ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ: ΠΩΣ Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ
Ο Γιάννης Μότσιος, μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, διηγείται στο Magazine πως οι αντάρτες πέρασαν από τον Γράμμο στην Αλβανία και από εκεί, με φορτηγά-πλοία στη Σοβιετική Ένωση.
Βρισκόμαστε στον Γράμμο, τον Αύγουστο του 1949, λίγο πριν το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Οι μαχητές του ΔΣΕ βρίσκονται οχυρωμένοι πίσω από το απόρθητο ύψωμα Τσάρνο. Οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού γνωρίζουν ότι εάν πάρουν το Τσάρνο, παίρνουν τον Γράμμο. Το ύψωμα ήταν οργανωμένο με πολυβολεία, ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα και το οπλοστάσιο του ΔΣΕ. Για να σπάσει, χρειαζόταν η συνδρομή της αεροπορίας.
Τον Αύγουστο του 2024, συναντήσαμε τον Γιάννη Μότσιο, μαχητή της 16ης Ταξιαρχίας της 9ης Μεραρχίας του ΔΣΕ, που υπερασπίστηκε το Τσάρνο. Μας περιέγραψε την οπισθοχώρηση των ανταρτών από τα βουνά της Πίνδου στην Αλβανία και από εκεί το ταξίδι προς τη Σοβιετική Ένωση.
ΜΑΧΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ
«Η δική μας η Ταξιαρχία υπεράσπισε το Τσάρνο. Είχαμε πολύ δυνατά οχυρά. Από την πίσω μεριά προς τον Αλιάκμονα είναι γκρεμός. Μπορείς να περάσεις μόνο από μπροστά, αλλά θα σε θερίζουν τα πολυβόλα. Είχαμε στήσει πέντε σειρές από στρώματα κορμών. Οι οβίδες του πυροβολικού μπορούσαν να χαλάσουν δύο από αυτές, αλλά εμείς τη μέρα τις ξαναφτιάχναμε.
Έπρεπε να έρθουν τα αμερικανικά Χελντάιβερ να βομβαρδίσουν τον Γράμμο με αυτή τη βόμβα των 500 λιβρών, ώστε να σπάσει το οχυρό. Μετά τους βομβαρδισμούς ξεκίνησε η οπισθοχώρηση.
Από το Τσάρνο περάσαμε στο Παππούλη και από εκεί στα Ψωριάρικα. Εκεί περνάμε απέναντι, από τον Αλιάκμονα στους πρόποδες της Πόρτας Οσμάν. Φεύγω κατά τις πέντε η ώρα, πρώτος της Μεραρχίας, γιατί ήμουνα κρυπτογράφηση. Δεν πήραμε κανένα μήνυμα από το Γενικό Αρχηγείο για να μας πει τι θα κάνουμε. Περιμένετε αργότερα να σας πούμε, μου λένε.
Κάποια στιγμή, με κρυπτογράφημα μας μεταφέρουν ότι πρέπει όλο το τμήμα να περάσει στο χωριό Γράμμουστα. Λέω στον ασυρματιστή, τον Λάζαρο Ρωμανίδη, εγώ δεν θα έρθω. Δεν θα σε ακολουθήσω εκεί πέρα μέσα, για να μη μας δουν τα αεροπλάνα. Θα πάω μέσα από το δάσος και θα ανέβω ευθεία πάνω.
Κάθομαι και περιμένω τους δικούς μου για να κατεβούμε Γράμμουστα, αλλά αργούν. Κοιτάω στα δεξιά λέω, να οι δικοί μου. Κοιτάω στα αριστερά βλέπω άλλο ένα τμήμα, λέω αντάρτες θα είναι και αυτοί. Κάποια στιγμή πλησιάζουν στα 20 μέτρα και βλέπω σορτσάκι, εκεί κατάλαβα ότι είναι στρατιώτες.
Μόλις με κοίταξε, φάνηκε ότι δεν ήθελε να με σκοτώσει. Ένας με πήρε στο κυνήγι. Με φτάνει στα δέκα μέτρα και μου λέει: «Κάθαρμα σε θέρισα». Εγώ είχα οπλισμένο το όπλο και σκοπεύοντας τον ουρανό έριξα δύο σφαίρες. Οι διμοιρίες έπιασαν θέση μάχης, και κάπως από τύχη ξέφυγα.
Φτάνω στη Γράμμουστα και μας λένε ότι έχουμε εντολή για Πλεκάτι. Η 9η Μεραρχία είναι σε κλοιό και βγαίνει προς την Κορυτσά. Περικυκλωμένοι τριγύρω, η μόνη λύση είναι να δώσεις μάχη. Ή θα σε σκοτώσει ή θα τον σκοτώσεις, ή θα φοβηθεί και θα σε αφήσει. Κάτω στα καταφύγια σκοτώθηκαν αρκετοί. Παραδόθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί».
ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ
«Πριν φτάσουμε στα σύνορα, λέει ένας συναγωνιστής, αριστερά βρίσκεται επιμελητής του Δημοκρατικού Στρατού και του πουλιού το γάλα θα βρείτε. Πάω και πέφτω μπροστά στη ζάχαρη. Τρελάθηκα, είχα δυόμισι χρόνια να φάω ζάχαρη και γλυκό.
Άρχισε να ξημερώνει και να σηκώνεται ο ήλιος. Φτάσαμε σε ένα σημείο μέσα στην Αλβανία στα 500 μέτρα. Εκεί μας είπαν να ρίξουμε τον οπλισμό μας:
“Συναγωνιστές, δώστε τα όπλα. Όταν θα κατεβούμε μαζί, θα πάρουμε σοβιετικά που είναι εκατό φορές καλύτερα’”.
Κολοκύθια, τα γερμανικά ήταν πολύ καλύτερα όπλα, μην κρυβόμαστε.
Φτάνουμε στην Κορυτσά, όπου μας βάζουν σε φορτηγά και μας αφήνουν στο Ελμπασάν. Μια τεράστια πλαγιά, στην οποία παρατηρούμε πολλές φωτιές αναμμένες. Όταν φτάσαμε κοντά, καταλάβαμε ότι πάνω στις φωτιές έβραζαν καζάνια με κρέας. Μας περίμεναν οι Αλβανοί να φάμε. Ύστερα ρίχνουμε κι έναν απίθανο χορό παρέα, και την άλλη μέρα μας παίρνουν άλλα λεωφορεία και φτάνουμε στο Μπουρέλι. Εκεί υπήρχαν ιταλικοί στρατώνες που τους είχαν παρατήσει μετά τον πόλεμο. Μείναμε εκεί για περίπου δύο μήνες».
ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΔΗΛΩΜΕΝΟΙ ΩΣ “ΚΑΠΝΟΣ”
«Έπειτα μας οδηγούν στα Τίρανα και από εκεί στο Δυρράχιο, όπου μπαίνουμε μέσα σε φορτηγά πλοία. Μέσα στο αμπάρι μύριζε απαίσια. Δεν έπρεπε να βγαίνουμε έξω, ώστε να μη δώσουμε στόχο, όσο τα αεροπλάνα περνούσαν από πάνω μας. Στα στενά λένε πως περάσαμε δηλωμένοι ως καπνός, φορτωμένος από την Αλβανία.
Ξεκινήσαμε με την εντύπωση ότι προορισμός μας ήταν η Οδησσός, αλλά σε καμιά ώρα καταλάβαμε ότι κατευθυνόμασταν προς Γεωργία. Πράγματι φτάνουμε στη Γεωργία, και μας κατεβάζουν στο Πότι. Έβαλαν τα ρούχα μας σε κλίβανο, μας καθάρισαν, μας τάισαν, μας πότισαν και μας βάζουν σε τρένα. Πρώτη φορά έμπαινα σε τρένο κανονικό. Περνάμε την Τιφλίδα και από εκεί φτάνουμε στο Μπακού. Εκεί μας περίμεναν τρένα-φορτηγά. Δηλαδή δεν είχαμε καθίσματα και κουκέτες, αλλά είχαμε δύο κρεβάτια. Εκεί κάναμε τρία μερόνυχτα.
Φτάνουμε σε ένα σημείο, μας λένε κατεβείτε. Και με τα πόδια βαδίζουμε κανένα μισάωρο από τη γραμμή ως την δωδέκατη πολιτεία. Εκεί μας εγκατέστησαν ως μόνιμους κατοίκους.
Έτσι φτάσαμε στην Τασκένδη».
ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΑΣΚΕΝΔΗΣ
«Ήτανε δώδεκα πολιτείες. Η δική μας ήταν η κεντρική και η πολυπληθέστερη. Ήμασταν κάπου 1.200 άτομα και μαζί μας ήταν ο Μπαρτζώκας, πολιτικός επίτροπος του Γενικού Αρχηγείου, και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.
Συνήθως έστηναν τις πολιτείες κοντά σε ένα εργοστάσιο για να δουλεύουν οι άνθρωποι. Τα σπίτια που μας είχαν φτιάξει ήταν εντυπωσιακά, θα έλεγα πιο προσεγμένα από των Σοβιετικών.
Πρώτη φορά εκεί κοιμάμαι σε κρεβάτι που έχει στρώμα, σεντόνι και κουβέρτα. Στο βουνό, βάζαμε κάτω ένα γιδομάλι και από πάνω μια φλοκάτη, αυτά είχαμε.
Μετά την εγκατάστασή μας, ήρθαν να μας χαιρετήσουν επίσημα. Το ρωσικό έθιμο είναι ότι σε δέχονται με ψωμί κι αλάτι, και αυτό θεωρείται ότι είναι η καλύτερη υποδοχή.
Για δύο μήνες δεν δουλεύαμε, απλά μας τάιζαν. Μας πηγαίνουν σε αποθήκες ρούχων για να διαλέξουμε ο καθένας το κοστούμι που ήθελε, να πάρει τα πουκάμισα, τα εσώρουχα, το παντελόνι, τα παπούτσια, τα άρβυλα, και για τον χειμώνα το παλτό και εκείνο το ρωσικό καπέλο».
ΜΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΠΑΡΑ ΠΟΔΑ, ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Στις 15 Οκτωβρίου του 1949, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση των ανταρτών, δίνει διάγγελμα που μεταδίδεται από τον ραδιοσταθμό του Βουκουρεστίου. Στο περίφημο αυτό διάγγελμα ακούγεται η γνωστή ιστορική φράση:
«Ο ΔΣΕ δεν κατέθεσε τα όπλα, μονάχα τα έθεσε παρά πόδα. Υποχώρησε μπροστά στην τεράστια υλική υπεροχή που συγκέντρωσαν οι ξένοι καταχτητές ενισχυμένοι απ’ την τιτοϊκή αποστασία και προδοσία που τον χτύπησε πισώπλατα. Μα ο ΔΣΕ δεν λύγισε και δεν συντρίφτηκε. Παραμένει ισχυρός με ακέραιες τις δυνάμεις του. Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση και τα συμφέροντα του τόπου τα έβαλε πάνω απ’ όλα. Οι δυνάμεις μας στο Βίτσι και το Γράμμο σταμάτησαν τον πόλεμο για να διευκολύνουν την ειρήνευση στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει συνθηκολόγηση. Σημαίνει απόλυτη προσήλωση στο συμφέρον της πατρίδας, που δε θέλαμε να δούμε ολοκληρωτικά κατεστραμμένη».
Ο Γιάννη Μότσιος μας διηγείται πως υποδέχθηκαν οι αντάρτες το μήνυμα αυτό, και πως το αξιολογεί σήμερα, 75 χρόνια μετά:
«Το ΚΚΕ και ο Ζαχαριάδης προσωπικά, είχε πει ότι φεύγουμε μεν από την Ελλάδα, αλλά τα όπλα τα έχουμε παρά πόδα. Κοίταξε, αυτό εμάς μας έδινε λίγο αέρα, που αν είχαμε λίγο μυαλό δεν έπρεπε να το πιστέψουμε. Ότι θα μας άφηνε δηλαδή η Σοβιετική Ένωση να μπούμε στην Ελλάδα να πολεμήσουμε. Θα ήταν σα να παίρνει μέρος και αυτή στον πόλεμο.
Στην τελική εκεί που βρισκόμασταν δε νιώθαμε ηττημένοι. Είχαμε μια απίθανη υποδοχή και εγώ είμαι ευγνώμων. Η Σοβιετική Ένωση με σπούδασε.
Μετά την εγκατάσταση μας, η ηγεσία του ΚΚΕ επιλέγει αντάρτες που είχαν βαθμό, αλλά δεν είχαν περάσει σε σχολή. Στον Γράμμο το 1949 είχα το βαθμό του ανθυπολοχαγού επ’ ανδραγαθία, και μπόρεσα έτσι να μπω σε σχολή να σπουδάσω. Άλλος ένα λόγος που δε μπορώ να νιώθω ηττημένος.
Στην Ελλάδα είχα τελειώσει την τετάρτη δημοτικού, θα τελείωνα και την ογδόη, εξατάξιο Γυμνασίου και μετά αν έβρισκε λεφτά ο πατέρας μου, θα πήγαινα στη Θεσσαλονίκη να τελειώσω τη Διδασκαλική Ακαδημία. Το όνειρό μου ήταν να γίνω δάσκαλος.
Στη Ρωσία σπούδασα, έγινα καθηγητής και βρέθηκα να μεταφράζω στα Ρώσικα τους Έλληνες ποιητές, Καζαντζάκη, Σολωμό και Παλαμά».
Ο Γιάννης Μότσιος, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης, και αργότερα στο Κίεβο, όπου γνώρισε τη γυναίκα του Βίκα, με την οποία ζουν μέχρι και σήμερα μαζί στα Γιάννενα. Αργότερα, υπήρξε μόνιμος επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Λογοτεχνίας για τη μελέτη της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα, επαναπατρίστηκε το 1976. Από το 1980 έως το 1997 υπηρέτησε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Στο τέλος της κουβέντας, μας διηγείται μια συνάντηση που είχε τον πρώτο μήνα του επαναπατρισμού του:
«Έρχομαι στην Ελλάδα και εγκαθίσταμαι σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Μέσα στον πρώτο μήνα, έρχεται στο σπίτι μου ο λοχαγός της ασφάλειας από το Α.Τ. Ζωγράφου. Μου λέει, εσείς οι κομμουνιστές μου φάγατε τον πατέρα μου.
Είχε έρθει να μου πει πλαγίως, ότι έχουν καταλάβει ότι έχω επικοινωνία με τον Βαφειάδη. Έχουμε έναν μικρό τσακωμό και του ζητώ να φύγει από το σπίτι. Πριν φύγει τον ρωτάω:
“Πιστεύεις στο Θεό; Πιστεύω, μου απαντά.
Θα πάρεις ένα καντήλι ασημένιο, του λέω, και θα το γεμίζεις συνεχώς λάδι, μη σβήσει. Θα το βάλεις δίπλα στον άγιο που λατρεύεις, και κάθε μέρα θα προσεύχεσαι να μη γίνει ξανά εμφύλιος πόλεμος. Αν γίνει ξες τι θα γίνει; Τι, μου λέει;
Αν σε σκοτώσω, εγώ εσένα, θα ζήσω. Αν με σκοτώσεις, εσύ εμένα, θα ζήσεις. Αυτή είναι η λογική του πολέμου.
Οι πόλεμοι δε γίνονται για να μοιράζονται μπύρες και σοκολάτες’’.