ΚΥΡΙΕ ΣΟΦΙΑΝΕ, ΠΩΣ ΚΑΙ ΔΩΣΑΤΕ ΤΙΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΣΑΣ ΣΤΟΝ ΛΕΞ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΒΙΝΤΕΟ
Η χρήση των θρυλικών μορφών της “Φρουτοπίας” για το πρόμο βίντεο του “G.T.K.”, μάς θύμισε ότι κάπου προς το Κορωπί υπάρχει ένα στούντιο που μέσα του φιλοξενεί όλες τις αναμνήσεις των Millennials και των Gen X. Και μάς έκανε να περάσουμε μία βόλτα από εκεί για να μιλήσουμε με τον άνθρωπο που γέμισε με ποιότητα την παιδική μας ηλικία.
“Φρουτοπία”, “Του Κουτιού τα παραμύθια”, “Χιλιοποδαρούσα”, “Φραπαιδιά με Μαρμελλάδα”, “Ψαρωκωστούλα, αγάπη μου”, “Disney Club” και -ποιος να το περίμενε τώρα αυτό- βίντεο πρόμο για το νέο άλμπουμ του ΛΕΞ.
Η Οικογένεια Σοφιανού (τα δύο αδέρφια δηλαδή, Φαίδων και Ήβη) είναι αυτή που ουσιαστικά σύστησε στην Ελλάδα το κουκλοθέατρο και ταύτισε το επώνυμό της με μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές παιδικές σειρές των ‘80s. Και χάρισε και μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της ίδιας εποχής, όπως τον Σεβαστιανό, τον Ρούχλα, τον Πίκο Απίκο -μορφές δηλαδή που τις είδαμε λίγο πολύ να περνάνε από το βίντεο που ανέβασε ο ΛΕΞ για να προμοτάρει τη νέα του δουλειά.
Τώρα ξέρουμε ότι το τραγούδι που ακουγόταν πίσω από τις γνώριμες εικόνες είναι οι “Νυχτερίδες” και επίσης τώρα που μιλήσαμε από κοντά με τον Φαίδωνα Σοφιανό, ξέρουμε και πώς έγινε αυτή η δουλειά. Και σε ένα ευχάριστο για μας γύρισμα της τύχης, την ημέρα που συναντήσαμε τον κ. Σοφιανό στον πολυχώρο του, στο Studio Mabrida, προλάβαμε και το σκηνικό μέσα στο οποίο γυρίστηκε το πρόμο, λίγες μέρες πριν το ξεστήσουν οριστικά.
Και έτσι συζητώντας για την όλη εμπειρία αλλά και φυσικά για τη μακρά ιστορία της οικογένειας Σοφιανού -και τη θέση της στις παιδικές μας αναμνήσεις-, βγάλαμε και κανά δυο φωτογραφίες.
ΛΕΞ
Δεν τον γνώριζα τον ΛΕΞ. Γνώριζα τον The Boy, τον Αλέξανδρο Βούλγαρη, επειδή είμαι χρόνια φίλος με τους γονείς του.
Μου είπαν απ’ την παραγωγή ότι “θέλουμε να κάνουμε μία ιστορία στην οποία να πρωταγωνιστούν οι κούκλες της τότε εποχής, και η οποία θα προϊδεάσει για τη νέα δουλειά του ΛΕΞ. Ζήτησα μετά ένα σενάριο να το δω και τους είπα και τις δυσκολίες που πρακτικά θα αντιμετώπιζαν.
Λόγω ηλικίας, ο ΛΕΞ δεν είναι η μουσική που ακούω αλλά αυτό το οποίο δεν θα ξεχάσω ήταν όταν το είπα στις ανιψιές μου, και μου είπαν: “Είναι αυτός ο κύριος ο οποίος γέμισε το γήπεδο του Πανιωνίου, 40.000 άτομα, χωρίς να γίνει καμία διαφήμιση”.
Όταν τον γνώρισα ενθουσιάστηκα που είδα έναν τύπο τόσο χαμηλών τόνων και τόσο ήπιο κτλ και λέω “ΟΚ, να το δούμε”. Εκεί οι πρώτες κουβέντες ήταν σε ποιο βαθμό μπορούν να χρησιμοποιηθούν κούκλες, άσχετα από τις συγκεκριμένες για να φτιάξουν αυτό το κλιπ.
