ΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ, ΑΤΕΛΗΣ, ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ, ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Με αφορμή την παράσταση «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο», το τελευταίο έργο του εκλιπόντα Γιώργου Σκούρτη, ο σπουδαίος σκηνοθέτης δοκιμάζεται στο θέατρο και μιλάει στο NEWS 24/7 για όλη του τη ζωή τονίζοντας ότι το πιο σημαντικό σε κάθε ιστορία είναι να εμπιστεύεσαι και να σε εμπιστεύονται, να αγαπάς και να σε αγαπάνε. Αλλά με πράξεις, όντας παρών.

Δέκα χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, το ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας «Μήδεια, Κρείσσων των Εμών Βουλευμάτων», ο Νίκος Γραμματικός κάθεται επιτέλους ξανά στην καρέκλα του σκηνοθέτη, για πρώτη φορά στο θέατρο.

Το «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο» (κάθε Σαββατοκύριακο στον Μικρό Κεραμεικό), αποκύημα πολυετών ζυμώσεων με τον πρωταγωνιστή Θοδωρή Ζουμπουλίδη, είναι το τελευταίο έργο του Γιώργου Σκούρτη με τον οποίο ο Γραμματικός είχε πολύ στενή -χωρίς να λείπουν τα συγκρουσιακά στοιχεία- φιλική σχέση μέχρι τα στερνά του, με αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του ’90, τότε που οι αξεπέραστοι «Απόντες» βραβεύτηκαν πολλάκις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ο εκλιπών θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος συνεχάρη συγκινημένος τον σκηνοθέτη. 

Για αυτή τη σχέση, τη συγκεκριμένη παράσταση αλλά και όλη του τη ζωή μίλησε στο NEWS 24/7 ο ατελής και πληγωμένος -«όπως και οι ταινίες μου» σημειώνει χαρακτηριστικά εκείνος- και μοναδικός -τονίζω εγώ- δημιουργός. Επιμένοντας ότι το πιο σημαντικό σε όλες τις ιστορίες είναι να εμπιστεύεσαι και να σε εμπιστεύονται, να αγαπάς και να σε αγαπάνε. Αλλά με πράξεις, όντας παρών.

Τι σε οδήγησε σήμερα, μετά από τέσσερις δεκαετίες στον κινηματογράφο, στην πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά στο θέατρο;
Δεν είχα σκοπό να κάνω θέατρο. Η παράσταση προέκυψε από τη γνωριμία μου με τον Θοδωρή Ζουμπουλίδη, ο οποίος ως Theo Alexander έχει κάνει σοβαρά πράγματα στην Αμερική – ποιος δεν ξέρει, ας πούμε, τον ρόλο του στο True Blood; Με τον Θοδωρή είμαστε φίλοι από παλιά και ανέκαθεν μου έλεγε να κάνουμε κάτι στο θέατρο. Ψάχνοντας κάποια στιγμή διάφορα έργα μου πέρασε από το μυαλό το τελευταίο του Γιώργου Σκούρτη. Έδωσα λοιπόν αυτό το ρέκβιεμ, όπως το αποκαλώ, του Σκούρτη στον Θοδωρή, αμέσως ενδιαφέρθηκε, θέλησε να το κάνει και ευτυχώς μαζί με τη σύντροφο του Ευτυχία Φράγκου κατάφεραν να σηκώσουν το εγχείρημα ως παραγωγή. Για μένα είναι ένας φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο με τον οποίο ζήσαμε πολλά, ήμασταν για κάμποσα χρόνια σχεδόν κάθε βράδυ μαζί. Είχαμε μια σχέση ζωής. 

Το «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο» έχει εκδοθεί από τον Καστανιώτη. Για να καταλάβεις πόσο κοντά ήμασταν με τον Σκούρτη, στον υπολογιστή μου έχω δύο προηγούμενα draft του κειμένου αλλά και σημειώσεις που μου έστελνε. Μιλάμε δηλαδή για πολύ στενή σχέση. Η απουσία του μου έχει δημιουργήσει δυσαναπλήρωτο κενό. Εννοώ και στην πραγματική μου ζωή. Περνούσαμε ατελείωτες ώρες παίζοντας μπιλιάρδο ή κουτσοπίνοντας στη μπάρα, πολλές φορές χωρίς καν να μιλάμε – οι σιωπές μας όμως δεν ήταν ποτέ αμήχανες. Και φυσικά ο Σκούρτης με τα έργα του -«Οι Νταντάδες», «Κομμάτια και θρύψαλα», «Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης» και τόσα άλλα- από το ’70 και μετά άλλαξε τη ροή του νεοελληνικού θεάτρου, αυτό είναι δεδομένο.

