“ΠΩΣ ΕΓΡΑΨΑ ΤΗΝ ‘ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΛΑΒΗΣ'”. ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ
Ο συγγραφέας της καλτ βιντεοκασέτας, Θάνος Τσάμπρας, μάς περιγράφει βήμα βήμα πώς έγραψε το σενάριο και μας μεταφέρει στα γυρίσματα της ταινίας. Κώστας Τσάκωνας, Τάκης Βουγιουκλάκης, ιταλικό σινεμά και τα καφεδάκια που “έπρεπε να είναι ήδη έτοιμα”, όλα σε μια αφήγηση-ποταμό.
Είναι τόσο σαρωτικός ο Τσάκωνας σ’ αυτήν την ταινία, που δεν μπορείς να δεις πέρα απ’ αυτόν. Όμως κάποιος θα έγραψε κι αυτό το σενάριο, έτσι δεν είναι; Ξέρουμε ποιος τη σκηνοθέτησε, ο Τάκης Βουγιουκλάκης. Ποιος την έγραψε όμως;
Ο Θάνος Τσάμπρας. Αυτό το καλτ διαμάντι βγήκε μέσα απ’ το μυαλό του σεναριογράφου και λογοτέχνη, Θάνου Τσάμπρα.
Τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και πρώην Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος από το 2015 έως το 2021, ο κ. Τσάμπρας έχει γράψει σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, θεατρικά έργα, ποιητικές συλλογές καθώς και δοκίμια για το σενάριο.
Και από την Πέμπτη 1η Μαΐου στο θέατρο Αλκμήνη θα παρουσιάζεται και το νέο του θεατρικό έργο, η ρομαντική κομεντί “Βροχή στο τζάμι”.
Και μέσα σε όλα αυτά, λοιπόν, έχει γράψει και την “Κλασική περίπτωση βλάβης”. Πώς προέκυψε όμως αυτή η δουλειά; Πώς ήταν η συνεργασία με τον Κώστα Τσάκωνα; Πώς ήταν τα γυρίσματα και τι αποδοχή είχε η βιντεοκασέτα-μύθος όταν κυκλοφόρησε; Αλλά και ποια τύχη είχε και ο ίδιος μετά από την επιτυχία της;
Στο “πώς έγραψα την Κλασική περίπτωση βλάβης” που ακολουθεί, μάς τα εξηγεί όλα:
Βρέθηκα στην εταιρεία «Γιώργος Καραγιάννης και Σία» σε ηλικία περίπου 23 ετών. Προηγουμένως είχα κάνει άλλες βιντεοταινίες με διάφορους παραγωγούς.
Τότε στέγαζε τα πρώτα ονόματα του κινηματογράφου.
Εκεί ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης με τα… «Τσακάλια» του, ο Νίκος Φώσκολος, καθώς και ο Τάκης Βουγιουκλάκης, που ήταν κάτι σαν καλλιτεχνικός διευθυντής για τις παραγωγές που δεν γίνονταν από τους δύο μεγάλους σκηνοθέτες που προανέφερα.
Την ίδια περίοδο ήμουν μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου, κι έγραφα κυρίως ευθυμογραφήματα αλλά και μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες σε διάφορα έντυπα.
Στην «Κλασική περίπτωσης βλάβης», ο Τάκης Βουγιουκλάκης ήταν ο άνθρωπος που παρέλαβε από εμένα την πρότασή μου για την ταινία «με τον Τσάκωνα», ο οποίος ήρθε στον «Καραγιάννη» το ‘86.
Του έδωσα μιάμιση σελίδα «περίληψη». (Το αυθεντικό κείμενο, το έχει η κόρη μου στο αρχείο της. Το κρατήσαμε πολύ αργότερα.)
Ο Βουγιουκλάκης, λοιπόν, διάβασε μπροστά μου την περίληψη και χωρίς να μου πει κάτι, γύρισε και πήγε προς το γραφείο του αείμνηστου Γιώργου Καραγιάννη. Όταν βγήκε πάλι, μετά από ώρα, μού είπε απλά: «πότε θα το έχεις έτοιμο;».
Και πρόσθεσε: «να ξέρεις, σκοπεύω να το σκηνοθετήσω εγώ».