Οι κούκλες τις οποίες εκείνοι πρότειναν ήταν οι γνωστές, με τις οποίες “μεγάλωσαν” αυτές οι ηλικίες. Ήταν οι κούκλες από “Του κουτιού τα παραμύθια”, τα “Παραμύθια του κόσμου” και η “Φρουτοπία”. Αμέσως φάνηκε ότι είχανε γνώση και επαφή με τις φιγούρες αυτές. Δεν ήτανε δηλαδή ότι κάποιος τους είπε “χρησιμοποιήστε αυτό”. Είχαν οι ίδιοι βίωμα. Είχαν αυτό που μου λένε συχνά, το “με αυτά μεγαλώσαμε”.
Έγινε πραγματικά τρομερή δουλειά και στη λεπτομέρεια. Γυρίστηκαν 500 λεπτά για δύο λεπτά που βγήκαν στον αέρα, σε φιλμ 16άρι, το οποίο εμφανίστηκε στο Βέλγιο, γιατί εδώ δεν έχουμε πια εμφανιστήρια. Ο Σίμος Σαρκετζής, ο διευθυντής φωτογραφίας, ήταν τρομερός.
Ήταν από τα πιο κουραστικά πράγματα που έχουμε κάνει. Κράτησε δύο μέρες γεμάτες, δηλαδή από 12 ώρες η κάθε μία -χώρια την προεργασία που πήρε αρκετό καιρό, σχεδόν μήνες. Αλλά περάσαμε απίθανα. Γελάγαμε και χαιρόμασταν όλοι μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Όχι, δεν ρώτησα τι σημαίνει ΤΓΚ, παρόλο που ήταν εδώ ο ΛΕΞ. Ήταν μαζί μας σε όλο το γύρισμα.
Εμείς κάναμε μόνο μία παρέμβαση, η οποία τηρήθηκε από τα παιδιά. Να μην εμφανιστούν κάποιες κούκλες έξω απ’ τον χαρακτήρα που τις ξέρει ο κόσμος. Οι σκοτεινοί “τύποι” ήταν οι “ρούχλες” και όχι πχ το Κολοκυθάκι, ούτε θέλαμε ο Πίκος Απίκος να εμφανιστεί ως σκοτεινός δημοσιογράφος. (Εντάξει, τα φρούτα πάντα ήθελαν να δείρουν τον μανάβη αλλά αυτό ήταν OK, δεν ήταν “σκοτεινό”) Αυτός ο οποίος ήταν εκ των πραγμάτων ανατρεπτικός, ακόμα και υποσκάπτοντας τα παραμύθια τα οποία περιέγραφε παλιά, ήταν ο Ρούχλας και έτσι εμφανίστηκε και τώρα.
Αυτό που είχε ενδιαφέρον και για μένα ήταν αυτή η μεταφορά των χαρακτήρων σε ένα πιο πρακτικό καθημερινό περιβάλλον, βλέπε μια γειτονιά. Εκεί χρησιμοποιήσανε κούκλες από μια γερμανική σειρά μας, τον Φοίβο και την Φοίβη, που δεν διαφέρουν από κανονικούς ανθρώπους. Και ξαφνικά αρχίζει να γίνεται λιγάκι τρελό το σκηνικό γιατί οι φιγούρες που κυκλοφορούν πια δεν είναι τόσο κοινές ανθρώπινες όπως αυτοί οι δύο που παίζουν τάβλι. Εμφανίζονται κάποιες κούκλες “Φρουτοπίας”, κάποιοι δαίμονες από “παραμύθια του κόσμου, κτλ.
Η αρχική ιδέα ήταν να ακούγονται ξαφνικά μηχανές, οι οποίες με τον ήχο δημιουργούν μια αίσθηση φόβου. Ήθελαν ουσιαστικά να προϊδεάσουν ότι έρχεται κάτι ανατρεπτικό.
Οι φιγούρες όπως τις ξέρουμε ζωντανεύουν από την εμφάνιση και από τον ήχο. Δηλαδή ο Φραγκίσκος το φραγκόσυκο, έχει τον ήχο του συγχωρεμένου του Ξενίδη, η Μάτα η Ντομάτα τον ήχο της συγχωρεμένη της Παναγιωτοπούλου, η Πιπεριά, η φαρμακόγλωσσα της Ντίνας της Κώνστα, ο Αιμίλιος το μήλο του Δάνη του Κατρανίδη πρόσφατα. Είναι άνθρωποι που έφυγαν. Και ο Παύλος ο Κοντογιαννίδης είναι ο Ρούχλας.
