ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟ “Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΜΗ ΛΕΩ ΠΟΛΛΑ”, ΕΙΠΑΝ “Ε, ΒΑΛΤΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΡΕΦΡΕΝΑΚΙ”
Μια μεγάλη συζήτηση με τον Γρηγόρη Κλιούμη, την ακλόνητη ψυχή της μπάντας, που 30 χρόνια μετά από το “Ο Μάγος κοιτάζει την πόλη”, συνεχίζει να περιοδεύει όλη την Ελλάδα και ετοιμάζεται για ένα μεγαλειώδες λάιβ στις 5 Ιουνίου στην Τεχνόπολη.
Τα Υπόγεια Ρεύματα δεν σταμάτησαν ποτέ να υπάρχουν. Κανένα διάλειμμα, κανένας μικρός χωρισμός/αποχωρισμός, καμία “οριστική” παύση που αργότερα να αναιρέθηκε για να δώσουν την “τελευταία” τους συναυλία. Τίποτα. Πάντα εκεί. Πρώτη γραμμή. Στα χαρακώματα.
Παρ’ όλα αυτά, ε, δεν γίνεται φέτος το καλοκαίρι να μην το γιορτάσουν λίγο παραπάνω. 30 χρόνια είναι αυτά, στρογγυλός αριθμός, επιβλητικός.
Και με αφορμή αυτό το μεγάλο λάιβ στην Τεχνόπολη στις 5 Ιουνίου μιλήσαμε με τον Γρηγόρη Κλιούμη, την ψυχή της μπάντας, τον άνθρωπο που έβλεπε γύρω του 14 μέλη να αλλάζουν, όσο ο ίδιος έμενε εκεί σταθερός. Κολώνα.
Το πρώτο άλμπουμ και το πιο πρόσφατο, οι δύο Θάνοι, τα πρώτα λάιβ και οι “κανονικές” δουλειές των ανθρώπων της τάξης τους, οι στίχοι και οι δισκογραφικές των ’90s, όλα έκαναν ένα πέρασμα απ’ την κουβέντα μας. Ε, και το “Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά”. Πώς αλλιώς;
Δεν είναι καλή λέξη το “μπαμ” αλλά με το που βγάλατε τον πρώτο δίσκο το ‘94, ε, κάνατε αμέσως μπαμ.
Σκέψου ότι το “Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά” ήταν το πρώτο τραγούδι του πρώτου δίσκου. Πιο μπαμ δεν γίνεται.
Ήταν πολύ άμεση επιτυχία. Και βγάλατε και μετά από δύο χρόνια το λάιβ στο Θέατρο Βράχων που γίνεται ένας χαμός… Πολύ γρήγορα δεν έγιναν όλα αυτά; Πώς τα έζησες;
Και έγιναν και με έναν δίσκο ακόμη ενδιάμεσα. Δυστυχώς βγάζαμε μόνο έναν δίσκο κάθε χρόνο. Θα έπρεπε να βγάζουμε τέσσερις αλλά εκείνη την εποχή, και ακόμη έτσι είναι πιστεύω, το σύστημα της δισκογραφίας δεν επέτρεπε στους καλλιτέχνες να βγάλουν όλο τους το υλικό.
Και αυτό ήταν πρόβλημα για μας.
Πίστευα ότι θα μου έλεγες το αντίθετο, ότι “αυτοί ήθελαν οπωσδήποτε να βγάζουμε καινούργιο υλικό κι ότι εμείς δε θέλαμε”.
Όχι, εντελώς το αντίθετο. Μπλεχτήκαμε μια τρομακτικά δημιουργική παρέα. Γράφαμε όλοι και πολύ. Και μπλέξαμε σ’ αυτό το σύστημα που δεν μας άφηνε κι αυτό μας βάρυνε πάρα πολύ. Δηλαδή σκέψου να έχεις υλικό για τέσσερις δίσκους και να πρέπει από αυτό το υλικό να αφήσεις έξω πράγματα του ενός, του άλλου. Ήταν στενάχωρο. Μπαίνεις σε μια αυτολογοκρισία άνευ λόγου.
Και φαντάζομαι θα επηρεάζει και τις σχέσεις μεταξύ των μελών.