Έτσι, πάντα απλή και ουσιαστική ήταν η επαγγελματική του συμπεριφορά.
Με τον Τάκη Βουγιουκλάκη πρέπει να έκανα μαζί του, τέσσερις ή πέντε ταινίες. Θεωρώ ότι ήταν τιμητική η συνεργασία μου μαζί του.
Εγώ μπήκα στις συζητήσεις για την παραγωγή της ταινίας, μετά την αποδοχή της περίληψής μου. Αλλά και πάλι, μη φανταστείτε ότι τότε γίνονταν πολύωρα και πολυπρόσωπα meeting. Ο Τσάκωνας μιλούσε με τον Βουγιουκλάκη και μετά ο Τάκης με μένα άλλη ώρα,
ίσως και άλλη μέρα.
Όταν βγήκαν οι τίτλοι της ταινίας με την υποσημείωση “σενάριο Θάνος Tσάμπρας, από μια ιδέα του Κώστα Τσάκωνα”, τότε κατάλαβα κι εγώ ότι τόσο καιρό μιλούσαμε για κάτι που είχε «πολύ Τσάκωνα μέσα».
Κυρίαρχη εντύπωσή μου όμως από εκείνες τις κουβέντες είναι ότι θέλαμε όλοι να κάνουμε «κάτι καλό» για τον Κώστα Τσάκωνα. Κάτι που να του ταιριάζει και που θα ωφελούσε τον ηθοποιό, το γραφείο παραγωγής και φυσικά εμάς τους ίδιους.
Αυτός ήταν ο στόχος για τη συγκεκριμένη ταινία και για αυτόν το στόχο δουλέψαμε.
Επειδή μιλούσαμε «για Τσάκωνα», από την αρχή το μυαλό μου πήγε σε αναζήτηση ιστορίας με καθημερινούς λαϊκούς χαρακτήρες, αναγνωρίσιμους.
Έτσι μου προέκυψε η ιδέα για «κάτι» σε ιταλικό στυλ. Να έχει, δηλαδή, κάτι από «Κλέφτη ποδηλάτων», αλλά και στοιχεία από τις ταινίες «Φράνκο, Τσίτσιο». (Εδώ κουμπώνει και ο βοηθός του μάστρο-Γιάννη, που είναι ψηλότερος από τον Τσάκωνα, που τον ερμήνευσε υποδειγματικά ο Τάσος Κωστής).
Είναι γνωστό ότι και ο Τάκης Βουγιουκλάκης ήταν λάτρης της Ιταλικής Σχολής Κινηματογράφου, οπότε συμφώνησε σε αυτό το κόνσεπτ -όπως θα λέγαμε σήμερα- κι έτσι προέκυψε στο χαρτί η «Κλασική περίπτωση βλάβης».
Έκανα τρεις εβδομάδες να γράψω το σενάριο.
Αν έγραψα το σενάριο πάνω στον Τσάκωνα; Στις ατάκες, ναι. Σχεδόν απόλυτα. Από την ώρα που είχα στήσει τον χαρακτήρα, τις ατάκες τις δούλευα σαν να ήταν… «Τσακώνικη» διάλεκτος. Καταλαβαίνετε πως το εννοώ.
Η ουσιαστική επιρροή του Τάκη Βουγιουκλάκη ήταν στο ύφος της ταινίας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι και οι τίτλοι αρχής, στο δημιουργικό των οποίων, έδωσε μια άλλη νότα από ιταλική κωμωδία, βάζοντας κοστούμια στους λαϊκούς τύπους.
Κατά τα άλλα, πιο πολύ τον ενδιέφερε να μη γίνει εντελώς μπάχαλο το γύρισμα… παρά να γίνει περισσότερος χαβαλές μπροστά από την κάμερα.
Έτσι κι αλλιώς, ο χαμός γινότανε σε κάθε σκηνή. Σπίτια «καταστρέψαμε» στα γυρίσματα, αλλά έπρεπε να έχουμε στο τέλος και ταινία.
Και η σκηνή με τα καφεδάκια “που έπρεπε να είναι ήδη έτοιμα” και τα καλώδια που δεν πρέπει να τα ακουμπήσει ο Βλάσης γιατί έχουν ρεύμα, όλα ήταν μυθοπλασία.
