Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο ALEX K. ΚΑΙ Ο ΚΤΙΡΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΔΙΝΟΥΝ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

Μία μεγάλη συνέντευξη δύο χαρισματικών μουσικών με αφορμή τη διαλεκτική τους σχέση, τη δυναμική τους αλληλεπίδραση και το συναρπαστικό ελληνόφωνο άλμπουμ τους που μόλις κυκλοφόρησε.

Θα περνούσαν πολλά χρόνια από τη γνωριμία του καθενός από τους δύο με τα μουσικά έργα του άλλου -για ευνόητους λόγους προηγήθηκε του Κτίρια τη Νύχτα με τους δίσκους των Last Drive και των Earthbound, ξακουστών και αξεπέραστων συγκροτημάτων που συνδημιούργησε ο Αλέξης Καλοφωλιάς- μέχρι να γνωριστούν δια ζώσης, παραδόξως στο πλαίσιο μιας κινηματογραφικής ταινίας και όχι ενός μουσικού stage ή studio, και να καταλάβουν αμέσως, όπως λένε στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί, πόσο ταιριάζουν σαν άνθρωποι και, το κυριότερο, πόσο θέλουν να συνθέσουν μαζί μουσική.

Θα περνούσαν μερικά ακόμη μέχρι να το κάνουν, μεταξύ των οποίων και εκείνα της περιόδου που σταμάτησε ο κόσμος, όπως λέμε μερικές φορές για τη διετία της πανδημίας, και ειδικά εκείνα θα ήταν από τα πλέον σημαντικά για τη μετέπειτα συνεργασία τους μιας και τότε δημιουργήθηκε η βάση, όπως λέει ο Alex K., όσων θα ακολουθούσαν, με αφετηρία πράγματα που είχαν γράψει κατά μόνας «και σιγά σιγά αυτά τα θραύσματα, ας πούμε, αυτές οι ιδέες εξελίχθηκαν σε μουσικές οντότητες πιο συγκεκριμένες» μέσω μιας δυναμικής αλληλεπίδρασης και μιας γνωριμίας που ξεκίνησε από κάτι σχεδόν τεχνικό και εξελίχθηκε σε φιλία. «Κάθε συνάντησή μας ήταν μια ενδοσκόπηση», τονίζει ο Κτίρια τη Νύχτα.

Απότοκο όλων αυτών το άλμπουμ «Alex K. + Κτίρια τη Νύχτα» που μόλις κυκλοφόρησε από την Inner Ear.

Ένα άλμπουμ που δεν είναι, κόντρα σε αυτό που ίσως θα περίμενε κανείς, ούτε «ό,τι πιο πειραματικό» έχει κάνει ο Alex K., όπως θα μπορούσε δεδομένου ότι το συνδημιούργησε με έναν ηλεκτρονικό και όχι μόνο μουσικό με πλείστα τέτοια δείγματα γραφής, ούτε «ό,τι πιο ευθύ» έχει κάνει ο Κτίρια τη Νύχτα όπως θα μπορούσε δεδομένου ότι το συνδημιούργησε με έναν χαρισματικό ροκ frontman.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Αλλά ένα ελληνόφωνο (έχει και αυτό τη μεγάλη του σημασία) άλμπουμ με εντυπωσιακά εύληπτη και στα οχτώ του τραγούδια τη σύζευξη, αν θέλετε, δύο συνθετικών διαδρομών με διαφορετική ηχητική αφετηρία αλλά τελικά κοινό συναισθηματικό πεδίο, ίσως δε και κοινό αισθητικό προορισμό. «Η κουβέντα περί αισθητικής είναι εκ προοιμίου δύσκολη γιατί προσπαθεί να διατυπώσει με όρους γλώσσας κάτι που κινείται στη σφαίρα του άυλου» λένε στο NEWS 24/7. Την κάναμε όμως. Και με το παραπάνω.

Πότε αποφασίσατε να δουλέψετε μαζί; Ποιος έκανε το πρώτο βήμα;
Κτίρια τη Νύχτα: Με τον Αλέξη γνωριστήκαμε με αφορμή την ταινία μικρού μήκους του Χάρη Ραφτογιάννη «Τελευταία Πνοή», στην οποία πρωταγωνιστεί με τη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη. Εγώ είχα κάνει τη μουσική και το sound design.

Alex K: Μετά έκανα το τραγούδι “Eight minutes (Mama)” για το ντοκιμαντέρ “Let me breathe” του Θωμά Σίδερη. Κι επειδή είχαμε μια πολύ ωραία επαφή στην ταινία, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να το μιξάρει και να κάνει την παραγωγή ο Γιώργος.

Κτίρια τη Νύχτα: Αφού έγινε κι αυτό, ο Αλέξης έριξε την ιδέα να κάνουμε κάτι μαζί μουσικά, καθώς είδαμε ότι ταιριάζαμε σαν άνθρωποι. Επί ενάμιση χρόνο βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα, συζητούσαμε, ονειρευόμασταν, γνωριζόμασταν όλο και πιο βαθιά.