Προφανώς επηρεάζει, γίνονται πράγματα που δεν έχουν κανένα λόγο να συμβούν.
Γι’ αυτό και έλεγα στους Χατζηφραγκέτα πόσο χαίρομαι που είχαν αυτή τη δυνατότητα, ό, τι τους ερχόταν, έβγαινε. Και αυτό τους έκανε να εξελιχθούν συνθετικά πάρα πολύ γρήγορα.
Τώρα που έχουν περάσει 30 χρόνια και ακούς τις πρώτες ηχογραφήσεις, λες καμιά φορά “έπρεπε να το είχα κάνει αλλιώς αυτό το κομμάτι”;
Αστειεύεσαι; (γελάει) Από τη στιγμή που έβγαινε ένας δίσκος, δεν τον ακούγαμε ξανά γιατί μας φαινόταν απαίσιος. Λέγαμε ότι “έπρεπε να τον έχουμε κάνει αλλιώς”.
Ευτυχώς, τώρα, όταν ακούω αυτούς τους δίσκους, δεν στέκομαι καθόλου στα λάθη της παραγωγής ή στα λάθη της ενορχήστρωσης ή στο πως θα μπορούσε να είχε γίνει. Πλέον μου αρέσουν πολύ. Ενώ τότε γκρινιάζαμε αδιανόητα.
Είδα και κάτι άλλο που είπες, ότι στα ‘90s οι δισκογραφικές πίεζαν τα συγκροτήματα να διαλυθούν, να κάνει ο τραγουδιστής καριέρα μόνος του.
Βέβαια.
Αυτό γιατί το έκαναν όμως;
Και τώρα το κάνουν, πάντα το κάνουν, εκτός από κάποιες μικρές περιόδους που ίσως να είναι της μόδας τα σχήματα. Και αν δεις αυτές οι προσπάθειες, πέτυχαν.
Κατάλαβα, ναι, δεν ήθελα να μιλήσουμε για συγκεκριμένους.
Όχι, δεν υπάρχει λόγος, το πρόβλημα σου λέω είναι του συστήματος. Το κάνουν γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να κοντρολάρεις έναν άνθρωπο από το να κοντρολάρεις μια παρέα.
Και με την καλή και με την κακή έννοια το να “κοντρολάρεις”.
Αν το δεις απ’ την πλευρά τους είναι πιο εύκολο να πολεμήσουν μία άποψη απ’ το να πολεμήσουν από επτά απόψεις μέχρι τρεις -πόσα άτομα είμαστε δηλαδή τώρα στην μπάντα.
Κατάλαβα, ναι.
Και ισχύει για πολλά συγκροτήματα της περιόδου. Μόλις το σύστημα κατάλαβε ότι δεν μπορούν να τα ελέγξουν, το έκαναν. Ή προσπάθησαν να πάρουν τους τραγουδιστές συνήθως ή το σύστημα τους ξέρασε.
Έτσι έκαναν και με εμάς. Το σύστημα μας ξέρασε κανονικά. Μας εξαφάνισε από αυτήν τη σφαίρα της επωνυμίας.
Παρότι φαντάζομαι θα ήταν και εμπορικές επιτυχίες τα άλμπουμ σας.
Βέβαια, πάρα πολύ, αλλά ξέρεις, αυτές οι εταιρείες δεν χάνονται ποτέ.
Θα βρουν άλλον.
Ναι, θα βρουν άλλον και θα μπορούν πολύ πιο εύκολα να κάνουν δουλειά μαζί του, πώς να στο εξηγήσω; Είναι πιο εύκολοι συνεργάτες απ’ ό, τι ήμασταν εμείς τα πιτσιρίκια που δεν καταλαβαίναμε τίποτα.
Ένα γκρουπ είναι και μια άμυνα. Είμαστε εμείς και οι άλλοι, οπότε υπάρχει μια “πολεμική διάθεση” σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Έτσι πρέπει να είναι μια παρέα.
Σαν συμμορία;
Θα πάμε κόντρα, ναι. Δεν ακούσαμε ποτέ καμία εταιρεία τι θα βάλουμε μέσα στον δίσκο ή το πώς θα είναι ο δίσκος. Ποτέ.