Το σενάριο έτσι πρέπει να είναι. Να εκτυλίσσονται καταστάσεις ανάλογες με «τις απαιτήσεις» και τα χαρακτηριστικά των ηρώων. Ανάλογα με τους χαρακτήρες που έχεις στήσει, πλάθεις και τα «κατορθώματά τους». Φτιάχνεις τον Ηρακλή σου και μετά αναζητάς τους «άθλους» του.
Επέλεξα όλα αυτά τα στιγμιότυπα από διάφορες πηγές και ερεθίσματα. Μέχρι και από κάποιες ταινίες από καρτούν, θυμάμαι ότι είχα «σουφρώσει» ιδέες, αλλά μην το πείτε πουθενά.
Αυτή είναι η εντύπωση του κόσμου, όπως έχω καταλάβει κι εγώ. Πως πρόκειται για μια ταινία που διαμορφώθηκε από τον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών. Ίσως γιατί έτσι θέλουν τον Τσάκωνα: Μαστροχαλαστή.
Αν τους πεις ότι αυτό ήταν το σενάριο, τους χαλάς τη… «μανέστρα».
Προφανώς και υπήρξε αυτοσχεδιασμός. Αλλά φανταστείτε μια σκηνή που γινότανε μπάχαλο. Αν δεν είχε τηρηθεί το σενάριο, στο τέλος «δεν υπήρχε σπίτι» για νέο γύρισμα. Δεν θα υπήρχε σκηνή.
Στις σκηνές των δρόμων, πάντως, από όπου ήθελε υλικό εξωτερικών χώρων και ως ρακόρ ο σκηνοθέτης, εκεί τα πράγματα έγιναν… ασυμμάζευτα από πλευράς αυτοσχεδιασμού.
Το μαγαζί του μάστρο-Γιάννη και το καφενεδάκι, ήταν κάπου στον Κολωνό. Τα σπίτια, σε διάφορες συνοικίες.
Το “κλασική περίπτωση βλάβης” κι αν είναι κυρίαρχη ατάκα! Δεν την σκέφτομαι πια ως τίτλο ταινίας. Είναι σλόγκαν μιας ολόκληρης εποχής. Ούτε ακριβώς θυμάμαι σε ποια φάση πήρε τη διάσταση που είχε στην συνέχεια.
Και μόνο για το πόσο ωραία την έλεγε ο Κώστας Τσάκωνας, τον ευχαριστώ (κι εκεί που είναι) και του την αποδίδω. Από την ανάγνωση του κειμένου, ξέραμε ότι θα χάλαγε κόσμο. Είναι Τσάκωνας «ως το κόκκαλο». Αυτός την έκανε επιτυχία.
Με τις κωμικές σκηνές, γελάω και τώρα, αν δω κάποια στο YouTube.
Αλλά όταν βλέπω για λίγο την ταινία, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι τη σκηνή του τραυματισμού του Κώστα Τσάκωνα. Στο σινεμά, όλα είναι ψέματα, εκτός από τα ατυχήματα, όταν συμβαίνουν.
Η σκηνή λοιπόν που «άνοιξε» η σκάλα και έπεσε και χτύπησε ο Κώστας, είναι χαραγμένη στο μυαλό μου. Για μένα είναι η πιο έντονη στιγμή της ταινίας.
Να σημειωθεί ότι την είδα στο μοντάζ. Την συγκεκριμένη ημέρα δεν ήμουνα στο γύρισμα.
Αυτό το γεγονός, μάλιστα, μου το «έβγαζε ξινό» ο ίδιος ο Κώστας, καθώς μου έλεγε συνέχεια «Θανασάκο -έτσι με έλεγε- μού ‘σπασες τη μύτη. Μου χρωστάς μια μύτη… χα, χα…» και γέλαγε, με τον δικό του τρόπο, σαν να έλεγε ένα από τα γνωστά του αστεία.
Διασκέδαζε και με τον πόνο του, τέτοιος άνθρωπος ήταν ο αγαπημένος μας φίλος, που τόσο μας λείπει.
