου, δεν είναι όπως αργότερα αυτό που έκανα πχ με τον The Boy. Τότε μια εταιρεία ανέθετε σε έναν σκηνοθέτη να το κάνει και ο τραγουδιστής ακολουθούσε.
Εδώ ο Βαγγέλης ο Καλαϊτζής ήθελε να κάνει ένα βίντεο στο κλίμα των ταινιών της εποχής, δηλαδή λίγο Ταραντίνο, λίγο Λιντς, που ήταν στη Νεβάδα και ο ήρωας είναι κάπως ψυχοπαθής. Και εδώ στο βίντεο είναι μια ψιλοανώμαλη περίπτωση ανθρώπου και είχε πλάκα σαν ιδέα.
Νομίζω ότι όταν το βλέπει κανείς καταλαβαίνει ότι αυτό είναι μια χιουμοριστική σινεφίλ αναφορά. Άλλωστε αυτήν τη βγάζω έξω και με βαράει, με κυνηγάει δηλαδή είναι λίγο κωμικός ο τρόπος με τον οποίο είναι φτιαγμένο.
Απλά, ξέρεις, είδα που το σχολίαζαν αρνητικά.
Ε, τώρα ξέρεις αυτά τα εκ των υστέρων… Και για τον Πατώκο μου λένε ότι είναι σεξιστικό ή οτιδήποτε. Είναι πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν σε ορισμένες συνθήκες και σε ορισμένες εποχές και μπορεί στην αμέσως επόμενη να κακογεράσουν ή και να παρεξηγηθούν εύκολα.
Εγώ δεν νομίζω ότι ως άνθρωπος ήμουν πολύ διαφορετικός από ό, τι είμαι τώρα, δεν είμαι από τους τύπους που κάποτε ήμουν πολύ άγριος αλλά μετά από πέντε δίσκους έγινα καλύτερος και ανακάλυψα ότι δεν πρέπει να βαράμε τους άλλους. Πάντα έτσι ήμουν: ένας ψιλοευαίσθητος, μοναχικός τύπος που ό,τι προσπαθούσα να πω ήθελα να είναι ειλικρινές. Και έτσι είναι και το κομμάτι.
Τώρα αν κάτι από το χιούμορ εκείνης της εποχής είναι παρεξηγήσιμο σήμερα, δεν με απασχολεί.
Αυτό που ρωτάνε συνήθως είναι “σήμερα, θα το έκανες πάλι έτσι;”. Και αυτό που απαντάνε συνήθως είναι ότι “ε, με αυτά που ξέρω τώρα και με αυτά που γίνονται, δεν θα το έκανα”.
Αλλά ούτε και θα τα ενορχήστρωνα έτσι, δηλαδή σε κάθε τι μπορείς να πεις “δεν θα το έκανα έτσι σήμερα”.
Κάθε εποχή φέρνει την αλήθεια της, η οποία όντως φωτίζει με διαφορετικό τρόπο και την παλιά εποχή. Πιστεύω ότι το τρίτο κύμα του φεμινισμού έφερε πάρα πολύ ωραία πράγματα σε σχέση με την αναθεώρηση πολλών παλιών αντιλήψεων.
Αλλά δεν πιστεύω στην εκ των υστέρων λογοκρισία, ούτε για τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι ούτε για τον Οθέλλο κλπ. Το θεωρώ λάθος.
Πιστεύεις ότι πρέπει ο άλλος να κοιτάξει την εποχή που βγήκε κάτι και να προσπαθήσει να το καταλάβει μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
Πιστεύω ότι το κριτικό πνεύμα των ανθρώπων είναι μεγάλη υπόθεση. Ότι δηλαδή ένας άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι οι σφαγές, τα χρόνια της βασιλείας, τα χρόνια της φεουδαρχίας, ότι όλα αυτά υπήρξαν και ότι έτσι μίλαγαν κάποτε κτλ.
Αν αρχίσουμε να τα σβήνουμε αυτά είτε ως ιστορική είτε ως λογοτεχνική γνώση, μόνο κακό μπορούμε να κάνουμε γιατί είναι ξαφνικά σαν να λέμε στα παιδιά ότι αυτά δεν υπήρξαν ποτέ. “Α, διάβασε αυτό το βιβλίο, είναι μια χαρά”. Όχι, δεν είναι… Αυτή η καλή κυρία που έγραφε τα αστυνομικά, εκείνη την περίοδο τους υπηρέτες τους αντιμετώπιζε έτσι άσχημα.