Όταν έγινε το ‘Μου αρέσει να μη λέω πολλά’ που έκανε τεράστιο μπαμ κατευθείαν και σε μέινστριμ κοινό, εκεί δεν έπεσαν από πάνω σας να σας πουν “γράψτε κι άλλα τέτοια, θέλουμε ένα τέτοιο τραγούδι”;
Ναι, αλλά εμείς είχαμε ήδη την εμπειρία από πιο πριν, γιατί όταν τους δείξαμε το τραγούδι, μας είπαν “ε, βάλτε και ένα ρεφρέν” (γελάμε). Οπότε ό,τι και να σου πουν αυτοί οι άνθρωποι, όταν έχει προηγηθεί κάτι τέτοιο, καταλαβαίνεις ότι θα είναι βλακείες.
Πω, μου ακούστηκε εντελώς κρεαταγορά τώρα αυτό, χασάπικο τελείως.
Ακριβώς. Όταν τους δείξαμε το τραγούδι είπανε “βάλτε κι ένα ρεφρενάκι”… “Πρέπει” να μείνουμε πιστοί στη δομή, στη συνταγή.
Αυτοί οι άνθρωποι ζητάνε ποτέ συγγνώμη μετά; Λένε “παιδιά, τελικά κάναμε λάθος” ή δεν τους νοιάζει;
Δεν ξέρω κιόλας, δεν κρατάω επαφές. Αλλά όχι, δεν μου έχει τύχει κάποιος να αναγνωρίσει το λάθος του.
Θα ήταν καλύτερος και ο κόσμος αν οι άνθρωποι αναγνώριζαν τα λάθη τους και δεν είχαν τον εγωισμό να τους εμποδίζει.
Είδα σε μια συνέντευξη που έλεγες ότι ήσασταν πάντα μακριά από τις ουσίες. Είπες μόνο ότι κάποια στιγμή όταν παίζατε στην Ιερά Οδό ότι “παραλίγο να γίνουμε αλκοολικοί”.
Δεν ήταν ο κύριος λόγος, αλλά ήταν ένας από τους λόγους που ποτέ δεν το κάναμε ξανά αυτό, να παίξουμε σεζόν σε μαγαζιά. Ζούμε, κάνοντας συναυλίες όπου μπορούμε.
Ξέχασα να σε ρωτήσω, ποια χρονιά άρχισες να παίζεις;
Ακριβώς χρονιά δεν μπορώ να σου πω, άρχισα να παίζω από το γυμνάσιο, 5-6 χρόνια πριν το ‘90. Είμαι πενήντα έξι χρονών.
Άκουσα τα “30 χρόνια στην Υπόγα” που έχετε κάνει και θέλω να σε ρωτήσω, όταν ήσουν μικρός, έφηβος, τα σνόμπαρες αυτά; Ακόμα και τα καλά λαϊκά/ρεμπέτικα δηλαδή.
Ναι, βέβαια, εικοσάρης και κάτι άρχισα να σοβαρεύομαι αλλά πιο πριν τα σνόμπαρα. Άγρια.
Τα έβαζαν οι γονείς σου στο ραδιόφωνο στην Καλλιθέα και δεν σου έλεγαν τίποτα πχ;
Κι όχι μόνο οι γονείς μου. Ήταν παντού γύρω μας αλλά είναι η ηλικία που χρειάζεσαι κάπου να διαχωριστείς και έτσι χάνεις πάρα πολλά πράγματα και από άλλες μουσικές.
Εκείνη την εποχή είχα εμμονή με το κλασικό ροκ. Κυρίως Doors, Zeppelin… Και κιθαρίστες -κυρίως ο Γκάλαχερ.
Το ποστ πανκ που άκουγαν τα άλλα ελληνικά γκρουπ της γενιάς σου, δεν σε ενδιέφερε;
Καθόλου. Έχασα όλη αυτή την εποχή και διάφορους άλλους που δεν μου έφερναν αρκετό μπλουζ στα αυτιά μου. Ήμουν κολλημένος με το μπλουζ. Ευτυχώς πολλά τα ανακάλυψα, μεγαλώνοντας.
Θεωρώ, βέβαια, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο για έναν δημιουργό να περνάει εμμονές γιατί τον βοηθάει να αποκτήσει χαρακτήρα.