Όσο περνούσε ο καιρός, βέβαια, και το σημάδι στη μύτη μεταμορφωνότανε σε ουλή, ο ίδιος το θεωρούσε ως κινηματογραφικό «γαλόνι». Απίστευτος! Ουσιαστικά, με νοσταλγία θυμάμαι την παρέα μου μαζί του.
Η δεκαετία του ‘80, ήταν έντονα πολιτικοποιημένη και ήταν εύκολο να σκεφτείς να βάλεις κάτι «αντιστασιακό» ακόμα και σε κωμωδία. Εγώ έβαλα το: “κάτω οι πολυεθνικές από τις γειτονιές της ψωροκώσταινας”.
Εννοείται ότι αυτό το στοιχείο το έγραψα «για να γελάσουμε», αλλά έδινε στον κεντρικό ήρωα και το άλλοθι να παρουσιάζει τις παραξενιές του ως… επαναστατική δράση.
Στην ουρά των πλάνων υπήρχαν άπειρες «ομορφιές» όπως όλα αυτά τα “βλάκα”, “κτήνος”, “ζώον” του Τσάκωνα που μου λες. Άλλα κρατήθηκαν, άλλα όχι.
Τα καλά, κρατήθηκαν. Δεν τα χάσαμε, μην ανησυχείτε!
Για να ξέρετε όμως… και ο ίδιος ο Τσάκωνας, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη ταινία, δεν ήθελε να βγαίνει εκτός των ορίων του ρόλου του.
Ως ηθοποιός ήταν χειμαρρώδης αλλά καθόλου «χύμα» στο γύρισμα. Ερχόταν πάντα διαβασμένος και με καλή διάθεση. Έτοιμος να τα δώσει όλα.
Ήταν κάτι που μάλλον το είχε διδαχτεί από τις προηγούμενες και όντως πιο ποιοτικές δουλειές που είχε κάνει, προ της δεκαετίας του ‘80.
Παρότι δεν ήταν ηθοποιός από δραματική σχολή, σεβότανε απόλυτα τους κώδικες της παραγωγής και ενδιαφερόταν περισσότερο από τον καθέναν για το «πως θα πάει το γύρισμα».
Αυτά είναι στοιχεία, που ο κόσμος μπορεί και να μην του τα αποδίδει, αλλά τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αυτό το αποδεικνύει και η μεγάλη του επιτυχία και η διάρκεια της καριέρας του.
Ο Τάκης Βουγιουκλάκης ήταν σκηνοθέτης της προετοιμασίας και της συνέπειας. Συνήθως γύριζε τις σκηνές, όπως ήταν στο σκρίπτ.
Έτσι τις ξεκίναγε τουλάχιστον, αλλά στη «Βλάβη» γίνανε, όπως όλοι έχουμε δει, «απολαυστικά» πράγματα λόγω των επεισοδιακών γυρισμάτων και του αστείρευτου ταλέντου του Κώστα Τσάκωνα.
Η ταινία γυρίστηκε κινηματογραφικά. Είχε αρχικό πρόγραμμα δώδεκα ή δεκατεσσάρων γυρισμάτων, αν θυμάμαι καλά, τη στιγμή που έχει ακουστεί ότι άλλα γραφεία γυρίζανε βιντεοταινίες σε πέντε ημέρες.
Μετά τον τραυματισμό του Τσάκωνα, ναι, υπήρξε διακοπή και παρατάθηκε ο χρόνος ώσπου να ολοκληρωθεί η ταινία. Σημασία πάντως έχει ότι το αποτέλεσμα δικαίωσε την προσπάθεια όλων των συντελεστών της «Βλάβης».
Δεν έμεινε καμία σκηνή εκτός της ταινίας, από ό, τι ξέρω, γιατί και το ωφέλιμο από τα γυρίσματα, δεν ήταν πάρα πολύ. Αν κόβανε και σκηνές, θα έβγαινε ακόμη μικρότερη, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν έχει πολύ μεγάλη διάρκεια.
Η ταινία έχει και μια αίσθηση του παραλόγου, του σουρεάλ γιατί έτσι ήταν και η εποχή τότε: σουρεάλ. Της υπερβολής. Της μιας αφίσας πάνω στην άλλη και όλες μαζί πάνω στην κολώνα.
