“ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΜΕ ΡΩΣΙΚΑ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΕΠΑΨΑ ΝΑ ΤΑ ΜΙΛΑΩ”
“Η καλοσύνη, η έγνοια και η αλληλεγγύη θα κάνουν τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος”. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η νέα ζωή της Ντιάνα στην Κυψέλη.
“Το όνομα μου είναι Ντιάνα. Είμαι 32 ετών και ζω στην Ελλάδα περίπου 14 χρόνια. Για να είμαι ειλικρινής ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα ζήσω τόσο πολύ εδώ. Ένα κομμάτι της καρδιάς μου ανήκει, πια, εδώ και ένα στην Ουκρανία. Είμαι Ουκρανή, είμαι, όμως και Αθηναία. Ζω στην Κυψέλη, μια περιοχή γεμάτη από χρώματα και διαφορετικές κουλτούρες. Για εμένα η Κυψέλη σημαίνει αποδοχή, εκεί που όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Είμαστε μία γειτονιά. Ράβω τα ρούχα μου σε έναν κύριο με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, πηγαίνω στη φίλη μου τη Φατιμά απ’ όπου αγοράζω υπέροχα σκουλαρίκια, λατρεύω το φαγητό σε ένα ιρανικό μαγαζί στη Φωκίωνος Νέγρη και ο δρόμος μου με βγάζει, πάντα, στην OPORA… Η διαφορετικότητα είναι γοητεία, ζωντάνια για όλη την πόλη. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έχουν μία τεράστια δύναμη που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά στην Ελλάδα. Τίποτα, όμως, δε θα γίνει χωρίς επικοινωνία”.
Η Ντιάνα είναι από τους κινητήριους μοχλούς μίας αξιοθαύμαστης πρωτοβουλίας που ξεκίνησε στους κόλπους των προσφυγικών και μεταναστευτικών κοινοτήτων με σκοπό την υποστήριξη των ανθρώπων που κατέφθαναν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην Αθήνα και στην Ελλάδα, αλλά και τη σταδιακή συμπερίληψή τους στην κοινωνία υποδοχής. Η OPORA, (σημαίνει υποστήριξη) για την οποία καθώς η Ντιάνα μιλάει, το πρόσωπό της φωτίζει, είναι μία οργάνωση που λειτουργεί ως κέντρο υποδοχής και υποστήριξης των πιο ευάλωτων ομάδων της ουκρανικής κοινότητας. Πρόκειται για μία πρωτοβουλία που ξεκίνησε λίγες μέρες, αμέσως, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022. Τότε οι διασπασμένες, μέχρι πρότινος, κοινότητες των Ουκρανών μεταναστών στην Αθήνα συναντήθηκαν και αποφάσισαν πως θα έπρεπε να ενεργοποιηθούν προκειμένου να υποστηρίξουν τους ανθρώπους από την πατρίδα τους που θα έφθαναν ως πρόσφυγες, πλέον, στην Ελλάδα. Ήταν μία βαθιά τραυματική, ιστορικά, στιγμή.
Από τότε, η OPORA έχει μετατραπεί σε σημείο αναφοράς για το σύνολο της Ουκρανικής κοινότητας, στην Αθήνα και όχι μόνο. Συνεχίζει το σπουδαίο της έργο και παρά τον πόνο και την οδύνη του πολέμου, όπως επισημαίνει και η Ντιάνα, “πρέπει να μείνουμε λειτουργικοί, να προσφέρουμε και εμείς από τη δική μας πλευρά”.