Άσχετο αλλά νιώθεις ότι κάπου εκεί ανάμεσα στη δεύτερη “Ταράτσα του Φοίβου” και μέχρι το τέλος των “Νούμερων”, ότι για τέσσερα πέντε χρονιά δηλαδή, κάπως εκτέθηκες λίγο παραπάνω; Ότι πχ βγήκες λίγο παραπάνω στα ΜΜΕ από ό, τι συνήθιζες;
Καλά, σίγουρα έγινε αυτό εκ των πραγμάτων. Όντως εκτέθηκα παραπάνω. Γνώρισα συναδέλφους και μάνατζερς και ένα way of life με το οποίο δεν είχα επαφή πιο πριν.
Γνώρισα πώς είναι να δουλεύεις πυρετωδώς για πολυάνθρωπα projects.
Πράγματι εγώ αυτό δεν το ζούσα. Εγώ πάντα έκανα δέκα συναυλίες τον χειμώνα, δέκα το καλοκαίρι και δέκα σε περιοδεία. Έπαιζα δηλαδή περίπου 30 φορές το χρόνο μέχρι τα 40 μου. Και ξαφνικά αυτό το πράγμα έσπασε. Δηλαδή η Ταράτσα άρχισε να γίνεται μεγάλη επιτυχία και ταυτόχρονα ήρθε και η πρόταση για τα “Νούμερα” οπότε…
Το θέμα είναι ότι όλα αυτά τα έζησα με παρέες που αγάπησα πάρα πολύ. Δεν τα ζούσα ποτέ μέσα σε ένα απάνθρωπο και σε ένα απρόσωπο κλίμα, δηλαδή μέσα σε ένα κλίμα στο οποίο αυτό που δέσποζε ήταν το ότι έπρεπε πχ να δώσω δέκα συνεντεύξεις.
Σε αυτό θέλω να επιμείνω, μήπως ερωτεύτηκες αυτό το πράγμα λίγο παραπάνω, μήπως άρχισε να σου αρέσει αυτό, να θες να βγαίνεις πχ στην τηλεόραση;
Όχι, αυτό που μ’ άρεσε τρομερά ήταν ότι εκείνη την περίοδο ήμουν κάθε μέρα με τον Αλευρά, με τον Γραμμένο κλπ, ότι γράφαμε φουλ κείμενα με τα οποία γελάγαμε ή ότι πήγαινα να γνωρίσω τον Μαζωνάκη και πέρναγα συναρπαστικά.
Το ότι έπρεπε να πάω και σε μια δυο εκπομπές -που δεν πήγα και σε πάρα πολλές, δύο τρεις φορές πήγα κάπου παραπάνω- ήταν το λιγότερο. Δεν ήταν τίποτα.
Επίσης, είδες, πήγα μικρός στο “Μπράβο Ρούλα”. Θέλω να πω δεν ήμουν και ποτέ ο τύπος που τα απέφευγε τελείως όλα αυτά.
Απλά ίσως ένιωθε αυτός ο κόσμος ο πιο εναλλακτικός, αυτός που δεν κυνηγάει αυτή την προβολή, ότι είσαι δικός του, κατάλαβες; Και πώς όταν σε είδαν στη Σκορδά, σκέφτονταν “τι δουλειά έχει τώρα αυτός εκεί;”.
Καταρχάς, με τη Φαίη Σκορδά είχαμε μιλήσει μέσω Zoom για την υπόθεση Λιγνάδη επειδή ο δικηγόρος του είχε στοχοποιήσει τον Καραντζά, με τον οποίο τότε κάναμε το “1821: Η Επιθεώρηση”.
Και αργότερα απλά την καλέσαμε να παίξει στα “Νούμερα” όπου ήρθε και τσαλακώθηκε υπέροχα. Και έτσι ανταποδίδοντας πήγα και εγώ στην εκπομπή της.
Κοίταξε, η αλήθεια είναι πως δεν τους αδικώ. Καταλαβαίνω πως μπορεί κάποιον να τον εκνευρίζει αυτή η προβολή, απλά πολλές φορές δεν ξεκινάει καν από σένα αυτό.
