MERDE! Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ “ΣΠΑΕΙ” ΤΗ ΛΑΜΠΕΡΗ ΒΙΤΡΙΝΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
O Βασίλης Μαγουλιώτης μιλά στο NEWS 24/7 για το “Merde”, τη νέα πολυαναμενόμενη παράσταση της ομάδας των Παικτών.
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης είναι αυτός που θα χαρακτήριζε κάποιος ως αεικίνητο καλλιτέχνη. Με την πολύπλευρη δραστηριότητά του ως συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης, καταφέρνει να ξεχωρίζει μέσα από έργα που συνδυάζουν το χιούμορ, την ευαισθησία και τον κοινωνικό σχολιασμό.
Μέχρι και τον Δεκέμβριο, τον απολαύσαμε στον πρωταγωνιστικό ρόλο του εξαιρετικού «Λεωφορείο ο Πόθος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, που ανέβηκε στο θέατρο Προσκήνιο. Τώρα, επιστρέφει δυναμικά με τη θεατρική παραγωγή «MERDE!», υπογράφοντας ως Suyako.
Πρόκειται για μια μουσική κωμωδία που, όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου, φωτίζει τα «παρασκήνια» του ελληνικού θεάτρου. Με άφθονο χιούμορ και αυτοσαρκασμό, η παράσταση φέρνει στο προσκήνιο τις συγκρούσεις μεταξύ «εμπορικού» και «ποιοτικού» θεάτρου, προκαλώντας το κοινό να αναρωτηθεί για την ουσία της τέχνης και της δημιουργίας. Ένα έργο που, όπως φαίνεται, συνδυάζει την ψυχαγωγία με τη βαθύτερη σκέψη για τον κόσμο του θεάτρου.
Merde! Ο Βασίλης Μαγουλιώτης εμπνέεται από την καρδιά του θεάτρου
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης περιγράφει με ενθουσιασμό τι θα δούμε επί σκηνής “Το Merde! είναι ένα έργο εμπνευσμένο από την καρδιά του θεάτρου και τους ανθρώπους του. Η αφορμή για τη συγγραφή του γεννήθηκε από την παρέα που είχαμε δημιουργήσει στους “Παίκτες”– τον Ηλία (Μουλά), τον Γιάννη (Νιάρρο) και τον Αλέξανδρο (Χρυσανθόπουλο) – καθώς και τις στιγμές που μοιραστήκαμε. Δεν ήταν μόνο αυτοί οι “Παίκτες”, καθώς υπήρχαν κι άλλοι ηθοποιοί, αλλά γύρω από αυτή την ομάδα δομήθηκε η παράσταση. Έγραψα, λοιπόν, ένα έργο για αυτή την παρέα, για τη ζωή μας στο θέατρο, γεμάτη ιστορίες, κουτσομπολιά και την καθημερινή ταλαιπωρία που όλοι βιώνουμε.
Η γοητεία των έργων που μιλούν για το ίδιο το θέατρο με έχει πάντα τραβήξει, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί. Το Merde! είναι ένα ταξίδι στα παρασκήνια, μια ματιά στη “κουζίνα” του θεάτρου, με όλες τις δυσκολίες, τις χαρές και τις απογοητεύσεις που συνυπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο. Δε διεκδικώ κάποια πρωτοτυπία – υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα όπως το “Σώσε“, οι “Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ” και το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε”, που ήδη έχουν γράψει ιστορία. Όμως, ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι που να αντικατοπτρίζει το ελληνικό θέατρο του σήμερα, το 2025.
Το Merde! είναι ένα έργο που απευθύνεται σε όλους, ανεξάρτητα από τη σχέση τους με το θέατρο. Είναι μια παράσταση που μπορεί να απολαύσει τόσο ένας θεατής που δεν έχει καμία επαφή με τον κόσμο του θεάτρου, όσο και ένας επαγγελματίας του χώρου, ο οποίος θα ανακαλύψει μικρές λεπτομέρειες, υπαινιγμούς και κρυμμένες πληροφορίες που συνδέονται με την καθημερινότητα και τα παρασκήνια της θεατρικής ζωής.
Η πρόκληση και ο στόχος, τόσο στη συγγραφή όσο και στην παράσταση, είναι να δημιουργηθεί ένα έργο που να είναι προσιτό και κατανοητό από όλους, χωρίς να γίνεται εχθρικό ή αποκλειστικό. Δεν πρόκειται ούτε για ένα έργο γεμάτο μόνο από inside jokes, ούτε για μια εμπορική κωμωδία που απλοποιεί την πραγματικότητα. Αντίθετα, το Merde! προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα”.