Βάζαμε όλο και πιο ψηλές σκάλες, καλύτερες από αυτή πού είχε ο Τσάκωνας στην ταινία, για να καλύψουμε όλη την κολώνα ως επάνω με χαρτούρα.
Φτάναμε στον Θεό την πλαστική σημαία από τον ενθουσιασμό μας, και την άλλη στιγμή την πατούσαμε γιατί ήταν πεταμένη στα πεζοδρόμια.
(Κάπου εδώ τον ρωτάω αν ήθελε να περάσει κάποιο μήνυμα με αυτήν την ταινία ή αν ήταν μόνο να γελάσουμε, να περάσουμε καλά -χωρίς να σημαίνει ότι αυτό είναι και λίγο)
Αυτή είναι μια πολύ ωραία ερώτηση που θα μπορούσε να τίθεται ρητορικά για όλες τις κωμωδίες. Γιατί γίνονται; Για περάσει ο κόσμος καλά ή για να πουν και κάτι παραπάνω;
Η απάντηση θα έπρεπε να είναι «και για τα δύο». Αυτή είναι η δική μου γνώμη. Να γελάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά να μας μείνει και κάτι από το περιεχόμενο της ταινίας.
Παρότι έχω «καταγράψει» τις …κοινωνικές ανησυχίες του μαστρο-Γιάννη και τα ερωτικά του Βλάση, του βοηθού του, πρέπει να παραδεχτώ ότι η «Bλάβη» γεννήθηκε για κλασική περίπτωση κωμωδίας.
Ποια ήταν η αποδοχή; Ήταν η επιτυχία της χρονιάς! Τα καλύτερα λέγανε όλοι για την ταινία.
Κι όσο περνούσε ο καιρός και γέμιζαν οι βιτρίνες των βιντεοκλάμπ με την αφίσα της, η οποία έμενε στη θέση της για μήνες (και σε κάποιες περιπτώσεις για μερικά χρόνια), αντιλαμβανόμασταν την επιτυχία της.
Η ταινία αγαπήθηκε από τον κόσμο, ήταν ολοφάνερο.
Όταν την γυρίζαμε όμως, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τί επρόκειτο να συμβεί. Ούτε ότι θα μιλούσαμε σάραντα χρόνια μετά ακόμα για αυτή.
Απλά, όλοι θέλαμε να κάνουμε μια κωμωδία της προκοπής… «παλαιά κοπής», όπως θα έλεγε σήμερα και ο Τσάκωνας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Η επιτυχία σε μια βιντεοκασέτα μετριόταν με τα περιβόητα πακέτα. Η κάθε ταινία που έβγαινε «μπροστά», πόσες άλλες κουβαλούσε στην πλάτη της.
Η “Κλασική περίπτωση βλάβης”, από ό,τι λέγανε, έφτασε να κουβαλάει άλλες δέκα και δώδεκα ταινίες μαζί της, ως υποχρεωτικό πακέτο, για να την αποκτήσουν τα βιντεοκλάμπ. Εννοείται ότι κι από τις άλλες κασέτες κάποιες άξιζαν, αλλά σημασία είχε ποια ταινία έμπαινε επικεφαλής του πακέτου.
Ποιες είναι οι σκέψεις μου που έχει αποκτήσει τέτοια διαχρονική αναγνώριση; Χαίρομαι που κάτι έμεινε. Χαίρομαι που τελικά, κάτι κατέγραψε αυτή η ταινία σε σχέση με την εποχή της.
Και μέσα μου, θα μου επιτρέψετε να πω, ότι νιώθω υπερήφανος! Λιγάκι…!
Αυτή η ταινία μού έδωσε ώθηση καριέρας στη γραφή. Έγινα γνωστός στα γραφεία παραγωγής ως ο συγγραφέας της «Κλασικής περίπτωσης βλάβης».
Στην αρχή αυτή η ιδιότητα, μου άνοιγε πόρτες.
Αργότερα όμως, όπως συνέβη με τους περισσότερους δημιουργούς της δεκαετίας του ‘80, γύρισε μπούμερανγκ εναντίον μου.
Με απέκλειε από δουλειές συνεχώς, καθώς τα ιδιωτικά κανάλια δεν θέλανε ονόματα της εποχής της βιντεοταινίας στους τίτλους των σειρών τους.