Αλλά έβρισκες συμπαραστάτες στο μπλουζ; Τα άκουγαν οι συμμαθητές σου αυτά; Γιατί έχω δει ότι ουσιαστικά ότι η μπάντα σας δημιουργήθηκε μεταξύ φίλων από το σχολείο.
Ναι, βέβαια. Και ήταν μια παρέα που στην πραγματικότητα βγήκαν διάφορα συγκροτήματα από αυτήν.
Όπως;
Πχ οι Ενδελέχεια. Ήταν φίλοι μας και αδελφό συγκρότημα αλλά και άλλα σχήματα και αρκετοί μουσικοί υπήρξαν στην Καλλιθέα. Και υπάρχουν ακόμα.
Είχε κάτι η περιοχή πιστεύεις;
Κοίτα, όχι. Αυτό που είχε ήταν ότι ήταν κυρίως εργατική περιοχή, το ότι ταξικά ανήκε εκεί.
Επίσης ήταν και ένας τρόπος εκτόνωσης, καθώς τότε υπήρχαν πολύ λιγότερα πράγματα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένας νέος άνθρωπος για να εκτονωθεί.
Ή ναρκωτικά ή μουσική… Ή και κάποιοι, δυστυχώς, και τα δύο μαζί.
Γυρνούσατε την Αθήνα τότε; Τα ψάχνετε τα μέρη που έπαιζε ο Σιδηρόπουλος, που έπαιζαν όλοι αυτοί;
Ναι, ήμασταν από πίσω. Και στο ΑΝ και στο Μετρό, και στο Πεδίον του Άρεως τότε που έγινε ο χαμός. Παντού.
Οπότε είχατε μπει από νωρίς σε αυτό το “ροκ όνειρο”, αλλά φαντάζομαι ότι θα είχατε καταλάβει και γρήγορα ότι αυτό είχε ένα ταβάνι, έτσι;
Κοίτα, το καταλάβαμε τρομακτικά νωρίς. Άλλωστε οι περισσότεροι δεν είχαμε όνειρα για μουσική καριέρα. Ήταν και πολύ λιγότεροι οι άνθρωποι της τάξης μας, της εργατικής τάξης, των παιδιών της πρώτης γενιάς εσωτερικών μεταναστών που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τη μουσική. Δεν ήταν και από τα πράγματα που ήταν εύκολο να συμβούν στη ζωή μας.
Εμείς είχαμε νοικιάσει μια τρύπα στου Ψυρρή, είχαμε βάλει όργανα και κάναμε πρόβες. Αυτό που είχαμε ως προοπτική ήταν αυτό να είναι το χόμπι μας, η μπάλα μας. Γιατί όλοι δουλεύαμε για να ζήσουμε.
Είδα ότι στις αρχές του 2000 ότι υπήρχε ένα μεγάλο κενό μέχρι να βγάλετε το επόμενο άλμπουμ, και θέλω να σε ρωτήσω αν έχει να κάνει γενικά με το πως άλλαξε η κατάσταση στο ελληνικό ροκ τότε, που διαλύθηκαν πολλά συγκροτήματα, που κάπως έπεσε αυτή η φάση… Εκείνη την περίοδο έπαθες λίγο μια κρίση ταυτότητας; Είπες “τι γίνεται τώρα εδώ πέρα; Τι κάνουμε τώρα εμείς;”;
Δεν πάθαμε κάτι τέτοιο, όχι. Αυτό που συνέβαινε πάντα σ’ αυτό το σχήμα είναι αυτό το χύμα μας και το παρεΐστικο. Μετά από κάθε δίσκο κάποιος ή ερχόταν στο συγκρότημα ή έφευγε. Δηλαδή πάντα άλλαζε η σύνθεση. Ζούσαμε σε αυτήν τη συνθήκη εμείς και πάντα παίζαμε πάρα πολύ λάιβ.
Και αυτό που είναι χαρακτηριστικό είναι ότι τότε πηγαίναμε και παίζαμε σε καμιά πόλη που είχαμε καιρό και όλοι μας έλεγαν “α, ξαναφτιαχτήκατε; Δεν διαλυθήκατε;”.
Μάλλον επειδή διαλύονταν όλοι τότε, σου λέει θα έχουν διαλυθεί κι αυτοί.