Δεν μου έκανε εντύπωση που ήθελαν να κάνουν με τις ίδιες κούκλες κάτι πιο “σκοτεινό”. Ήδη τότε, όταν φτιαχνόταν η Φρουτοπία, είχαμε την εξής κουβέντα με τον Ευγένιο Τριβιζά: Η μία περίπτωση είναι να φτιάξουμε κουκλάκια χαρούμενα, γλυκάκια κλπ ή να πάρουμε την πολυεπίπεδη ανάγνωση που έχει η Φρουτοπία. Η κούκλα έχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα: Σου δίνει αμέσως το βασικό στίγμα του χαρακτήρα. Δηλαδή αν ας πούμε ο Βρασίδας το κρεμμύδι γίνεται καταδότης, η βασική του έκφραση δεν μπορεί να είναι ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, ετσι; Δεν θα πείσει κανέναν θεατή αυτό.
Το δεύτερο είναι ότι θέλαμε από τότε τα παιδιά να αισθάνονται ότι χωρίς να κινδυνεύουν -βασικός κανόνας του κουκλοθεάτρου γενικά είναι ότι δεν πρέπει να αισθάνονται ότι κινδυνεύουν- να μπαίνουν και σε καταστάσεις τις οποίες μπορεί να τους φαίνονται γνώριμες από τον κόσμο των ενηλίκων στον οποίο ζουν. Καταστάσεις που εμείς όμως τις παρουσιάζουμε “κωδικοποιημένα” και τα παιδιά θα καταλάβουν ότι “εδώ παίζει και κάτι ακόμα εκτός από αυτό που βλέπω”.
Γι’ αυτό για παράδειγμα ο Αιμίλιος το μήλο όταν κάνει την προεκλογική του συγκέντρωση μιλάει σαν τον συγχωρεμένο τον Κύρκο. Αυτό θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ πιο χαρούμενο, πολύ πιο φωτισμένο εξ αρχής αλλά η περιπέτεια είναι περιπέτεια με καλούς και κακούς χαρακτήρες, προδοσίες, πολέμους κτλ. Αλλά, βέβαια, και με ενδιάμεσα ευχάριστες και αστείες σκηνές.
Ή όπου περνάει ο Πίκος Απίκος από ένα σπίτι της “Φρουτοπίας” και γράφει στον τοίχο “Η Φρουτοπία ανήκει στα φρούτα της”, παραπέμπει σε κάτι που έχεις δει κάπου αλλού, που δεν έχει καμία σχέση με την Φρουτοπία. Αυτές ήταν δικές μας προσθήκες, δεν υπήρχαν στο σενάριο.
Για να βγει κάτι σκοτεινό στον κινηματογράφο εξαρτάται από μια σειρά από πράγματα. Η ιστορία είναι το ένα. Ο τρόπος που την καταγράφεις και πώς την φωτίζεις είναι το δύο και πώς την μοντάρεις είναι το τρία. Και καλώς ή κακώς το ότι βγήκαν σκοτεινοί έχει να κάνει και με το πως το είδε ο ο Βούλγαρης. Δηλαδή θα μπορούσαν τα μηχανάκια να είναι τα γλυκά μηχανάκια της Φρουτοπίας.
Έβαλα κάποια τραγούδια του ΛΕΞ να ακούσω από περιέργεια. Συμφωνώ με τον στίχο αλλά γενικά στη ραπ μου λείπει, όχι τόσο ο ήχος, γιατί είναι πολύ πλούσιος, αλλά το κομμάτι της μελωδίας.
Αν κάποιος άνθρωπος με τον στίχο του, με τη μουσική του μπορεί να επηρεάσει και κυρίως να προβληματίσει ή να βάλει σε σκέψεις ανθρώπους σε μια εποχή που άλλοι σκέφτονται για σένα και εσύ απλά επιλέγεις yes/no/cancel στις όποιες προτάσεις σου παρουσιάζουν, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο και η συνεργασία και το κομμάτι του να τον ακούσεις.
Καλώς ή κακώς, η πορεία μας είναι γνωστή. Δεν θα ερχόταν κάποιος στον χώρο αυτό, που ξέρει και τη νοοτροπία για να μου παρουσιάσει κάτι το οποίο θα ήταν ανατρεπτικό μόνο και μόνο για να γίνει μια δουλειά έτσι; Από εκεί και μετά εγώ δεν φοβήθηκα τίποτα. Το μόνο πράγμα που ρώτησα όχι τόσο για μένα, όσο για το ενδεχόμενο ο Τριβιζάς να μη γνωρίζει τη διαφορά του ραπ με το τραπ, ότι οι στίχοι του συγκεκριμένου καλλιτέχνη δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Και από κει και μετά, κάθε τόσο επιβεβαιωνόταν αυτή η εικόνα, και κυρίως όταν βλέπεις και τον άνθρωπο. Είναι ένας πολύ πολύ συμπαθητικός άνθρωπος.