Alex K: Υπήρχε μία βάση, αν μπορείς να το πεις έτσι, δηλαδή κάποια πράγματα που είχαμε γράψει την περίοδο των lockdown. Άλλα είχα γράψει εγώ, άλλα ο Γιώργος και σιγά σιγά αυτά τα θραύσματα, ας πούμε, αυτές οι ιδέες εξελίχθηκαν σε μουσικές οντότητες πιο συγκεκριμένες.

Κτίρια τη Νύχτα: Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρότεινα στον Αλέξη ήταν να γράψει στίχους στα ελληνικά. Το έκανα εντελώς διαισθητικά, αφού ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε ήταν στα αγγλικά και δεν είχα ιδέα τι θα προέκυπτε. Τα κείμενα που έγραψε ήταν πολύ συγκινητικά, είχαν κάτι βαθιά ανθρώπινο.

Alex K: Ανταποκρίθηκα στην πρόκληση του Γιώργου μέσα σε ένα βράδυ. Γύρισα στο σπίτι μετά από μια έξοδο και μέχρι το πρωί τα είχα γράψει όλα – εκτός από ένα, το «Μια εκτίμηση» που έχει μερικούς στίχους που είχα γράψει όταν ήμουν 14. Κάποιο καιρό πριν, ψάχνοντας τα γραπτά μου, είχα πέσει πάνω τους και μου φάνηκαν πολύ ζωντανοί και επίκαιροι.

Κτίρια τη Νύχτα: Η γνωριμία μας ξεκίνησε από κάτι σχεδόν τεχνικό και εξελίχθηκε σε φιλία. Κάθε συνάντησή μας ήταν μια ενδοσκόπηση. Δεν μας αφορούσε το αν και πού θα κατέληγαν οι μουσικές που φτιάχναμε. Θέλαμε απλά να δημιουργήσουμε ένα νέο σώμα που θα ενσωμάτωνε στοιχεία από αυτό που είμαστε και νιώθουμε.

Alex K: Πέρα από τη σχέση μας που εξελισσόταν με πολύ όμορφο τρόπο και τροφοδοτούσε το όλο πράγμα, αρχίσαμε να κάνουμε διάφορους πειραματισμούς. Όπως για παράδειγμα στο “Bd Voltaire” υπάρχει μια μικρή στιχομυθία, ακούγεται ο Γιώργος να λέει, «ρε φίλε, δεν έγραφε τόση ώρα».

Είχαμε βγει μια μεγάλη βόλτα στα Εξάρχεια, μιλούσαμε για το πόσο έχει αλλάξει η περιοχή, αλλά δεν ηχογραφήθηκε τίποτα. Χάθηκε όλο αυτό.

Κτίρια τη Νύχτα: Δεν πειράζει, όμως. Κάποια πράγματα δεν καταγράφονται, αλλά έχουν την αξία τους, ακόμα κι αν χάνονται.

Alex K: Επίσης στο τραγούδι «Αμπελόκηποι» λίγο πριν το τέλος ακούγεται η φωνή του Πάνου Κουτρουμπούση. Είναι από κάποιες συζητήσεις που κάναμε με τον Πάνο λίγο πριν το τέλος της ζωής του και χωρίς να το ξέρουμε η Kate (σ.σ. σύζυγος του εκλιπόντα συγγραφέα, ποιητή και εικαστικού) τις ηχογραφούσε. Πήραμε το υλικό, ο Γιώργος διάλεξε μια φράση και τη χρησιμοποίησε.

Κτίρια τη Νύχτα: Όλες αυτές οι προσθήκες, καθώς και γενικότερα πολλές ιδέες πάνω στην παραγωγή, προέκυψαν από τις συζητήσεις μας. Μου μιλούσε, ας πούμε, ο Αλέξης για τον Πάνο που είχε ζήσει σε μια εποχή πολύ πιο ανέμελη και λιγότερο απάνθρωπη από τη σημερινή. Κι επειδή το συγκεκριμένο κομμάτι έχει να κάνει με ένα ευαίσθητο θέμα του Αλέξη και με όλα αυτά που κρατάει ένας άνθρωπος σε μια στιγμή βίας, σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ταιριαστό το να ακούγεται ο Κουτρουμπούσης να λέει ότι τα πράγματα σήμερα γίνονται όλο και πιο άσχημα.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Αλέξη, για να είμαι ειλικρινής δεν θα μου φαινόταν περίεργο αν χρειαζόσουν περισσότερο χρόνο για να καταλήξεις σε ελληνικό στίχο που σε ικανοποιεί, μετά από τόσες δεκαετίες που γράφεις στα αγγλικά.
Alex K: Κι όμως, ενώ ένα τραγούδι με αγγλικό στίχο θα το δω και θα το ξαναδώ και θα είναι μια συνεχής διαδικασία που θα ολοκληρωθεί τη στιγμή της ηχογράφησης, με την ελληνική διατύπωση είχα ανέκαθεν μια σχέση σχεδόν αυτόματης γραφής. Δεν είχα δηλαδή τώρα την αγωνία αν θα μου βγει ή όχι. Απλώς το θεώρησα μια πολύ ωραία πρόκληση από τη μεριά του Γιώργου.