Κρατάω όμως στην καρδιά μου, τα καλά λόγια των ανθρώπων που χάρηκαν με την επιτυχία μας και τη χαρά του κόσμου που πέρασε ξένοιαστα και διασκεδαστικά βράδια με την ταινία.
Γενικά πάντως, ό,τι έχει μεγάλη απήχηση και αρέσει στον κόσμο, κάποιους τους χαλάει. «Όξος», όπως θα έλεγε και στην… τσακώνικη διάλεκτό του ο αγαπημένος μας Κώστας.
Όσον αφορά την ελληνική κωμωδία της βιντεοκασέτας σε σχέση με τις σημερινές παραγωγές, μιλάμε για τελείως διαφορετικές εποχές.
Τότε παλεύαμε μονοκάμερο, με τρία, τέσσερα φώτα και τώρα μπαίνουν στο στούντιο που έχει δεκάδες φώτα και πέντε κάμερες και «πυροβολάνε» σκηνές αβέρτα. Θαύματα μπορούν να κάνουν από πλευράς παραγωγής!
Όσο για τα σενάρια, σήμερα έχουμε άνθηση στα κείμενα, αλλά όχι τόσο στην κωμωδία. Οι δραματικές σειρές είναι πολύ δυνατές. Ξεχωρίζουν.
Οι κωμωδίες ήταν πάντα δύσκολες. Θέλουν ειδική προσέγγιση και αρκετό χρόνο στη γραφή και στο γύρισμά τους. Εκεί φαίνεται η «βιαστική» παραγωγή. Γι΄ αυτό δεν βλέπουμε πολλές. Κι από αυτές που βλέπουμε, δύσκολα μένουμε ως θεατές ευχαριστημένοι.
Δεν έγραψα το σενάριο και της “Μεγάλης απόφραξης”, που κατά κάποιον τρόπο ήταν το σίκουελ.
Δεν έκανα δεύτερη ταινία με τους ηθοποιούς που έπαιζαν χαρακτήρες που ήταν κοντά στον εαυτό τους.
Και με τον Στάθη Ψάλτη μία ταινία έκανα, την «Απαγωγή στα τυφλά». Έτσι μου έβγαινε. Ό,τι ήταν να γράψω γι΄ αυτούς τους ηθοποιούς, το έβαζα στην πρώτη ταινία, μετά άδειαζα, δεν είχα κάτι άλλο να προσθέσω.
Αντίθετα με τον Κώστα Βουτσά και με τον υπέροχο Βασίλη Τσιβιλίκα, που έπαιζαν διαφορετικούς ήρωες σε κάθε ταινία, έκανα από τρεις και τέσσερις παραγωγές μαζί τους.
Διασκεύασα σε σενάριο ακόμη και θεατρικές επιτυχίες τους, που ήθελαν να περάσουν στην οθόνη.
Δεν ξέρω για τώρα πώς αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές την ταινία, αλλά μπορώ να σας πω για κάτι που συνέβη πριν αρκετό καιρό.
Ήταν τότε που σπούδαζε η κόρη μου, η Ρίκα, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ήρθε μία μέρα μες το χαμόγελο και μου είπε: «Μπαμπά, να σου πω κάτι να χαρείς. Οι συμφοιτητές μου λατρεύουν την ταινία σου. Ξέρουν όλοι την Κλασική περίπτωση βλάβης».
Χάρηκα πραγματικά που κάποιοι αγαπούσαν την ταινία, 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία της.
Όσον αφορά τα αστεία πάνω σε στερεότυπα της εποχής, πχ για τους εύσωμους ή τους γκέι, που σήμερα ξενίζουν, έχω να πω ότι τότε ήταν άλλες εποχές.
Τότε και στα καρτούν ο Τσίπ με τον Ντέηλ παίζανε σφαλιάρες.
Τώρα τα πράγματα και οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει. Και καλώς έχουν αλλάξει. Χρειάζεται μέτρο, που το δίνει ο πολιτισμός και η εξέλιξη της κάθε εποχής.
Σίγουρα σήμερα, θα κάναμε τα πράγματα πιο «αβλαβή». Και μην ανησυχείτε για το χιούμορ. Δεν χάνεται ποτέ. Θα το βρίσκαμε μέσα από νέες καταστάσεις. Αρκεί να υπάρχει διάθεση «να το ψάξεις»…!