Η Ντιάνα είναι ένας νέος άνθρωπος, γεμάτη πάθος και αγάπη για τη ζωή. Η ίδια περιγράφει τη σημασία της προσφοράς και της αλληλεγγύης για τη συνοχή και την ευημερία της κοινωνίας, καθώς όπως λέει, ο κόσμος χρειάζεται περισσότερη καλοσύνη για να γίνει ένα καλύτερο μέρος. Λατρεύει το stand – up comedy και ειδικά τη Χρύσα Κατσαρίνη, γιατί, όπως λέει, το να εκθέτεις τη ψυχή σου μπροστά στον κόσμο θέλει θάρρος. Η Ντιάνα είναι βιβλιόφιλη και όπως μοιράζεται μαζί μας, η πρώτη κοινότητα στην Ελλάδα με την οποία ήρθε πιο κοντά ήταν αυτή των φίλων του βιβλίου. Το πρώτο βιβλίο που διάβασε στα ελληνικά και που συμπτωματικά πήρε μαζί της από την Ουκρανία όταν κι έφυγε στα 17 της χρόνια, ήταν το “Χάρι Πότερ: Ο αιχμάλωτος του Άζκαμπαν”. Το αγαπημένο της βιβλίο στα ελληνικά είναι το “Ήλιος με μουστάκια” της Μελίνας Σιδηροπούλου, ενώ αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Μιχάλης Μακρόπουλος, με ιδιαίτερη αγάπη για τα έργα του “Μαύρο νερό” και “Θάλασσα”.
Η ΖΩΗ ΣΕ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ, Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
“Μεγάλωσα σε ένα χωριό κοντά στο Ντνίπρο, με τη γιαγιά και τον παππού μου. Η μητέρα μου αναγκάστηκε να φύγει στις αρχές του 2000, λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας και ήρθε στην Ελλάδα για να δουλέψει. Ουσιαστικά, μεγάλωσα, χωρίς εκείνη. Ζούσα με τη γιαγιά, τον παππού και το θείο μου, το μικρότερο αδερφό της μητέρας μου. Μεγάλωσα με πολλή αγάπη. Καταλάβαινα πολλές φορές, ενώ ήμουν μικρότερη, πως πολλές φορές δεν έχουμε να φάμε , όμως, ευτυχώς έστελνε κι η μητέρα μου χρήματα και κάπως τα φέρναμε βόλτα. Η γιαγιά μου είχε πει στη μάνα μου πως αν θέλεις το παιδί σου να μεγαλώσει καλά, πρέπει να φύγεις έξω και να πας να δουλέψεις. Έτσι κι έγινε. Ήρθε στην Ελλάδα όπου ήξερε τη νονά μου που της είχε προσφέρει δουλειά. Δεν ήταν καθόλου εύκολο αυτό που έκανε να έρθει σε μία χώρα χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, χωρίς να έχει κάτι σταθερό και με επιβαρυμένη την υγεία της…
Τελείωσα το σχολείο αριστούχος. Μεγαλώνοντας σε ένα χωριό χωρίς τηλεόραση, smart phone και internet, η επικοινωνία μου με τον κόσμο περνούσε από τα βιβλία και τη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Η γιαγιά μου ήταν δασκάλα, για την ακρίβεια ήταν διευθύντρια, κιόλας, σε σχολείο μέχρι να αποφασίσει να σταματήσει, γιατί έπρεπε να με μεγαλώσει. Έμαθα να διαβάζω στα 4, ενώ στα 12 είχα διαβάσει, ήδη, όλη τη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Το crash της παιδικής μου ηλικίας είναι ο Χάρι Πότερ. Μέσα από τις περιπέτειες του γνώρισα έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο που με γοήτευσε. Τα βιβλία fiction είναι το comfort zone μου.
Η μητέρα μου ήθελε πολύ να με φέρει στην Ελλάδα και στην Αθήνα κι είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες της επανένωσής μας. Στο μεταξύ εγώ είχα καταφέρει να περάσω στο Πανεπιστήμιο του Ντνίπρο, παίρνοντας τη μοναδική διαθέσιμη υποτροφία. Είχα βάλει στόχο να σπουδάσω Ψυχολογία κι ήμουν πολύ υπερήφανη που τα είχα καταφέρει. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν καθόλου εύκολα. Δοκίμασα για ένα εξάμηνο, στο οποίο ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ. Ήμουν 150 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου, σε μία πόλη που δεν ήξερα κανέναν, δεν είχα καθόλου χρήματα και δεν είχα και πού να μείνω. Όλο αυτό το διάστημα έμενα από φίλο σε φίλο, παρακολουθούσα τις απογευματινές παραδόσεις και μέσα στη μέρα προσπαθούσα να βρω μία δουλειά για να επιβιώσω. Ήμουν, όμως, 17 χρονών και δεν είχα γνωρίσει τη μάνα μου. Η σχέση μας ήταν περισσότερο μία σχέση γνωστών, παρά μάνας και κόρης. Αυτό μας πλήγωνε και τις δύο πολύ.
Έφτασα στη Μαριούπολη. Εκεί έπρεπε να πάρω την έγκριση της Πρεσβείας για να μπορέσω να ταξιδέψω προς την Ελλάδα και την Αθήνα. Όμως τα πράγματα δεν κύλησαν καθόλου εύκολο. Πήρα τη μητέρα μου στο τηλέφωνο κλαίγοντας να την ενημερώσω πως δε μπορώ να ταξιδέψω γιατί υπήρχαν κάποια γραφειοκρατικά θέματα, που δεν καταλάβαινα ούτε εγώ η ίδια. Εκείνη με διαβεβαίωσε πως θα κινούσε γη και ουρανό για να βρεθούμε ξανά. Ήμουν απελπισμένη, απογοητευμένη. Διανυκτέρευσα στο σταθμό των τρένων και ενώ η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ ήταν στους -10 βαθμούς, ενώ το στομάχι μου έμεινε άδειο, αφού δεν είχα και καθόλου χρήματα μαζί μου. Το πρωί επικοινώνησα, ξανά, με τη μητέρα μου και μου είπε πως τα είχε καταφέρει. Έτσι, επέστρεψα πίσω στο χωριό για να πακετάρω και να ετοιμαστώ για το μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα. Γέμισα τις βαλίτσες μου, κυρίως με βιβλία και μπήκα στο τρένο – αφού, πού λεφτά για αεροπορικό εισιτήριο…
Το ταξίδι αυτό έγινε τρομερά επικίνδυνο. Το πλάνο ήταν να ταξιδέψω με το τρένο από το Ντνίπρο στη Σόφια, από τη Σόφια στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αθήνα. Δεν ήταν τόσο σύντομο, όσο ακούγεται. Υπόψιν πως εγώ δε μιλούσα ούτε λέξη στα αγγλικά. Με ένα λεξικό στα χέρια μου προσπαθούσα να επικοινωνήσω στα πολύ βασικά. Στη Σόφια καθώς φθάνω δεν έχω ιδέα προς τα πού πρέπει να πάω. Έχασα το τρένο για Θεσσαλονίκη. Με πιάνει πανικός. Τελικά βλέπω ένα λεωφορείο με ελληνική σημαία, τρέχω προς αυτό, όμως, βλέπουν τις αποσκευές μου και μου λένε πως λείπουν κάποιες επιπλέον σφραγίδες. Μετά από πολλή ταλαιπωρία τα καταφέρνω και επιβιβάζομαι. Δεν έχω ιδέα προς τα πού πηγαίνω. Στη διαδρομή έχει τόσο πολύ χιόνι. Φτάνω στα σύνορα στο Προμαχώνα, όπου γίνεται έλεγχος σε όλους τους επιβάτες. Όλοι έχουν βουλγαρικές ταυτότητες κι εγώ έχω μία βίζα συγκεκριμένου τύπου. Ο τελωνειακός κάνει νόημα εγώ να μείνω στην άκρη. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Αντιλαμβάνεσαι τον πανικό μου; Βγάζω το λεξικό, ξανά και προσπαθώ να συλλαβίσω κάποιες λέξεις: “Μαμά, πανεπιστήμιο, οικογένεια, μαζί”. Κάποιος άνθρωπος από το πίσω λεωφορείο ακούει τα κλάματα μου κι ευτυχώς μιλάμε την ίδια γλώσσα για να με βοηθήσει να συννενοηθούμε. Μου λέει ότι ο τελωνειακός δε με πιστεύει κι εγώ απορώ. Τι πρέπει να του πω; Με τα πολλά, με άφησε, τελικά, να περάσω. Πήρα τηλέφωνο από το δρόμο τη μητέρα μου και την ενημέρωσα ότι τα κατάφερα, έρχομαι Αθήνα. Στις 6 το πρωί έφτασα στο Μεταξουργείο κι έπεσα στην αγκαλιά της.”
LYUBOV, ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΓΑΠΗ
Η Ντιάνα περιγράφει την πρώτη της, δύσκολη, ομολογουμένως, επαφή με το ελληνικό πανεπιστήμιο σε μία περίοδο αρκετά οξεία για την ελληνική κοινωνία, καθώς καταφθάνει στον πυρήνα της οικονομικής κρίσης στη χώρα. Η ίδια περιγράφει τις δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, χωρίς, ωστόσο, αυτές να την αποθαρρύνουν από τον τελικό της στόχο. Στο τέλος, όπως και η ίδια λέει, έμεινε ευγνώμων από όσα της πρόσφερε το δημόσιο Πανεπιστήμιο.
“Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, έπρεπε να μάθω άμεσα τη γλώσσα γιατί ήθελα να σπουδάσω. Στην Αθήνα έφτασα τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου το 2010 και το Μάιο του ίδιου χρόνου συμπλήρωσα το μηχανογραφικό. Έγινα δεκτή στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικών και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω πως αν δεν ήταν ο δημόσιος χαρακτήρας του πανεπιστημίου, δε θα είχα ποτέ τη δυνατότητα να σπουδάσω, ούτε εγώ, ούτε άλλα – πολλά – παιδιά σαν εμένα.
Το Σεπτέμβριο ξεκίνησα τα μαθήματα ελληνικών, τα δίδακτρα για τα οποία ήταν πάρα πολύ ακριβά (κοντά στα 800 ευρώ) και για να τα καλύπτουμε, αναγκαζόμασταν, ακόμα και να δανειζόμαστε. Δεν υπήρχε, όμως, επιλογή. Έπρεπε να τα καταφέρω. Προς τα τέλη Νοεμβρίου ξεκινήσαμε και μαθήματα στη σχολή. Πρώτο μάθημα “Αρχαία”. Δεύτερο μάθημα “Λατινικά’. Έχω πάθει πολιτισμικό σοκ. Λέω τι γίνεται εδώ; Από εκεί που έλεγα “Γαμάτα”, ξαφνικά, με έλουζε κρύος ιδρώτας. Στο μεταξύ παρατηρούσα όλους τους φοιτητές να είναι παρέες και να κάνουν πηγαδάκια και όταν γύρισα σπίτι την πρώτη μέρα, ρώτησα τη μητέρα μου πώς γινόταν αυτό; Αν με πληγώνει κάτι από την πορεία μου στο Πανεπιστήμιο είναι το ότι δεν κατάφερα να κάνω καμία αξιόλογη παρέα. Βέβαια, στην πρακτική άσκηση σε ένα σχολείο γνώρισα δύο πολύ καλές μέχρι και σήμερα φίλες μου, τη Μαριάννα και τη Φωτεινή και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων, αφού πίστεψα πως υπάρχει ελπίδα.
Σε όλα τα χρόνια που σπούδαζα, παράλληλα, έπρεπε να δουλεύω για να υποστηρίζω και στο σπίτι, ενώ κάθε καλοκαίρι δούλευα σεζόν. Η μητέρα μου δούλευε κι εκείνη, όμως, καταλαβαίνεις πως κι εκείνη την εποχή τίποτα δεν ήταν βέβαιο ή σταθερό. Την εποχή που έμενε χωρίς δουλειά, ουσιαστικά, το πανεπιστήμιο μας συντηρούσε, αφού τη βγάζαμε με το φαγητό από το εστιατόριο της σχολής. Με πληγώνει πολύ η δημόσια συζήτηση που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα για το δημόσιο πανεπιστήμιο. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο γιατί κατάφερα να σπουδάσω χωρίς να χρειάζεται να καταβάλω δίδακτρα και σε διαφορετική περίπτωση, σίγουρα, δε θα είχα τη δυνατότητα.
Τελικά πήρα το πτυχίο μου. Ειλικρινά δε ξέρω πώς τα κατάφερα, αφού δεν ήταν κάτι καθόλου εύκολο. Στην αποφοίτησή μου, ήρθε και η γιαγιά να με καμαρώσει. Ήταν μία συγκλονιστική στιγμή. Ο άνθρωπος που με μεγάλωσε, η αγαπημένη μου γιαγιά, η Lyubov (σ.σ. σημαίνει Αγάπη), εκείνη έκανε ξεχωριστή τη στιγμή μου. Δυστυχώς την έχασα στην πανδημία από covid.”
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
“Ο πόλεμος αυτός έχει τις ρίζες του πολλά χρόνια πίσω. Θυμάμαι τα γεγονότα του 2014. Τότε, λίγοι άνθρωποι, βγήκαμε να διαμαρτυρηθούμε για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την αρπαγή του Ντονμπάς και της Κριμαίας. Η άρνηση του τότε Προέδρου, Γιανουκόβιτς, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ουκρανίας έχει προκαλέσει την εξέγερση του Ουκρανικού λαού, ο οποίος ένιωθε εξαπατημένος. Όσα ακολούθησαν ήταν σοκαριστικά. Το πρώτο θύμα στο Μαϊντάν (σ.σ. πλατεία ανεξαρτησίας στο Κίεβο) ήταν ένα αγόρι από το διπλανό μου χωριό, ο Σεργκέι, ο οποίος είχε έρθει με την οικογένειά του από το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ήταν ένα ευαίσθητο παιδί που έλεγε ποιήματα στην πλατεία, για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Ο χαμός του με συντάραξε. Τότε κατάλαβα πως αν βγεις και υπερασπιστείς τη θέση σου, μπορεί να χάσεις τη ζωή σου”.
Τηλεόραση, βιβλία, όλα στα Ρώσικα. Ακόμα και τα μαθήματα στα Πανεπιστήμια γίνονταν στα Ρώσικα. Στην Ανατολική Περιφέρεια της χώρας υπήρχε μία απίστευτη πίεση για την προώθηση της Ρώσικης έναντι της Ουκρανικής κουλτούρας. Ήταν μία πολιτιστική κατοχή. Αυτό δεν το παρατηρούσες μόνο στην Ουκρανία, αλλά και σε χώρες όπως και στη Λευκορωσία. Είναι στρατηγική.
Η οικογένεια μου έχει υποφέρει από το κουρκούλ*, ενώ στο Χολοντομόρ** επιβίωσαν γιατί η προ – προ γιαγιά μου είχε κρύψει στους στάβλους, οι οποίοι ήταν άδειοι από τα ζώα που είχε αρπάξει το Κόμμα, κάτω από τα απόβλητα των ζώων αλεύρι για τουλάχιστον δύο χρόνια. Έτσι, έμειναν ζωντανοί με τα παιδιά της.
Η πρώτη μου σκέψη όταν είδα τους βομβαρδισμούς πριν από δύο χρόνια ήταν πως ευτυχώς που δε ζει η γιαγιά. Θα την πλήγωνε αφόρητα αυτό που συμβαίνει. Η ίδια είχε σπουδάσει στη Χερσώνα ρωσική φιλολογία, ενώ είχαμε μία βιβλιοθήκη γεμάτη ρωσική λογοτεχνία. Μου μάθαινε ουκρανικά τραγούδια, αλλά, παράλληλα, διαβάζαμε και Τσέχωφ. Να ξυπνάει ένα πρωινό, να τη βομβαρδίζει η Ρωσία και να σκοτώνει τα παιδιά της. Δε θα το άντεχε. Θα έτρεχα να την πάρω, αν και ξέρω ότι δε θα έφευγε γιατί ήταν πολύ δεμένη με τον τόπο της. Αυτός δεν είναι ένας πόλεμος μεταξύ αδελφών. Χωρίς τη συναίνεση της Ρωσίας, τίποτα ποτέ δεν προχωρούσε στην Ουκρανία. Τα Ρώσικα ήταν η μητρική μου γλώσσα, όμως, μετά την εισβολή έπαψα να τα μιλάω. Όλοι καταλαβαίνουμε πως μία ενδεχόμενη εκεχειρία σήμερα, θα σημάνει ένα νέο πόλεμο αύριο και πώς τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο, θα χρειαστεί, κάποια στιγμή, να κρατήσουν όπλο στα χέρια τους. Είναι τρελό.
Στον πόλεμο βρίσκεις το ρόλο σου. Αν δεν ήμουν στην υποδοχή των ανθρώπων στην κοινότητα, θα πήγαινα σε ένα Ουκρανικό σχολείο να διδάξω τη γλώσσα στα παιδιά, θα έκανα ό,τι περνάει από το χέρι μου να βοηθήσω. Η πατρίδα μου είναι σε πόλεμο, δε μπορώ να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Από το 2022 μέχρι και σήμερα έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στο βλέμμα των οποίων μπορείς να καταλάβεις ότι έχουν χάσει τα πάντα. Όταν είδα τους ανθρώπους που ήρθαν από τη Μαριούπολη, το κατάλαβα. Οι άνθρωποι που ήρθαν εδώ ξέρουν τις δυσκολίες της χώρας. Σκέψου εγώ με το μισθό που βγάζω και οριακά μπορώ να συντηρήσω τον εαυτό μου. Μπορείς να φανταστείς τώρα έναν άνθρωπο να χρειάζεται να συντηρήσει άλλους πέντε συγγενείς, φίλους ή γνωστούς; Εκεί καταλάβαμε πόσο σημαντικό είναι το έργο της OPORA γι’ αυτό κι έχουμε αφοσιωθεί σε αυτό.
Αυτό που θέλουμε περισσότερο είναι να φέρουμε πιο κοντά την Ουκρανική κοινότητα και με τις άλλες προσφυγικές και μεταναστευτικές κοινότητες της Αθήνας για να καταλάβουν όλοι πως αντιμετωπίζουμε κοινά προβλήματα. Παράλληλα, είναι σίγουρα καλό και χρήσιμο να είσαι κοντά με τους ομοεθνείς σου, όμως, είναι αναγκαίο να έρθεις ακόμα πιο κοντά με την κοινωνία υποδοχής.
Θέλω να κλείσω λέγοντας ότι θα ήμουν το ίδιο παθιασμένη στην περίπτωση που είχε εισβάλει η Τουρκία στην Ελλάδα. Ο χαρακτήρας της εισβολής είναι αυτός που προσβάλει την υπόστασή μας. Έχω περάσει πολύ δύσκολα ψυχικά τα δύο αυτά χρόνια, όμως, θέλω να σταθώ στην αξία της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Στην Ελλάδα έχω γνωρίσει θερμούς ανθρώπους που νοιάζονται για τον πόνο του άλλου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μία κοινωνία. Αν μάθαμε κάτι από αυτόν τον πόλεμο είναι πως ό,τι συμβαίνει στον κόσμο πρέπει να μας ενδιαφέρει. Σαν άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να πεις ότι δεν έχεις τη δύναμη να αλλάξεις κάτι. Τίποτα δεν είναι εύκολο, όμως, όλοι μας μπορούμε να συνεισφέρουμε στο να γίνει ο κόσμος μας ένα λίγο καλύτερο μέρος.”
*Κουρκούλ: Διαδικασία κατά την οποία ένας πλούσιος ή φερόμενος ως πλούσιος αγρότης, ειδικότερα Ουκρανός, στοχοποιούταν στο πλαίσιο της Σοβιετικής κολλεκτιβοποίησης.
**Χολοντομόρ: Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές της Ουκρανίας (1932 – 1933) που συνοδεύτηκε από το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων λόγω ενός παρατεταμένου λιμού, πολλοί αναλυτές των αποκαλούν και τεχνητό ως απόρροια της οικονομικής πολιτικής της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
***Η συνέντευξη διεξήχθη στο Zatopek book cafe στην Καλλιθέα, σε έναν από τα αγαπημένα μέρη της Ντιάνα στην πόλη. Τους ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία.
Iστορίες ενσωμάτωσης – Εάν η κοινωνία μας είναι το σώμα, τότε τα μέρη που το συγκροτούν είναι αναπόσπαστα κομμάτια του. Οι ιστορίες ενσωμάτωσης είναι διηγήσεις ανθρώπων με προσφυγικό ή μεταναστευτικό υπόβαθρο, που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο κατάφεραν να αποτελούν δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας υποδοχής. Στις ιστορίες αυτές θα δούμε πως η κοινωνική αποδοχή και συμπερίληψη είναι συνισταμένη πολλών κι ετερόκλιτων παραγόντων. Ένας, όμως, παραμένει κοινός τόπος των ιστοριών: η θέληση για αναγνώριση.