ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΚΡΑΝΟ ΛΟΥΜΠΟΜΥΡ ΜΕΛΝΥΚ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΙΔΟΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες επιστρέφει στην Αθήνα για να παίξει στο Μέγαρο Μουσικής. Ακόμα όμως θυμάται, όπως λέει στο Magazine, την εποχή που αναζητούσε στους κάδους των σκουπιδιών την τροφή του.
Οι αριθμοί είναι προφανώς εντυπωσιακοί: Ο κορυφαίος Ουκρανός πιανίστας Λούμπομυρ Μέλνυκ, εμπνευστής και σύμφωνα με τον ίδιο μοναδικός ρέκτης της λεγόμενης Συνεχούς Μουσικής (Continuous Music) μπορεί με κάθε του χέρι να παίξει 19 νότες το δευτερόλεπτο. Επίσης σε μία ολόκληρη ώρα μπορεί να παίξει χωρίς σταματημό σχεδόν 94000 νότες.
Οι αριθμοί αυτοί όμως θα μπορούσαν να είναι οι μισοί ή οι διπλάσιοι και η εντύπωση σε όσους δεν έχουν ακουμπήσει ποτέ τα πλήκτρα ενός πιάνου θα παρέμενε εξίσου μεγάλη, το κοινό που αποσβολώνεται βλέποντας και ακούγοντάς δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνουν.
Το κοινό απλώς μαθαίνει ότι ο Λούμπομυρ Μέλνυκ μπορεί να παίξει με μια ταχύτητα που ενδεχομένως όντως να τον καθιστά τον πιο γρήγορο πιανίστα στον κόσμο.
Ο πιο εντυπωσιακός -ακριβώς γιατί είναι πιο κατανοητός- από τους αριθμούς που αποτελούν μόνιμη επωδό του Μέλνυκ είναι αυτός των χρόνων που πορευόταν ως συντριπτικά παραγνωρισμένος μουσικοσυνθέτης, καταφέρνοντας μόλις και μετά βίας να βγάζει τα προς το ζην – ενώ υπήρξε μια περίοδος που αναζητούσε στους κάδους του Παρισιού την τροφή του.
Έπρεπε να περάσουν πάνω από 40 χρόνια από το ξεκίνημά του μέχρι να τον ανακαλύψει στις αρχές των 10s η λονδρέζικη, με έμφαση στον πειραματικό ηλεκτρονικό ήχο, ανεξάρτητη δισκογραφική Erased Tapes.
Για μια δεκαετία δηλαδή μιλάμε όταν μιλάμε σήμερα που ο Μέλνυκ κλείνει τα 75 για την ολοένα διογκούμενη φήμη σε παγκόσμιο επίπεδο φήμη του. Απτή απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα θα εμφανιστεί την Τετάρτη 18 Οκτωβρίου για άλλη μια φορά μέσα σε λίγα χρόνια. Την πρώτη έπαιξε στην Αγγλικανική Εκκλησία. Τη δεύτερη στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός». Την επερχόμενη τρίτη φορά θα εμφανιστεί στο Μέγαρο. Είναι από τις περιπτώσεις που οι ευκόλως εννοούμενοι αριθμοί παραλείπονται.
Σε πολλά είδη μουσικής, από το rock ’n’ roll μέχρι τη χορευτική, η ανταπόκριση του κόσμου κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισης εύλογα επηρεάζει και τους καλλιτέχνες, άρα και την εξέλιξη της συναυλίας. Εννοώ ότι ένας καλλιτέχνης πάνω στη σκηνή βλέποντας για παράδειγμα τους θεατές να χορεύουν, αντιλαμβάνεται ότι η μουσική τους κινητοποιεί. Πώς λειτουργεί αυτή η διαδραστική διάσταση στην περίπτωση εκ των πραγμάτων στατικών ζωντανών εμφανίσεων όπως είναι οι δικές σας; Πώς αντιλαμβάνεστε αν οι συνθέσεις σας αγγίζουν όσους σας παρακολουθούν;
Αναφέρεσαι κυρίως σε καλλιτέχνες που αντικρίζουν το κοινό όταν παίζουν ζωντανά. Εγώ όμως έχω στραμμένο το βλέμμα μου στο πιάνο. Η ψυχή και το σώμα μου συνδέονται μόνο με το πιάνο και όταν παίζω προσπαθώ κατά κύριο λόγο να είμαι συγκεντρωμένος στην ίδια τη μουσική και στον ήχο. Όταν όμως σταματήσω για να μιλήσω στο κοινό σίγουρα θα νιώσω τη ζεστασιά, ή την έλλειψη αυτής, που πηγάζει από όσους με παρακολουθούν. Ο στόχος μου είναι να ανοίξω νέες προοπτικές γύρω από το πώς πρέπει να ακούει ο κόσμος μουσική. Θέλω να προσφέρω κάτι που θα εμπλουτίζει τις ζωές των θεατών και -γιατί όχι;- να τους διαφωτίσω σε σχέση με την ίδια τους την ύπαρξη.