Αντώνης Τσούλος

Πώς ξεκινήσατε να κάνετε παρέα με τον Σκούρτη;
Τον έβλεπα στα μπαρ των Εξαρχείων πολύ πριν γνωριστούμε, ήμουν ακόμη 22-23 ετών. Είχε και δικό του μπαρ στα Εξάρχεια για ένα διάστημα, τη Ράμπα. Τον έβλεπα στην Αίτνα, στο Dada, στη Ράμπα, στην Ίντριγκα, στην Όστρια, στο Επέκεινα της Καλλιδρομίου. Μόνο η Ίντριγκα έχει μείνει σήμερα στη γειτονιά. Ο Σκούρτης έμενε τότε στα Εξάρχεια, μετά μετακόμισε στην Κυψέλη. Πήγαινα και του έλεγα: Κύριε Σκούρτη, διάβασα τους «Εκτελεστές», είδα τα «Κομμάτια και θρύψαλα» στο Θέατρο της Δευτέρας και τρελάθηκα. Χαιρόταν ο άνθρωπος. Μετά πέρασαν χρόνια, έκανα τις πρώτες μικρού μήκους, την πρώτη μεγάλου μήκους, τη δεύτερη και η τρίτη ήταν οι «Απόντες».

Μετά την προβολή των «Απόντων» στη Θεσσαλονίκη, ήρθε να μου μιλήσει συγκινημένος. Αργότερα τον συνάντησα στη Στοά. Πήγαινα εκεί με τον Χειλάκη, τον Νούσια, τον Μουρίκη, τα παιδιά δηλαδή από τους «Απόντες». Σιγά-σιγά αρχίσαμε να κουτσοπίνουμε με τον Γιώργο και να μιλάμε για δράμα, έργα κλπ. Σκέψου ότι ένα βράδυ του είπα μια ιστορία μου και ο μπαγάσας κάθισε και την έγραψε, μου την έστειλε και ήταν πολύ καλύτερη από ό,τι του είχα διηγηθεί. Έμαθα πολλά από τον Γιώργο. Είχε ένα έμφυτο ταλέντο ως προς το τι σημαίνει δράμα και αφήγηση. Ακόμη και στις ιστορίες που μας έλεγε στη μπάρα.

Ήμασταν κάθε βράδυ μαζί έξω, άλλες φορές τρώγαμε στο σπίτι του, γενικά ήταν μια πολύ στενή σχέση. Υπεραγαπώ και τον γιο του, τον Σπύρο. Ο οποίος δεν έγινε συγγραφέας αλλά εξαιρετικός μπάρμαν, αλλά ακόμη κι έτσι κατά κάποιο τρόπο το μήλο κάτω από τη μηλιά έπεσε γιατί ο «μπάρμπα-Τζωρτζ», όπως είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου του Σκούρτη, ήταν κάθε βράδυ στα μπαρ. 

Μου λείπουν πολύ αυτές οι στιγμές, ήταν ζωτικής σημασίας για μένα. Ήταν σπουδαίος ο Σκούρτης και δεν εκμαυλίστηκε ποτέ από την εξουσία. Ήταν ένας πραγματικά ουτοπικός αναρχικός ο Γιώργος. Και έκανε σαφείς τις προθέσεις του -ότι δηλαδή εξουσία σημαίνει διαίρει και βασίλευε- από το πρώτο του έργο, όντας επηρεασμένος από το θέατρο του παραλόγου αλλά και από ένα ωμό ρεαλισμό που είχε βιώσει ο ίδιος. Όταν ζούσε στο Παρίσι είχε δουλέψει από μπετατζής μέχρι χορευτής σε ελληνικά μαγαζιά, συρτάκι και τέτοια. Ώσπου έστειλε το έργο του στο Θέατρο Τέχνης ανέβηκε και έτσι ξεκίνησε ένα σερί πολύ σπουδαίων έργων. 