ΦΡΟΥΤΟΠΙΑ
Η “Φρουτοπία” όταν έγινε το ‘80, ήταν στο μεταίχμιο που η ελληνική κοινωνία πήγαινε προς τους Νεοέλληνες…
Τη “Φρουτοπία” την είδα πρώτα ως θεατρικό έργο και τη μεσολάβηση για να το κάνει η ΕΡΤ, την είχε αναλάβει ο Νίκος Πιλάβιος, που ήταν ο υπεύθυνος του καναλιού για τα παιδικά προγράμματα. Οι πρώτες κουβέντες που κάναμε ήταν σε ποιο βαθμό μπορούμε να μεταφέρουμε σε κούκλες τα σκίτσα του Μαρουλάκη που ήταν ο σκιτσογράφος του παραμυθιού. Του εξηγήσαμε ότι υπάρχουν κάποιες δυσκολίες που έχουν να κάνουν με την τεχνική και μετά ξεκινήσαμε.
Ή “Φρουτοπία” ήταν η απόλυτη οικονομική καταστροφή για μας. Αρχικά νομίζαμε ότι μπορούμε να γυρίσουμε είκοσι λεπτά τη μέρα. Επί τρία χρόνια όμως δεν μπορέσαμε να γυρίσουμε ποτέ πάνω από τέσσερα λεπτά. Αυτό συνέβη γιατί γυρνούσαμε με μία κάμερα, σαν να ήταν κινηματογράφος.
Πήγαμε μετά στην ΕΡΤ και της είπαμε “παιδιά, κάναμε λάθος. Το κοστολόγιο δεν βγαίνει έτσι”. Και μας είπαν “μετά την απομάκρυνση από το ταμείο κτλ”. Ήταν η πιο ευτυχής οικονομική καταστροφή. Αν δεν είχαμε τα γερμανικά προγράμματα, όπου οι αμοιβές ήταν καλές και μπορούσαμε να ρίχνουμε τα λεφτά στη “Φρουτοπία”, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ.
Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, σταμάτησε στο 37ο επεισόδιο. Ένας λόγος είναι ότι τελείωσε η σεζόν και η ΕΡΤ έκανε κάποια αναδιάταξη των οικονομικών της. Απ’ την άλλη και ο Ευγένιος ζήτησε ένα κενό χρονικό διάστημα για να ετοιμάσει τα καινούργια σενάρια. Σε αυτό κενό διάστημα εμείς κάναμε “Του κουτιού τα παραμύθια” και μετά, αν θυμάμαι καλά, στη ζώνη του παιδικού άρχισε να προβάλλεται το Ειδικό Δικαστήριο. Και εκεί ουσιαστικά τελείωσε και η παιδική ζώνη όπως την ξέραμε.
Είχαμε συζητήσει πριν τέσσερα χρόνια να επαναφέρουμε τη “Φρουτοπία” στην ΕΡΤ και το ενδιαφέρον της διοίκησης ήταν αρχικά πολύ ζεστό. Αργότερα όμως, ως μπάτζετ, έδωσαν προτεραιότητα στο κομμάτι των ειδήσεων και στη βραδινή ζώνη, εκεί που πιστεύω ότι τελικά πέτυχαν.
Στο μεταξύ, βέβαια, οι δικές μας τεχνικές -αναγκαστικά- έχουν πάει κάπου αλλού. Οπότε αν τυχόν πρέπει να ξαναγίνει κάτι με τη Φρουτοπία, θα πρέπει να ξαναφτιαχτεί όλο από την αρχή. Και ας είναι τα ίδια πρόσωπα στις κούκλες.
Το ραπ θα ταίριαζε στη σημερινή “Φρουτοπία”. Αν την κάναμε σήμερα, είχα σκεφτεί το εξής: επειδή είχε κάποια σημεία με διάλογο, το οποίο σήμερα θα έπρεπε να είναι πιο μαζεμένο, θα μπορούσε εκεί ο αφηγητής να το κάνει με ραπ. Δεν το έχω πει ακόμα στον Ευγένιο, δεν ξέρω αν θα έγραφε στίχους για αυτό.
ΤΟΥ ΚΟΥΤΙΟΥ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Η Παρασκευούλα στο “Του κουτιού τα παραμύθια” ήταν ένα παιδί που το βλέπαμε στη γειτονιά μας, στη Νέα Σμύρνη, το οποίο έπαιζε με πολύ κέφι. Θυμάμαι έλεγε τότε ο Πιλάβιος “μα ρε παιδί μου, με τα ματομπούκαλα;”. Ακριβώς. Με τα ματομπούκαλα και όχι ένα ξανθάκι κτλ.
