ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΣΤΟ NEWS 24/7 ΓΙΑ ΤΟ “PRIMA FACIE”
Ένα δικαστικό θρίλερ ή εν τέλει μια κραυγή στη σύγχρονη κοινωνία;
Έργο γροθιά στο στομάχι, γράφουν οι περισσότεροι όταν ανεβάζουν ένα στόρι στο Ίνσταγκραμ με τη Λένα να υποκλίνεται βάζοντας το χέρι στην καρδιά. Η γεννημένη θεατρίνα Λένα, για μια ακόμη φορά, σαρώνει τη σκηνή και σκίζει τις καρδιές μας. Στο θέατρο δεν ακούγεται ανάσα την ώρα που μέσα μας η πάλη δεν λέει να κοπάσει. Μοιάζει αυτό το κορίτσι να είναι προορισμένο για να βασιλεύει μόνο επί σκηνής και να υποβάλλεται σε ψυχικά «βασανιστήρια». Και αν τη γνωρίζεις, ξέρεις και πως της αρέσει, και πως την επηρεάζει και πως το διαχειρίζεται.
Η Λένα είναι μια γυναίκα γλυκιά, παρούσα, δοτική και ένα αερικό που δεν θα πιάσεις ποτέ. Και ο σκηνοθέτης Γιώργος Οικονόμου, εκείνος που τη μυρίστηκε από την πρώτη στιγμή ορθώς. Για να μας χαρίσουν μια παράσταση που θα μείνει αξέχαστη. Και θα ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις.
Η Λένα στο έργο είναι μία επιτυχημένη δικηγόρος που υπερασπίζεται βιαστές. Μέχρι που…
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα, αφού είδα το «Prima Facie» ήταν ότι αυτό το έργο θα μπορούσε να είναι μια αρχαία τραγωδία, με το ισχυρό στοιχείο της θείας δίκης. Σαν η ηρωίδα να «πληρώνει» στο τέλος την αλαζονεία της. Εσείς τι πιστεύετε;
Γιώργος Οικονόμου: Σίγουρα περνάει από το μυαλό της πρωταγωνίστριας ότι είναι ένα είδος θείας δίκης, αλλά είναι τέτοια η ένταση του γεγονότος, που δεν το διαχειρίζεται ενοχικά. Διότι η θεία δίκη είναι ένα πράγμα που σε πετάει στην ενοχή και στην ηττοπάθεια κατευθείαν. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, είναι μια ερμηνεία. Όταν σκηνοθετούσα το έργο, είχα στο μυαλό μου και αυτή την ερμηνεία ως κάτι το αυτονόητο -γιατί και την αλαζονεία οφείλεις να την κατανοήσεις, δεν χρειάζεται να τη στήσεις στον τοίχο.
Λένα Παπαληγούρα: Εμένα δεν μου είχε περάσει από το μυαλό αυτό, γιατί θεωρώ ότι ο πυρήνας του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας είναι σαν να αποκαλύπτεται μετά από το γεγονός που τη συνταράσσει. Στο πρώτο μέρος, βλέπουμε έναν χαρακτήρα που έχει αναγκαστεί η ίδια να φτιάξει, προκειμένου να επιβιώσει μέσα στο ανδροκρατούμενο σύστημα της δικηγορίας. Επίσης, το έργο δίνει εξαρχής στοιχεία για να ψυχανεμιστείς ότι ενώ και η ίδια είναι μέσα στο σύστημα, έχει και στιγμές ρωγμών.
Μέσω του θεάτρου, διαπιστώνω ότι κατανοώ καλύτερα πολλές ανθρώπινες πτυχές, που στη ζωή δεν θα τις δεχόμουν -και αυτό με βοηθάει πολύ. Εσείς ως σκηνοθέτης του έργου, πώς αναπτύξατε τις ανθρώπινες πτυχές του συγκεκριμένου έργου;
Γ.Οικ.: Το συγκεκριμένο έργο είναι ένας μονόλογος, κάτι που έχει πολλές δυσκολίες. Έχει όμως και ένα μεγάλο ατού. Μπορείς να αφοσιωθείς στη συνεργασία σου με έναν ηθοποιό και να εμβαθύνεις περισσότερο, ώστε μέσα από τον χαρακτήρα του να ανακαλύψεις την αλήθεια ενός κειμένου. Έτσι ίσως βρεις κι άλλες διαστάσεις κι άλλες εξηγήσεις για τα πράγματα τα οποία συμβαίνουν.