Με το θέμα του εγκλεισμού σε ένα σπίτι ενώ μαίνεται πόλεμος έξω είχε γενικά θέμα ο Σκούρτης. Το «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο» είναι τελευταίο έργο που έγραψε και πρόκειται για τη συνομιλία ενός συγγραφέα με τον θεό του που είναι ο Σαίξπηρ ενώ έξω μαίνεται εμφύλιος. Ο Σκούρτης έγραφε μυθικό ρεαλισμό, έτσι το ονομάζω, όπως και ο Ευριπίδης, όμως ανάποδα. Δηλαδή ο Ευριπίδης έπαιρνε ανθρώπους του μύθου και τους έφερνε στην καθημερινή ζωή. Ο Σκούρτης έπαιρνε ήρωες της καθημερινής ζωής και τους μετέτρεπε σε μυθικά πρόσωπα. Αντί για μυθικά πρόσωπα σαν τη Μήδεια, τον Ιππόλυτο, τον Περσέα, χρησιμοποιούσε τον Μπάμπη, τον Μήτσο, τον Γιάννη. Ήταν τρομακτικά ταλαντούχος συγγραφέας, με το ένα πόδι στην καθημερινή ζωή και με το άλλο στον στοχασμό. Λείπουν τέτοιοι άνθρωποι σήμερα από την Ελλάδα. 

Αντώνης Τσούλος

Θεωρείς ότι σε επηρέασε σημαντικά ως σκηνοθέτη;
Κοίταξε, όταν είσαι από το ’96 μέχρι τα στερνά ενός ανθρώπου κάθε μέρα μαζί του δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε επηρεάσει. Όχι ότι δεν είχαμε διαφωνίες. Θυμάμαι ότι με αποκαλούσε συνέχεια «μικρό». Όταν όμως ήθελε να τσακωθεί μαζί μου με έλεγε Γραμματικό. 

Τσακωνόσασταν στο μπιλιάρδο;
Μπα, όχι. Αυτός μου έμαθε γαλλικό γιατί στη Γαλλία ανδρώθηκε. Κι εγώ του έμαθα αμερικάνικο γιατί όταν ήμουν μικρός στη Σαλαμίνα δεν μας άφησαν να παίξουμε γαλλικό στο μπιλιαρδάδικο, μας έστελναν σε μια μπακατέλα να βάζουμε τις μπάλες στις τρύπες. Παίζαμε με τις ώρες μπιλιάρδο με τον Σκούρτη, ερχόταν κι άλλος κόσμος, ο Νίκος Παναγιώτοπουλος, ο συγχωρεμένος ο Κώστας Σταρίδας, ο Μουρίκης, ο Νούσιας, όλη η παρέα των «Απόντων» δηλαδή η οποία υπάρχει ακόμη με ένα τρόπο, κάποιοι μιλάμε διαρκώς. 

Βιώνεις την όλη συνθήκη της θεατρικής σκηνοθεσίας ως κάτι εντελώς διαφορετικό από την κινηματογραφική;
Στον κινηματογράφο ο σκηνοθέτης είναι παρών σε κάθε πλάνο. Στο θέατρο ο σκηνοθέτης δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει πέντε ή δέκα λήψεις και να βάλει τα πράγματα σε τάξη στο μοντάζ. Μιάμιση ώρα σηκώνει όλο το βάρος -κατά τη γνώμη μου με εξαιρετικό τρόπο- στην πλάτη του ο Θοδωρής. 