Είχε τόσο δύσκολο ρόλο. Αυτό που είχε η κοπέλα μπροστά της ήταν κάτι το εκπληκτικό και χωρίς να έχει καμία εμπειρία. Γιατί η εκπομπή διακρίθηκε εκτός των άλλων για το τεχνικό λέιερ της εποχής της.
Είχαμε ένα κουτί άδειο με την Παρασκευούλα να το κοιτάει, μέσα στο οποίο αργότερα θα έμπαιναν οι κούκλες στο μοντάζ. Ο ήχος της κούκλας και οι παύσεις οι ενδιάμεσες ήταν προμαγνητοφωνημένες. Έπρεπε δηλαδή να τα ατακαρει στα κενά, να μιλήσει δηλαδή με ηθοποιούς που δεν έβλεπε, ώστε να λειτουργήσει ο διάλογος.
Το κατάφερε πραγματικά πολύ καλά.
Η Παρασκευούλα μένει ακόμα στην ίδια πολυκατοικία με εμάς. Την βλέπουμε κάθε μέρα και την αγαπάμε πάρα πολύ. Δεν θέλησε να γίνει ηθοποιός.
Μια φορά της είπε η αδερφή μου, να κάνουμε ένα follow up, “η Παρασκευούλα σήμερα”, αλλά δεν το ήθελε.
Μεγάλο ρόλο στο να μείνει τότε προσγειωμένη μπροστά στη διασημότητα έπαιξαν και οι γονείς της. Απλοί άνθρωποι. Η μαμά της είχε καθαριστήριο.
Μάλλον την επηρέασε που και εμείς ήμασταν αρκετά νορμάλ τύποι.
Η εκπομπή “Του Κουτιού τα παραμύθια” προέκυψε από τη μελέτη της παραμυθολογίας. Θέλαμε κάποια παραμύθια και ειδικά κάποια από την Ανατολή (Ταϊλάνδη, Κίνα, Ιαπωνία κτλ) που πάντα έχουν και ένα φιλοσοφικό background να γίνουν πιο κατανοητά στο ελληνικό κοινό. Για παράδειγμα υπάρχει το περιβόητο παραμύθι του πλούσιου που ήθελε να ζήσει χίλια χρόνια, που ξεκινάει με το που αυτός είναι στο κρεβάτι και έρχεται ο Χάρος και του λέει “κοίταξε να δεις μεγάλε, τελειώνεις” και ο άλλος παθαίνει σοκ και λέει “κάτσε ρε φίλε να μη χαρώ την περιουσία μου κτλ;”. “Καλά του λέει, θες να μείνεις κι άλλο; Ωραία, χίλια χρόνια, ούτε μια μέρα λιγότερη”. Και όλη η ιστορία μετά είναι ουσιαστικά μια αναπόληση του τι σημαίνει ζω χίλια χρόνια, γίνομαι πλούσιος και ξαναγίνομαι φτωχός, γίνομαι στρατηλάτης, γίνομαι βασιλιάς, γίνομαι μοναχός, γίνομαι όλα αυτά. Αυτή η αίσθηση δηλαδή ότι ο χρόνος και τα γύρω γύρω κάπου είναι δεμένα μεταξύ τους.
Επίσης θέλαμε να απομυθοποιήσουμε κάποιες φιγούρες πιο κλασικών παραμυθιών που είχαν γίνει σαν ένα στάνταρ, όπως ο βασιλιάς πχ που πάντα στα παραμύθια είναι σοφός. Εντάξει, καλό είναι να πούμε είναι και λίγο δυνάστης…
Τις μουσικές σε όλα τα έργα μου τις γράφω εγώ. Ναι, και το τραγούδι στο “Του Κουτιού τα παραμύθια” που λέτε ότι σας έχει στοιχειώσει.
Είμαι στη γερμανική ΑΕΠΙ από το 1978 γιατί έγραφα όλα τα τραγούδια για τις γερμανικές σειρές που κάναμε. Εμείς από τη γερμανική τηλεόραση ξεκινήσαμε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Το κουκλοθέατρο μπήκε στη ζωή μας από μια άσχημη κατάσταση, όταν ξαφνικά στην Κωνσταντινούπολη δεν επιτρεπόταν να βγούμε στον δρόμο. Ήταν λίγο πριν από τα γεγονότα του ‘55. Βγαίναμε έξω και η μαμά μας έλεγε να μιλάμε μόνο γερμανικά. Ή πηγαίναμε στις εκκλησίες και μας πετάγανε κεραμίδια.