Αν θα μπορούσατε να το πείτε σχηματικά, ποιες είναι οι ποιότητες του χαρακτήρα τις οποίες αναπτύξατε μαζί;
Γ. Οικ.: Καταρχάς είναι η ανάγκη για ελευθερία. Μιλάμε για ένα εγγλέζικο ταξικό σύστημα, το οποίο είναι πολύ εγκλωβιστικό. Και όσο προχωράει το καπιταλιστικό σύστημα, οι διαφορές ανάμεσα στις τάξεις γίνονται τεράστιες. Η μικροαστική εργατική τάξη στην Αγγλία έχει αρχίσει και περιθωριοποιείται πάρα πολύ. Άρα αυτό για έναν άνθρωπο ο οποίος είναι έξυπνος και έχει όνειρα είναι ένα απολύτως ανελεύθερο περιβάλλον. Ένα περιβάλλον με τις συνήθειές του, με την τοξικότητά του, με την αυτοκαταστροφή του, την απελπισία του. Οπότε η ανάγκη για ελευθερία, για μένα είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο αυτού του έργου.
Λ. Π.: Για μένα, το Α και το Ω ήταν η επικοινωνία που είχαμε. Αυτό μάς επέτρεψε να προχωράμε τα πράγματα πολύ γρήγορα, μέσα από μια πολύ καλή συνεργασία. Για το έργο θέλω να πω ότι το πρώτο κομμάτι θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρον για έναν ηθοποιό -και όσο ακραίο είναι το δεύτερο μέρος τόσο ακραίο είναι και το πρώτο. Η συγγραφέας είναι πάρα πολύ ευφυής, δικηγόρος και η ίδια, και επιλέγει να στήσει έτσι το έργο, τόσο που να μην είναι συγκλονιστικό μόνο επειδή έχει ένα τόσο συγκλονιστικό θέμα αλλά και επειδή είναι γραμμένο πολύ ευφυώς. Εγώ για να κατανοήσω το πρώτο μέρος, πέρα από το ότι πήγα στα δικαστήρια και είδα δίκες, μίλησα και με κάποιους φίλους δικηγόρους. Ένας από αυτούς μού είπε ακριβώς αυτό που λέει και το έργο. Δηλαδή, ότι για να επιβιώσεις στο επάγγελμα αλλά και να επιτύχεις, αν θέλεις να είσαι ποινικολόγος, πρέπει με έναν τρόπο να μπεις σε αυτό το παιχνίδι. Δεν αφορά τον δικηγόρο αν κάποιος είναι αθώος ή ένοχος, τον αφορά να υπηρετήσει μία ιστορία, θέλοντας να κερδίσει. Αυτό, λοιπόν, μου έκανε πολύ ξεκάθαρο τι κάνει αυτή γυναίκα στην αρχή. Βάζει τον εαυτό της απέξω και μπαίνει σε ένα παιχνίδι εγκεφαλικό και στρατηγικής, προκειμένου να υπερασπιστεί το πρόσωπο που έχει απέναντί της, είτε αυτό είναι αθώο είτε ένοχο. Αυτό είναι το νομικό σύστημα.