Πότε γνωριστήκατε με τον πρωταγωνιστή σου;
Μου τον έφερε πριν πολλά χρόνια ο Νούσιας στη Στοά, ένα βράδυ που καθόμουν μάλιστα με τον Σκούρτη. Έρχεται λοιπόν ο Τασούλης, ο μικρός μου αδερφός, όπως τον αποκαλώ, και μου λέει: Έλα να σου γνωρίσω τον μικρό μου αδερφό! Εκείνο το βράδυ έπεσαν στο τραπέζι ονόματα όπως Γουέλς, Κασσαβέτης, Κόπολα, Άντλερ, Στανισλάφσκι, χαθήκαμε μέχρι το πρωί, θυμάμαι να μιλάμε και για το βιβλίο «Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα» του Τζόζεφ Κάμπελ

Ο Θοδωρής τότε ήταν στην Αμερική. Τον είδα ξανά όταν πια είχε επιστρέψει στην Ελλάδα για προσωπικούς του λόγους. Ήταν ένα βράδυ στο Εν Δελφοίς, πάλι εκείνος με τον Νούσια κι εγώ με τον Σκούρτη. Και λέω τι γίνεται; Μας στέλνει χρησμό η Πυθία στο Εν Δελφοίς; Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση με τον Θοδωρή η οποία κρατάει μέχρι τώρα. Κουβεντιάζουμε πολλά χρόνια κι έχουμε ένα δυστοπικό όνειρο να κάνουμε κάτι για τις Βάκχες λίγο πριν πεθάνουμε.

Αντώνης Τσούλος

Ως σκηνοθέτης ποια θα έλεγες ότι είναι βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που έχεις κάνει τόσα χρόνια στον κινηματογράφο και αυτό που καλείσαι να κάνεις σήμερα στο θέατρο;
Το θέατρο ξεκινάει στις 9 και τελειώνει στις 11 ας πούμε, είναι σε μια συνεχή, γραμμική ροή ακόμη κι αν υπάρχουν φλας μπακ στο έργο. Ο κινηματογράφος είναι κάτι άλλο. Δεν πάμε πρώτα στο βουνό για το πρώτο πλάνο, μετά στην παραλία για το δεύτερο και μετά στην πόλη για το τρίτο. Τελειώνουμε όλα τα πλάνα στο βουνό και συνεχίζουμε. Και μετά πρέπει να μπει σε τάξη το υλικό που έχεις στη μουβιόλα. Ο ηθοποιός στον κινηματογράφο οφείλει να έχει αυτή τη διάλυση στο κεφάλι του και να μπορεί να ενώνει μαζί σου τα κομμάτια του παζλ. Πρέπει να μπαίνει σε μια διαδικασία φαντασίας γιατί αυτό που προηγείται της σκηνής που παίζει μια συγκεκριμένη στιγμή, δεν έχει γυριστεί ακόμα. Ή αν έχει γυριστεί πρέπει να μπει σε μια διαδικασία μνήμης. Και η επόμενη σκηνή μπορεί να γυριστεί μετά από τρεις εβδομάδες. Είναι σαν να πετάς στο πάτωμα αυτά τα μεγάλα παζλ που μου έπαιρνε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν μικρός, όπως εκείνο με ένα καράβι μέσα σε μια τρικυμία. Στο θέατρο δεν είναι έτσι, όχι την ώρα της παράστασης τουλάχιστον.

Δέκα χρόνια έχουν περάσει πια από την τελευταία σου δουλειά, τη «Μήδεια». Γιατί δεν έχεις κάνει άλλη ταινία;
Από τη μία έχασα ανθρώπους στο πολύ κοντινό μου περιβάλλον οπότε είχα ζητήματα που με εμπόδισαν να κάτσω να δουλέψω. Ήταν σαν να έχασα κομμάτια του εαυτού μου, σαν να μου λείπουν πια η καρδιά ή το συκώτι. Έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Θα μου πεις αυτό συμβαίνει σε όλους μας όσο περνάνε τα χρόνια, όλοι χάνουμε ανθρώπους, απλά εγώ τους έχασα μαζεμένους. Πέρα από αυτό όμως θεωρώ πιο σημαντικό το εξής: η ερώτηση δεν θα έπρεπε να απευθύνεται μόνο σε μένα. Γιατί, ας πούμε, όταν έγραψα ένα treatment με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, όποια πόρτα χτύπησα τη βρήκα κλειστή. Είχα μια πρόταση για ένα σενάριο του Γιάννη Ξανθόπουλου, θα ήταν παραγωγή του Παντελή Μητρόπουλου και της συζύγου του, Μαίρης Κολώνια, τους οποίους γνώρισα μέσω του Πάνου Παπαχατζή, του παραγωγού των Απόντων. Τους ευχαριστώ και τους εκτιμώ πάρα πολύ αλλά δεν ευδοκίμησε το πράγμα. Όπως και να ‘χει αυτή είναι η μοναδική πόρτα πίσω από την οποία αισθάνομαι ότι μπορώ να πλησιάσω κάποιους ανθρώπους. Θεωρώ όμως τον εαυτό μου τυχερό γιατί οι ταινίες μου παίζονται ακόμα. Αυτό με συγκινεί πολύ.