Δεν έχουμε διαλυθεί ποτέ. Και πάντα κάναμε τουλάχιστον 15 συναυλίες τον χρόνο. Δεν είναι πολλές αλλά δεν είναι και λίγες.
Ήμασταν πάντα ζωντανοί αλλά επειδή δεν εμφανιζόμασταν πουθενά σε έντυπα, σε μέσα κτλ, ο κόσμος πίστευε ότι έχουμε διαλυθεί.
Απλά εγώ επειδή είδα λίγο τώρα αυτό το δισκογραφικό κενό, σκέφτηκα μήπως έφταιγε που το ελληνικό ροκ ήταν σε πτώση. Οι μπάντες άρχισαν να διαλύονται, πήρε λίγο τα πάνω του και το αγγλόφωνο, από την άλλη εμφανίστηκε και όλο αυτό με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και ο κόσμος ο εναλλακτικός πήγε προς τα εκεί και κάπως αναρωτήθηκα μήπως επηρεαστήκατε, μήπως είπατε “να αλλάξουμε κατεύθυνση;
Το κενό ήταν μετά από μια τεράστια αλλαγή στη σύνθεση -αλλάξαμε και ντράμερ και μπασίστα. Εντελώς διαφορετικοί μουσικοί.
Και για αυτά τα τέσσερα χρόνια κάναμε ένα τρομερό ψάξιμο δίνοντας πολλές συναυλίες. Είναι μια πολύ περίεργη εποχή μας. Μουσικά νομίζω ήταν εμπειρία να μας δεις τότε.
Αλλά δεν έγινε εξαιτίας αυτής της κατάστασης που περιγράφεις. Δηλαδή δεν μας ενδιέφερε ποτέ κάποιο στυλ ή κάτι τέτοιο. Για εμάς το ροκ είναι αυτό που είμαστε και όχι η μουσική. Δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα να βγάλουμε κάτι που “παραδοσικοφέρνει” ή πανκ ή κάτι πιο ρυθμικό.
Ό, τι έβγαινε από όσους έγραφαν στην μπάντα, το υπηρετούσαμε.
Τους περισσότερους στίχους σε εσάς, ποιος τους έχει γράψει. Μπήκα λίγο μέσα στο stixoi.gr να κοιτάξω ποιος έχει γράψει το ”Σαν έρημα καράβια” πχ, και σε όλα τα τραγούδια έγραφε απλά “Υπόγεια Ρεύματα”.
Το έχουμε καταφέρει αυτό. Κοίτα, είναι λογικό επειδή είμαι τα περισσότερα χρόνια στο συγκρότημα, να τους έχω γράψει εγώ τους περισσότερους.
Δηλαδή για το “Σαν έρημα καράβια” μπορούμε να πούμε “επίσημα” ότι τους έχεις γράψει εσύ;
Ναι.
Και γιατί δε θέλεις να φαίνεται;
Πρώτον, γιατί δε με ενδιαφέρει.
Ωχ, έγινα λίγο πιεστικός τώρα, με άκουσα πως μίλησα και είναι σαν καθηγητής σε σχολείο.
Όχι, ωραία η ερώτησή σου και σοβαρή. Κοίτα, μπορεί να είναι νεύρωση, να θέλω να κρύβομαι μέσα σε μια παρέα. Αλλά νομίζω ότι ανάμεσα στον δημιουργό και στο έργο, πρέπει να δίνεται σημασία στο έργο.
Αυτό ξεκίνησε και γιατί παλιά βλέπαμε στους δίσκους των σχημάτων που μας άρεσαν που έδιναν credits σε όλη την μπάντα και είπαμε ότι “πάμε κι εμείς έτσι”. Νεανικά κολλήματα που στη πορεία τα δικαιολογήσαμε και φιλοσοφικά.
Και στο “Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά” είναι δικός σου ο στίχος;
Ναι. Και δεν μπορώ και να το κρύψω πια γιατί έχει διαρρεύσει. Θέλω να πω, εξαιτίας των πνευματικών δικαιωμάτων δεν γινόταν διαφορετικά.
Θυμάσαι την πιο άκυρη τηλεοπτική πρόσκληση που μπορεί να είχατε τότε εξαιτίας της επιτυχίας αυτού του τραγουδιού και να είπατε όχι;
Δεν θυμάμαι να σου πω αλλά είναι πάρα πολλά τα άκυρα.