Τελικά η δικαιοσύνη έχει ηθική;
Γ. Οικ.: Το ζητούμενο είναι 100% ηθικό. Πρέπει να υπάρχει ένας κώδικας, ένας τρόπος διεκδίκησης, κοινωνικής εφαρμογής του ηθικού ζητούμενου μιας δικαιοσύνης. Από εκεί και πέρα, αυτός ο κώδικας, εκ των πραγμάτων, θα έχει ρωγμές, γιατί επηρεάζεται από πολλά άλλα αξιώματα. Το βασικό αξίωμα είναι το τεκμήριο της αθωότητας. Εκεί παλεύει όλο το έργο, όπως και όλο το σύστημα -στο ότι έχεις ένα κάθαρμα απέναντί σου που ξέρεις ακριβώς τι έχει κάνει, αλλά υπάρχει το αξίωμα ότι τη στιγμή που τον πηγαίνεις στο δικαστήριο, πρέπει να το αποδείξεις. Αν μάλιστα αυτός έχει έναν έξυπνο δικηγόρο, παρόλη την ενοχή του, μπορεί να καταφέρει να τη γλιτώσει. Εδώ είναι η σύγκρουση και ο τίτλος του έργου, το «Prima Facie», με την έννοια των αποχρωσών ενδείξεων. Πας μια υπόθεση για δίκη αλλά από κει και πέρα πρέπει να αποδείξεις ότι ο ένοχος είναι όντως ένοχος, αντί ο ένοχος να αποδείξει ότι είναι αθώος. Εκεί είναι όλο το δίλημμα και αυτό ψάχνει το έργο.
Λ. Π.: Είναι ένα τεράστιο θέμα και αυτό κάνει το έργο πάρα πολύ ανθρώπινο. Δηλαδή, ναι, θίγει το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά θίγει και την πίστη στο σύστημα και στο τι πραγματικά συμβαίνει, κάτι που δεν έχει να κάνει με το φύλο, είναι γενικά ανθρώπινο. Στεκόμαστε απέναντι στο νομικό σύστημα.
Δεν είναι και δική μας ευθύνη η στάση μας απέναντι στα πράγματα -πέρα από το σύστημα;
Γ. Οικ.: Το έργο ενέχει έναν ακτιβισμό. Εμείς προσπαθήσαμε όμως να μην ανεβάσουμε ένα μανιφέστο. Θέλαμε να ανεβάσουμε μια θεατρική παράσταση. Διότι τα μανιφέστα είναι εύκολα αλλά είναι και πάρα πολύ βαρετά και μονοδιάστατα. Η κριτική που γίνεται πάντα στο δικαστήριο, και στη ζωή, σε μια γυναίκα σε σχέση με την οποιαδήποτε κακοποίηση μπορεί να υποστεί, είναι, «τα ‘θελε» -και πολλές φορές είναι πολύ δύσκολο να αποδείξει την αλήθεια, γιατί τα νερά είναι θολά. Μια κακοποιητική συμπεριφορά μπορεί να είναι στιγμιαία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου στιγμιαία.
Λ. Π.: Θέλω να πω επίσης ότι είναι πολύ σημαντικό που η Σούζι Μίλερ χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση, γιατί εμείς, ακόμη και η δική μου γενιά, έχουμε μεγαλώσει με την απειλή ότι θα μπορούσε να μας βιάσει κάποιος στον δρόμο, μας έλεγαν οι γονείς μας να μην πηγαίνουμε από τα σκοτάδια. Παρόλο που στατιστικά βλέπουμε ότι αυτές οι καταστάσεις στην πλειονότητά τους συμβαίνουν μέσα στις σχέσεις και μέσα στα σπίτια. Γι’ αυτό και επιλέγει αυτό το κακοποιητικό γεγονός να γίνει με κάποιον που αρέσει στην πρωταγωνίστρια. Επίσης, αν δεχτούμε αυτό το «μία στις τρεις γυναίκες έχει κακοποιηθεί στη ζωή της», που λέει το έργο, και το θέατρο έχει περίπου 250 θεατές και το 50% είναι γυναίκες, σημαίνει ότι 50 από αυτές έχουν μία τέτοια εμπειρία. Όταν πήγα να παρακολουθήσω μια πραγματική δίκη βιασμού, είδα κάτι πολύ ενδιαφέρον. Μπροστά μου κάθονταν δύο κοπέλες και όταν το θύμα περιέγραφε το περιστατικό που της συνέβη και ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, αυτές έλεγαν ψιθυριστά για εκείνη, «πώς μπορεί να λέει τέτοια ψέματα;». Τελικά οι γυναίκες είναι τόσο δύσπιστες όσο και οι άνδρες, όπως λέει και το έργο. Τόσο ριζωμένη μέσα μας είναι η πατριαρχία.
