ΜΑΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΩΤΟΥ: “ΤΟ ΝΑ ΧΑΝΕΙ Ο ΓΟΝΙΟΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ”
Η Μαρία Ναυπλιώτου μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στο “Ακρωτήρι” που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο θέατρο Ιλίσια.
Κοιτώντας τη Μαρία Ναυπλιώτου να δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της στο “Ακρωτήρι” του Sharr White, που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο θέατρο Ιλίσια, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πώς αντέχει να το κάνει αυτό κάθε βράδυ. Ο ρόλος της Τζουλιάνας, μιας χαρισματικής και παθιασμένης νευρολόγου, την οδηγεί σε μια συνεχή μάχη να ισορροπήσει ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια.
Στη συζήτηση που κάναμε, η σπουδαία Ελληνίδα πρωταγωνίστρια μιλά για τη δύναμη του θεάτρου, τις προκλήσεις του ρόλου της, αλλά και για το πώς η ίδια καταφέρνει να μεταφέρει στη σκηνή τις πιο βαθιές ανθρώπινες συγκρούσεις, παραμένοντας την ίδια στιγμή αληθινή τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη της.
Η Μαρία Ναυπλιώτου και η Τζουλιάνα
Ο ρόλος της Τζουλιάνας στο Ακρωτήρι είναι εξαιρετικά δύσκολος, καθώς η γυναίκα αυτή δίνει μία καθημερινή μάχη με τον εαυτό της και τους πιο κοντινούς της ανθρώπους, αντιμετωπίζοντας την ψυχική και συναισθηματική αποδιοργάνωση που της επιφέρει η ασθένεια της άνοιας. Μία από τις πρώτες ερωτήσεις που της έκανα ήταν το πόσο ταυτίστηκε με αυτή τη γυναίκα. “Στο Masterclass έλεγα πιο προσωπικά πράγματα, επειδή η Κάλλας ήταν επίσης καλλιτέχνιδα. Δεν ταυτίστηκα μαζί της στο επίπεδο της τέχνης της, θα ήταν υβριστικό να το λέμε αυτό, συνδέθηκα μαζί της στα εσωτερικά της κομμάτια, σε αυτά που την οδήγησαν να γίνει καλλιτέχνιδα, βρήκα κοινά στοιχεία που ίσως ισχύουν για όλους τους καλλιτέχνες. Ήταν πράγματα που με άγγιξαν, με σόκαραν και με συγκλόνισαν βαθιά τότε.
Στην περίπτωση του Ακρωτηρίου, δεν βίωσα κάτι αντίστοιχο. Η ηρωίδα που υποδύομαι σου δίνει τρομακτικές δυνατότητες να παίξεις, επειδή ο ρόλος από γραφής αναπαριστά θραύσματα μνήμης και σκέψης, χωρίς καμία συνοχή ή γραμμική αφήγηση. Είναι ουσιαστικά αυτό που βιώνουν οι άνθρωποι με Αλτσχάιμερ.
Με τον Οδυσσέα (Παπασπηλιόπουλο), έχουμε πλέον αναπτύξει έναν σπάνιο και πολύ δυνατό κώδικα επικοινωνίας. Τον καταλαβαίνω όλο και περισσότερο σε αυτά που μου ζητάει, και μπορώ να ελιχθώ πιο εύκολα στα υλικά που μου δίνει ο ρόλος.
Στο έργο αυτό βάλαμε τα θεμέλια μαζί, δουλεύοντας πολύ στενά. Όχι μόνο πάνω στο έργο και στη ματιά του πάνω στους χαρακτήρες, αλλά και σε υποκριτικό επίπεδο. Αγαπάω πάρα πολύ να δουλεύω μαζί του, γιατί δεν τον ενδιαφέρει απλώς το εύρημα. Τον ενδιαφέρει ο ηθοποιός. Ως ηθοποιός ο ίδιος, βλέπει τα πράγματα μέσα από τη ματιά των ηθοποιών, και αυτό κάνει τη συνεργασία μας πραγματικά ουσιαστική.
Μέσα από αυτό το κανάλι επικοινωνίας που έχουμε αναπτύξει, καταφέρνω να μπαίνω στον ρόλο βιωματικά. Αυτή η προσέγγιση προσφέρει μια τελείως διαφορετική διάσταση στον τρόπο που προσεγγίζω τον χαρακτήρα και την ερμηνεία μου συνολικά”`απάντησε.