Και βέβαια ακούγοντας αυτά που έχει κάνει μέσα στα χρόνια ο Γιώργος, το πώς δένει τον στίχο με τη μουσική του, σκέφτηκα πως δεδομένου ότι εγώ έρχομαι από έναν άλλο κόσμο, θα είχε πολύ ενδιαφέρον αυτή η σύμμειξη.

Υπήρξε κάποια δεύτερη σκέψη όσον αφορά το τραγούδι «Αμπελόκηποι», δεδομένης της στιχουργικής επιστροφής σε ένα τραυματικό συμβάν;
Alex K: Όχι γιατί κατά κάποιο τρόπο μέσα από την αφήγηση η ιστορία αποπροσωποιείται και μιλάς για έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μια οριακή κατάσταση που μπορεί να αναιρέσει την ίδια του την ύπαρξη. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που γράφω για την επίθεση που δέχτηκα. Για παράδειγμα έχει εμφανιστεί πάλι στο “Valley” των Earthbound, σε μιαν άλλη μορφή. Και ίσως να έχει εμφανιστεί και αλλού αλλά να μην το γνωρίζω ούτε ο ίδιος, γιατί όταν γράφεις κάτι όλες οι πτυχές του εαυτού σου διεκδικούν ασυνείδητα μια θέση στο φως. Όπως λένε, οποιαδήποτε ιστορία, ακόμη και την πιο δύσκολη, αν τη μοιραστείς, γίνεται λιγότερο δύσκολη.

Πώς ηχογραφήσατε το άλμπουμ;
Alex K: Έχω στήσει ένα μικρό στούντιο στο σπίτι μου στους Αμπελοκήπους, εκεί είχα γράψει τα πρώτα θραύσματα που μετά αποτέλεσαν μέρος του πυρήνα του δίσκου. Στην πορεία φωνάξαμε κάποιους ανθρώπους που πιστεύαμε ότι θα δώσουν κάτι σημαντικό. Είναι ο Φώτης Σιώτας στη βιόλα, η Θάλεια Ιωαννίδου των drog_A_tek στην τρομπέτα, η Κίκα, η σύντροφος του Γιώργου, τραγουδάει σε δύο τραγούδια, κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ γιατί τα συγκεκριμένα δεν μπορούσα να τα φανταστώ με τη δική μου φωνή. Και μετά ήρθε ο Κώστας (σ.σ. Χρυσόγελος aka Digital Alkemist), γιατί όταν το ολοκληρώσαμε χωρίς φυσικά τύμπανα όλο αυτό καταλάβαμε ότι κάτι έλειπε στο ρυθμικό κομμάτι, αυτό που λέμε ανθρώπινος παράγοντας.

Κτίρια τη Νύχτα: Ηχογραφήσαμε στο σπίτι του Αλέξη και στο δικό μου γιατί θεωρώ ότι είναι πιο σημαντικό το να πιάσεις τη διάθεση της στιγμής κάποιου μέσα στο χώρο του -επηρεάζει και ο χώρος τη διάθεση- παρά να πας σε ένα απρόσωπο studio, όπου τεχνικά όλο αυτό ίσως γινόταν με αρτιότερο τρόπο, αλλά κάτι θα χανόταν από αυτό που θέλαμε να καταγράψουμε. Έτσι, αξιοποιήσαμε τον χρόνο μας με πιο ουσιαστικό τρόπο, εμβαθύνοντας στη σχέση μας μέσα από τις κουβέντες μας, από τις οποίες αντλούσαμε διάφορα στοιχεία που τα ενσωματώναμε σιγά-σιγά στα κομμάτια. Ας πούμε, όταν μου είπε ο Αλέξης ότι το κείμενο του «Μια εκτίμηση» γράφτηκε στην εφηβεία του, αυτό με πήγε πίσω στη δική μου και έτσι σκέφτηκα μια ενορχήστρωση σαν κάτι που θα έπαιζα τότε.

Επίσης, η ιδέα για τον ήχο του synth στο «Αμπελόκηποι» προέκυψε όταν διαπιστώσαμε ότι είχαμε και οι δύο μεγάλη αγάπη για τις ταινίες και τα soundtrack του Κάρπεντερ.

Alex K: Σκέψου ότι σε πολλά live των Last Drive χρησιμοποιούσαμε σαν opening tune το θέμα του «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση». Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν με τον Γιώργο μέσα από τις συζητήσεις μας και τις αναφορές μας φτιάξαμε ένα πεδίο που γεννούσε μόνο του μουσικές μορφές.