Από αυτά που λες καταλαβαίνω ότι δεν έχεις απεμπολήσει την ιδέα της επιστροφής σου στο σινεμά
Εγώ είμαι κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης, άρα προφανώς το έχω στο μυαλό μου. Μέσα στον κορονοϊό κάθισα και έκανα σενάριο το treatment μας με τον Παναγιωτόπουλο – δεν το έχει διαβάσει κανείς, ακόμη το διορθώνω. Προφανώς μου αρέσει και θέλω να το κάνω. Θα δούμε. Έχω κι άλλα σενάρια στο συρτάρι αλλά αυτό μου αρέσει περισσότερο.

Γενικά όμως ας μην αποκλείουμε το ενδεχόμενο να συμβεί και κάτι άλλο σε αυτή τη ζωή: Να τελειώσει το καύσιμο, που λένε. Δεν σου κρύβω δηλαδή ότι ήταν κάπως σαν να άδειασα κιόλας μετά τη «Μήδεια». Τίποτα δεν αποκλείεται δηλαδή. Πολλοί άνθρωποι κάποια στιγμή στερεύουν. Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν μείνει στην παγκόσμια ιστορία για ένα βιβλίο. Όπως και σκηνοθέτες για μία ταινία. 

Πόσο στενά παρακολουθείς το ελληνικό σινεμά όλα αυτά τα χρόνια που δεν κάνεις τις δικές σου ταινίες;
Πολύ στενά. Πάντα υπάρχουν ταινίες που έχουν αξία, ειδικά όμως στις μικρού μήκους βρίσκω διαμάντια. Εύχομαι ολόψυχα αυτά τα παιδιά να μπορέσουν να συνεχίσουν και να κάνουν τα πράγματα που θέλουν και αγαπάνε. Γιατί έχει ανάγκη ο τόπος από αφηγήσεις. 

Τι έκαναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος; Εκτός από τους Πέρσες που είναι ένα ιστορικό γεγονός, όλα τα άλλα ήταν μια ανασυγκρότηση παλαιότερων μύθων. Από τον Προμηθέα Δεσμώτη μέχρι τις Βάκχες είναι όλα μυθικά πρόσωπα. Είτε η ανασυγκρότηση των παλιότερων μύθων είτε οι μύθοι της ανασυγκρότησης -που είναι και τίτλος ενός ωραίου δίσκου των R.E.M.- είναι κάτι που έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη σήμερα. Μας λείπει. 

Η Αμερική πώς νομίζεις ότι επιβλήθηκε; Με τα όπλα ή μέσω των μύθων; Χρησιμοποιώντας κιόλας και δικούς μας μύθους ή λατινικούς. Μια νέα χώρα σε σχέση με τη γηραιά Ευρώπη, επικράτησε μέσω των αφηγήσεων και ο κινηματογράφος έπαιξε σημαντικότατο ρόλο για να γίνει αυτό. Ειδικά παλιότερα οι αφηγήσεις της Αμερικής ήταν παντοκρατορία, έφταναν και στο τελευταίο μικρό χωριό με είκοσι κατοίκους. Οι Αμερικανοί έχουν αποικοιοπήσει το υποσυνείδητό μας, όπως λέει ο Βέντερς στο «Πέρασμα του χρόνου».

Αντώνης Τσούλος

Μιας και μιλάς για μύθους πιστεύεις ότι έχει δημιουργηθεί κάποιος για σένα εξαιτίας των ταινιών σου, κάποιο αφήγημα δηλαδή στο μυαλό των θεατών; Και κατά πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;
Το μόνο που ξέρω, Θεοδόση, είναι ότι οι ταινίες μου παίζονται ακόμα και εισπράττω συγκίνηση από τους άλλους. Αυτό είναι το μεγάλο μου κέρδος. 