Παίκτες: Αυτή η ομάδα είχε κάτι μαγικό
Τι είναι τελικά αυτό που είχε η παρέα των Παικτών και δημιουργήθηκε μια ολόκληρη παράσταση;
Η μαγεία της παρέας των “Παικτών” κρύβεται σε κάτι απλό: στη σκηνική καλοπέραση. Είναι αυτή η σπάνια χημεία που δημιουργείται όταν άνθρωποι με κοινό χιούμορ, έστω και με διαφορετικές αφετηρίες, βρεθούν στο ίδιο δωμάτιο. Είναι η αμοιβαία έμπνευση, ο θαυμασμός και το γνήσιο γέλιο που γεννιέται αυθόρμητα και μετατρέπεται σε υλικό για τη σκηνή.
Αυτό που συνέβη με τους “Παίκτες” ήταν μια διαρκής δημιουργική διαδικασία, γεμάτη αυτοσχεδιασμούς, πειραματισμούς και αυθεντική χαρά. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, όχι μόνο με τις διαφορές του, αλλά και με την ικανότητά του να προκαλεί γέλιο και θαυμασμό στους υπόλοιπους.
Ήταν σαν ένας “φαύλος” κύκλος έμπνευσης: ο Γιάννης γελούσε με τον Αλέξανδρο, ο Ηλίας με τον Γιάννη, και όλοι μαζί δημιουργούσαν έναν χώρο όπου η κωμωδία δεν σταματούσε να γεννιέται.
Ακόμα και στις τελευταίες παραστάσεις των Παικτών, η ομάδα διατηρούσε αυτή τη φρεσκάδα, δοκιμάζοντας νέες ιδέες και αυτοσχεδιασμούς. Το να βλέπεις αυτή τη συνύπαρξη να μετατρέπεται σε μια ατέλειωτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας ήταν κάτι πολύ όμορφο, σχεδόν μαγικό. Και κάπως έτσι, μέσα από αυτή τη μοναδική χημεία και την κοινή αγάπη για την κωμωδία, γεννήθηκε το Merde!. Ένα έργο που κουβαλάει όλη αυτή την ενέργεια, το γέλιο και την αίσθηση της απόλυτης σύνδεσης που είχαν οι Παίκτες.
Άρα στο θέατρο υπάρχει αυτό που λέμε χημεία…
Η χημεία στο θέατρο είναι κάτι που δεν μπορείς να προγραμματίσεις ή να προβλέψεις – απλώς συμβαίνει. Για την ομάδα των Παικτών, αυτή η σύνδεση είχε να κάνει κυρίως με την κωμωδία και το γέλιο. Δεν είναι ότι επικοινωνώ μόνο με αυτούς. Έχω συνεργαστεί με πολλούς ανθρώπους στο θέατρο, με τους οποίους έχω εξίσου δυνατή επικοινωνία σε άλλα επίπεδα.
Όμως, στους “Παίκτες”, κάτι μοναδικό συνέβη. Η παράσταση συνδυάστηκε με τη χαρά, το γνήσιο γέλιο και την αίσθηση ότι όλοι περνούσαν καλά, τόσο στη σκηνή όσο και στα παρασκήνια. Αυτή η συνύπαρξη έφερε και τη μεγάλη επιτυχία της παράστασης, αλλά κυρίως δημιούργησε μια ιδιαίτερη δυναμική που δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί.
Νιώσαμε ότι αυτό που ζήσαμε έπρεπε να συνεχιστεί κι έτσι, από αυτή τη χημεία γεννήθηκε το Merde!, ως φυσική συνέχεια αυτής της μοναδικής δημιουργικής εμπειρίας.
Γιατί η κωμωδία είναι κάτι πολύ σοβαρό
Ωστόσο, μέσα από όλη αυτή την κωμωδία βγαίνει και μια “σοβαρή” αλήθεια
Η κωμωδία, παρά την ανάλαφρη φύση της, συχνά αποκαλύπτει βαθιές αλήθειες, κι αυτό είναι που την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα. Ο στόχος της κωμωδίας είναι το γέλιο, αλλά το γέλιο έχει πολλές ποιότητες. Υπάρχει ένα γέλιο απλά για να γελάσεις, και υπάρχει ένα άλλο γέλιο που κουνιέται κάτι μέσα σου, στα σπλάχνα σου. Είναι εκείνο το γέλιο που πάει βαθιά, που το μαχαίρι μπαίνει στο κόκαλο.
Η πρόκληση όταν γράφεις ή σκηνοθετείς κωμωδία, είναι να μην παρασυρθείς στην ανώδυνη σάτιρα, στην “μπαλαφάρα” – εκεί όπου οι χαρακτήρες απλώς γίνονται στόχοι και οι καταστάσεις δεν έχουν ουσία, παρά μόνο επιφανειακό χιούμορ. Είναι εύκολο να επιλέξεις το μονοπάτι του να πετάς τούρτες στο πρόσωπο, αυτή η μορφή κωμωδίας δεν αφήνει κάτι ουσιαστικό.
Η προσπάθεια, λοιπόν, είναι να βρεθεί η ισορροπία. Να δημιουργήσεις μια κωμωδία που, μέσα από το γέλιο, αναδεικνύει αλήθειες, αγγίζει συναισθήματα και, τελικά, βάζει το κοινό σε σκέψη. Αυτό είναι το στοίχημα που και στους Παίκτες το βρήκαμε μπροστά μας και στο Merde!: να γελάσεις, αλλά με τρόπο που κάτι βαθύτερο να μένει μέσα σου, με τέτοιο τρόπο που να να τραντάζεται το είναι σου. Αυτό είναι που προκαλεί μια άλλου τύπου κάθαρση από αυτή που θα προκαλούσε η συγκίνηση.
Μια παράσταση για το θέατρο, μια ματιά πίσω από τη βιτρίνα
Μια παράσταση για το θέατρο λοιπόν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πώς όμως το θέατρο γίνεται η ζωή μας;
Το Merde!, που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, είναι μια παράσταση που σηκώνει την κουρτίνα και μας καλεί να δούμε τι κρύβεται πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα του θεάτρου και της showbiz. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος της τέχνης γίνεται αντικείμενο της ίδιας της τέχνης – αντιθέτως, αυτό συμβαίνει συχνά, γιατί ο κόσμος του θεάματος ασκεί διαχρονική γοητεία.
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει το ίδιο ενδιαφέρον και για άλλα επαγγέλματα, όπως η μαγειρική, με εξαιρετικές ταινίες, σειρές και ριάλιτι να αποκαλύπτουν τον κόσμο της κουζίνας και των σεφ.
Ωστόσο, αυτό που τελικά φανερώνουν αυτά τα έργα, είτε μιλούν για το θέατρο, είτε για μια κουζίνα ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, είναι ότι κάθε επαγγελματικός χώρος λειτουργεί σαν μικρογραφία της κοινωνίας. Πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα που συμπυκνώνει όλα τα συμπτώματα της παθογένειας μιας κοινωνίας: ταξικότητα, νευρώσεις, χάσματα γενεών, πολιτισμικές διαφορές, έρωτες, φιλίες και προδοσίες.
Το Merde! προσφέρει αρχικά την ηδονοβλεπτική διάθεση: την ευκαιρία να δούμε τι συμβαίνει στα παρασκήνια του θεάτρου, να ανακαλύψουμε τον κόσμο πίσω από την κουρτίνα. Παράλληλα, όμως, με αυτό το “εξωτικό” στοιχείο, το έργο φέρνει στο φως συμπεριφορές που είναι αιώνιες.
Στην αρχή, μπορεί να μοιάζει σαν ένα “ντοκιμαντέρ” για τη ζωή των καλλιτεχνών, γεμάτο αποκαλύψεις για όσα δεν ξέρουμε. Όμως, στην πορεία, γίνεται φανερό ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι οικείες. Το έργο αποδεικνύει ότι η μικρότητα και το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, που παρατηρούμε στις καθημερινές μας ζωές, βρίσκονται και μέσα στον κόσμο του θεάτρου.
Άρα ο δρόμος προς την πρεμιέρα δεν είναι τόσο λαμπερός όσο φανταζόμαστε…
Ο δρόμος προς την πρεμιέρα είναι στρωμένος με “σκατά”, (λέει γελώντας). Ή, για να το πούμε πιο κόσμια, είναι στρωμένος με αγκάθια. Υπάρχει πολύ σκατό, αλλά υπάρχουν και θαύματα. Αυτή η σύνθεση, των δυσκολιών με τις μοναδικές στιγμές δημιουργίας, είναι αυτό που κάνει το θέατρο τόσο ιδιαίτερο και συναρπαστικό.
Αλήθεια, γιατί για να πούμε καλή τύχη σε μια πρεμιέρα λέμε σκατά (Μerde);
Η φράση “σκατά” ως ευχή για καλή τύχη στις πρεμιέρες έχει τις ρίζες της σε δεισιδαιμονίες και ιστορικές αναφορές. Προέρχεται από τον φόβο που συνδέεται με την υπερβολική επιθυμία για επιτυχία και το άγχος μήπως οι ευχές φέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα, σαν το κακό μάτι. Αυτή η δεισιδαιμονία αντικατοπτρίζει τον φόβο του ανθρώπου να χάσει κάτι που επιθυμεί πολύ.
Ωστόσο, αν ανατρέξουμε ιστορικά, η σύνδεση της φράσης με το θέατρο φαίνεται να έχει και μια πιο πρακτική βάση. Στα γαλλικά θέατρα του 17ου αιώνα, η επιτυχία μιας παράστασης μπορούσε να υπολογιστεί από την ποσότητα των αλόγων που ήταν σταθμευμένα έξω από το θέατρο. Περισσότερα άλογα σήμαιναν περισσότερους θεατές, και, συνεπώς, περισσότερα περιττώματα στους δρόμους γύρω από το θέατρο. Έτσι, η φράση “σκατά” έγινε ευχή για ένα γεμάτο θέατρο και, κατά συνέπεια, μια επιτυχημένη πρεμιέρα.
Σε αντίθεση, το “break a leg” είναι μια πραγματική αντίστροφη ευχή, που προέρχεται από την αντίληψη ότι η κυριολεκτική ευχή για καλή τύχη ίσως να έφερνε κακό.
Και ο Νίκος Καραθάνος μπαίνει στους Παίκτες
Μίλησέ μου λίγο για την προσθήκη του Νίκου Καραθάνου στην ομάδα σας
Το Merde! απαιτούσε έναν ρόλο για έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα, που στο κείμενο αποκαλείται Πατέρας. Ο χαρακτήρας αυτός συμβολίζει την εξουσία, μάλιστα το γραφείο του βρίσκεται στον πάνω χώρο της σκηνής. Είναι σαν τον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν του Ίψεν, ένα φάντασμα που αιωρείται από πάνω, παρατηρώντας και επηρεάζοντας τους πάντες.
Η επιλογή του Νίκου Καραθάνου για αυτόν τον ρόλο μάς ιντρίγκαρε γιατί δεν ήταν η προφανής και η αναμενόμενη. Ο Νίκος είναι μια εξαιρετικά θεατρική προσωπικότητα, μια ποιητική φύση που βγαίνει σε κάθε του κίνηση και λέξη. Είναι ένας καλλιτέχνης που “βρωμοκοπά” θέατρο, από πάνω μέχρι κάτω. Αυτή η ποιητική και ιδιαίτερη θεατρικότητά του προσθέτει μια απρόσμενη διάσταση στον ρόλο.
Ο ρόλος του Πατέρα είναι ένα τοτέμ εξουσίας και ο Νίκος καταφέρνει να τον αναδείξει με μια ξεχωριστή ενέργεια. Η παρουσία του προσθέτει βάθος και έναν αέρα απρόβλεπτης θεατρικότητας, που μόνο εκείνος μπορεί να φέρει.
Ένας ακήρυχτος πόλεμος και η επιστροφή στο θέατρο
Νιώθεις ότι έχει κηρυχθεί ένας πόλεμος στον θεατρικό χώρο;
Ο θεατρικός χώρος μοιάζει συχνά να βρίσκεται σε διαρκή αναμέτρηση, αν και όχι πάντα κηρυγμένο πόλεμο. Οι συγκρούσεις δεν είναι νέες, έχουν ιστορικές ρίζες.
Στο παρελθόν, για παράδειγμα, είχαμε το δίπολο μεταξύ του Εθνικού Θεάτρου – ως σύμβολο εθνικής ταυτότητας, σοβαρότητας και κλασικής προσέγγισης – και του Κάρολου Κουν, ο οποίος εισήγαγε ένα θέατρο πιο λαϊκό, πιο αληθινό, πιο κοντά στους ανθρώπους. Αυτή η αντιπαράθεση δεν αφορούσε την έννοια του “εμπορικού” ή του “κουλτουριάρη” όπως τη συζητάμε σήμερα, αλλά έθετε ζητήματα για τη φύση και την κατεύθυνση της τέχνης.
Το δίπολο “εμπορικός – κουλτουριάρης” φαίνεται να είναι ένα μεταγενέστερο φαινόμενο, ίσως μεταπολεμικό ή μεταπολιτευτικό. Παρά τη διάρκεια του, πρόκειται για έναν “ακήρυχτο πόλεμο” – κάτι που συζητιέται, αλλά σπάνια ομολογείται ανοιχτά. Οι δύο πλευρές συχνά ανταλλάσσουν αιχμές, με τον κουλτουριάρη να κατηγορεί τον εμπορικό για ρηχότητα και λαϊκισμό, και τον εμπορικό να χαρακτηρίζει τον κουλτουριάρη αποκομμένο από την πραγματικότητα και ακατανόητο.
Αυτές οι συγκρούσεις, όσο ισχυρές κι αν φαίνονται, κρύβουν και μια αστεία διάσταση. Τα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές μπορούν να φτάσουν στα άκρα, μετατρέποντας τις διαφωνίες σε σχεδόν κωμικές καταστάσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τη ρητορική αντιπαλότητα, ο ένας χρειάζεται τον άλλον για να διατηρείται ζωντανός αυτός ο διάλογος – ή η σύγκρουση.
Αλήθεια εσύ γιατί κάνεις θέατρο;
Η πιο τίμια απάντηση στο γιατί κάνω θέατρο είναι ότι δεν ξέρω. Όπως είχε πει κάποτε ο αδερφός μου, “δεν μπορώ να το αποφύγω, δεν μπορώ να μην το κάνω”. Αυτό το κατάλαβα ακόμα περισσότερο στην πανδημία, όταν μας έλειψε το θέατρο. Είναι κάτι που έχουμε ανάγκη, γιατί είναι μπροστά μας, ζωντανό, μια εμπειρία που δεν αντικαθίσταται.
Πώς εξηγείς όλη αυτήν την επιστροφή του κόσμου στις θεατρικές σκηνές;
Κοίτα, το θέατρο έχει τις δυσκολίες του. Είναι ακριβότερο από το σινεμά, γιατί εκεί πληρώνονται πολλά στόματα. Στο σινεμά μια μπομπίνα ταξιδεύει, ενώ στο θέατρο χρειάζονται άνθρωποι, ζωντανή παρουσία, καθημερινή δουλειά. Και το κοινό του θεάτρου βλέπει ένα περιορισμένο δείγμα – το τι παράγεται σήμερα στην Ελλάδα – ενώ στο σινεμά βλέπουμε τα καλύτερα του κόσμου, που έχουν ήδη περάσει από φιλτράρισμα και επιλογή.
Αυτό κάνει το θέατρο πιο ευάλωτο στην αποτυχία. Επιπλέον, το θέατρο είναι πιο “εκτεθειμένο”. Στο σινεμά, αν δεν σου αρέσει κάτι, μπορείς να φύγεις χωρίς να σε δει κανείς, να αλλάξεις ταινία στο Netflix ή να φας ποπ κορν χωρίς να σε κοιτάζει κανένας. Στο θέατρο, όμως, δεν μπορείς να φύγεις διακριτικά. Η εμπειρία είναι άμεση, πιο έντονη, και όταν το θέατρο δεν είναι καλό, είναι περισσότερο οδυνηρό, γιατί βρίσκεσαι εκεί, βλέπεις τη σκηνή, νιώθεις την αμηχανία και δεν μπορείς να κρυφτείς.
Παρόλα αυτά, το θέατρο έχει κάτι που δεν αντικαθίσταται. Είναι η ζωντανή επαφή, η αίσθηση ότι βιώνεις κάτι μαζί με άλλους, σαν τη διαφορά μεταξύ δισκογραφίας και συναυλίας. Μπορείς να ακούσεις μουσική στο Spotify, αλλά στη συναυλία ζεις κάτι μοναδικό, μια κοινή εμπειρία με άλλους ανθρώπους. Κάπως έτσι είναι και το θέατρο – μια συνάντηση που συνεχίζουμε να χρειαζόμαστε, παρά τις δυσκολίες.
Αισθάνομαι πάντως ότι στο κενό της πανδημίας κάτι σας ταρακούνησε. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την πανδημία, παραστάσεις όπως οι Παίκτες ήταν η αφορμή να έρθει νέος κόσμος στο θέατρο.
Η πανδημία ταρακούνησε τον θεατρικό χώρο και ανέδειξε πολλές από τις αδυναμίες και τα υπαρξιακά προβλήματα που υπέβοσκαν για χρόνια. Οι Παίκτες, όπως και άλλες παραστάσεις εκείνης της περιόδου, λειτούργησαν ως ένα σημείο αναφοράς, προσελκύοντας νέο κοινό στο θέατρο. Μας άρεσε πολύ γιατί πολλοί από αυτούς τους θεατές δεν είχαν προηγούμενη επαφή με το θέατρο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “δεν τους άρεσε ποτέ”, και όμως βρήκαν αφορμή να επανασυνδεθούν με την τέχνη.
Αυτή η αφύπνιση δεν ήταν τυχαία. Η πανδημία, μαζί με τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών, το #MeToo και άλλα γεγονότα, έσπασε μια μακρόχρονη ύπνωση. Το θέατρο άρχισε να διεκδικεί έναν νέο ρόλο στην κοινωνία, πιο προσιτό και λιγότερο απομονωμένο.
Η ανάγκη αυτή ενισχύθηκε από την ιστορική πορεία του ελληνικού θεάτρου, που πέρασε από περιόδους υποστήριξης – όπως οι επιχορηγήσεις και οι συλλογικές συμβάσεις από τη δεκαετία του ’80 – σε εποχές κρίσης και αβεβαιότητας μετά τα μνημόνια.
Στα χρόνια της κρίσης, οι καλλιτέχνες βρέθηκαν εκτεθειμένοι στους νόμους της αγοράς. Παραστάσεις που βασίζονταν στην έρευνα και την επιχορήγηση έπρεπε ξαφνικά να φέρνουν εισιτήρια για να επιβιώσουν. Αυτό οδήγησε σε ένα υπαρξιακό ερώτημα για το πώς το θέατρο μπορεί να παραμείνει ζωντανό και βιώσιμο, ενώ ταυτόχρονα να διατηρήσει την καλλιτεχνική του αξία.
Η πανδημία, πέρα από την οικονομική κρίση που έφερε, αποκάλυψε και την αδυναμία του επαγγέλματος να αναγνωριστεί επίσημα. Οι καλλιτέχνες δεν υπήρχαν σε κανένα μητρώο, δε θεωρούνταν επάγγελμα πρώτης ανάγκης, και αυτό ανέδειξε την περιθωριοποίησή τους.
Αυτή η κατάσταση ώθησε τους δημιουργούς να βρουν νέους τρόπους να συνδεθούν με το κοινό, να το ταρακουνήσουν και να του προσφέρουν μια εμπειρία που μοιάζει περισσότερο με τη ζωντάνια μιας συναυλίας.
Η σημερινή γενιά καλλιτεχνών δεν πρόλαβε τις “χρυσές” εποχές του θεάτρου. Δεν είχε την ευκαιρία να γίνει κομμάτι μιας εδραιωμένης κοινότητας θεατρόφιλων, όπως συνέβαινε παλαιότερα με το Εθνικό Θέατρο, το θέατρο Τέχνης, το Αμόρε. Αντίθετα, έπρεπε να βρει το δικό της κοινό, να δημιουργήσει ενδιαφέρον και να απαντήσει στο γιατί το θέατρο είναι σημαντικό, πέρα από τις παραδοσιακές δομές.
Αυτή η γενιά δεν αναζητά την αφομοίωση από παλιότερες θεατρικές “πατριαρχίες”. Αντίθετα, διεκδικεί να απευθυνθεί σε ένα νέο κοινό, να δημιουργήσει μια νέα σχέση με το θέατρο, που δεν βασίζεται στην παράδοση, αλλά στην ανάγκη για ζωντανή επικοινωνία και κοινή εμπειρία.
Ιnfo
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς 185 35
Στάση Μετρό «Δημοτικό Θέατρο», Γραμμή3 (μπλέ) – τερματικός
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων
Τετάρτη & Κυριακή: 20.00
Πέμπτη & Παρασκευή: 21.00
Σάββατο 18.00 & 21.00
Link προπώλησης: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/merde-tou-suyako/