Αλλά και μέσα από το τυχαίο της συνάντησης μας. Με γοήτευε πολύ το ότι όλο αυτό προέκυψε από την τυχαία και σχετικά πρόσφατη γνωριμία μου με έναν άνθρωπο.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Ακούγεται ειδυλλιακό όλο αυτό που περιγράφετε. Δεν υπήρξε καμία εμπλοκή στη δημιουργική διαδικασία;
Alex K: Καμία πραγματικά.

Κτίρια τη Νύχτα: Εξαρχής υπήρχε αλληλοσεβασμός και χωρίς καν να χρειαστεί να το έχουμε προσυμφωνήσει ήξερε ο καθένας ότι αν ο άλλος ήθελε να γίνει κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, κάποιος λόγος θα υπήρχε, οπότε προχωρούσαμε με αυτό.

Alex K: Ήταν μια διαλεκτική σχέση, μια αλληλεπίδραση πολύ δυναμική, αλλά χωρίς αιχμές. Μας γοήτευε το ότι αυτή η δουλειά ήταν το αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης χρονικά και ψυχικά. Προέκυψε γιατί υπήρξαν οι συνθήκες που τη γέννησαν. Δεν υπήρχε κάποια φιλοδοξία ή κάποιο πανίσχυρο καλλιτεχνικό όραμα που σε καθοδηγούσε και έλεγε ότι πρέπει να κάνεις κάτι.

Έτσι λοιπόν αυτό το πράγμα απέκτησε για μένα πολύ ανθρώπινες διαστάσεις.

Πώς καταλάβατε ότι το αποτύπωμα αυτής της διαλεκτικής όπως λέτε σχέσης είχε πια ολοκληρωθεί;
Κτίρια τη Νύχτα: Είναι όπως όταν λέει ένας ζωγράφος «αυτή είναι η τελευταία πινελιά στον πίνακα». Κάπως το αισθάνεσαι αυτό, ακούς ένα τραγούδι και συνειδητοποιείς ότι δεν χρειάζεται να προσθαφαιρέσεις κάτι. Βέβαια, είναι εύκολο να πέσεις σε έναν φαύλο κύκλο συνεχών αλλαγών πιστεύοντας ότι το κάνεις καλύτερο ενώ απλά το κάνεις διαφορετικό. Και σε αυτό συμβάλλει η ανασφάλεια που αισθανόμαστε όλοι όταν αποχωριζόμαστε αυτό που έχουμε φτιάξει. Αλλά αυτό είναι κάτι που μαθαίνεις να το διαχειρίζεσαι από την πείρα σου.

Alex K: Η δημιουργία είναι και ένας διάλογος με τον εαυτό σου. Και ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων τι θα σου πει ο εαυτός σου. Μπορεί να βγει στην επιφάνεια η ανασφάλεια, η αμφιβολία…

Αυτό έχει να κάνει με το ότι έχετε επίγνωση των προσδοκιών του κοινού από εσάς;
Alex K: Οφείλεις να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και έτσι είσαι ειλικρινής και με αυτούς που σε ακούνε. Άρα λοιπόν δεν μπαίνει στην εξίσωση καμία περίεργη σκέψη του τύπου πώς θα μπορέσω να το κάνω ώστε να αρέσει περισσότερο στους άλλους. Αυτό που έχει σημασία σε πρώτη φάση είναι να αρέσει σε σένα. Αν αρέσει και στο κοινό, ακόμα καλύτερα.

Κτίρια τη Νύχτα: Όλο αυτό είναι μια σχέση που διαρκώς αναπτύσσεται. Δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον στο να συναντάς κάποιον φίλο και κάθε φορά να λέτε τα ίδια πράγματα απλώς για να περνάτε ωραία. Πολλές φορές το περιβάλλον σου σε καλουπώνει και περιμένει κάτι συγκεκριμένο από σένα, ενώ εσύ συνεχίζεις να εξελίσσεσαι. Αν σέβεσαι τη σχέση που έχεις με τον κόσμο που σε ακούει, οφείλεις να έχεις την ελευθερία να εκφράζεσαι όπως εσύ νιώθεις.

Alex K: Ξεκινάς πάντα από το πώς νιώθεις εσύ ο ίδιος γι’ αυτό που κάνεις. Αυτό κάναμε πάντα με τους Last Drive, τους Earthbound, τους Holy Strangers. Οι δεύτερες σκέψεις που αφορούν το κοινό μπορεί να κάνουν την κατάσταση αμφίθυμη. Οπότε φροντίζεις να έχεις μια καλή σχέση εσύ με το έργο και μετά έρχεται το κοινό και συμβαίνει η όποια μέθεξη. Και αυτό το μοίρασμα είναι μαγικό, το πώς δηλαδή το προσωπικό, το εσωτερικό, γίνεται συλλογικό, πώς διαχέεται.