Κύριε Οικονόμου, τι σας δυσκόλεψε περισσότερο σε αυτή τη διαδικασία;
Πραγματικά δεν μπορώ να πω ότι με δυσκόλεψε κάτι πολύ -ίσως μόνο η κουταμάρα μου καμιά φορά. Σίγουρα, όπως είπα και παραπάνω, ο μονόλογος έχει τις ιδιαιτερότητές του, γιατί πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος, για να μη χάσεις τον ειρμό των σκέψεών σου αλλά και τον χρόνο σου, στο 4ωρο μιας πρόβας. Με τη Λένα όμως, όπως και με όλο το δημιουργικό τιμ, όλα κυλούσαν ρολόι. Ο μονόλογος είναι πεδίο άσκησης των εκφραστικών μας δυνατοτήτων στο θέατρο. Δηλαδή, πότε αφηγείσαι, πόσο έμμεσα ή άμεσα το κάνεις, πώς χρησιμοποιείς το σώμα σου, πού και πόσο εμπλέκεσαι -όλα αυτά είναι ευκολίες και ταυτόχρονα δυσκολίες.
Εσείς, κυρία Παπαληγούρα, πώς αισθάνεστε με τον μονόλογο;
Για μένα, σε όλα τα έργα το ζητούμενο είναι η προσωπική εμπλοκή, η οποία γίνεται με πολλούς τρόπους. Μπορεί να γίνει άμεσα, μπορεί όμως να γίνει και μέσα από μια φόρμα της παράστασης. Όταν ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή, εκτίθεσαι στον κόσμο, καταπονείται το σώμα σου, οπότε θεωρώ ότι πρέπει να έχεις βρει κάτι σε αυτό που κάνεις, που υπερβαίνει όλα αυτά τα προβλήματα και να σε κάνει να το υπερασπιστείς με όλη σου τη δύναμη. Οπότε, η προσωπική εμπλοκή είναι το παν, χωρίς βέβαια να υστερεί σε σημασία η καλή συνεργασία με τον άνθρωπο που δημιούργησε την παράσταση -πόσο μάλλον σε ένα μονόλογο, που απαιτεί να γίνεις ένα μαζί του.
Πιστεύετε ότι υπάρχει δικαιοσύνη τελικά;
Γ. Οικ.: Νομίζω ότι υπάρχουν θεσμοί και άνθρωποι που δεσμεύονται στο να προσπαθούν να την αποδώσουν.
Λ. Π.: Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα τεράστιο ερώτημα, το οποίο από την αρχαία τραγωδία ακόμα δεν έχει λυθεί. Υπάρχουν πάρα πολλά έργα ρεπερτορίου που μιλάνε γι’ αυτό. Όπου εμπλέκονται οι άνθρωποι, που προφανώς έχουμε ελλείμματα, έχουμε και συστήματα με ελλείμματα. Το θέμα είναι κατά πόσο σε εγρήγορση είμαστε να εντοπίζουμε τα ελλείμματα και να τα προσαρμόζουμε σε κάθε εποχή.
Το «αν δεν σου τύχει, δεν θα το καταλάβεις» ισχύει;
Γ. Οικ.: Σε μεγάλο βαθμό. Ή αν δεν συνεννοηθείς κάθετα με αυτόν στον οποίο έχει τύχει. Μπορεί αυτός να είναι ένας συγγραφέας, ένας ζωγράφος, ο Βαν Γκογκ -δεν χρειάζεται να είσαι ο Βαν Γκογκ για να καταλάβεις τι συνέβη. Και καμιά φορά, άμα σου τύχει, αντί να καταλαβαίνεις, το χάνεις και τελείως. Μπορεί να χάσεις το μυαλό σου και να καταλάβεις ακόμα λιγότερα.
Λ. Π.: Εγώ, από τη μία, πιστεύω το «αν δεν σου τύχει, δεν θα το καταλάβεις», αλλά από την άλλη, δεν το πιστεύω 100% γιατί έτσι θα ήταν σαν να αμφισβητώ τη δουλειά του ηθοποιού. Γιατί η δουλειά του αυτή είναι, να κατανοήσει κάτι που δεν του έχει τύχει.
Prima Facie, Θέατρο ΠΟΡΕΙΑ, Τρικόρφων 3, Αθήνα, Τηλ. 210 8210 991