Και ξέρεις που πιστεύω ότι φάνηκε αυτό για μένα; Η δική μου αίσθηση είναι αυτή. Ότι πολλοί από αυτούς όταν έβγαλες το “ΑΝΙΜΕ”, ότι σε περίμεναν στη γωνία να γράψουν κάτι άσχημο για τον δίσκο επειδή δεν τους άρεσε όλο το προηγούμενο που έβλεπαν σε σένα. Πιστεύω ότι αρκετοί το θεώρησαν καλό, αλλά ίσως να κράξανε για αυτόν τον λόγο.
Αυτά όμως ρε σύ εμένα μου θυμίζουν λίγο χωριό, λίγο τη φάση “βγάζει τα μάτια του με τη μία και με την άλλη”, τέτοιες συζητήσεις.
Εντάξει, τα καταλαβαίνω σε ένα επίπεδο αλλά πιστεύω ότι πχ και η “Ταράτσα” προσωπικό μου πρότζεκτ είναι, και τα “Νούμερα” προσωπικό μου πρότζεκτ είναι. Μπορεί να αρέσουν ή να μην αρέσουν. Μπορεί σ’ έναν να αρέσει το “ANIME”, σε έναν άλλον να αρέσει μόνο “Ο Αόρατος Άνθρωπος”, αλλά μπορεί και σε κάποιους να αρέσουν όλα -δεν έχω δει και λίγους τέτοιους ανθρώπους.
Τώρα όμως πραγματικά, τι μπορώ εγώ να κάνω γι’ αυτό; Πράγματι, συμφωνώ. Δεν είμαι ο τύπος για να βγαίνει συνέχεια σε πολλές συνεντεύξεις, σε πρωινάδικα κτλ. Και δεν σκοπεύω να το κάνω γενικά αυτό στη ζωή μου. Έτυχε για πολλούς συγκεκριμένους λόγους να βγω και εννοείται πως δεν κακίζω κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους που με κάλεσαν και τους ευχαριστώ και τους τιμώ, δεν το συζητάω αυτό το πράγμα.
Αλλά η δική μου η προσωπική αλήθεια είναι ότι είμαι ένα άτομο που είναι όλη μέρα σπίτι και γράφει για να παρουσιάσει κάτι. Αυτό έκανα πάντα από τότε που υπήρχα. Μπορεί αυτό να είναι και ένα βαριετέ, που πάντα είχα όνειρο να το κάνω ή ένα sitcom πάνω στο ελληνικό τραγούδι και στις φάσεις του.
Απ’ την άλλη όμως, οι δίσκοι μου είναι το modus vivendi μου, είμαι εγώ. Αυτό θα κάνω πάντα.
Νιώθω ότι βγήκες λίγο από το καβούκι σου, και με την καλή και με την κακή έννοια. Κατάλαβες;
Οτιδήποτε έζησα σ’ αυτά τα χρόνια, κυρίως στο παρασκήνιο αυτών των ιστοριών και στη δημιουργική τους πράξη, για μένα είναι πολύτιμο και σίγουρα τροφοδοτεί και τους δίσκους μου με ένα θετικό τρόπο. Απόδειξη είναι το “ΑΝΙΜΕ”. Δηλαδή αν έκανα όλα αυτά και μετά δεν υπήρχε και η διάθεση μου να κάνω και έναν δίσκο τότε, ναι, θα έλεγα “μαλάκα, κάτι έχεις πάθει, έχεις αλλοτριωθεί, ηρέμησε”. Δεν είμαι έτσι όμως. Δεν ισχύει αυτό.
Άσε που πραγματικά όσο καλλιτέχνη θεωρώ τον Χρήστο Λαϊνά, τόσο καλλιτέχνη θεωρώ και τον Θανάση Αλευρά ή τον Μιχάλη Σαράντη. Δεν αισθάνομαι δηλαδή ότι τα έκανα αυτά ξαφνικά με έναν άλλο κόσμο, για έναν άλλο κόσμο. Αυτό είναι το όλο θέμα.
Ωραίο αυτό που λες.
Εντάξει, αυτή η υπερέκθεση κι εμένα δεν μου άρεσε. Δηλαδή τώρα αυτό που θέλω να κάνω είναι να δίνω μια δυο συνεντεύξεις όποτε θα έχω ένα λάιβ πχ ή μια παράσταση.
Απλά ήθελα να το συζητήσουμε αυτό το ότι ξαφνικά από εκεί που δεν έβγαινες συχνά στην τηλεόραση, τώρα βγαίνεις. Γιατί έχω δει ανθρώπους να γράφουν άσχημα και να τονίζουν ότι “έχει την ‘Ταράτσα’, έχει το θέατρο, έχει τα ‘Νούμερα’, τι έχει πάθει και τον βλέπουμε παντού;”.
Αυτά όμως μπορούν να τα πουν για οποιονδήποτε ρε συ. Και επίσης και όταν τα λένε για άλλους εγώ εκνευρίζομαι. Για παράδειγμα, εκνευρίζομαι που ο Παυλίδης “δεν μπορεί” να διασκευάσει Μαρκόπουλο ή που λένε τώρα για τον Αγγελάκα που πήγε στη Στέγη και κάνει τη “Νέκυια”. Φυσικά, γιατί όχι;
Δηλαδή για τους Beatles -δεν συγκρίνω τον εαυτό μου, προς Θεού, έτσι- αλλά αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί έκαναν και το “Hard Days Night”, και το “Magical Mystery Tour”, και πήγαν και στον Εντ Σάλιβαν κτλ; Απλά είναι έτσι. Είναι ο τρόπος που λειτουργεί η φάση. Και τελικά αυτό που μένει είναι η ουσία, αν υπάρχει ή όχι.
Απλά φοβάμαι μην πάνε κάποιοι να πουν “τι πάει να γίνει ο Δεληβοριάς; Κατεστημένο;”,
Εντάξει, υπάρχει και ο τρόπος να τα βλέπεις έτσι τα πράγματα. Εγώ δεν τα βλέπω έτσι.
Πάντως αυτοί που κρίνουν έτσι βλέπουν μόνο την μία πλευρά, την άλλην δεν τη βλέπουν. Ότι εγώ σε όλα αυτά, αν μη τι άλλο, αποτολμώ κάτι. Μπορεί να είναι μαλακία αυτό που αποτολμώ, αλλά είναι κάτι το οποίο είναι πρωτότυπο.
Kατεστημένο γίνεσαι αν δεν ρισκάρεις, αν κάνεις τα ίδια.
Γιατί αν έβγαζα κάθε πέντε χρόνια τον ίδιο “σκοτεινό” δίσκο ή παραλλαγές του ίδιου θέματος, πάλι με έναν τρόπο safety δεν θα ήταν αυτό; Δεν θα ήταν μια κατεστημένη κατάσταση;
Το ότι περνάω και τέτοιες ακραίες εμπειρίες που γίνομαι καμιά φορά και θύμα -πχ να με κράζει ο Άδωνις στα κανάλια- δείχνει το αντίθετο.
Επίσης, μπορεί τελικά να ξανακερδίσεις την αθωότητα σου πολύ πιο γρήγορα μέσα από τέτοιες δυσάρεστες εμπειρίες. Γίνονται αυτά.
Και κάτι τελευταίο. Η εκπομπή στην ΕΡΤ δεν θα έχει δεύτερη χρονιά;
Όχι, κόπηκε.
Γιατί όμως;
Γιατί δεν νομίζω ότι άρεσε και ποτέ στην ΕΡΤ, δεν άκουσα ποτέ και καμία ιδιαίτερα καλή κουβέντα από το κανάλι, παρότι είχε επιτυχία και άρεσε στον κόσμο.
Τώρα να πω ότι μπορεί να παίζουν και πολιτικοί λόγοι, μπορεί να παίζουν και φοβίες του καναλιού ότι ίσως είμαι τύπος που… Όχι, ειδικά αυτά, δεν μ’ αρέσει να τα λέω. Δεν μ’ αρέσει να λέω ότι μου κόψανε την εκπομπή γιατί έπαιξα στην πλατεία Αριστοτέλους με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου για το νερό ή επειδή μίλησα εναντίον τους τότε για το Προεδρικό Διάταγμα για τα πτυχία των ηθοποιών.
Οπότε δεν θα πω ποτέ τέτοια πράγματα και θα καταλήξω στη μόνη πιθανή εξήγηση: μου την κόψανε επειδή είμαι απλά απόφοιτος λυκείου! (γελάμε)
Από το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου για λίγες παραστάσεις στο Κύτταρο, Ώρα έναρξης: 22.30, ΤΙΜΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ: 15€ (Ορθίων)