Κτίρια τη Νύχτα: Προφανώς δεν λέμε ότι δεν μας αφορά η σχέση με τον κόσμο. Θα είναι πολύ ωραίο αν αρέσει ο δίσκος. Άλλωστε γι’ αυτό τον κυκλοφορούμε.

Alex K: Όπως γράφει και ο Ρικ Ρούμπιν: «Στον πυρήνα κάθε έργου τέχνης βρίσκεται μια δήλωση: ήμουν εδώ. Ό,τι φτιάχνεις, ένα μουσικό έργο, ένα βιβλίο, ένας πίνακας, μια ταινία, είναι ο απόηχος μιας παροδικής ζωής». Αυτό εμένα με κάνει, ειδικά όσο περνάνε τα χρόνια, να μην είμαι απορριπτικός με οποιοδήποτε έργο τέχνης, στο επίπεδο των προθέσεων τουλάχιστον. Δεν δίνω πια πολέμους αισθητικής. Ο καθένας γράφει αυτό που θέλει, η πρόθεση είναι πάντα η προσπάθεια για την αποτύπωση μιας πολύ εύθραυστης συνθήκης όπως είναι η ανθρώπινη ζωή με τους όρους του καθενός. Η μουσική, όπως και κάθε είδος τέχνης, είναι μια επιβεβαίωση της ανθρώπινης συνύπαρξης.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Είναι κακό δηλαδή να κρίνεις ένα έργο τέχνης; Να πεις ότι θεωρείς ότι ένα άλμπουμ είναι σκουπίδι;
Alex K: Ωραία, είναι σκουπίδι. Και; Είναι κακό αυτό; Για ποιον; Τι πραγματικό κακό μπορεί να προκαλέσει η κυκλοφορία ενός δίσκου που δεν πληροί τα δικά μας αισθητικά κριτήρια; Ζούμε σε μια εποχή που οι γενοκτονίες τείνουν να γίνουν κανονικότητα, η ανισότητα και η αδικία έχουν βαρέσει ταβάνι, η εργασία έχει ισοπεδωθεί, η ανθρώπινη ζωή είναι μια ζαριά που εξαρτάται από τις γεωγραφικές και ταξικές συντεταγμένες όπου έχεις γεννηθεί. Αυτά ναι, είναι κακά. Αλλά το να βγει κάτι και εσύ να επιμένεις ότι αισθητικά δεν στέκει, τι νόημα έχει; Απλώς αδιαφορείς∙ δεν απευθύνεται σε σένα, δεν έχεις να πεις κάτι γι’ αυτό. Αυτό πιστεύω ότι αρκεί.

Είμαι μικροπρεπής δηλαδή εγώ που τρολάρω τους Coldplay και κατ’ επέκταση τους οπαδούς τους;
Κτίρια τη Νύχτα: Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή μας ενοχλεί όταν κάτι λαμβάνει περισσότερη προβολή από αυτή που θεωρούμε, βάσει της αισθητικής μας, ότι του αξίζει. Ξεχνάμε όμως ότι τις περισσότερες φορές δεν είναι η ίδια η μουσική, αλλά οι μηχανισμοί προώθησης που καθορίζουν το τι και σε ποιο βαθμό θα προβληθεί. Όσο για το παράδειγμα με τους Coldplay, η μουσική εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς: από το να ξεσηκώνει τον κόσμο σε ένα στάδιο, μέχρι να παρηγορεί κάποιον κατ’ ιδίαν σε ένα δωμάτιο. Δεν είναι το ένα υποδεέστερο του άλλου.

Alex K: Πιστεύω ότι στον πυρήνα των ανθρώπινων συναισθημάτων υπάρχει μια καθαρότητα. Όταν κάποιος συνδέεται με κάτι, αυτή η σύνδεση είναι δυνητικά ιερή. Είτε η σύνδεση είναι με τους Coldplay είτε είναι με τον Σαλέα για παράδειγμα είτε με τον οποιονδήποτε.

Κτίρια τη Νύχτα: Επίσης, η εναντίωσή μας απέναντι στους κάθε Coldplay, που καμιά φορά εκφράζεται με αφοριστικό τρόπο, οφείλεται και στο ότι θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει και κάτι άλλο από το μέινστριμ. Διότι όταν προβάλλεται μόνο ένα συγκεκριμένο είδος, ο κόσμος εύκολα απορρίπτει οτιδήποτε παρεκκλίνει από το κύριο ρεύμα, καθώς ταυτίζει τη μουσική με κάτι αυστηρά καθορισμένο. Γεννιέται έτσι μια αίσθηση ολοκληρωτισμού. Είναι σαν να λέμε ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ντύνονται και να φέρονται με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο.