Και έτσι, επειδή ήμασταν όλη μέρα σε ένα σπίτι κλεισμένοι, η αδερφή μου και εγώ, με μια αίσθηση φόβου που όμως δεν ξέρουμε γιατί ακριβώς την έχουμε, αποφάσισαν οι γονείς μας στο άνοιγμα μιας πόρτας να βάλουνε ένα ξύλο και μια κουβέρτα και να μας παίξουν κούκλες. Εμείς μόνο βιβλία είχαμε τότε. Διαβάζω από τεσσάρων χρονών. Και αντί να μας δώσουν τις κούκλες να παίξουμε, μας έπαιξαν οι ίδιοι.
Άρεσε σε διάφορους φίλους της γερμανικής παροικίας και έτσι δημιουργήθηκε ουσιαστικά το κουκλοθέατρο ενός συλλόγου που υπήρχε στην Πόλη. Όταν μας διώξανε από εκεί, οι φίλοι, οι οποίοι τότε συμμετείχαν κατά ένα μεγάλο κομμάτι σε διάφορες παραστάσεις, κατάφεραν σιγά σιγά να μας φέρουν τις κούκλες στην Ελλάδα. Και έτσι ο πατέρας μου, που στο μεταξύ δούλευε ως καθηγητής στο Γκαίτε, έστησε τη σκηνή εδώ.
Πώς και δεν μας έπαιξαν Καραγκιόζη; Η μητέρα μου είναι Γερμανίδα και ο πατέρας μου μισός Γερμανός. Ο παππούς μας ο Έλληνας πέθανε όταν ο πατέρας μου ήταν δυόμιση ετών, άρα έχει κρατήσει το όνομα και την έννοια του ελληνισμού αλλά η κουλτούρα του ήταν το κουκλοθέατρο της Κεντρικής Ευρώπης.
Πρώτη φορά έπαιξα κούκλες εννέα χρονών. Ήταν σε μια μεγάλη αίθουσα στο Μόναχο, όπου παίξαμε “Φάουστ” μπροστά σε δύο χιλιάδες άτομα. Ήμουν με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και την αδερφή μου, που όμως επειδή ήταν μικρή, έκανε μόνο τα φώτα. Εικοσιτέσσερις κούκλες, δύο ώρες κι ένα τέταρτο με δυο χιλιάδες άτομα απ έξω, χωρίς να μπορώ να δω κανέναν. Έβλεπα μόνο το μαύρο του κουκλοθέατρου μπροστά μου και τους γονείς μου, που παίζοντας τις κούκλες, πάθαιναν κράμπες, αλλοιώνονται τα πρόσωπα τους κτλ.
Θυμάμαι όταν τελείωνε η παράσταση, ο πατέρας μου που εν τω μεταξύ δεν κάπνιζε, έκανε μια τζούρα για να δημιουργήσει αυτόν τον καπνό που υποτίθεται ότι έρχεται από την κόλαση. Και δεν ακούγαμε από δύο χιλιάδες άτομα τίποτα. Και ξαφνικά αρχίζει το χειροκρότημα. Και πετάγεται και η Ήβη η αδερφή μου, “πρέπει να βγούμε έξω;” και λέει ο πατέρας μου “όχι. Απλώς θα σηκώσετε τα χέρια σας με το γάντι χωρίς την κούκλα και θα κάνετε αυτό. (σ.σ. Δείχνει κάτι σαν υπόκλιση).
Και αυτό το κρατήσαμε μέχρι σήμερα.
Μπήκα σε έναν κόσμο, τον οποίο δεν μπορούσα να τον καταλάβω λογικά. Ένα παιδί 9 χρονών τι να καταλάβει απο τον Μεφιστοφελή;
Και από ένα σημείο και μετά, αυτή η δουλειά γίνεται μια ίντριγκα να αρχίσεις να ψάχνεις συμβολισμούς, εξηγήσεις, πώς δουλεύει το μυαλό, τι βλέπει το μάτι, τι ακούει κτλ. Αυτό που δύσκολα μπορώ να εξηγήσω στους ανθρώπους είναι ότι από ένα σημείο και μετά αυτό δεν είναι πια ενασχόληση. Είναι τρόπος ερμηνείας του γύρω σου.