Κατά πόσο άλλαξε η δική σας αντίληψη για αυτό που κάνετε ως καλλιτέχνης από τη στιγμή που συνειδητοποιήσατε ότι είχατε αρχίσει να αποκτάτε ένα ολοένα και μεγαλύτερο κοινό σε όλο τον κόσμο; Σήμερα, στα 75 σας πια, σκέφτεστε ποτέ αν θα συνεχίζατε να κάνετε αυτό που κάνετε αν οι προσπάθειές σας δεν είχαν ευοδωθεί; Αν συνεχίζατε να ψάχνετε στα σκουπίδια για να φάτε, όπως κάνατε πριν από πολλά χρόνια στο Παρίσι;
Ειλικρινά δεν μου φαίνεται ότι έχει περάσει τόσο πολύς καιρός από τότε. Το σίγουρο είναι ότι η μουσική μου και το βάθος της «συνεχούς τεχνικής» έχει αναπτυχθεί πολύ από μένα σε σχέση με εκείνες τις μέρες στο Παρίσι. Τώρα πια μπορώ να κάνω πράγματα που τότε δεν μπορούσα καν να φανταστώ παλιότερα. Όλα όμως ξεκίνησαν τότε στο Παρίσι. Από εκεί η ζωή με οδήγησε σε μονοπάτια που κανείς δεν είχε ταξιδέψει πρωτύτερα. Είμαι ευγνώμων στον Θεό για τις δυσκολίες που έχω βιώσει στη ζωή μου, συμπεριλαμβανομένων των χρόνων της απόλυτης πείνας στο Παρίσι. Όλες αυτές οι κακουχίες επηρέασαν τη μουσική μου, το σώμα μου και την ψυχή μου. Χωρίς αυτές θα ήμουν άλλος άνθρωπος σήμερα. Είναι αυτές οι κακουχίες που με κάνουν σήμερα να απολαμβάνω τόσο πολύ να παίζω ζωντανά κάθε φορά που βλέπω μπροστά μου ένα πιάνο.
Συχνά πυκνά εκφράζετε τον φόβο σας ότι η «συνεχής μουσική» δεν θα επιβιώσει μετά τον θάνατο σας, γιατί μόνο ελάχιστοι πιανίστες κλασικής παιδείας ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν σε αυτή ενώ οι περισσότεροι δεν έχουν τις τεχνικές ικανότητες ούτε καν να δοκιμάσουν. Αναρωτιέμαι αν το έργο καλλιτεχνών όπως ο Νιλς Φραμ, τον οποίο απόλαυσε πρόσφατα το αθηναϊκό κοινό σε μία εξαιρετική συναυλία, σας δίνει έστω ψήγματα ελπίδας για την επόμενη μέρα.
Αυτό που κάνω εγώ στο πιάνο δεν είχε ξαναγίνει ποτέ στο παρελθόν από κανένα και πολύ φοβάμαι ότι κανείς -και το εννοώ αυτό- δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να κάνει αυτά τα μαγικά, υπερβατικά πράγματα. Δεν είναι πάντα εύκολο να ακούσει κάποιος τις συνθέσεις μου. Και είναι πάντα δύσκολο να παιχτούν. Δεν υπάρχει άλλος εν ζωή, ούτε υπήρξε ποτέ, που μπορεί να παίξει αυτές τις συνθέσεις, γιατί απαιτούν ένα απίστευτο επίπεδο σωματικών και διανοητικών ικανοτήτων. Όλο αυτό που περιγράφω δεν απέχει πολύ από πολεμική τέχνη. Αν το σκεφτεί κάποιος έτσι, δηλαδή σαν όλα αυτά που βλέπεις σε μια τέτοια ταινία να μεταφέρονται στο πιάνο, ίσως αρχίσει να αντιλαμβάνεται τις διαφορές με τους απλούς πιανίστες ανά τον κόσμο. Η «συνεχής μουσική» απαιτεί εντελώς νέες ικανότητες από ένα πιανίστα. Ούτε καν οι σπουδαιότεροι κλασικοί πιανίστες στον κόσμο δεν μπορούν να τα καταφέρουν. Αλήθεια, είναι πολύ απλό: είναι σαν να ζητάς από τους καλύτερους μποξέρ στον κόσμο να δοκιμαστούν στο Κουνγκ Φου. Όσες ώρες και να προσπαθήσουν, δεν θα τα καταφέρουν.