Άρα λοιπόν λέμε ότι η αξία της σχέσης ενός φαν με μια ψαγμένη και επιδραστική μπάντα σαν τους Fugazi δεν είναι μεγαλύτερη από την αξία της σχέσης ενός φαν με τον τραγουδιστή που είναι της μόδας στις πίστες για ένα φεγγάρι.
Alex K: Η σχέση του καθενός με την τέχνη διέπεται από μια υποκειμενικότητα που έχει να κάνει με χιλιάδες παράγοντες. Η σχέση του φαν με το έργο του τραγουδιστή της μόδας μπορεί να πηγάζει από κάποια γεγονότα που τον καθόρισαν. Γι’ αυτό προσωπικά με απωθεί και το θεωρώ άκυρο να κρίνεις την ποιότητα των συναισθημάτων ενός άλλου ανθρώπου, τον τρόπο που έχει για να συνδέεται με την πραγματικότητα.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Τα συναισθήματα κρίνεις ή την αισθητική;
Alex K: Αυτό τώρα είναι μεγάλη κουβέντα γιατί η αισθητική δεν είναι ποτέ ουδέτερη ως προς το πλαίσιο των συμφραζομένων της. Η αισθητική ιστορικοποιείται, είναι μια αντανάκλαση του παραδείγματος κάθε εποχής. Δηλαδή όταν ο Ντίλαν έπαιξε για πρώτη φορά ηλεκτρικά, από κάτω φώναζαν «Ιούδα!». Τι έπρεπε να κάνει τότε ο Ντίλαν; Η αισθητική των ανθρώπων που άκουγαν φολκ τους υπαγόρευε ότι δεν θα έπρεπε αυτό το πράγμα να εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο. Κι όμως ο Ντίλαν το εξέλιξε και το πήγε στα ουράνια. Πάντα είναι συγχρονικά όλα αυτά. Και ναι, σημασία έχει οι άνθρωποι να περνάνε όμορφα. Να ζουν όμορφα. Να μπορούν να ακούνε πράγματα που κάνουν τους ίδιους και τον κόσμο καλύτερους. Να εκφράζονται αβίαστα, σε αρμονία με τα στοιχεία που τους έχουν συγκροτήσει και διαφέρουν για τον καθένα.

Κτίρια τη Νύχτα: Επίσης ακόμη και για δύο ανθρώπους που ακούνε Fugazi δεν μπορείς να βγάλεις ένα κοινό συμπέρασμα.

Alex K: Στις συναυλίες των Fugazi πήγαιναν παιδιά που είχαν μια συγκεκριμένη ιδεολογία, πήγαιναν όμως και διάφοροι μαντράχαλοι για να βαρέσουν τους άλλους και ο Ian MacKaye τους ξεχώριζε επανειλημμένα στο κοινό και τους πετούσε έξω γιατί είχαν πάει εκεί για να ασκήσουν βία.

Καλή και κακή αισθητική δεν υπάρχει; Ή έχει να κάνει με το ότι εκ των πραγμάτων κρίνουμε εξ ιδίων;
Alex K: Κοίτα, υπάρχει καλή και κακή αισθητική γιατί όπως είπαμε υπάρχει υποκειμενικότητα και είναι σεβαστή. Αλλά ο πυρήνας της ταύτισης ενός ακροατή με το έργο για μένα είναι πάντα αγνός.

Είναι κάτι που σου αρέσει, που σε δονεί. Τέλος. Κάτι που σε εξυψώνει, που το ακούς και νιώθεις καλά. Αλλά και η κουβέντα περί αισθητικής είναι εκ προοιμίου δύσκολη γιατί προσπαθεί να διατυπώσει με όρους γλώσσας κάτι που κινείται στη σφαίρα του άυλου. Για παράδειγμα, υπάρχουν τραγούδια που έφτασαν να γίνουν σημαίες κοινωνικών κινημάτων ενώ γράφτηκαν για εντελώς διαφορετικό σκοπό.