Βλέποντας κάποιος τις ταινίες σου θα καταλάβει τι σόι άνθρωπος είσαι;

Δεν ξέρω. Αλλά γιατί να τον απασχολήσει;

Προσωπικά μου αρέσει να λέω ότι κάθε βιβλίο μου είναι τρόπον τινά μια φωτογραφία του ποιος ήμουν όταν το έγραφα υπό την έννοια ότι δημιουργώντας ένα έργο προσπαθείς να διαχειριστείς τα ζητήματα που σε απασχολούν την εκάστοτε περίοδο άρα και τον ίδιο σου τον εαυτό. Ισχύει κάτι τέτοιο για σένα και τις ταινίες σου;
Έχεις μεγάλο δίκιο, είναι πολύ σωστή παρατήρηση. Κάθε μου ταινία αποτυπώνει τα ζητήματα που με απασχολούσαν ή τα πράγματα που ένιωθα όταν τη γύριζα. Να ξέρεις ότι μόνο αν ένα σενάριο μου τρώει το στομάχι, μόνο αν μια ιδέα επιστρέφει σε μένα ξανά και ξανά αφού την έχω διώξει, μόνο έτσι μπορώ να κάνω ταινία. 

Μπορείς να μου περιγράψεις μια στιγμή ευτυχίας από την παιδική σου ηλικία;
Σίγουρα από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου ήταν να πηγαίνω με τον πατέρα μου να μου παίρνει ένα σουβλάκι από τον Κρίνο που υπάρχει και στους «Απόντες» και μετά να βλέπουμε παλιά νουάρ ή αμερικανικά γουέστερν στο σινεμά.

Έτσι κόλλησες το μικρόβιο του κινηματογράφου;
Ακόμη πιο νωρίς. Στη γειτονιά μου υπήρχε μόνο μία τηλεόραση που την έβγαζε έξω από το σπίτι του αυτός που την είχε για να δούμε μπάλα. Έτσι είδα τον Παναθηναϊκό στο Γουέμπλεϊ. Στο σπίτι πήραμε τηλεόραση το ’75, ήμουν 12 τότε. Αλλά η Σαλαμίνα ευτυχώς είχε επτά-οχτώ κινηματογράφους. Η μητέρα μου με πήγε σινεμά 40 ημερών, μόλις ξελεχώνιασε. Ήταν η μεγάλη της αγάπη το σινεμά. Γι’ αυτό όταν της ανακοίνωσα ότι σκόπευα να παρατήσω το Μαθηματικό για να γίνω σκηνοθέτης και τσίνησε λίγο, της είπα: Ρε μάνα εσύ κι ο μπαμπάς μου κολλήσατε το μικρόβιο. Ο μπαμπάς βέβαια δεν πήγαινε στις ταινίες της μαμάς. Της άρεσαν ξέρω ’γώ ιταλικά ή ελληνικά μελό. Θυμάμαι ότι μια μέρα με πήγε στο «Εκείνο το καλοκαίρι» και έγινα έξαλλος. Όταν όμως πηγαίνεις από 40 ημερών στο σινεμά, τι περιμένεις να γίνει; Εννοείται ότι μεγαλώνοντας με τα φιλαράκια μου βλέπαμε Ταρζάν, μας πήγαιναν οι γονείς στο σινεμά που το είχε ένας γνωστός, μας άφηναν μόνους στα πέντε μας, βλέπαμε την ταινία και έρχονταν να μας πάρουν. Πιο μετά πήγαινα μόνος μου συνεχώς. Δεν σταμάτησα ποτέ.