Πώς αισθάνεσαι που υποδύεσαι μία γυναίκα με άνοια;
Το Αλτσχάιμερ το έχω ζήσει και το ζω. Πολλοί άνθρωποι στην οικογένειά μου εκδήλωσαν αυτή την ασθένεια, βέβαια σε μεγαλύτερες ηλικίες και όχι στην επιθετική μορφή που παρουσιάζει η ηρωίδα στο έργο.
Στο “Ακρωτήρι”, έχουμε ένα περίπλοκο ζήτημα. Η ασθένεια συνδυάζεται με την απώλεια της κόρης της ηρωίδας και το ένα πυροδοτεί το άλλο. Πιστεύω ότι η “έκρηξη” της ασθένειας είχε σίγουρα να κάνει με την απώλεια του παιδιού, σίγουρα ήταν κάτι που επιδείνωσε την πορεία της.
Αυτή η γυναίκα ζει μέσα σε έναν εφιάλτη, “συνομιλεί” με την ασθένειά της αλλά και με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας. Το μεγαλύτερο βάρος της είναι η απώλεια του παιδιού, αυτό τη σέρνει συνεχώς σε έναν εφιαλτικό χορό που την κατατρώει ψυχικά και συναισθηματικά.
Η τραγικότητα του να χάνεις ένα παιδί
“Όλες οι απώλειες είναι τραγικές. Είναι σαν να τελειώνει η ζωή όπως την ήξερες. Το να χάνει όμως ένας γονιός ένα παιδί είναι κάτι που πάει κόντρα στους νόμους της φύσης. Δεν είναι λογικό, δεν έχει εξήγηση – είναι κάτι αβάσταχτο.
Μολονότι οι άνθρωποι έχουμε τρομερούς μηχανισμούς επιβίωσης, πιστεύω ότι αυτή η απώλεια είναι μη αναστρέψιμη. Όλες οι άλλες απώλειες, όσο δύσκολες κι αν είναι, κάποια στιγμή μαλακώνουν, γλυκαίνουν. Θα φύγουν οι παππούδες μας, θα φύγουν οι γονείς μας, είναι κάτι που περιμένεις, όσο επώδυνο κι αν είναι.
Η απώλεια του παιδιού, σε συνδυασμό με το βάρος της ενοχής της ηρωίδας, δημιουργούν μια βόμβα που εκρήγνυται συνεχώς μέσα της. Παρόλο που δεν το θυμάται πια καθαρά, κάπου βαθιά μέσα της ξέρει ότι εκείνη έδιωξε την κόρη της από το σπίτι πάνω στον καυγά.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ασθένεια, που βρίσκεται πια στο τρίτο στάδιο και συνοδεύεται από παραισθήσεις, φωνές, και συμπτώματα που αγγίζουν τα όρια σοβαρών ψυχικών ασθενειών, συνθέτουν έναν αληθινό εφιάλτη” αναφέρει η Μ. Ναπλιώτου.
Πού βλέπεις έντονο το τραγικό στοιχείο;
Η ηρωίδα αυτή ήταν μια κάποτε λαμπρή επιστήμονας. Τώρα εξακολουθεί να δίνει διαλέξεις πείθοντας τους άλλους, αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό, ότι είναι καλά. Αυτό, όμως, είναι και το πιο τραγικό: το μυαλό της, που δούλευε σε τρομερές ταχύτητες, έγινε το εργαλείο που τώρα της “επιτρέπει” να κρύβει την πραγματική της κατάσταση.
Αν η διάγνωση είχε γίνει σε αρχικό στάδιο, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Όμως, τώρα έχουν ξεφύγει. Είναι σαν ένα τρένο που έχει βγει από τις ράγες και κατευθύνεται στην απόλυτη καταστροφή.
Η αγάπη του άντρα της είναι αυτό που τη σώζει. Παρότι βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα στην ασθένεια, η φροντίδα και η προστασία του αποτελούν το φως της ιστορίας.
Βλέπεις όλη αυτή την αγάπη σαν φως;
Ναι, και αυτό είναι που με συγκινεί βαθιά. Γιατί, όπως έλεγε και ο Οδυσσέας στις πρόβες μέσα σε αυτή την ασθένεια ελλοχεύει συνεχώς η έννοια της προδοσίας. Το γεγονός ότι ο ασθενής δεν σε θυμάται, όσο κι αν το κατανοείς λογικά, είναι κάτι που πονάει. Είναι μια συνεχής αίσθηση απώλειας που κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη, όχι μόνο για τον ίδιο τον ασθενή και τους οικείους του, αλλά και για τον φροντιστή. Αν ο φροντιστής είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ενσυναίσθηση, προστατευτικός και τρυφερός, η πορεία του ασθενούς είναι πολύ καλύτερη.