Θεωρείτε ακόμα το έργο «In C» του σπουδαίου μινιμαλιστή συνθέτη Τέρι Ράιλι ως τον κολοφώνα της ambient μουσικής και σημαντικότερη απ’ όλες τις επιρροές σας;
Η δεκαετία του ’70 ήταν μια περίοδος αναγέννησης για όλες τις τέχνες, όχι μόνο για τη μουσική. Το «In C» του Τέρι Ράιλι άλλαξε για πάντα τον κόσμο της μουσικής – και τον δικό μου. Από εκεί και πέρα αυτό που ήθελα ήταν να αναζητήσω νέες εκφραστικές οδούς ως πιανίστας, να ξεφύγω από την πεπατημένη των κονσέρτων. Ήθελα να φέρω τον Μπετόβεν και τον Σοπέν μέσα στον κόσμο της «συνεχούς μουσικής». Αυτό ήταν και παραμένει η θεμελιώδης αρχή μου.
Ως καλλιτέχνης νιώθετε ακόμη εξόριστος από τον κόσμο της κλασικής μουσικής; Και συνεχίζετε να πιστεύετε ότι η κλασική μουσική πέθανε μαζί με τον Προκόφιεφ;
Δυστυχώς ο κόσμος της κλασικής μουσικής και οι πιανίστες του έχουν δείξει μια φρικτή αποστροφή σε αυτό που κάνω, κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Κανείς τους δεν μπορεί να εξυψώσει το πιάνο στις διαστάσεις του δικού μου παιξίματος. Παλεύουν να τελειοποιήσουν τη μία σονάτα μετά την άλλη αντί να τελειοποιήσουν τους εαυτούς τους ως πιανίστες.
Και ναι, ο τελευταίος σπουδαίος κλασικός συνθέτης ήταν ο Προκόφιεφ. Ο κόσμος δεν θα γνωρίσει νέους κλασικούς συνθέτες αυτού του επιπέδου. Κυρίως γιατί οι άνθρωποι έχουν καταντήσει τεμπέληδες. Η ιδιοφυΐα των σπουδαίων κλασικών συνθετών είναι ανεπανάληπτη και δυστυχώς πέρα από τις ικανότητες μας ειδικά σήμερα που περνάμε όλη τη μέρα με τα κινητό να υπαγορεύει τα πάντα.
Νιώθω πάντα κοντά στο λαό της Ουκρανίας, είναι κομμάτι του εαυτού μου όσα έχουμε υποστεί από την τρομοκρατία της Ρωσίας.
Η «συνεχής μουσική» απαιτεί αφενός τη διανοητική ικανότητα να ανασύρετε από τη μνήμη σας έργα με περισσότερες από 100 χιλιάδες νότες, αφετέρου τη μυική επάρκεια ώστε να παίξετε ζωντανά χωρίς να σταματάτε για τουλάχιστον μία ώρα. Σε τι κατάσταση βρίσκεται το μυαλό και το σώμα σας μετά από κάθε κονσέρτο ή ηχογράφηση;
Νιώθω άυλος, σαν το σώμα μου να έχει μετατραπεί σε αέρα. Σαν το σώμα μου να έχει γίνει αβαρές. Σαν να αιωρούμαι. Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Είναι μια υπερβατική κατάσταση.
Έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που η οικογένειά σας μετανάστευσε από την Ουκρανία στον Καναδά. Από τότε ζείτε μια λίγο πολύ νομαδική ζωή. Σήμερα πώς επηρεάζει το έργο σας ο πόλεμος που συνεχίζεται στη γενέτειρά σας;
Όπου κι αν βρεθώ νιώθω σαν η Ουκρανία να είναι το σπίτι μου. Νιώθω πάντα κοντά στο λαό της Ουκρανίας, είναι κομμάτι του εαυτού μου όσα έχουμε υποστεί από την τρομοκρατία της Ρωσίας. Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι ότι οι λαοί της Ευρώπης δεν έχουν ιδέα για την μακρόχρονη ιστορία της βίας που έχει ασκήσει η Ρωσία στη χώρα μου. Πολλοί ιστορικοί και ακαδημαϊκοί κρύβουν εσκεμμένα την αλήθεια. Όλα αυτά πραγματεύεται το τελευταίο μου έργο, “The Sacred Thousand”. Ελπίζω μια μέρα οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι να αντιληφθούν την αλήθεια για τον πολύπαθο ουκρανικό λαό.
Ο Λούμπομυρ Μέλνυκ θα εμφανιστεί ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης) την Τετάρτη 18 Οκτωβρίου.