Κάτσε να σου πω μια ιστορία για το σινεμά που έχει πλάκα, θα σου αρέσει γιατί έχει σχέση και με τους «Απόντες». Μια προβολή που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι του «Εξορκιστή». Είχα πάει με τον φίλο μου τον Χρήστο, τον ποιητή των «Απόντων» σε μυθοπλαστική επέκταση. Ήμασταν 14-15 τότε, το παίζαμε μάγκες και χεστήκαμε πάνω μας. Ήταν χειμώνας και όταν βγήκαμε από το σινεμά έριχνε χιονόνερο. Ξαφνικά βλέπουμε τα καντήλια του Αγίου Δημητρίου -μέναμε και οι δύο κοντά στην εκκλησία- να τρεμοσβήνουν. Με τη Σαλαμίνα βραδιάτικα να είναι πιο άδεια κι από χωριό σε γουέστερν. Αρχίζω εγώ να τρέχω δεξιά κι ο Χρήστος αριστερά. Πάω, που λες, στο σπίτι για να κοιμηθώ αλλά δεν μπορώ από τον φόβο μου. Πέφτω στο κρεβάτι, στριφογυρνάω, και τελικά ξυπνάω την αδερφή μου και την παίρνω αγκαλιά στο κρεβάτι με το ζόρι για να κοιμηθώ. Η αδερφή μου, μικρότερη σημειωτέον, γκρίνιαζε και με το δίκιο της. Γελάς, ε; Κάτσε, έχει και συνέχεια.

Το πρωί να δεις τι έγινε με τη γιαγιά μου. Ήταν θρησκόληπτη η γυναίκα και μερικές φορές για να με βάλει στον ίσιο δρόμο μου διάβαζε συναξάρια και βίους Αγίων. Σου μιλάω για τις μεγαλύτερες ταινίες τρόμου, αδιανόητα βασανιστήρια. Υποτίθεται δηλαδή, δεν ξέρω, δεν με νοιάζει, είμαι άθρησκος, αν και εννοείται ότι με όλα αυτά τρόμαζα. Η γιαγιά μου ήξερε όλους τους δαίμονες, όλη τη λεγεώνα. Εκείνο το βράδυ με τον Εξορκιστή προσπαθούσε να με πείσει ότι κουνιέται στο κρεβάτι από τους δαίμονες. Ρε γιαγιά, της έλεγα, δεν κουνιέται. Αμ δε, μου έλεγε, κουνιέται γιατί είναι από κάτω ο Αζαζίλ. Και μου πετούσε το κομποσκοίνι!

Νίκο, λυπήσου με!
Μα είναι για τρομακτικό γέλιο! Για να καταλάβεις πόσο θρήσκα ήταν η γιαγιά μου, ο πατέρας της είχε κάνει δωρεά στασίδι δέκα ατόμων στον Άγιο Δημήτριο. Κι εγώ ήμουν παπαδάκι μέχρι που με απέβαλλαν απ’ όλες τις εκκλησίες. Αλλά πήγαινα μαζί της γιατί την λάτρευα. Ήταν μάλιστα πολύ καλλιεργημένη, γεννημένη το 1892 από καλή οικογένεια, με πιάνα και τέτοια. Το επόμενο πρωί λοιπόν από το σκηνικό με τον «Εξορκιστή» της κάνω το εξής: Παίρνω ένα κομμάτι πράσινο σαπούνι που το έφτιαχναν στο σπίτι με ελαιόλαδο, το βάζω στο στόμα κι αρχίζω να βγάζω αφρούς, πέφτω κάτω και κάνω τον δαιμονισμένο. Έρχεται η γιαγιά μου κι αρχίζει να μου πετάει αγιασμό. Κι εγώ να κάνω ότι γδέρνω τα πατώματα, αρχίζω να λέω κάτι αρχαία και λατινικά που ψιλοήξερα, τα μπλέκω με ποιήματα του Έλιοτ στα αγγλικά που είχα μάθει στο φροντιστήριο για το Lower, ο πατέρας μου και η μάνα μου να έχουν ψοφήσει από το γέλιο και η γιαγιά να φωνάζει: Φέρτε τον παπά, το παιδί είναι δαιμονισμένο! Κι εγώ να χτυπιέμαι, μέχρι και γέφυρα έκανα γιατί ήμουν ευλύγιστος και περπατούσα ανάποδα. Δηλαδή τι να λέμε, τα έκανα ρημαδιό όλα εκείνη τη μέρα, την εκδικήθηκα για τον φόβο που είχα πάρει με τους δαίμονες. Παρεμπιπτόντως δεν έχω ξαναδεί μέχρι σήμερα τον «Εξορκιστή», αν και έχω δει πολλές ταινίες τρόμου. 