Ο πατέρας μου δεν χαιρόταν ιδιαίτερα με το τηλεοπτικό κομμάτι. Του άρεσε το θεατρικό γιατί μια τόσο μικρή κούκλα, που φαινόταν από κάτι μέτρα μακριά, μπορούσε να καθηλώσει μία τεράστια αίθουσα.
Πριν από εμάς υπήρχε στη ΧΑΝΘ, ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα. Εμείς ήμασταν οι πρώτοι που φέραμε αυτό το είδος.
Εδώ στην Ελλάδα υπάρχει η εντύπωση ότι η κούκλα είναι κάτι που είναι μόνο για παιδιά. Εμείς πριν ξεκινήσουμε στην τηλεόραση παίζαμε έργα μόνο για μεγάλους -είτε λεγόταν “Φάουστ” είτε “Όπερα της πεντάρας” είτε καμπαρέ με στριπτίζ κτλ. Αυτά τα πράγματα στον κεντροευρωπαϊκό χώρο είναι δεδομένα.
Κάναμε δύο εκπομπές που όντως απέδειξαν ότι η κούκλα μπορεί να σταθεί και σε βραδινή εκπομπή. Η μία ήταν η “Ψαροκωστούλα αγάπη μου”, μετά τις ειδήσεις, που από ό, τι ξέρω και οι ίδιοι οι πολιτικοί ήθελαν ντε και καλά να βγουν, και μετά το “Κρα” στο ΣΚΑΪ.
Στη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου είχαμε εκπομπή. Σκέψου, έχεις σατιρική εκπομπή που υποτίθεται θα κάνεις κάτι κωμικό και πρέπει να βγεις το ίδιο βράδυ. Οπότε κάναμε ένα κλιπ ad hoc, το οποίο από ό, τι έμαθα μετά έγινε και παράδειγμα σε διάφορα πανεπιστήμια, το πως μπορεί δηλαδή μια σατιρική εκπομπή να μιλήσει για κάτι τραγικό.
ΤΡΟΜΑΖΕ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΥΚΛΕΣ;
Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που τρόμαζαν με τις κούκλες. Μας το έλεγαν. Αλλά το τρομακτικό είναι θέμα ερμηνείας. Το πώς θα τις σχεδιάσεις είναι επιλογή του καλλιτέχνη.
Μια φίλη κριτικός τότε, η συγχωρεμένη Παπαδοπούλου, είχε γράψει ότι “μα, τρομάζουν τα παιδιά”. Δεν είναι κάτι δύσκολο να τις κάνεις πιο γλυκές. Αλλά δεν μπορείς να τους κάνει όλους έτσι, πχ ο Βρασίδας στη “Φρουτοπία” που γίνεται μετά δεσμοφύλακας, δεν μπορείς να τον βάλεις να κάνεις αυτήν τη δουλειά με το χαμόγελο.
Συμβαίνει πολύ συχνα να μου λένε “μεγαλώσαμε μαζί σας”. Αυτό που προσπαθώ να τους εξηγήσω όμως είναι ότι it takes two to tango, δηλαδή η πρόταση από τη μία πλευρά -η αισθητική, η παιδαγωγική, πέστε την όπως θέλετε- ήταν η μία όψη. Η άλλη όψη ήταν η ψυχική δεκτικότητα του θεατή. Χωρίς αυτό δεν κάνεις match.
Ένα πράγμα που αναπολούν αυτοί οι άνθρωποι είναι και η ηλικία που είχαν τότε. Πέστε την αθωότητα, πέστε την ανοιχτοσύνη, πέστε την έλλειψη φόβου κτλ.
Πριν από χρόνια με παίρνει ένα παιδί τηλέφωνο βράδυ και μιλάει γερμανικά με ελβετική προφορά. “Γεια σας, είμαι η Μπέρτα. Γιατί η Αναιτ δεν πήγε να πιει νερό από αυτή τη βρύση;” και μένω κόκκαλο. Τι μαθαίνω; Αυτό το κοριτσάκι βλέπει δύο χρόνια μετά την πρώτη προβολή, ένα παραμύθι και δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο αυτή η πρωταγωνίστρια δεν πήγε να πιει από την πηγή, ενώ έτσι θα μπορούσε για να σωθεί. Αυτό την απασχολεί τόσο πολύ που παίρνει την ελβετική τηλεόραση, που έχει αγοράσει το παραμύθι από τη Γερμανία. “Δεν ξέρω, της λένε, πάρε στο Μόναχο τηλέφωνο”. Παίρνει στο Μόναχο, της λένε “δεν ξέρουμε γιατί. Πάρε τον Έλληνα”.