Φυσικά και ξαναείδα τον Τσάκωνα τα χρόνια που ακολούθησαν. Μετά την ταινία που κάναμε μαζί, νιώθαμε… σύντεκνοι και γίναμε φίλοι.
Σταδιακά όμως χαθήκαμε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μιλούσαμε τηλεφωνικά, καθώς είχε «κλειστεί» όπως όλοι ξέρουμε, μετά από ένα ατύχημα, στο σπίτι του και δεν ήθελε να βλέπει κόσμο.
Ο Τσάκωνας, γενικά, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που ο πραγματικός του εαυτός, δεν διέφερε από τη κινηματογραφική του παρουσία.
Δύο ανθρώπους γνώρισα στη ζωή μου, που δεν ξεχώριζα την εικόνα τους, εντός και εκτός σκηνής. Τον μεγάλο Θανάση Βέγγο, που έκανε «μία κίνηση» και σου θύμιζε τον κινηματογραφικό του εαυτό, και τον Κώστα Τσάκωνα, που το γέλιο και η ομιλία του ήταν απαράλλακτα εντός κι εκτός πλατό.
Ξέρω ότι τη συγκεκριμένη δεκαετία την αποκηρύσσουν πολλοί. Εγώ αποκηρύσσω δουλειές, αλλά όχι εποχές. Γι΄ αυτό βγαίνω κάποιες φορές να μιλήσω. Όχι για να υπερασπιστώ στο σύνολό τους όσα έγιναν εκείνη τη δεκαετία, αλλά για να θυμίσω ότι “τίποτα δεν πάει χαμένο”.
Με εκείνες τις κωμωδίες ο κόσμος διασκέδαζε. Άκουγε την γλώσσα του.
Τότε υπήρχαν μόνο δύο κρατικά κανάλια και όπως εύστοχα έχει πει και ο Λαζόπουλος, στο ένα, κάθε φορά που το άνοιγες, έβλεπες μία σαύρα πάνω σε δέντρο.
Αυτό ήταν τότε το τηλεοπτικό τοπίο και η ανεξάρτητη παραγωγή έδωσε μια άλλη επιλογή, μια ανάσα, μια νότα διασκέδασης στον κόσμο.
Εκείνο που με θλίβει όμως, ξέρετε ποιο είναι; Μπορεί το τηλεοπτικό τοπίο να άλλαξε, στη συνέχεια, σε αυτόν τον τόπο, αλλά στην ουσία δεν έχουν αλλάξει και πολλά άλλα πράγματα, από τότε.
Να σας το πω διαφορετικά: Η δική μου πινελιά που υπάρχει στο σενάριο της «βλάβης», -ως προσωπική άποψη-, είναι το γεγονός ότι “στο σπίτι του υδραυλικού, η βρύση στάζει”. Αυτή είναι η Ελλάδα που ακόμα με πληγώνει. Η Ελλάδα που δε λέει να διορθώσει τα υδραυλικά του οίκου της…!
*Η νέα κομεντί του Θάνου Τσάμπρα με τον τίτλο “Βροχή στο τζάμι” ξεκινάει τις παραστάσεις της την Πέμπτη 1η Μαΐου, στις 21.15, στο θέατρο Αλκμήνη, σε σκηνοθεσία του Διονύση Λυκιαρδόπουλου, με πρωταγωνιστές τους: Σταμάτη Κακαβελάκη και Έλενα Τριανταφύλλου.
Εισιτήρια ΕΔΩ
*Στην παράσταση ακούγεται σε πρώτη εκτέλεση το τραγούδι: «Πίστεψα και δεν πίστεψα» (Μουσική: Πηγή Λυκούδη, στίχοι: Θάνος Τσάμπρας, ερμηνεία: Δημήτρης Αϊβαλιώτης)
*Το 2019, ο Θάνος Τσάμπρας τιμήθηκε από τον Όμιλο για την UNESCO Πειραιώς & Νήσων, για το θεατρικό έργο του «Καρύδια με μέλι» και το 2023, από την Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης, για την προσφορά του στην Ποίηση και στο Θέατρο.