Μα γιατί;
Γιατί θέλω να θυμάμαι καθαρά τον φόβο που ένιωσα τότε. Δεν ξέρω, ίσως ξαναδώ την ταινία λίγο πριν πεθάνω. Δεν έχω τρομάξει περισσότερο στη ζωή μου σε επίπεδο τέχνης. Να, κάτι τέτοια έλεγα στον Σκούρτη και πέθαινε στο γέλιο. Ο Σκούρτης είχε φοβερό χιούμορ, διαρκώς χρησιμοποιούσε παροιμίες, έλεγε ανέκδοτα και ξαφνικά πεταγόταν στον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ. 

Αναρωτιέσαι τι μπορεί να έλεγε ο μακαρίτης αν έβλεπε την παράσταση σας σήμερα;
Γαμοσταυρίδια θα έριχνε. Αλλά ας ήταν ζωντανός κι ας τα έριχνε. Ο Σκούρτης, να ξέρεις, ήταν συγκρουσιακός. Δεν ήθελε πολλά πάρε-δώσε με το σύστημα. Δεν πήγαινε καν να πάρει την τιμητική σύνταξη για πολλά χρόνια. Με τα χίλια ζόρια τον πείσαμε. Ταιριάζαμε ως προς αυτό. Κι εγώ έχω αρνηθεί όλες τις θέσεις που κατά καιρούς μου έχουν προτείνει. Γι’ αυτό πια δεν μου προτείνουν τίποτα. 

Όταν λες θέσεις;
Για παράδειγμα μου πρότειναν κάποια στιγμή να διαβάζω σενάρια στο Κέντρο Κινηματογράφου. Τους είπα ότι δεν αισθάνομαι άνετα να κρίνω τα σενάρια φίλων και συναδέλφων.

Ποια ταινία σου αγαπούσε περισσότερο ο Σκούρτης;
Ξέρω ότι σίγουρα του άρεσαν πολύ οι «Απόντες» αλλά και η «Μήδεια», για την οποία είχε γράψει ολόκληρο κείμενο στα Νέα. Κάποιος να στείλει τη Μήδεια στον Πατσίνο για να καταλάβει τι εστί έρευνα, κάτι τέτοια έγραψε γιατί τότε ο Πατσίνο έκανε τότε το «Αναζητώντας τον Richard». Ήταν τεράστια τιμή για μένα τα καλά λόγια του Σκούρτη. Γιατί όπως σου είπα δεν χαριζόταν ούτε για μισό καρέ. Ένα ολόκληρο βράδυ είχαμε φάει μιλώντας για τον «Βασιλιά» κι ένα συγκεκριμένο καρέ που δεν του άρεσε. Θυμάμαι στο τέλος να του λέω: Κόφ’ το, οι ταινίες μου είναι ατελείς και πληγωμένες όπως κι εγώ, όπως και τα δικά σου έργα, οπότε πιες το ποτάκι σου τώρα να ηρεμήσεις και τα ξαναλέμε.

Κάνω ακόμα φανταστικές συνομιλίες με τον Σκούρτη. Όπως κάνει ο Θοδωρής με τον Σαίξπηρ στο έργο. Ένα έργο εξομολόγησης είναι. Και χωρίς τον Θοδωρή τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός και συνεργάτης. Ακόμη κι όταν διαφωνούμε με τον Θοδωρή, δεν το κάνουμε ποτέ περί ανέμων και υδάτων. Είναι πολύ δημιουργική συνθήκη η συνάντηση μου με τον Θοδωρή. Και φυσικά αυτός κουβαλάει το βάρος της παράστασης. Αυτός κουβαλάει την Πέτρου του Σισύφου. Το πιο σημαντικό σε όλες αυτές τις ιστορίες, Θεοδόση, είναι να εμπιστεύεσαι και να σε εμπιστεύονται, να αγαπάς και να σε αγαπάνε. Αλλά με πράξεις, όντας παρών.

Info:

«Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο» 

Εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Γιώργου Σκούρτη

Σκηνοθεσία: Νίκος Γραμματικός
Πρωταγωνιστεί: Θοδωρής Ζουμπουλίδης (Teo Alexander)

Μικρός Κεραμεικός, Ευμολπιδών 13, mikroskerameikos.gr

Κάθε Σάββατο & Κυριακή στις 21.15

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα