Ο ALEX KAPRANOS ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ
Μια συζήτηση με τον ηγέτη των Franz Ferdinand για τον καινούριο τους δίσκο, το «indie ρεμπέτικο» “Black Eyelashes”, την πατρότητα και γιατί κάποτε μισούσε τους Gang Of Four.
O Alex Kapranos γεννήθηκε σε ένα μέρος που λέγεται Άλμοντσμπερι, στη νοτιοδυτική Αγγλία, κάτι παραπάνω από 10 χιλιόμετρα από το κέντρο του Μπρίστολ. Πριν προλάβει να πει «μα» ή «μπα», ήταν ολίγων μηνών βρέφος όταν οι γονείς του μετακόμισαν στα μέρη της μητέρας του. Βορειανατολικά, στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο του χάρτη, Σάουθ Σιλντς και μετά Σάντερλαντ, κοντά στα σύνορα με την Σκωτία. Η Γλασκώβη ήταν ο επόμενος προορισμός, λίγο πριν ο Alex μπει στην εφηβεία. Μια σταθερά, όμως, σε αυτά τα χρόνια των μετακινήσεων ήταν η Ελλάδα. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, η οικογένεια επισκεπτόταν την πατρίδα του μπαμπά Γιάννη (John Kapranos). Μεγάλα τραπεζώματα στα σπίτια των συγγενών σε Καστελλα, Νίκαια και Κορυδαλλό και μικρές εκδρομές στα εξοχικά τους στη Σαλαμίνα για τα «μπάνια του λαού» της Α’ και Β’ Πειραιά.
Αλλά αυτά λίγο πολύ τα ξέρετε. Απ’ όταν οι Franz Ferdinand μπήκαν με κρότο στη ζωή μας πριν είκοσι χρόνια κυκλοφορώντας εκείνο το αψεγάδιαστο ντεμπούτο άλμπουμ που τους έκανε μέσα σε μια νύχτα σταρ. Περισσότερο απ’ όλους, εκεινον τον ξανθό frontman που ερχόταν για να γίνει ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα των ροκ εν ρολ δανδήδων και μας ερέθιζε λίγο παραπάνω με το ελληνικό επώνυμό του. Γι’ αυτό άλλωστε κλήθηκαν εσπευσμένα στο Ρόδον, Νοέμβριο του 2004, σε μια από τις τελευταίες μεγάλες βραδιές του ιστορικού λάιβ κλαμπ της οδού Μάρνη.
Δυο δεκαετίες, μερικές παγκόσμιες περιοδείες και κάποιες αλλαγές στη σύνθεσή τους μετά, οι Franz Ferdinand κυκλοφορήσαν στις στις 10/1 το έκτο στούντιο άλμπουμ της The Human Fear (Domino). Όχι πολύ μακριά από το γνώριμο στυλ τους: το «ροκ που χορεύεται», τα synths λίγο πάνω από τις κιθάρες, οι disco μπασογραμμές να κλείνουν το μάτι, το wit στους στίχους του Kapranos. Όλα αυτά μέχρι το 26ο λεπτό και το κομμάτι νο.9: “Black Eyelashes”.
Ωπ, τι έχουμε εδώ; Αν δεν το είχες υποψιαστεί από τον τίτλο, οι νότες από το μπουζούκι μαρτυράνε το μυστικό. Κι ο Alex Kapranos τραγουδά πιο αναπολογητικά από ποτέ…“As I walked through Κολωνάκι / And the scent of πορτοκάλι / Saw the snake of Αμπελάκη / In the trees of green φιστίκια / Black eyelashes wait for me”.
Ένα indie ρεμπέτικο (;) που δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που o Μάρκος Βαμβακάρης έχει μπει στο σώμα του Alex Kapranos. Ή που ο Alex προσπαθεί για το αντίθετο, για να είμαστε πιο ακριβείς. «Τον Απρίλιο του 2019 βγήκα από μια μεγάλη σχέση και ήρθα στην Αθήνα όπου πέρασα κάποιο διάστημα με τον εαυτό μου. Ήθελα να σκάψω λίγο περισσότερο μέσα μου και να βρω κάτι παραπάνω από την ελληνική μου ταυτότητα. Περπάτησα πολύ, καθόμουν στα καφενεία, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν κάθε στιγμή. Ξέρεις, κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα λέω ότι είμαι Έλληνας και όλοι μου απαντούν “αποκλείεται, είσαι τόσο ξανθός” ή “δε μιλάς και πολύ καλά ελληνικά”, το εχω ενσωματώσει αυτό στους στίχους. (Στη γέφυρα του κομματιού ο Kapranos τραγουδά «Δεν είσαι Έλληνας/ Οχι δεν μιλάς/ Γιατί; Γιατί δεν μιλάς;») Άρα, βρίσκομαι μόνιμα σε αυτήν την κατάσταση που ενώ ξέρω πολύ καλά την καταγωγή μου, δεν μπορώ να την “υποστηρίξω” με εμπειρίες αφού δεν έχω μεγαλώσει ούτε έχω ζήσει πολύ εδώ.
Ένας τρόπος να τα λύσω όλα αυτά είναι πάντα η μουσική, στην προκειμένη περίπτωση τα ρεμπέτικα. Αν και θα μπορούσε να είναι κάποιο άλλο είδος – στον πατέρα μου άρεσε πολύ ο Γιάννης Μαρκόπουλος, μεγάλωσα με τα Ριζίτικα να ακούγονται στο σπίτι. Μ’ αρέσει τόσο πολύ η ατμόσφαιρά τους, υπνωτική κι επαναληπτική, πολύ κοντά στην αφρικάνικη μουσική. Για να μην τα πολυλογώ, με αυτό το τραγούδι ψάχνω την ελληνική μου ταυτότητα. Καταφεύγω στο ρεμπέτικο που τόσο αγαπώ και πιο συγκεκριμένα στο μοτίβο με τα μαύρα μάτια που είναι τόσο σύνηθες. Οι μαύρες βλεφαρίδες είναι η ελληνικότητά μου».
Nομίζω, ότι παρά τις σηκωμένες βλεφαρίδες που προκάλεσε στο εγχώριο κοινό η φετινή «ρεμπέτικη» απόπειρά του είναι ειλικρινής η απόπειρα να σκάψει ακόμα πιο βαθιά για τον Έλληνα μέσα του. Όλοι δεν το παθαίνουμε, μεγαλώνοντας; Αυτήν την, μικρή ή μεγάλη, εμμονή με τις ρίζες; Εμείς οι Έλληνες βέβαια παθαίνουμε και μια άλλη εμμονή όταν δούμε κάποιον διάσημο με ελληνικό επώνυμο. «Δεν το κάνετε μόνο στην Ελλάδα αυτό, και στην Σκωτία το κάνουμε – παντού συμβαίνει. Θυμάμαι, όταν γνωριστήκαμε με τον Yannis Philippakis από τους Foals λέγαμε συνέχεια ο ένας στον άλλον “είσαι Έλληνας; κι εγώ”, και μετά το λέγαμε με μια φωνή σε όλους τους υπόλοιπους. Ή όταν είχα ανακαλύψει ότι έχει ελληνική ρίζα η Jennifer Aniston, επίσης το έλεγα παντού, υποθέτω με κάποιο είδος χαζοϋπερηφάνειας. Δεν είναι κακό πάντως να είσαι υπερήφανος για την καταγωγή σου, ειδικά όταν πρόκειται για μια χώρα όπως η Ελλάδα που παρότι είναι τόσο μικρή, έχει τόσο μεγάλη σημασία για την ιστορία του πολιτισμού».
