ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ: “ΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΧΟΡΝ, ΜΟΥ ΛΕΝΕ, FOLLOWERS ΕΧΕΙΣ;”
Ο ηθοποιός Μιχάλης Συριόπουλος μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή τον “Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ” που θα παρουσιαστεί από 26 Ιανουαρίου στο θέατρο Ιλίσια σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια.
Ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στα 30 του χρόνια και μαγνήτισε αμέσως τα βλέμματα του θεατρόφιλου κοινού. Το 2019 ήταν ο μεγάλος νικητής θεατρικού βραβείου Δημήτρης Χορν για τις ερμηνείες του στο «Καντίντ ή Η αισιοδοξία» του Βολταίρου, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλο (Θέατρο Πόρτα) και στην «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου (Φεστιβάλ Αθηνών/ Πειραιώς 260).
Ο λόγος για τον Μιχάλη Συριόπουλο που αυτήν την περίοδο πρωταγωνιστεί στους τηλεοπτικούς “Πανθέους“, κάνει μαθήματα υποκριτικής σε νέα παιδιά στο δικό του θεατρικό εργαστήρι και παράλληλα εντατικές πρόβες για τον “Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ“. Πρόκειται για έναν πολύ σκοτεινό και μυστηριώδη ήρωα που – όπως και ο ίδιος λέει- προσπαθεί να ερμηνεύσει και να καταλάβει.
Συναντηθήκαμε σε ένα κενό που “βρήκαμε” στο Θέατρο Ιλίσια και κάναμε μία εφ όλης της ύλης συζήτηση…
Σταθμοί της ζωής σου;
Προέρχομαι από μια οικογένεια πολύτεκνη, είμαστε πέντε αδέλφια, οπότε το θέατρο ήταν πολυτέλεια. Δεν είχα καμία θεατρική παιδεία. Όλα ξεκίνησαν από τότε που ήμουν νήπιο. Από τότε που η δασκάλα μου, η κυρία Γαλήνη, είπε στους δικούς μου “ο γιος σας θα γίνει ηθοποιός”.
Πρώτος σταθμός μου θα έλεγα λοιπόν πως είναι το νηπιαγωγείο, όπου με βάφτισε η δασκάλα μου ηθοποιό και έγινε αυτόματα νόμιμη τρέλα μου να μεταμορφώνομαι.
Ο δεύτερος σταθμός είχε πάρα πολύ κλάμα και αποτυχίες. Ήταν οι αποτυχημένες προσπάθειές μου να μπω σε δραματική σχολή. Περνούσα στη δεύτερη φάση σε Εθνικό, ΚΘΒΕ και δεν τα κατάφερνα, μέχρι που μπήκα σε ιδιωτική σχολή μέσω του υπουργείου πολιτισμού κι επιτέλους σπούδασα. Τρίτος σταθμός μου η πρώτη μου παράσταση στη δραματική σχολή. Δε με έπαιρναν ως μαθητή, με πήραν ως ηθοποιό με συμβόλαιο στο δεύτερο έτος. Ναι, ήταν απίστευτο αυτό, αλλά υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι τότε, μ’ ένα νόμο, που συνέβη.
Τέταρτος σταθμός, που με έκανε αρκετά και δημοφιλή στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο “Βυσσινόκηπος” της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου. Και μετά ήρθαν οι πρώτες μου δουλειές στην Αθήνα με τον Θωμά Μοσχόπουλου και η “Δίκη του Κ”. Τότε, στα 30 μου, βίωσα όλη αυτή τη μετανάστευση στην Αθήνα και το ξερίζωμα από τη Θεσσαλονίκη για να κυνηγήσω το όνειρό μου έμπρακτα πια.
Και βέβαια το βραβείο Χορν. Bραβεύτηκα στο σκηνικό του “Βυσσινόκηπου” στο θέατρο Χορν- που τότε σκηνοθετούσε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης- και το θεώρησα πολύ σημαδιακό, γιατί το έργο αυτό με είχε σημαδέψει. Τέλος, ένας ακόμα σημαντικός σταθμός είναι η ίδρυση του θεατρικού εργαστηρίου μου.Του τΖΕΝεράλε Acting Studio. Εν μέσω καραντίνας, αποφάσισα να βάλω λίγη ” ελπίδα” στην ζωή μου.
Πρώτες θεατρικές αναμνήσεις;
Περίμενα πώς και πώς τις εκδρομές με το σχολείο σε θέατρα, γιατί χανόμουν, ταξίδευα, φανταζόμουν. Θυμάμαι έντονα τον Μορμόλη. Κάθε καλοκαίρι “έστηνα” παραστάσεις στη γειτονιά μου. Οργάνωνα όλα τα παιδιά και κάναμε θέατρο χρησιμοποιώντας σεντόνια και στοιχεία από τις παραστάσεις που έβλεπα.
Παράλληλα, άκουγα κασέτες με παραμύθια. Νομίζω ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος που έγινα ηθοποιός. Με θυμάμαι κλεισμένο στο δωμάτιο των γονιών μου, να βάζω και να ξαναβάζω τα παραμύθια και να τα ακούω. Είναι απίστευτο που κολλάγα σαν παιδί με τον λόγο και την αφήγηση. Αυτό είναι κάτι που μου αρέσει στην παράσταση του Ρίπλεϊ, γιατί υπάρχει μια πολύ περίεργη αφήγηση. Αυτό είναι κάτι που εκλείπει πια από τον θεατρικό λόγο, ο οποίος έχει γίνει καθημερινός.
Ακολουθεί πιο τηλεοπτικούς κανόνες;
Ίσως και πιο ινσταγραμικούς. Μετά λύπης μου το λέω αυτό. Ο λόγος στο θέατρο, τουλάχιστον στο θέατρο που εγώ θέλω να υπηρετώ και που διδάσκω στους μαθητές μου, είναι τέχνη. Κρύβει μέσα του κόσμους και οφείλεις να ταξιδέψεις στον θεατή μέσω των λέξεων.
Από παραστάσεις για ενήλικες ποιες θυμάσαι;
Θυμάμαι έντονα την “Ηλέκτρα” του Πέτερ Στάιν με τη Στεφανία Γουλιώτη. Την είχα δει μικρός στο θέατρο Δάσους, οι θεατές ήμασταν σαν τσαμπιά κρεμασμένοι σε κάτι σκαλοπάτια και προσπαθούσαμε να δούμε. Πρόσφατα, με συγκλόνισαν τα “Ερωτευμένα Άλογα” της Ελένης Ευθυμίου. Για πρώτη φορά κατάλαβα τι θα πει κάθαρση και έμεινα στην καρέκλα μου αποσβολωμένος.
Είμαι λίγο δύσκολος θεατής είναι η αλήθεια. Με εκνευρίζει το πρόχειρο και το εύκολο. Είναι πολύ εύκολο να μάθεις τα λόγια σου και να ανέβεις στη σκηνή. Το θέμα είναι να πεις κάτι, να έχεις δουλέψει, να έχεις βρει έναν κώδικα.
Η δική μου αίσθηση πάντως -ειδικά μετά τον κορονοϊό- είναι πως το θέατρο φλερτάρει με τη μετριότητα…
Ψάχνει ισορροπίες. Όλα γίνονται πολύ εύκολα. Νιώθω πως έχει χαθεί το μέτρο στις παραστάσεις. Προσωπικά θέλω να σκηνοθετήσω πάρα πολλά χρόνια και μονίμως φοβάμαι. Δε νιώθω έτοιμος. Είναι εύκολο να βρεις ηθοποιούς και να πάρεις ένα έργο και να το ανεβάσεις. Και όμως, όλα αυτά τα χρόνια “με ψάχνω” και ψάχνω να δω τι θα ήθελα να πω στη σκηνή σαν Μιχάλης.
Διαβάζεις θεατρικά έργα;
Βέβαια, διαρκώς. Λόγω του θεατρικού μου εργαστηρίου, του ΤΖΕΝεράλε Acting Studio, διαβάζω ανάλογα με το τι θα ασχοληθώ με τους μαθητές μου. Με ιντριγκάρει να ασχολούμαι με πράγματα που δεν ξέρω και να ερευνούμε παρέα με τους μαθητές μου. Ταξιδεύω μαζί τους σε αυτό.
Τελευταία, άρχισα να ψάχνω τους Έλληνες συγγραφείς. Υπάρχει μια πηγή, μία φλέβα φωτός στο θέατρο Πορεία στη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής. Το έκανε ο Θανάσης Τριαρίδης και είναι θαυμάσιο. Αυτό το εργαστήρι ανέδειξε θεατρικά διαμάντια, Έλληνες που έχουν γράψει πολύ σύγχρονα πράγματα και είμαι πολύ κοντά στο να κάνω με αυτούς.
Οπότε διαβάζω πολύ, αλλά μου λείπει να διαβάζω για μένα. Το καλοκαίρι σκέφτομαι “και τώρα ήρθε η ώρα να κουρευτώ όπως θέλω και να διαβάσω ό,τι θέλω. Χωρίς να έχω ρόλους στο κεφάλι μου”.
Για να μεταφερθούμε στον κόσμο του Ρίπλεϊ… Ποιος είναι ο Τομ Ρίπλεϊ για σένα;
Ψάχνω ακόμη αυτήν την προσωπικότητα. Αυτό που έλεγα στον Πέτρο Ζούλια είναι, πως αν μπορούσαν να δείξουν αυτόν τον άνθρωπο με ένα αντικείμενο, θα ήταν ένας άνθρωπος με μια βαλίτσα. Σαν ένας ταξιδιώτης και μεταφορικά και κυριολεκτικά που δεν έχει ησυχία μέσα του γιατί δεν είναι καλά με τον εαυτό του. Νιώθω ότι η βαλίτσα του είναι γεμάτη φόβο και προκειμένου να αντιμετωπίσει τους φόβους του, μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο.
Είναι τετραπέρατος ο Ρίπλεϊ, αλλά χρησιμοποιεί το μυαλό του με λάθος τρόπο και από ένα σημείο και μετά το ένα φέρνει το άλλο και γίνεται ένα τέρας. Σίγουρα πάντως, δεν πρόκειται για μια κλινική περίπτωση ανθρώπου που πάσχει από σχιζοφρένεια. Θα ήταν κάτι πολύ εύκολο να βουτήξεις σε αυτό παικτικά.
Τι προκαλεί τη διαρκή μεταμόρφωσή του Ρίπλεϊ;
Δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά γιατί έχουμε και άλλες δύο εβδομάδες προβών και θέλω να δοκιμάσω λίγο τα όσα δε λέγονται. Για μένα, τώρα απομένουν οι ωραιότερες πρόβες: τρέχει το έργο και εσύ ψάχνεις τα από κάτω. Νομίζω πως το κλειδί είναι πως ο ίδιος ο Ρίπλεϊ δεν αντέχει τον εαυτό του, δεν τον έχει αποδεχτεί και μονίμως βρίσκει δεκανίκια αλλού.
Τον ορίζει μία ηθική;
Έχει μία προσωπική ηθική από ένα σημείο και μετά. Δηλαδή άπαξ και γίνεται ο πρώτος φόνος, δεν αντέχει να δει τον εαυτό του χωρίς ρόλο.
Μου είπε επιχειρηματίας το καλοκαίρι που μας πέρασε: “Followers έχεις; Τι να το κάνω το Χορν, το Χορν το πήρες μια φορά, τελείωσε”. Για την ιστορία δεν πήγα στη δουλειά αυτή.
Γι αυτόν τον ήρωα υπάρχει τιμωρία και κάθαρση;
Δεν υπάρχει τιμωρία και κάθαρση γιατί είναι καταδικασμένος. Είναι τόσο έξυπνος που μπορεί να τους ξεγελάει όλους. Μόνο ο θάνατος αποτελεί κάθαρση για έναν τέτοιο ήρωα. Που και πάλι, αν οι ψυχές συνεχίζουν να ζουν, δεν ξέρω αν θα ήταν ελεύθερη η ψυχή του. Νιώθω ότι δε θα είναι ήσυχος ποτέ. Μονίμως κάτι σκέφτεται, μονίμως κάτι θέλει, μονίμως πάει να μπαλώσει κάτι άλλο.
Εσύ μπορείς να τον δικαιολογήσεις μέσα σου;
Ο Πέτρος Ζούλιας έχει κάνει μια εξαιρετική και πάρα πολύ πιστή διασκευή στο μυθιστόρημα της Χάισμιθ. Σε αυτήν, φωτίζει κάποια πράγματα λίγο περισσότερο και με κάποιον μαγικό τρόπο καταλαβαίνεις γιατί αυτός ο ήρωας μεταμορφώνεται. Σαν θεατής, βλέποντας την παράσταση, το αισθάνεσαι και το “δικαιολογείς”.
Αυτήν την προσωπικότητα μπορούμε να τη φέρουμε στο σήμερα;
Αν εξαιρέσεις τους φόνους που κάνει αυτό το πλάσμα, όλοι μας, όπως λέει και ο ίδιος, κρύβουμε μέσα μας έναν άλλον εαυτό. Ούτε εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε πραγματικά. Αυτό το συνειδητοποιείς, αν βάλεις τον εαυτό σου απέναντι σε πέντε διαφορετικά πρόσωπα. Αλλιώς είσαι στη μάνα σου, αλλιώς είσαι στον φίλο σου, αλλιώς είσαι στον σκύλο σου, αλλιώς στον προϊστάμενό σου. Γιατί η κοινωνία μας απαιτεί ρόλους προκειμένου να ζήσεις.
Αυτό ισχύει και για τις σεξουαλικές προτιμήσεις μας…
Το θέμα της ομοφυλοφιλίας αφορά πάρα πολύ το έργο μας. Ειδικά στην εποχή του Τομ Ρίπλεϊ το να είσαι ομοφυλόφιλος είναι βάσανο, κακό, μπελάς, κόλαση. Σήμερα προτιμούμε ένας άνδρας να παντρευτεί με μία γυναίκα και να κάνει οικογένεια κάνοντας σταυρούς και κρατώντας σημαίες, από το να δηλώσει ότι είναι ομοφυλόφιλος και να κάνει τη δική του οικογένεια όπως θέλει.
Αυτό είναι πολύ αστείο. Υπάρχουν τόσα γκάλοπ και θέματα στη Βουλή για τα ομόφυλα ζευγάρια και παράλληλα η τηλεόραση είναι γεμάτη από γυναικοκτονίες, ταινίες και βιασμούς παιδιών, από οικογένειες νορμάλ. Κάτι δεν κολλάει έτσι;
Δεν ξέρω τι πάει λάθος στην κοινωνία μας, σίγουρα όμως δεν είναι λάθος το να παραδεχτείς ποιος είσαι.
Στον Ριπλέι αυτό το πέπλο της υποκρισίας μοιάζει να κυριαρχεί παντού…
Αυτό μου το λέει και ξαναλέει ο Πέτρος Ζούλιας ότι ο Τομ Ρίπλεϊ είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Δεν είναι ένας σούπερ ήρωας και αυτό είναι που αφορά και όλους εμάς.
Δεν ξέρω αν αυτόν τον ήρωας τον δικαιολογείς ή τον φοβάσαι ή και τα δύο. Πάντως είναι ένας χαρακτήρας που μου κάνει τρομερή εντύπωση, γιατί τον ξέρουν όλοι και όλοι έχουν ένα περίεργο θαυμασμό γι’ αυτόν.
Πάντως από τότε που γράφτηκε ο Ρίπλεϊ και παρουσιάστηκε μέχρι σήμερα, η κοινωνία έχει κάνει κάποια άλματα.
Έχει κάνει σαφώς. Οφείλουμε να το λέμε αυτό, αλλά πρέπει να κάνει περισσότερα. Κυρίως ως προς την ισότητα των δύο φύλων στην πράξη, γιατί μοιάζουν να είναι ίσα, αλλά δεν είναι. Υπάρχει ακόμα πολύ μεγάλο κατάλοιπο. Από τη θρησκεία, από τις ρίζες μας, από παντού…
Μπορεί να είναι ουτοπικό όλο αυτό που λέω, αλλά είναι στο χέρι του καθενός μας, να δημιουργήσουμε μια κοινωνία ισότητας.
Πολύ ρομαντικό αυτό…
Πολύ ρομαντικό. Αλλά έχω ανάγκη να πιστέψω κάπου. Δηλαδή πριν έρθω εδώ έβλεπα ειδήσεις και δεν αντέχω να βλέπω άλλες γυναικοκτονίες και παιδάκια να βιάζονται και να χτυπιούνται. Παντού βία. Κάπου είναι σαν να μην αντέχει ο άνθρωπος τον άνθρωπο πια.
Υπάρχει στην παράσταση αυτή η λεγόμενη “τοξική θετικότητα” στους ήρωες;
Και βέβαια υπάρχει. Και στον Ντίκι και στον Ρίπλεϊ.
Στη δουλειά σου πώς το αντιμετωπίζεις; Γιατί αυτή η “αισθηση” της χαράς υπάρχει έντονη σε εσάς τους ηθοποιούς…
Πολλές φορές νιώθω ότι κάνω άλλη δουλειά. Εγώ είμαι ηθοποιός και δε νιώθω σημαντικός, επειδή είμαι ηθοποιός. Νιώθω ένας εργάτης του θεάτρου, ο οποίος πορεύεται και αναμετριέται με τον εαυτό του. Πλέον όμως, για να υπάρχεις στον χώρο και για να αναδειχθείς, πρέπει να πιστέψεις ο ίδιος ότι είσαι σημαντικός. Πρέπει να πιστέψεις σε αυτή την τοξική θετικότητα, γιατί αλλιώς δε θα σε πάρουν για πρωταγωνιστή.
Στην ιδιότητα του ηθοποιού πια μετρούν άλλα πράγματα: το τι φοράς, το τι έφαγες, το που ήπιες και βέβαια τα likes. Kαι εγώ στέκομαι στον βατήρα και σκέφτομαι να βουτήξω ή να μη βουτήξω;
Αυτό είναι πολύ αστείο. Υπάρχουν τόσα γκάλοπ και θέματα στη Βουλή για τα ομόφυλα ζευγάρια και παράλληλα η τηλεόραση είναι γεμάτη από γυναικοκτονίες, ταινίες και βιασμούς παιδιών, από οικογένειες νορμάλ. Κάτι δεν κολλάει έτσι;
Ειδικά μετά τον κορονοϊό αυτό το νιώθω πολύ έντονα. Νιώθω πως έχει αλλάξει το επάγγελμά μου. Και νευριάζω και με τους σκηνοθέτες που όχι μόνο το ανέχονται, αλλά και επιλέγουν βάσει αυτού. Μου είπε επιχειρηματίας το καλοκαίρι που μας πέρασε: “Followers έχεις; Τι να το κάνω το Χορν, το Χορν το πήρες μια φορά, τελείωσε”. Για την ιστορία δεν πήγα στη δουλειά αυτή. Το θέατρο που διδάχτηκα έχει άλλους κόσμους μέσα του. Εκτός κι αν είμαι ντεμοντέ και έχει προχωρήσει τόσο και είναι αυτή η νέα πραγματικότητα και μία καινούρια γλώσσα που πρέπει να μάθουμε.
Πώς βλέπεις τους νέους στο θεατρικό σου εργαστήρι;
Αρχή μου είναι να μη δημιουργήσω Συριοπουλάκια, αλλά να ερμηνεύσω τη δική τους αλήθεια. Το πιο δύσκολο πράγμα που μέσα στα χρόνια αυτά -γιατί ερευνώ και διδάσκω από τα 27 μου- είναι να ερμηνεύσω τα συναισθήματα τους. Και όλα τα συναισθήματα σχεδόν, είναι θυμός. Πλέον είναι σχεδόν γραφικό γι αυτούς να δείξουν τη χαρά ή τον θαυμασμό τους.
Εκεί, αντιμετωπίζω τη μεγαλύτερη δυσκολία με τα νέα παιδιά, μια άρνηση να βουτήξουν μέσα τους. Αλλά βουτάνε ευτυχώς, και λέω ευτυχώς, γιατί όταν βουτήξεις είναι σαν νόμιμο ναρκωτικό το θέατρο.
Ρομαντισμό βλέπεις τουλάχιστον.
Βλέπω. Όχι όπως έβλεπα κάποτε. Όμως υπάρχει και ρομαντισμός και ανθρωπιά. Αρκεί να ξέρεις να δεις.
«Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ
Θεατρική Μεταφορά – Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης από 26 Ιανουαρίου του 2024
Η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΞΕΚΙΝΗΣΕ – Κάντε κλικ ΕΔΩ