Μπορεί να σας είχαν ζητήσει από ένα πρωινάδικο να πάτε πχ;
Σίγουρα. Είναι και κάτι που μου λέει ο Τάσος καμιά φορά. Μου λέει “άντε ρε βλαμμένε, δεν πήγες στη Μενεγάκη. Τώρα θα ερχόμασταν με ελικόπτερο στη συναυλία”. (γελάμε)
Να σε ρωτήσω τι δουλειές έκανες πριν;
Αρκετές. Από όταν βγήκε ο δίσκος και για οκτώ χρόνια μετά δούλευα στην Ελευσίνα ως προγραμματιστής.
Πήγαινα με μηχανή και 6 το πρωί, μέσα στο χάλι που ήμουν, άκουγα απ’ τα διπλανά αυτοκίνητα το “Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά”.
Δε σε έπιανε το παράπονο; Ανθρώπινα; Καταλαβαίνεις πως το λέω.
Πωπω ψυχανάλυση μου έχεις κάνει (γελάμε). Με έπιανε αλλά όπως σου είπα και στην αρχή δεν ήταν στο μυαλό μου να ζήσω από τη μουσική. Αλλά βέβαια δεν άντεξε το σώμα μου κάποια στιγμή.
Και είπες ή το ένα ή το άλλο;
Ναι, άρχισα να κουράζομαι πάρα πάρα πολύ. Κάποια στιγμή έπεσα τρεις μήνες κάτω από τη μέση μου.
Ευχάριστη παρένθεση εδώ: τότε κυκλοφόρησε ότι έχω μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης ή ότι έχω πεθάνει από ναρκωτικά.
Ρε συ μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί πάντα έβγαιναν για τους ροκ τραγουδιστές τέτοιες φήμες; Δηλαδή ό, τι συνέβαινε σε κάποιον, η φήμη ήταν κατευθείαν ότι “παιδιά, αυτός κάνει αποτοξίνωση”. Είναι τρομερό.
Ναι, όπως αυτός ο φοβερός μύθος για την “Ασημένια σφήκα” που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ότι εννοούμε τη σύριγγα. Και έχω διαβάσει από κάτω στα σχόλια φοβερά debate.
Θες να δώσεις ένα τέλος σε αυτόν τον μύθο; Να πεις τι αφορά;
Έχω πει αρκετές φορές ότι το είχε γράψει ο Κώστας Κοντοβάς και ότι αναφέρεται στο ντεσεβό του Κλουζώ που λεγόταν “Silver Hornet”.
Νομίζω τους προσγείωσες πολύ απότομα.
Μα σου λέω το έχουμε πει πάλι, κι όμως συνεχίζει να γράφεται ότι είναι η σύριγγα για την ηρωίνη.
Όπως γίνεται και με τον τελευταίο στίχο στο “Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά” που είναι “να σβήνω τη μορφή μου”, και που οι άνθρωποι το τραγουδάνε -και δεν με ενοχλεί καθόλου- ως “να σβήνει τη μορφή σου”. Μετατρέπουν το τραγούδι σε ερωτικό.
Γενικά το έχετε πει αυτό, ότι δεν γράφετε τόσο ερωτικά τραγούδια, σας αρέσουν πιο πολύ τα κοινωνικοπολιτικά.
Έχουμε γράψει μερικά ερωτικά αλλά θεωρώ ότι είναι άξια. Γενικά, απεχθανόμαστε τα καψουροτράγουδα. Νομίζω ότι είναι τεράστια ψέματα.
Από την άλλη υπάρχουν φοβεροί στίχοι στη λαϊκή μουσική, από εκεί έχουμε διδαχθεί στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχουν μόνο καψουροτράγουδα εκεί. Υπάρχουν αρκετά που είναι το ακριβώς αντίθετο. Αφού σκεφτόμασταν κάποια στιγμή να κάνουμε ένα μάζεμα τέτοιων τραγουδιών, τα “Αντί-καψούρα”.
Απλά έλεγες ότι σε ενδιαφέρει κυρίως η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ότι θέλεις να μιλάς πιο πολύ γι’ αυτά.
Τους υπόλοιπους δεν τους ενδιαφέρουν αυτά; Δηλαδή αυτό μου προκαλεί την περιέργεια. Δηλαδή γράφεις που σε άφησε η κοπελιά, που πήγε με άλλον, και όλα αυτά… Έξω γίνεται της πουτάνας, δεν σε απασχολεί καθόλου στη ζωή σου, κύριε συνθέτα;
Ναι, αυτό μου κάνει εντύπωση. Γι’ αυτό λέω ότι είναι ψέματα τα καψουροτράγουδα.
Απλά σκεφτόμουν ότι με όλα αυτά που γίνονται τους τελευταίους μήνες, τα τελευταία χρόνια μάλλον, ότι θα μπορούσες να βγάλεις ένα τετραπλό άλμπουμ με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο.
Βέβαια, αλλά από την άλλη παλεύουμε να μην υποπέσουμε στον μηδενισμό. Να μη φτάσουμε στο σημείο να πούμε “στο διάολο όλα, δεν μας νοιάζει τίποτα”. Γιατί κάποια στιγμή σε πιάνει μια κούραση και μια άρνηση όταν τα λες τόσα χρόνια.
Δηλαδή εμείς βγάλαμε πολιτικό δίσκο ως μία μελέτη στο πολιτικό τραγούδι, το 2009.
Με τον Θάνο Μικρούτσικο;
Ναι, και τότε δεν υπήρχε πουθενά στο μυαλό κανενός η κρίση που ερχόταν και εμείς τα λέγαμε. Αυτά τα πράγματα σε κάνουν να αποκτάς μια άρνηση, δηλαδή αυτή την περίοδο θα θελαμε με τα παιδιά να γράψουμε κάτι που να μην έχει καμία σχέση με αυτά, να έχει σχέση μόνο με το μέσα μας.
Αλλά δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε γιατί είναι τόσο έντονο αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Δεν μπορούμε να πάψουμε να νοιαζόμαστε για τους ανθρώπους.
Μου πες τώρα για το άλμπουμ του 2009 και θυμάμαι ότι είχες πει πάλι σε μια συνέντευξη ότι δύο πολύ σημαντικές συνυπάρξεις που είχες στη ζωή σου ήταν με δύο Θάνους.
Ναι, ιδίως με τον Μικρούτσικο γιατί ήταν πραγματικά πολύ στενά συνδεδεμένος με το παρελθόν μου, με τα νιάτα μου. Μεγαλώσαμε με τον “Σταυρό του Νότου” και με τα πολιτικά του, και με το “Εμπάργκο”.
Οπότε αυτά πέρασαν κάπως τη “λογοκρισία” που είχες όταν ήσουν μικρός στην ελληνική μουσική.
Μα το “Εμπάργκο’ είναι ροκ δισκος. Ξέρεις, ο Μικρούτσικος ήταν πολύ ροκ για μας. Δηλαδή την εποχή μας έπαιζε με τους Iskra, ήταν ένας καλλιτέχνης που ψαχνόταν και που δεν ήταν καθόλου λαϊκός εκείνη την περίοδο. Τα ζεϊμπέκικα, η “Ρόζα”, αυτά όλα βγήκαν μετά. Aυτός ο Μικρούτσικος που εγώ γνώρισα και μεγάλωσα είναι πριν απ’ όλα αυτά.
Και όταν τον γνώρισες από κοντά; Κάποιους ανθρώπους τους έχουμε σε ένα βάθρο και όταν τους γνωρίζουμε…
Εκείνος ανέβηκε ψηλότερα. Και έχει τύχει να γνωρίσω αρκετά καλά ανθρώπους που ήταν σημαντικοί για μένα και κυρίως να έχω φάει απογοητεύσεις.
Άσχημο αυτό. Και εγώ φοβάμαι μην κάνω συνέντευξη σε κάποιον που τον ακούω 20 χρόνια, απογοητευτώ και μετά δεν μπορώ να τον ξανακούσω.
Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Μου έχει συμβεί και είναι κρίμα. Και γι’ αυτό θα πρέπει να ξεχωρίζει το έργο από τον καλλιτέχνη. Γιατί εγώ μπορεί να ‘μαι μαλάκας αλλά δεν φταίει τίποτα το τραγούδι που έβγαλα και που μπορεί να κάνει καλό στους ανθρώπους. Τέλος πάντων.