Η Μαρία Ναυπλιώτου και Το Ακρωτήρι
Το Ακρωτήρι τι συμβολίζει;
Είναι το σπίτι τους, το μέρος όπου ζουν. Στο έργο, έχουν ένα σπίτι στο Ακρωτήρι Κοντ. Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι “The Other Place”. Όταν προσπαθήσαμε να το μεταφράσουμε στα ελληνικά ως “Το Άλλο Μέρος”, η έννοια έμοιαζε συγκεχυμένη, δεν αποτύπωνε ακριβώς την ουσία του έργου.
Μέσα στις διάφορες ιδέες που συζητήσαμε για τη μετάφραση, κάποια στιγμή είπα: “Μήπως να το λέγαμε Το Ακρωτήρι;” Επειδή το Ακρωτήρι είναι το μέρος όπου συνέβη το περιστατικό τη νύχτα που έφυγε το παιδί. Είναι μια χερσόνησος μέσα στη θάλασσα, ένα σημείο που δεν οδηγεί πουθενά. Έχει κάτι από τη μοναχικότητα και την απομόνωση ενός πλοίου που επιπλέει στο νερό, αποκομμένο από την υπόλοιπη στεριά.
Πώς αντέχεις κάθε βράδυ να φέρνεις εις πέρας αυτόν τον δύσκολο ρόλο;
Είναι εξουθενωτικό, αλλά δεν φτάνει στον βαθμό να με καταρρακώσει ψυχικά. Γιατί, αν συνέβαινε αυτό σε κάθε ρόλο, θα είχα καταλήξει στο ψυχιατρείο. Αυτή είναι η δουλειά μας ως ηθοποιοί: να καταφέρνουμε, πέρα από τα τεχνικά μέσα και τις δεξιότητες, να βάζουμε όρια. Να ξεχωρίζουμε ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι οι χαρακτήρες που υποδυόμαστε.
Αναπόφευκτα, κάτι από τον ρόλο θα σε αγγίξει. Μπορεί να βρεις ένα κοινό στοιχείο – μια ρωγμή, ένα τραύμα που μοιάζει με το δικό σου. Αλλά πρέπει να θυμάσαι ότι δεν είναι το δικό σου, είναι του ρόλου. Εκεί είναι που γίνεται η πιο σημαντική δουλειά: να διαχωρίσεις τον εαυτό σου από τον χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά, αν δεν το κάνεις, κινδυνεύεις να χάσεις τη ψυχική σου ισορροπία.
Σε φοβίζει η απώλεια μνήμης;
Είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου. Σε αντίθεση με άλλες ασθένειες, όπου ο άνθρωπος βιώνει τον πόνο και τη θλίψη με πλήρη συνείδηση, η απώλεια μνήμης μοιάζει διαφορετική.
Είναι τρομακτικό όταν το παρακολουθείς απ’ έξω – το να βλέπεις έναν άνθρωπο να μην θυμάται, να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα. Φαντάζομαι, όμως, ότι υπάρχουν και στιγμές τρόμου μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους, όταν δεν αναγνωρίζουν πρόσωπα ή καταστάσεις. Κάθε ασθένεια έχει τον δικό της Γολγοθά. Ο καρκίνος, για παράδειγμα, φέρνει άλλα βάρη: τη συνειδητοποίηση του πόνου, της θλίψης και του τρόμου.
Νομίζω ότι πρέπει να ευγνωμονούμε κάθε μέρα τον Θεό, αν έχουμε την υγεία μας. Να σκεφτόμαστε θετικά, γιατί αυτή η σκέψη είναι η μόνη που μας δίνει δύναμη να προχωράμε.
Προσπαθείς να είσαι αισιόδοξη…
Έχω ζήσει πολύ έντονα στη ζωή μου την ασθένεια και την απώλεια. Ήταν κάτι που βίωσα όχι μόνο στα χρόνια που οι γονείς μου ήταν άρρωστοι, αλλά και μέσα από τις περιπέτειες υγείας που όλοι λίγο-πολύ περνάμε. Δεν εύχομαι τίποτα άλλο πια. Η υγεία είναι το υπέρτατο αγαθό. Όσο είσαι όρθιος και έχεις δύναμη, μπορείς να αλλάξεις πράγματα, να προσαρμόσεις καταστάσεις, να επανορθώσεις. Μπορείς να ανοίξεις μια πόρτα ή ένα παράθυρο και να βγεις από τη δύσκολη κατάσταση.
Τα αδιέξοδα, ξέρεις, εμείς τα δημιουργούμε. Δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Το μόνο πραγματικό αδιέξοδο είναι η ασθένεια και οι πόλεμοι – να βλέπεις βόμβες να πέφτουν στο κεφάλι σου και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Αυτό, η επιβολή του θανάτου, είναι το μεγαλύτερο μυστήριο που μας τρομάζει.
Το τέλος του έργου πώς θα το χαρακτήριζες;
Για μένα είναι φως. Γιατί η ηρωίδα καταφέρνει να βρει ανακούφιση με τον δικό της τρόπο. Αυτό το στοιχείο δεν το είχα βρει στο Masterclass. Εκεί, επειδή αφορούσε μια υπαρκτή προσωπικότητα, η πίεση παρέμενε παντού, χωρίς καμία διέξοδο, καμία αποσυμπίεση. Εδώ, όμως, υπάρχει μια αίσθηση λύτρωσης, που κάνει το τέλος του έργου να μοιάζει φωτεινό, παρά τη δύσκολη διαδρομή της ηρωίδας.
Την “ακολουθώ” αυτή τη γυναίκα. Και αυτό είναι το ωραίο. Αν υπήρχαν ψυχικά κωλύματα μέσα μου, εάν την έκρινα ως άνθρωπος, ίσως να μην μπορούσα να συνδεθώ μαζί της. Όμως, συμπλέω μαζί της, την αφήνω να με παρασύρει. Την αποδέχομαι, και κάπως νιώθω ότι με αποδέχεται κι αυτή. Με αφήνει να κολυμπάω μέσα στον κόσμο της, χωρίς να πνίγομαι. Αυτή η ισορροπία είναι που κάνει την εμπειρία τόσο μοναδική και βαθιά.
Πιστεύεις ότι αυτός είναι ένας από τους ρόλους ζωής;
Απλώς νιώθω ότι κατάλαβα περισσότερα πράγματα για την τέχνη μου.
Πάντως φαίνεσαι διαφορετική, πιο ανοιχτή πλέον στις ερμηνείες σου…
Νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί φοβάμαι λιγότερο. Τα τελευταία χρόνια έχω μπει σε χαρακτήρες πραγματικά δύσκολους, που κουβαλούν μεγάλα βάρη. Όμως, μέσα από τη δουλειά που έχω κάνει με τον εαυτό μου, ερχόμενη αντιμέτωπη με τα δικά μου δύσκολα κομμάτια, αισθάνομαι πια πιο ασφαλής να βουτήξω σε σκοτεινές περιοχές χωρίς να φοβάμαι ότι θα με καταπιούν.
Παλαιότερα, αυτή η ασυνείδητη φοβία με έκανε να κρατώ τον εαυτό μου πίσω. Έμπαινα μέχρι εκεί που αισθανόμουν ασφαλής. Τώρα, όμως, μπορώ να περπατήσω σε βαθύτερα και πιο σκοτεινά νερά, να βουτήξω με το κεφάλι χωρίς να φοβάμαι. Ταυτόχρονα, έχω δουλέψει αρκετά την τεχνική μου και τα εκφραστικά μου μέσα, ώστε αυτή η καταβύθιση να γίνεται με ακρίβεια και έλεγχο.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρότερη, που έλεγαν πως χρειάζεται να μεγαλώσεις για να γίνεις πιο ουσιαστικός ηθοποιός. Και είναι αλήθεια. Οι εμπειρίες της ζωής, η δουλειά που κάνεις με τον εαυτό σου, το πώς ανοίγεσαι στα πράγματα, είναι πολύτιμα. Όταν έχεις δουλέψει και έχεις προχωρήσει, ξέρεις πώς να συναντηθείς με κάτι ουσιαστικό όταν έρθει η στιγμή.
Άρα μεγαλώνεις ωραία, χωρίς να φοβάσαι…
Φοβήθηκα πολύ όταν διήνυα την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, δηλαδή από τα 40 έως τα 50. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, γιατί είδα αλλαγές, και αυτές με τρόμαξαν. Όμως τώρα, νομίζω ότι έχω συμφιλιωθεί με αυτό. Έχω μάθει να θέλω να ζω τη ζωή μου μέρα με τη μέρα, χωρίς να σκέφτομαι το αύριο ή το μεθαύριο. Γιατί, ποιος ξέρει; Αύριο μπορεί να μην υπάρχουμε.
Θέατρο Ιλίσια
Κάθε Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή και Σάββατο 21:00, Κυριακή 18:00
Προπώληση: https://www.more.com/theater/to-akrotiri/