Τέλος πάντων, ας αφήσουμε το “rempetiko”, δεν είναι δα και το πιο σημαντικό πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή του τελευταία. Ο Alex Kapranos είναι πια μπαμπάς. H σύντροφός του Clara Luciani (μέλος των La Femme) έφερε στη ζωή τον γιο τους πριν 16 μήνες κι αυτό…τα επισκιάζει όλα. «Εντάξει, είναι ωραίο που είμαι μπαμπάς» λέει και διαγράφεται ένα πλατύ χαμόγελο στην άλλη άκρη της οθόνης.. «Είναι σκληρή δουλειά ε; Αλλά είναι η δουλειά με την καλύτερη ανταμοιβή που είχα ποτέ μου. Το ήθελα πάντα, αλλά δεν με είχε πάει η ζωή μέχρι εκεί ως τώρα, οπότε δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα μου συμβεί. Από την άλλη, ποτέ δεν είσαι έτοιμος, όπως λένε όλοι κι έχουν δίκιο. Γιατί πολλές φορές το να είσαι πατέρας σημαίνει ότι απλά ανταποκρίνεσαι. Χωρίς απαραίτητα αυτό να είναι συνειδητό, πολύ συχνά είναι ένα είδος ζωώδους ενστίκτου. Και, ως δια μαγείας, ξέρεις τι να κάνεις σε όλες τις συνθήκες…»
Το νέο άλμπουμ, The Human Fear, δεν απομακρύνεται -όπως είπαμε- από τον κανόνα των FF. Μιλώντας γι’ αυτό, ο Kapranos ενθουσιάζεται με τα «τεχνικά» π.χ. τα modulations που αναποδογυρίζουν τη δομή π.χ. του “everydaydreamer” για να του δώσουν τη διάσταση ενός ονείρου ή για τις αποφάσεις που πήραν σχετικά με την ενορχήστρωση σε άλλα κομμάτια. «Ξέρω ότι αυτά δεν έχουν σημασία για κανέναν άλλον πέρα από μένα ή έστω για κάποιους μουσικούς. Όμως αυτές οι αλλαγές είναι που σε κρατάνε σε εγρήγορση, αυτά τα συνθετικά τρικ. Κι όταν τα βλέπεις να λειτουργούν, ανταμοίβεσαι. Ελπίζοντας και στη συναισθηματική ανταπόκριση του κοινού».
«Το καλύτερο άλμπουμ τους από την εποχή του…». Του το αναφέρω σαν ένα από τα πιο κακογερασμένα κλισέ του μουσικού Τύπου, όταν θέλουν να μιλήσουν για τη νέα δουλειά μιας καθιερωμένης μπάντας, για την οποία όμως δεν περισσεύει ο ενθουσιασμός. «Ναι, σαν τους Rolling Stones που κάθε άλμπουμ τους είναι το καλύτερο από το Exile on Main St.» (γέλια). Ζητάω άλλα κλισέ που τον ενοχλούν ή, έστω, τον διασκεδάζουν. «Είναι μερικές ερωτήσεις που δεν καταλαβαίνω. Ας πούμε “τι έμαθες κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης;”. Τι να μάθω; Δεν πήγαμε και στο σχολείο κάνοντας τον δίσκο. Δεν τον φτιάξαμε για να μάθουμε κάτι, για να επικοινωνήσουμε τον κάναμε. Δεν μου κάθεται ποτέ καλά αυτό», προσθέτει.
Μιας και πιάσαμε τον Τύπο, ο Kapranos λέει ότι φυσικά τον ενδιαφέρουν οι κριτικές και ο αντίκτυπος στα σόσιαλ, αλλά από το ύφος του καταλαβαίνω ότι είναι μάλλον πολύ παλιός πια στο παιχνίδι για να μην χάνει και τον ύπνο του. «Πιστεύω ότι τα αξιόλογα έργα τέχνης διχάζουν. Προκαλούν έντονα κι αυθεντικά συναισθήματα, σου λέει π.χ. κάποιος ότι τον συντρόφεψε σε κάποιο διάστημα της ζωής του – είναι μεγάλο κοπλιμέντο αυτό. Υπό αυτήν την έννοια, είμαι πάντα επιφυλακτικός με τους δίσκους που παίρνουν παγκόσμια καθολική αναγνώριση».
Δηλαδή, το ίδιο ένιωσε και με το ντεμπούτο των FF που χάλασε κόσμο είκοσι χρόνια πίσω; «Κι αυτό περίεργο μου φάνηκε, κυρίως βέβαια γιατί δεν το περίμενα. Δεν πίστευα ότι θα ακουμπήσει το mainstream. Τέλειο ήταν φυσικά που συνέβη». Οι FF, και ο Kapranos περισσότερο, είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν. Να τους αναγνωρίζουν στον δρόμο, να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν με την ησυχία τους στην ίδια την πόλη τους την Γλασκώβη, να μην αισθάνονται ότι έχουν ακριβώς την ιδιοκτησία των επιλογών τους. «Είχε τα καλά του, αλλά ήταν και λίγο περίεργο». Ο ίδιος ο Kapranos αναδείχθηκε για λίγο και σε fashion icon, όπως επίσης απασχόλησε κι άλλου είδους ρεπορτάζ με το indie ρομάντσο του με την Eleanor των Fiery Furnaces (επίσης FF! επίσης ελληνική καταγωγή!). Φοβερά όλα αυτά για έναν late bloomer που είχε αποτελέσει εξέχουσα μορφή στην indie Γλασκώβη κατά τη διάρκεια των 90s. Είχε κάνει με επιτυχία τον promoter, είχε φτιάξει και χαλάσει αρκετές μπάντες – The Karelia, η πιο γνωστή σε μας για προφανείς, καπνιστικούς λόγους – και είχε περάσει από το πόστο του σεφ, του μπάρμαν και του σερβιτόρου. Άλλες δουλειές: συγκολλητής μετάλλων, οδηγός βαν, δάσκαλος αιτούντων άσυλο.