Ωστόσο σ’ αυτόν τον δίσκο πείραξες και τα λαϊκά του, έτσι; Δηλαδή και η “Ρόζα” μπήκε μέσα.
Για αυτό το τραγούδι επέμενε ο Θάνος. Δηλαδή εγώ δεν το είχα ερμηνεύσει πολιτικά αυτό, εκείνος μου εξήγησε το πολιτικό του περιεχόμενο.
Γιατί αυτό αναφέρεται στη Ρόζα Λούξεμπουργκ αλλά είναι πιο ποιητικό, πιο ασαφές, πιο εσωτερικό, ενώ τα άλλα τα πολιτικά του είναι μες στη μούρη σου.
Και ο άλλος Θάνος είναι ο Ανεστόπουλος; Με εκείνον πότε γνωριστήκατε;
Από την αρχή συναντιόμασταν με τα Κρίνα και σε συναυλίες κλπ. Αλλά έγινε πολύ φίλος με τον μπασίστα μας, τον Νίκο τον Γιούσεφ, μετά τη διάλυση του συγκροτήματος και παίζανε για αρκετό καιρό μαζί, προτού ο Νίκος έρθει σε εμάς; Ε, μετά ήταν φυσικό να γίνουμε φίλοι.
Να σε ρωτήσω τι άνθρωπος ήταν;
Ο Θανούλης; Ήταν ένα φοβερό παιδί. Ένας έφηβος γεμάτος ζωή και χιούμορ. Με λατρεία στους μαύρους ποιητές παρόλα αυτά. Αλλά δεν ήταν καθόλου μαύρος άνθρωπος.
Αλήθεια, είχε χιούμορ ο Ανεστόπουλος;
Άπειρο. Και χιούμορ και χαρά και τα πάντα. Αλλά αισθητικά τον τραβούσαν οι καταραμένοι -όπως και όλους μας δηλαδή. Όλοι λατρεύουμε τον Καρυωτάκη, τι να κάνουμε τώρα;
Ένας εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ ταλαντούχο πλάσμα. Με αγάπη για τη ζωή, με ένταση.
Το πρώτο λάιβ σας πού ήταν, θυμάσαι;
Στο Μετρό. Ήταν ένας χώρος έτσι λίγο μεγάλος που παλιότερα ήταν σινεμά.
Και είχατε παίξει μόνοι σας;
Βέβαια, είχαμε παίξει μόνοι μας μπροστά σε ένα κοινό που είχε ακούσει μόνο το “Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά”. Μόλις είχε βγει ο πρώτος δίσκος.
Δεν παίζατε λάιβ πριν;
Όχι με το όνομα Υπόγεια Ρεύματα κι όχι με την ίδια ακριβώς σύνθεση. Το όνομα βγήκε με πίεση επειδή είχαμε ήδη γράψει τον δίσκο, αλλά δεν είχαμε ασχοληθεί να βγάλουμε όνομα. Όπως σου είπα, δεν το είχαμε σκοπό να ζήσουμε απ’ τη μουσική.
Ο ένας από εμάς το είχε σκοπό και την κασέτα που γράψαμε για να την έχουμε εμείς και οι φίλοι μας την έδωσε σε έναν παραγωγό του Μελωδία -όπου δούλευε και ο ίδιος- για να την ακούσει.
Ούτε καν σε δισκογραφική δεν την πήγαμε για να καταλάβεις.
Θες να πούμε και για τη συναυλία στην Τεχνόπολη στις 5 Ιουνίου; Για τα 30 χρόνια σας;
Θα κάνουμε γιορτούλα. Θα μαζευτούμε διάφοροι φίλοι από όλα αυτά τα 30 χρόνια, απλά ακόμα δεν έχουμε μιλήσει και με όλους οπότε δεν μπορώ να τους ανακοινώσω. Αλλά μπορείς να φανταστείς ποιοι θα είναι, τόσα χρόνια παίζουμε με συγκεκριμένα σχήματα παρέα.
Θέλουμε να το κάνουμε με εντελώς φίλους.
Τετάρτη 5 Ιουνίου, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Εισιτήρια: 12€ προπώληση – 15€ στην είσοδο