Άλλωστε δεν αποκλείεται κάποιος να έχει καταπληκτική δισκοθήκη ή βιβλιοθήκη ή συλλογή έργων τέχνης, και να είναι κάθαρμα.
Alex K: Υπάρχει μια εφηβική μου εμπειρία που επανέρχεται συνεχώς. Ήμουν γύρω στα 13-14, μόλις είχα ακούσει το Piper at the gates of dawn των Pink Floyd, είχα πάθει την πλάκα μου και είχα γράψει στην σχολική μου τσάντα “Syd Barrett”. Πήγαινα λοιπόν καμαρωτός στο σχολείο ώσπου εμφανίστηκε ένας από τη σημερινή Γ Λυκείου κι άρχισε να μου φωνάζει: Τι είν’ αυτό ρε τσογλάνι που γράφεις, ξέρεις ρε ποιος είναι ο Syd Barrett; Κάγκελο εγώ! Από τότε λοιπόν κατάλαβα ότι μπορεί να ακούς την καλύτερη μουσική και να είσαι ο μεγαλύτερος μαλάκας. Τότε ακόμα οι άνθρωποι γραπώνονταν από τη μουσική πληροφορία, πίστευαν ότι τους έδινε ένα περίεργο προβάδισμα το να γνωρίζουν κάτι αυτοί και όχι οι άλλοι. Γιατί να σε κρίνει ο άλλος και να πει ότι δεν είσαι άξιος να μετέχεις μιας μεγαλειώδους στιγμής της τέχνης; Θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, να χαίρεται που κάποιος άλλος συμπλέει μαζί του. Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Εσείς δεν υπήρξατε ποτέ δογματικοί;
Alex K: Κι εγώ κι ο Γιώργος, αν και σε διαφορετικές εποχές, ακούγαμε πάντα ιδιαίτερα πράγματα, τα οποία δεν ήταν στο εκάστοτε μέινστριμ. Αλλά πιστεύω ότι αν δεθείς και αγαπήσεις πραγματικά κάτι που ακούς, μετά δεν μπορείς να είσαι επικριτικός απέναντι σε οποιοδήποτε τέτοιου τύπου δέσιμο. Εσένα η αγάπη σου είναι οι Velvet, τρελαίνεσαι ξέρω ’γώ με το “Venus in furs”. Κάποιος άλλος μπορεί να κάνει το ίδιο με Fela Kuti. Ή με δημοτικά. Πιστεύω ότι όλα αυτά που συζητάμε ειδικά παλιότερα είχαν κυρίως να κάνουν με διάφορα παρελκόμενα. Δηλαδή πχ με το τι ρόλο έπαιζε η μουσική που άκουγες στον κοινωνικό ιστό. Ή το πώς κάτι που ακουγόταν πολύ συνδεόταν με μια κυρίαρχη τάση με την οποία εσύ δεν ήθελες να έχεις σχέση. Όλα αυτά προκύπτουν όταν αρχίζεις να βιώνεις τη μουσική σαν κοινωνικό ον.

Στον ίδιο τους τον πυρήνα πιστεύω ότι όλα τα συναισθήματα που γεννάει η τέχνη είναι εξίσου έγκυρα. Αρκεί αυτό με το οποίο ταυτίζεσαι να μην προάγει τη βία, την επιβολή και την μισαλλοδοξία, να μην κάνει με άλλα λόγια τον βάρβαρο κόσμο που ζούμε ακόμα χειρότερο.

Από την εποχή όμως των ξεκάθαρων αισθητικών περιχαρακώσεων έχουμε φτάσει στην εποχή του αχαλίνωτου anything goes.
Alex K: Επειδή τη βίωσα εκείνη την περίοδο, οι λόγοι για τους οποίους χωριζόμασταν σε ομάδες και τσακωνόμασταν δεν είχαν να κάνουν με τη μουσική. Το ότι εγώ άκουγα πανκ ή ροκαμπίλι και ο άλλος μέταλ ή ντίσκο δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Οι λόγοι ήταν κοινωνικοί. Ήταν η βία που δεχόμασταν άλλοι από τα σπίτια, άλλοι από την κοινωνία ή από το κράτος. Ήταν δηλαδή περισσότερο κοινωνικό φαινόμενο και λιγότερο είχε σχέση με την αισθητική. Όταν αυτό άρχισε να εκλείπει έγινε μέσα σε μια ευρύτερη υποχώρηση της σημασίας των συμβόλων. Αυτό από τη μία ήταν ανακουφιστικό, γιατί ήταν ωραίο να βλέπεις παιδιά με διαφορετικές εμφανίσεις και ακούσματα να αράζουν μαζί. Από την άλλη το πράγμα αναπόφευκτα διέρρευσε και στο μέινστριμ και σήμερα μιλάμε για φαινόμενα τύπου Coachella, όπου εμφανίζονται παιδιά με τι σερτ συγκροτημάτων για τα οποία δεν έχουν ιδέα.

Θυμάμαι γύρω στο ’80 που μαζευόμασταν στην Πλάκα και τσακωνόμασταν, ο Frank από τους Panx Romana, σοφός από τότε, έλεγε: Ρε, μην τσακώνεστε, αυτό θέλουν, να μαλώνουμε μεταξύ μας. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε κι ένα είδος σεβασμού πχ στα κλαμπ που πηγαίναμε όλοι μαζί. Έμπαιναν τα τραγούδια της μιας ομάδας, χόρευαν εκείνοι. Μετά έμπαιναν τα τραγούδια της άλλης, χόρευαν οι άλλοι. Γιατί, στην τελική, ήμασταν παιδιά και θέλαμε να περάσουμε καλά και όχι να τη λέει ο ένας στον άλλον.