Μου έχουν συμβεί και πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Παιδιά από προβληματικές οικογένειες, τα οποία ήθελαν να παίξουν σε μια εκπομπή, να έρχονται από τις Αχαρνές με το ποδήλατο μέχρι τη Νέα Σμύρνη, που νομίζανε ότι γυριζόταν επειδή εκεί ήταν τα γραφεία. Και να ακούς ιστορίες οι οποίες πραγματικά σου κόβονται τα ήπατα.
Εάν τυχόν υπάρχει η υπόνοια ότι μπορείς να επηρεάσεις κάποιον σε τέτοιο βαθμό με κάτι που του δείχνεις, τότε θα πρέπει να είσαι πολύ καλά προετοιμασμένος, να είσαι διαβασμένος.
Όταν κάναμε παιδικά κουίζ καθόμουν με τις ώρες, όχι μόνο να βρω τις ερωτήσεις αλλά και να σκεφτώ “αν αυτή την ερώτηση την κάνω, θα προσβάλει το παιδί που δεν θα ξέρει να απαντήσει; Θα τον κοροϊδεύει μετά η τάξη του;”
Δεν είναι τόσο απλό. Θέλει δουλειά. Δεν μιλάμε για μεγάλους, μιλάμε για παιδιά.
Αυτά τα σκεφτόμασταν και στη “Φρουτοπία”. Ευτυχώς και η αδερφή μου είναι πανεπιστημιακή. Και όταν γράφαμε τα σενάρια για το “Του κουτιού τα παραμύθια”, μιλούσαμε με ανθρώπους στη Γερμανία που ήταν πραγματικά φιλόλογοι με διδακτορικά κτλ.
Και φυσικά ο Ευγένιος Τριβιζάς, ο οποίος είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας καθόλου τυχαίος άνθρωπος και επιστήμονας.
Δηλαδή δεν συζητάς μόνο πώς ο Πίκος θα πει την ατάκα του. Είναι πιο βαθύ το ζήτημα.
ΣΗΜΕΡΑ
Τώρα δεν κάνουμε προτάσεις για παιδικά μη προσχολικά προγράμματα. Η κατάσταση έχει αλλάξει.
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι οι οθόνες του παρελθόντος, αναλάμβαναν και την ευθύνη για αυτό το οποίο πρότειναν -νομικά και όχι μόνο.
Δηλαδή, εάν εγώ είχα ένα πρόβλημα με αυτό που έβλεπα, τότε είχα και έναν συγκεκριμένο στόχο για να ασκήσω την κριτική μου. “Πάτησα το κουμπί και σε έβαλα κύριε στο σπίτι μου, θεωρώντας ότι έχεις υπόψη σου ότι θα σε δει ένα άλφα κοινό και αυτό που μου πρότεινες για κάποιο λόγο δεν μου αρέσει. Έχω τη δυνατότητα να σε κριτικάρω. Αν με προσβάλει, έχω τη δυνατότητα ενδεχομένως να στραφώ και εναντίον σου”.
Τώρα όμως υπάρχει και μια αδελφή οθόνη όπου μπαίνεις εσύ πλέον συνειδητά και ψάχνεις περιεχόμενο. Έχεις όμως και την ικανότητα να αναλάβεις την ευθύνη να επεξεργαστείς κατά μόνας και με άλλες πηγές το περιεχόμενο που επέλεξες να σε συνοδεύσει για κάποιες ώρες είτε αυτό λέγεται κάτι ψυχαγωγικό είτε κάτι, ας το πούμε, κουτσομπολίστικο είτε κάτι πιο σοβαρό;
Εκεί λοιπόν υπάρχει ένα θέμα.
Όταν ξεκινήσαμε με την Ντίσνεϊ το 1995, μας είπαν ότι είχαν κάνει μία έρευνα για το ποιο είναι το attention span. Και τότε ήταν 7,5 λεπτά. Το 2004 που σταματήσαμε το Disney Club, το attention span είχε πέσει στα 2 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα. Ξέρετε πόσο είναι σήμερα; Κάτω από ένα λεπτό.
Εκεί λοιπόν έχεις ένα θέμα: τι χρόνος μένει του παραλήπτη να επεξεργαστεί μία ενδεχόμενη πολυεπίπεδη πληροφορία;
Και αν μιλάμε για οπτικοακουστικό ψυχαγωγικό πρόγραμμα, εντάξει. Όταν όμως μέσα στα μηνύματα αυτά εμπεριέχονται και θέματα για κοινωνικές σχέσεις, προσωπικές σχέσεις, πολιτικά ή όχι, εκεί τι γίνεται;