Ο Kapranos λέει συχνά ότι το είχε πάρει απόφαση πώς δε θα γινόταν ποτέ το breakthrough. Μέχρι που βγήκε Εκείνος ο Δίσκος, I say, “Don’t you know?” // You say, “You don’t know”. Έκρηξη. Χαμός. 22-23 χρόνια μετά, με μόνο τον μπασίστα Μπομπ Χάρντι να έχει μείνει από την αρχική σύνθεση (ο κιθαρίστας Νικ ΜακΚάρθι αποσύρθηκε το 2016 κι ο ντράμερ Πολ Τόμπσον το 2021), ποιο είναι το κίνητρο; «Να το αγαπάς. Μαζί με το παιδί μου, αυτές είναι οι μεγάλες αγάπες της ζωής μου. Κάθε δουλειά που έκανα ακόμα κι όταν ήμουν άσημος ήταν για να το υποστηρίζω. Κι έπειτα είναι σημαντικό για κάθε καλλιτέχνη να πιστεύει ότι η καλύτερη δουλειά του είναι μπροστά, περίπου αυτό που τραγουδάω στο “Come On Home”. Μπορεί να μην ισχύει, είναι όμως σημαντικό να μην είσαι ικανοποιημένος. Γιατί αν είσαι, νιώθεις πλήρης. Κι αν νιώθεις έτσι, έχεις τελειώσει».
The Human Fear / O Ανθρώπινος Φόβος είναι ένας δυνατός, όσο να’ναι, τίτλος. O Alex, αρχικά ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για κόνσεπτ άλμπουμ, απλά το ομώνυμο κομμάτι έμοιαζε με το κέντρο του συνόλου. Κι όταν το τραγουδάει αναφερεται «στους μεγάλους υπαρξιακούς φόβους που όλοι έχουμε και μας κυνηγάνε από την παιδική ηλικία. Από τον φόβο ότι όλα είναι μάταια, στον φόβο ότι δε θα αφήσεις πίσω σου κάτι άξιο ή ότι θα χάσεις αυτούς που αγαπάς. Αυτοί είναι οι μεγάλοι, σκοτεινοί φόβοι που μας κυριεύουν. Αλλά, όπως τραγουδώ “νόμιζα ότι ξέρω τι είναι η αγάπη, μέχρι που σε συνάντησα”. Και φυσικά αναφέρομαι στον γιο μου. Για μένα εκεί έσπασαν τα συναισθηματικά φράγματά μου. Κι όταν ξεπέρασα το σοκ, κατάλαβα ότι οι φόβοι ήταν ακόμα εκεί, αλλά δεν είχαν και τόση σημασία πια. Είχαν χάσει τη βαρύτητά τους. Κατά τ΄άλλα έχω αρκετούς φόβους συνηθισμένους όπως με τους καρχαρίες ή τα φίδια, τα τελευταία από ένα περιστατικό που μου συνέβη με τον παππού μου στη Σαλαμίνα όταν ήμουν παιδί».
Πριν κλείσουμε, ο Alex διαβεβαιώνει ότι το πλάνο είναι να έρθουν στην Ελλάδα. «Ξέρω ότι οι ατζέντηδες μας είναι σε συζητήσεις, κι εξάλλου πρέπει να φέρω και το αγόρι μου για να γνωρίσει την οικογένειά του». Και η κουβέντα πάει στο πόσο μεγάλο γκελ είχε κάνει κάποτε στο ελληνικό κοινό το “New Town” των Life Without Buildings, στη διαχρονική αγάπη (και) του ελληνικού κοινού για τις σκωτσέζικες μπάντες. «Δεν το ήξερα, πολύ κουλ αυτή η σύνδεση. Οι Life Without Buildings ήταν φανταστική μπάντα. Η Γλασκώβη έχει αυτήν την αξιοσημείωτη ιστορία εξαιρετικών συγκροτημάτων, ακόμα και τώρα όταν βγαίνω και πάω στα λαϊβάδικα, πάντα υπάρχει κάτι να ανακαλύψv. Αυτό που συμβαίνει με την πόλη και τη μουσική είναι, νομίζω, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μεγαλώνοντας, κινείσαι σε κύκλους που περιστοιχίζεσαι από μουσικούς και καταλήγεις να είσαι μέρος της σκηνής. Ας πούμε, πας μια βόλτα από το βιβλιοπωλείο John Smith και πίσω από το ταμείο κάθεται ο Στιβ από τους Pastels ή μαθαίνεις ότι ο Edwyn Collins (σ.σ. κάποτε ηγέτης των «μπαμπάδων των Franz Ferdinand» Orange Juice) είχε πάει στο σχολείο σου. Μέχρι που συνειδητοποιείς ότι τα μέλη των γκρουπ που άκουγες ως έφηβος, τελικά έχουν περίπου την ίδια ζωή με σένα. Άρα, μπορείς κι εσύ να κάνεις ότι κι αυτοί. Κι όλος αυτός ο κύκλος συνέχεια τροφοδοτείται».
Κι εκεί, η συζήτηση παίρνει μια περίεργη τροπή που της δίνει έξτρα αλατοπίπερο. Ο Kapranos αναφέρεται στις συγκρίσεις με παλιότερα γκρουπ όταν πρωτοεμφανίστηκαν. «Με ζόριζαν πολύ, δεν άντεχα φυσικά και τον όρο post punk revival. Γιατί ούτε εγώ ούτε η μπαντα προσπαθούσαμε να ξαναζήσουμε κάτι. Θέλαμε, αντίθετα, να φτιάξουμε κάτι καινούριο. Κι επίσης, αν συγκρίνει κανείς τον ήχο του πρώτου μας δίσκου με μπάντες όπως Gang of Four, PiL κτλ. είναι πολύ διαφορετικός, δε νομίζεις; Τώρα, έχω συμφιλιωθεί κάπως με εκείνη την κουβέντα, αλλά τότε στ’ αλήθεια μισούσα τους Gang of Four. Όχι μόνο ως γκρουπ και σημείο αναφοράς, αλλά και ως άτομα». Ήρθε από το πουθενά και το χοντραίνει… «Γιατί ειδικά ο κιθαρίστας τους ο Andy (σ.σ. Gill, έφυγε από τη ζωή το 2020) είχε δει πολύ οπορτουνιστικά τη δική μας άνοδο, προσπαθώντας να τους επαναλανσάρει στην πλάτη της δικής μας επιτυχίας. Είχαν εκμεταλλευτεί μια σειρά από άρθρα και συνεντεύξεις για να πλασαριστούν ως η πραγματική πηγή του δικού μας ήχου ή άλλων συνομήλικών μας συγκροτημάτων. Τους μισούσα ειλικρινά γι’ αυτό, εκείνη την περίοδο.
Ένας λόγος παραπάνω είναι ότι όταν έπεσαν όλοι πάνω μας για να μάθουν περισσότερα για τις επιρροές μας, εγώ δεν έκρυψα τα ονόματα που αγαπούσα, από τον μπλούζμαν Hubert Sumlin στους Josef K. Ανέφερα ακόμα τους Chic και τους Queen, τους ABBA και τους Duran Duran, υπογραμμίζοντας πόσο σημαντικές έχουν υπάρξει για μένα αυτές οι μπάντες. Και τους Sparks, βέβαια (σ.σ. με τους οποίους άλλωστε κυκλοφόρησαν ως FFS κι έναν δίσκο το 2015). Αυτό που με είχε κάνει έξαλλο είναι ότι ενώ δεν είχα αναφερθεί ποτέ στους Gang of Four, είχαν οι ίδιοι αυτοανακηρυχθεί σε βασικές επιρροές μας. Ας το αφήσουμε τώρα αυτό, έχουν φύγει και κάποιοι κι από τη ζωή».
Και τότε ο Alex Kapranos φοράει ξανά το ήρεμο, πατρικό πια, χαμόγελό του, εύχεται καλές γιορτές και δίνει ραντεβού στην Καστέλλα για ουζάκι το επόμενο καλοκαίρι…
The Human Fear, κυκλοφόρησε από την Domino στις 10.1