Κτίρια τη Νύχτα: Πάντως είναι γεγονός ότι η μουσική βιομηχανία είχε ανέκαθεν την τάση να αφαιρεί από ένα μουσικό ρεύμα το ιδεολογικό του υπόβαθρο και κατόπιν να το παραδίδει στις μάζες σε μια “light” εκδοχή, έτοιμο για ευρεία κατανάλωση. Κάπως έτσι, έχουμε φτάσει σήμερα στο να έχει αποϊδεολογικοποιηθεί ο οποιοδήποτε ήχος και να έχει απομείνει μόνο η ενέργεια που απορρέει από το συχνοτικό και ρυθμικό του περιεχόμενο, το οποίο, βέβαια, δεν είναι κάτι καθόλου αμελητέο.

Ίσως για εμάς τους μεγαλύτερους ακόμα να λειτουργεί, υπό συνθήκες, η μουσική αναφορικά, αλλά για τα νέα παιδιά μάλλον δεν παίζουν ρόλο αυτά. Γι’ αυτό, και σε συνδυασμό με την πληθώρα των επιλογών που έχει ο καθένας για να ακούει ό,τι θέλει όπου κι αν βρίσκεται χωρίς να καταβάλλει την προσπάθεια που απαιτούνταν παλιά, έχει αλλάξει ο τρόπος που ερχόμαστε σε επαφή με τη μουσική. Δεν λέω ότι είναι καλύτερος ή χειρότερος γιατί δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω πώς ένα εικοσάχρονο παιδί σήμερα βιώνει τη μουσική. Φαντάζομαι ότι κι αυτό το παιδί, μέσα από αυτήν, εκστασιάζεται, ονειρεύεται, παίρνει δύναμη, βρίσκει καταφύγιο.

Alex K: Πολλά παιδιά έρχονται τώρα σε επαφή με τραγούδια που εμείς γνωρίσαμε από δίσκους, μέσω video games, κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών. Ναι, υπάρχει αλλαγή του πλαισίου, υπάρχει αυθαίρετη οικειοποίηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο τρόπος σύνδεσης των σημερινών παιδιών είναι υποδεέστερος. Απλά γίνεται με άλλους όρους.

Κτίρια τη Νύχτα: Είναι αυτό που έλεγε ο Alex νωρίτερα. Είναι τόσο δύσκολο να μεταγράψεις σε λόγια το τι σημαίνει ακούω μουσική. Ποτέ δεν θα ξέρουμε απόλυτα για ποιο λόγο ακούει κάποιος κάτι. Δεν το ξέρουμε ούτε καν για εμάς τους ίδιους. Κι αυτό είναι πολύ όμορφο, μαγικό και απελευθερωτικό.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Αν υποθέσουμε ότι δημιουργώντας ένα έργο τέχνης εξ ορισμού προσπαθείς να διαχειριστείς κάποια ζητήματα που σε απασχολούν, ποια ήταν αυτά στην περίπτωση του άλμπουμ που φτιάξατε μαζί;
Alex K: Αυτή είναι πολύ ωραία ερώτηση.

Κτίρια τη Νύχτα: Σίγουρα, αυτό το άλμπουμ σημαίνει πολλά για εμάς, για τον καθένα μας ξεχωριστά, αλλά και για τους δυο μαζί. Όμως αν περιγράφαμε τη σημασία που έχει, θα ήταν σαν να θέλαμε να την επιβάλλουμε και στους ακροατές. Σαν να προσδίδεις σε αυτό που φτιάχνεις ένα ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Είναι ωραίο καμιά φορά να μην χρειάζεται να απαντάμε σε όλες τις ερωτήσεις.

Ενώ μερικά πράγματα απλώς συμβαίνουν;
Alex K: Όλο αυτό πηγάζει από την ίδια τη σχέση, από τη χαρά του να βρίσκεσαι με έναν άνθρωπο που έχετε ένα κοινό συναισθηματικό πεδίο. Η σχέση μας το τροφοδότησε έντονα, ειδικά σε μια εποχή που όλες οι σχέσεις είχαν δυσκολέψει πολύ λόγω των lockdown κλπ. Ήταν ένα πολύ ωραίο, δροσερό αεράκι. Κάτι ακόμη που μου άρεσε πολύ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Γιώργος προσεγγίζει το λάθος. Όπως λέει και ο ίδιος, ακόμη κι από ένα glitch μπορείς να φτιάξεις μουσική.

Κτίρια τη Νύχτα: Ναι, πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος στη μουσική. Και μου αρέσει να παγιδεύω τη στιγμή που νομίζεις ότι δεν έκανες κάτι σωστά και πρέπει να το ξανακάνεις. Γιατί όμως να σβήσεις αυτή τη στιγμή; Είναι μέρος της ζωής σου. Είναι μια φωτογραφία σου που απλώς μπορεί να πήρε φως.

Alex K: Μερικές φορές αυτό το φως είναι που δίνει τη δραματικότητα στην εικόνα. Ακριβώς γιατί συνειρμικά παραπέμπει σε κάτι που δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί. Αλλά ευτυχώς συνέβη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα