“ΜΙΛΩ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ” – Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΨΑΡΑ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΛΥΔΑ
Δύσκολη και μοναχική. Δουλειά που χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Γνωρίσαμε τον ψαρά Γιάννη Κολυδά στη Μαρίνα Ζέας.
Στη θάλασσα ο άνθρωπος αναμετράται με τη φύση. Όσοι λογίζονται ως γνώστες της, έχουν μια κοινή παραδοχή. Δεν την κατακτάς, δεν μαθαίνεις ποτέ τα μυστικά της. Η σχέση μαζί της περιγράφεται ως ερωτική, εκείνη δεν σε αφήνει κι εσύ δεν μπορείς να μείνεις μακριά της.
Ο Καρυωτάκης πλέκει το εγκώμιό της, μιλάει για τη θάλασσα που ξέρει. για το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί. Ο Καρούζος χαρτογραφεί, ο Καβάφης ακούει την κρυφή φωνή της, αυτήν που μπαίνει στην καρδιά μας, τη συγκινεί και την ευφραίνει. Και ο Χριστιανόπουλος προειδοποιεί να μην την προδώσουμε γιατί έχει τον τρόπο της να μας καταπίνει.
Έξω από τις σελίδες των βιβλίων, ο Γιάννης Κολυδάς ρίχνει άγκυρα κάθε χειμώνα στη Μαρίνα Ζέας, μαζί με άλλους 20-25 ψαράδες. Από εκεί ξεκινάει κάθε εβδομάδα το ταξίδι του σε Πόρο, Αίγινα, Αγκίστρι, Μέθανα για να φτάσει μέχρι τη Μήλο. Γεννημένος στην Ανάφη, “μέσα στη θάλασσα”, όπως λέει αστειευόμενος, από πατέρα επαγγελματία ψαρά, το να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο ήταν μάλλον αναπόφευκτο. Στα 37 του χρόνια γνωρίζει όλα αυτά που μαρτυρούν οι ποιητές και οι συγγραφείς, έχει δει όλα τα πρόσωπα της θάλασσας, αλλά πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο να μάθει. “Η θάλασσα και το ψάρεμα κάθε μέρα σου δείχνουν και κάτι άλλο. Είσαι πάντα σε αγωνία, κάτι θα μάθεις. Σε κάνει και το ερωτεύεσαι”.
Στόχος του είναι τα πρώτα ψάρια – φαγκρί, σκορπίνα, συναγρίδα, μπαρμπούνια – τα οποία πωλούνται σε ιχθυέμπορα αλλά και σε ψαγμένους μάγειρες που ξέρουν να τον αναζητήσουν. Οι τυχεροί που κάνουν τη βόλτα τους στη Μαρίνα Ζέας μπορεί να τον πετύχουν με πιο προσιτά ψαράκια, για να προμηθευτούν για το σπίτι. “Βγαίνω όταν ο καιρός είναι καλός και ανάλογα με την εποχή δουλεύω το κατάλληλο εργαλείο για τα ψάρια”. Τον χειμώνα δουλεύει με παραγάδι και το καλοκαίρι πιάνει με τα δίχτυα του αστακούς. Για τα πετρομπάρμπουνα και τους αστακούς αναζητά την τραγάνα, που συγκεντρώνεται πληθώρα ειδών.
Πετρέλαιο, δολώματα, εργαλεία και μεροκάματα όταν έχει βοηθό μαζί του είναι μέσα στα κόστη που αυξάνονται συνεχώς. Μέσα στη θάλασσα θα μείνει δύο με τρεις ημέρες, αλλά οι πολλές εργατοώρες είναι πίσω στη “στεριά” όταν φτιάχνει τα παραγάδια. Καθισμένος στη βάρκα του, καθαρίζει και δολώνει καμια τρακοσαριά αγκίστρια, δουλειά που απαιτεί υπομονή και προσήλωση. Δουλεύει συνήθως μόνος, είναι “περίεργη” η δουλειά του. “Αν βγω να δουλέψω δεν θα γυρίσω πίσω, κι ας είναι 5, 6 και 7 μποφόρ.
Θα ψαρέψω δύο – τρεις ημέρες και ύστερα θα γυρίσω”. Με το καΐκι του φτάνει ψαρεύοντας μέχρι τη Σαντορίνη και την Ανάφη, περνάει τα βράδια του όπου βρει, συνήθως σε ξερονήσια και συνεχίζει τον δρόμο του. “Έχω φοβηθεί αλλά δεν το βάζω κάτω. Για να πας μόνος σου πρέπει να έχεις το κατάλληλο σκάφος και τα μηχανήματα. Δεν κάθομαι δέκα ώρες στο τιμόνι, βάζω πιλότο, ραντάρ. Δεν θα κοιμηθώ, αλλά θα κάνω άλλη δουλειά, θα χαλαρώσω λίγο”.
Οι μήνες όπου υπάρχει πληθώρα ψαριών είναι ο Μάιος και ο Ιούνιος. Το καλοκαίρι τα “πρώτα” ψάρια φεύγουν χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ τον χειμώνα η τιμή διαμορφώνεται και ανάλογα με τη ζήτηση. Μπορεί ένα εστιατόριο να έχει συνέχεια ελληνικό ψάρι; Αν μιλάμε για ψάρια όπως μπαρμπούνι, φαγκρί, ροφούς, σκαθάρια και σκορπίνα, τότε η απάντηση είναι θετική. Υπάρχουν όμως και τα “δεύτερα” ψάρια που αξίζει να προτιμήσει κανείς, όπως οι γόπες, οι κολιοί και ο μπακαλιάρος. Τους καλοκαιρινούς μήνες ωστόσο, το φρέσκο ελληνικό ψάρι δεν επαρκεί για όλα τα μαγαζιά της χώρας. Μπορεί κανείς ωστόσο με μία διαδικτυακή έρευνα να ενημερωθεί για τι αξίζει να τρώει και τι όχι το καλοκαίρι στα νησιά.
“Πλέον δουλεύεις αλλιώς στη θάλασσα. Παλιά, οι πατεράδες μας πήγαιναν χωρίς βυθόμετρο, τώρα τα εργαλεία στα δείχνουν όλα χωρίς να κάνεις τίποτα. Η τεχνολογία δεν κάνει και τόσο καλό στη θάλασσα όμως”. Με τρία παραγάδια μια καλή ψαριά – πράγμα σπάνιο – είναι ιδανικά 50 με 60 κιλά. Συνήθως, “παίζει” κανείς στα 20 κιλά αλλά υπάρχουν και μέρες που μπορεί να γυρίσεις και άπραγος. “Προχθές είχα ρίξει ένα παραγάδι και έπιασα ένα φαγκρόπουλο και στα δίχτυα τέσσερις σκορπίνες. Τυχαίνουν κι αυτά”. Υπάρχουν διάφορες πεποιθήσεις για το ψάρεμα όταν έχει φεγγάρι – κάποια μάλιστα λένε ότι μπορεί να έχει παραπάνω ρεύματα. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν επηρεάζεται από τις φάσεις της σελήνης, καθώς ρίχνει το παραγάδι του σε μεγάλο βάθος. “Μπορεί να επηρεάζει λίγο όσους πάνε στα ρηχά για τσιπούρες, μελανούρια, σαργούς, τέτοια ψάρια”.
Μόνο ο καιρός ορίζει τη δουλειά του Γιάννη Κολυδά στη σχέση του με τη θάλασσα, μια σχέση ζωής που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα καταλάβουμε ποτέ. Ίσως έχουμε την τύχη όμως να γευτούμε τη νοστιμιά των κόπων του στο πιάτο μας.