ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ: “ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ‘ΜΠΡΑΒΟ, ΕΒΓΑΛΕΣ ΛΑΒΡΑΚΙ’”

Η διαπρεπής δημοσιογράφος των ιστορικών συνεντεύξεων με σπουδαίες προσωπικότητες στην Ελευθεροτυπία και τη Γυναίκα μιλάει στο NEWS 24/7 με αφορμή το βιβλίο «Αριστερά, κάποτε», όπου συγκεντρώνει σπάνιας εμβάθυνσης συζητήσεις με πρόσωπα της «παλιάς» Αριστεράς, από τον Μανώλη Γλέζο και τον Ηλία Ηλιού μέχρι τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη.

Οι συνεντεύξεις είναι το «φυσικό της περιβάλλον», ως δημοσιογράφος έχει διαπρέψει υπογράφοντας εκατοντάδες ιστορικές με σπουδαίες προσωπικότητες για λογαριασμό του περιοδικού Γυναίκα και της εφημερίδας Ελευθεροτυπία -συνεντεύξεις που άφησαν εποχή όχι μόνο γιατί έβγαλαν πρωτοσέλιδες ειδήσεις, αλλά για την αμίμητη ενδελέχειά τους- όμως όταν συναντιόμαστε δεν κρύβει την αμηχανία της, τονίζει επανειλημμένα ότι νιώθει άβολα γιατί τώρα πρέπει εκείνη να απαντήσει σε ερωτήσεις ενός συναδέλφου της. Επιμένει να αμφιβάλλει για τη ροή του λόγου της και να δυσπιστεί όταν την διαβεβαιώνεις ότι είναι απρόσκοπτη.

Αφορμή λοιπόν για αυτή τη δική της συνέντευξη είναι το νέο της βιβλίο, «Αριστερά, κάποτε…» (εκδ. Αρμός). Σε αυτό συγκεντρώνει δεκαέξι συνεντεύξεις με πρόσωπα της «παλιάς» Αριστεράς, από τον Μανώλη Γλέζο και τον Ηλία Ηλιού μέχρι τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. «Σε μια εποχή που η Αριστερά δοκιμάζεται, είναι χρήσιμο να αντλήσουμε από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Όχι όμως μόνο για το καλό της Αριστεράς. Αλλά και για το καλό της χώρας» τονίζει στο NEWS 24/7 πριν σταχυολογήσει δυο-τρία πολύ σημαντικά πράγματα που έμαθε για τη ζωή μέσα από τη δουλειά της, την οποία, όπως τονίζει, έκανε πάντα με αγάπη και της είναι ευγνώμων.

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Στον πρόλογο του νέου σας βιβλίου σημειώνετε τα εξής: “Οι δεκαέξι συνεντεύξεις με πρόσωπα της «παλιάς» Αριστεράς, που συνθέτουν το βιβλίο αυτό, φωτίζουν και ξαναφέρνουν στο παρόν ένα κομμάτι της Αριστεράς του «κάποτε». Απέναντι στην Αριστερά του «τώρα». Με ένα επίκαιρο και πάντως ενδιαφέρον ερωτηματικό”. Το οποίο πού ακριβώς έγκειται;
Ίσως θα ήταν πιο ενδιαφέρον να το βρει ο κάθε αναγνώστης μόνος του ανάλογα με την κρίση του. Το βιβλίο εκ των πραγμάτων μας γυρίζει στο παρελθόν, σε μια άλλη εποχή. Δημιουργεί προβληματισμούς ως προς το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε όσον αφορά όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στο χώρο της Αριστεράς. Αν έγιναν για παράδειγμα κάποια λάθη που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Ένας πολιτικός χώρος δεν θα έπρεπε να αφορά μόνο όσους τον στηρίζουν, αλλά και όσους ψηφίζουν άλλης ιδεολογίας κόμματα. Σε μια εποχή που η Αριστερά δοκιμάζεται, είναι χρήσιμο να αντλήσουμε από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Όχι όμως μόνο για το καλό της Αριστεράς. Αλλά και για το καλό της χώρας. 

Στο βιβλίο είναι συγκεντρωμένες συνεντεύξεις με εμβληματικές προσωπικότητες. Συνηθίζουμε να λέμε ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή των μεγάλων ηγετών. Είναι όντως έτσι ή απλά ωραιοποιούμε το παρελθόν;
Η άποψή μου για όλες αυτές τις προσωπικότητες φαίνεται καθαρά μέσα στο βιβλίο. Δυσκολεύομαι όμως να κάνω σύγκριση με τους σημερινούς πολιτικούς, ούτε βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι έχει παρέλθει, όπως λες, η εποχή των μεγάλων ηγετών. Μπορεί αυτό να μην έχει να κάνει με τα πρόσωπα. Μπορεί να είναι οι συνθήκες τέτοιες σήμερα που να μην επιτρέπουν σε ορισμένα πρόσωπα να αναδειχτούν όσο θα μπορούσαν σε μια άλλη εποχή. 

Σε μία από αυτές τις συνεντεύξεις ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης σας είπε ότι «στην πολιτική δεν μετράνε τα πρόσωπα, αλλά κυρίως οι απόψεις».
Κατά τη γνώμη μου μετράνε και τα πρόσωπα και οι απόψεις. Τα πρόσωπα, όμως, όταν είναι σκέτα, μετέωρα και δεν έχουν κάτι να πουν ή να κάνουν, δεν θα πάνε μακριά. Φυσικά και πρέπει να έχει προσόντα ένας πολιτικός, πόσο μάλλον όταν είναι ηγέτης ενός πολιτικού χώρου. Πρέπει να είναι χαρισματικός. Θα σε ρωτήσω όμως εγώ τώρα -βλέπεις, δεν μου έχει φύγει το «χούι»- ποιον Έλληνα πολιτικό θεωρείς χαρισματικό.

Άσχετα με το αν συμφωνεί ή όχι κανείς, θεωρώ ότι η επιτομή του χαρισματικού πολιτικού υπήρξε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Διαφωνείτε;
Πράγματι μπορούσε να έρθει πολύ κοντά στον κόσμο. 

Είναι ο λαϊκισμός εγγενές χαρακτηριστικό μιας χαρισματικής πολιτικής προσωπικότητας;
Εγγενές δεν ξέρω αν είναι, αλλά φυσικά μπορεί ένας χαρισματικός πολιτικός να είναι και λαϊκιστής. 

Σας προκάλεσε δέος κάποιος από τους πολιτικούς ηγέτες από τους οποίους πήρατε συνέντευξη;
Δέος δεν μου προκάλεσε ποτέ κανείς. Όταν πήγαινα να συναντήσω ανθρώπους για συνέντευξη, πολιτικούς και μη, το έκανα ως άνθρωπος που ενδιαφερόταν να συναντήσει έναν άλλο άνθρωπο. Αυτό ήταν το βασικό. Πήγαινα με χαρά. Και φυσικά πολύ ενημερωμένη.

Δηλαδή;
Διάβαζα ό,τι γραφόταν εκείνη την εποχή, ειδικά όταν έπαιρνα συνέντευξη για λογαριασμό της Ελευθεροτυπίας, έπρεπε να είμαι απολύτως ενήμερη για την επικαιρότητα. Στη Γυναίκα ήταν λίγο διαφορετικά, εφόσον επρόκειτο για δεκαπενθήμερο και μετά για μηνιαίο περιοδικό. Αλήθεια όμως, πήγαινα με χαρά να τους συναντήσω όλους. Σαν να ξεκινούσα ένα ταξίδι για να γνωρίσω όχι ένα ξένο, άγνωστο τόπο, αλλά έναν άγνωστο άνθρωπο. 

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Προετοιμάζατε τις ερωτήσεις σας πριν από τη συνέντευξη;
Όχι, ποτέ. Μπορεί στο μυαλό μου να είχα ένα σκελετό, ερώτηση όμως δεν είχα γράψει ποτέ μου. Αν έχεις μπροστά σου ένα χαρτί με ερωτήσεις, σε μπλοκάρει – εμένα τουλάχιστον. Πήγαινα και επέτρεπα στη συζήτηση να κυλήσει. Δεν σκέφτηκα ποτέ -αλήθεια, πίστεψέ το αυτό- ότι πρέπει να επιτεθώ σε αυτόν που έχω απέναντί μου μόνο και μόνο για να με συζητάνε μετά. Ποτέ δεν με ένοιαξε. 

Πράγματι, οι ερωτήσεις πρέπει να είναι πάντα σύντομες. Ας είναι λίγο μεγαλύτερες μόνο όταν υπάρχει ανάγκη. Όσο πιο μικρή είναι η ερώτηση, τόσο καλύτερα.

Σας είχε τύχει ποτέ κάποιος να ζητήσει να δει πριν από τη συνέντευξη τις ερωτήσεις σας;
Είχε τύχει μόνο μία φορά με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Ήταν τον πρώτο καιρό που είχα αρχίσει να κάνω συνεντεύξεις και με πολιτικούς με πρώτο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Πάντα με ενδιέφερε η πολιτική, ήμουν ενεργός πολίτης, αν και δεν ήμουν γραμμένη πουθενά, εννοώ κομματικά. Μετά λοιπόν από τον Παπανδρέου, που ήταν ο νέος μύθος στη μεταπολίτευση, τον Μαύρο, τον Μαγκάκη, τον Ζίγδη, τον Μητσοτάκη, είπαμε στην Γυναίκα να  κάνουμε και τον Φλωράκη. Και μη νομίζεις ότι δεν υπήρξε δυσκολία στο να κάνουμε συνεντεύξεις με πολιτικούς στο περιοδικό. Είχα κάνει όμως την Αθηνά Παναγούλη, άρεσε πολύ στον Τερζόπουλο, κι έτσι ξεπέρασε σιγά σιγά τους δισταγμούς του. Όταν κάναμε τον Ηλιού, θυμάμαι ότι κάποιος ανώνυμος αναγνώστης έσκισε τη σελίδα του περιοδικού με το πορτρέτο του, τη μουντζούρωσε με ένα μεγάλο Χ διαγωνίως, την έστειλε στο περιοδικό και έγραψε: «Δεν θα σας ξαναδιαβάσουμε ποτέ». Ο Τερζόπουλος προς τιμήν του δεν το έλαβε υπ’ όψιν. Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε.

Τι έγινε λοιπόν με τον Φλωράκη;
Απευθυνθήκαμε στο Κόμμα και ζήτησαν τεύχη με προηγούμενες συνεντεύξεις μου. Τα στείλαμε και μετά ήθελαν να με δουν και από κοντά και πήγα στα γραφεία τους. Εκεί ήθελαν να μάθουν τι σκόπευα να ρωτήσω. Τους είπα γενικά κι αόριστα δυο-τρία πράγματα, τα σημείωσαν και μου είπαν ότι θα μας ειδοποιούσαν. Τελικά, δέχθηκαν να κάνουμε τη συνέντευξη αλλά με γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις. Ο Τερζόπουλος όμως δεν το δέχτηκε. 

Ποια είναι τα μυστικά μιας καλής συνέντευξης; Συμφωνείτε ότι κατά κανόνα οι ερωτήσεις δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερες από τις απαντήσεις γιατί διαφορετικά κινδυνεύει η συνέντευξη να μετατραπεί σε έκθεση ιδεών του δημοσιογράφου;
Πράγματι, οι ερωτήσεις πρέπει να είναι πάντα σύντομες. Ας είναι λίγο μεγαλύτερες μόνο όταν υπάρχει ανάγκη. Όσο πιο μικρή είναι η ερώτηση, τόσο καλύτερα. Ελπίζω να φαίνεται αυτό και στο βιβλίο μου. Είναι επίσης πολύ βασική η διάθεση με την οποία πας να πάρεις μια συνέντευξη. Δεν θα πας να κάνεις τον έξυπνο. Ο άλλος θα το καταλάβει και έτσι δεν θα δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης ώστε να σου ανοιχτεί. Έχει σημασία το τι θα ρωτήσεις αλλά και το πώς. Πρέπει να κάνεις την κάθε ερώτηση στη σωστή της ώρα. Από την εμπειρία μου έχω καταλάβει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα «παράθυρο». Είναι τα παιδικά τους χρόνια. Είναι μια πύλη πρόσβασης. Δεν σου λέω να προσπαθήσεις να την ανοίξεις επί τούτου, τη λάθος ώρα. Αν όμως γίνει σωστά, θα έχεις αποτέλεσμα. 

Υπήρξαν περιπτώσεις ανθρώπων που δεν ανοίγονταν με τίποτα;
Είτε δεν θυμάμαι είτε δεν υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις. Δεν λέω ότι είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο, άλλοι μιλάνε περισσότερο, άλλοι όχι. Μια συνέντευξη όμως εξαρτάται πρώτα και κύρια από τον δημοσιογράφο. Από τις γνώσεις του και τα αισθήματά του. Μπορεί η λέξη «αισθήματα» να ακούγεται αστεία στην εποχή μας, σε διαβεβαιώ όμως ότι παίζουν μεγάλο ρόλο όταν πας να πάρεις μια συνέντευξη. Φαντάζομαι το γνωρίζεις ήδη. Από εκεί και πέρα πρέπει να ξέρεις πότε να κάνεις και κάποιες πιο δύσκολες ερωτήσεις. Αφού έχει δημιουργηθεί μια οικειότητα. Θα σου πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: όταν πήγα να πάρω συνέντευξη από την Ελένη Βλάχου, την πίεσα εξαρχής για όσα ακούγονταν σχετικά με τις σχέσεις της με τα Ανάκτορα. Δεν ήθελε να μου απαντήσει. «Θα σας δώσω μια συμβουλή επειδή είστε πολύ νέα. Όταν βλέπετε ότι ο άλλος δεν θέλει να απαντήσει σε κάτι, να μην επιμένετε τόσο πολύ», μου είπε. Πέρασε λίγη ώρα, προχώρησε η συζήτηση, είπαμε πολλά και διάφορα, και μετά από ώρα έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. Σε πληροφορώ ότι μου απάντησε με χαμόγελο. Γιατί στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ μας. 

Δηλαδή η συνέντευξη είναι ένα τανγκό, τον χορό όμως σέρνει ο δημοσιογράφος.
Έτσι ακριβώς. Kαι το κάνεις με τις ερωτήσεις και τη διάθεσή σου. Εγώ πήγαινα χωρίς κρυφή ατζέντα, με ειλικρίνεια και τα κατάφερνα. «Μια συνέντευξη σου είναι σαν μια πιστή φωτογραφία του προσώπου απέναντι σου», μου είχε πει κάποτε ο Σαμαράκης.

Μέχρι να καθιερωθεί το όνομα σας…
Τι έκανε το όνομα μου;

Κάποια στιγμή γίνατε γνωστή μέσα από τη δουλειά σας. Αυτό που θέλω λοιπόν να ρωτήσω είναι αν στα πρώτα σας βήματα -μιας και ήσασταν νεαρή κοπέλα και η εποχή ήταν αρκετά διαφορετική από τη σημερινή- ήρθατε αντιμέτωπη με υποτιμητικές συμπεριφορές.
Δεν θυμάμαι κανέναν να με κοιτάζει αφ’ υψηλού. Ναι, ήμουν πολύ νέα, αλλά έπαιρνα στα σοβαρά τη δουλειά μου και αυτοί που είχα απέναντι μου το καταλάβαιναν.

Θυμάστε περιπτώσεις αντιδράσεων μετά από τη δημοσίευση κάποιας συνέντευξης; Είτε εγκωμιαστικών είτε, από την άλλη, να ισχυρίζεται κάποιος για παράδειγμα ότι γράψατε κάτι που δεν ειπώθηκε;
Μα δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γράψω κάτι που δεν μου είπαν.

Όλγα Μπακομάρου, Ανδρέας Παπανδρέου

Δεν λέω αυτό. Λέω αν ισχυρίστηκε ποτέ κάποιος κάτι τέτοιο.
Κοίταξε, αν πήρε κάποιος στην εφημερίδα ή το περιοδικό για να με εγκωμιάσει μιλώντας με τους διευθυντές μου, δεν το ξέρω, μπορεί και να έγινε. Μερικές φορές κάποιοι με έπαιρναν για να μου πουν ευχαριστώ. Ή έστελναν λουλούδια. Ναι, αυτό συνέβαινε. Πρέπει όμως να τονίσω το εξής: ειδικά όσον αφορά τις συνεντεύξεις με πολιτικούς, είτε για την Ελευθεροτυπία είτε για τη Γυναίκα, ουδέποτε συνάντησα κάποιον μετά τη συνέντευξη. Ποτέ. Εκτός και αν με έστελναν να πάρω άλλη μία συνέντευξη. Στον Παπανδρέου, ας πούμε, είχα πάει τρεις φορές. Από τον Μητσοτάκη νομίζω είχα πάρει τέσσερις συνεντεύξεις. Σε κοινωνικό πλαίσιο δεν είχα με κανέναν σχέσεις. Δεν με ενδιέφερε. Νομίζω ότι σεβάστηκα τη δουλειά μου. Ούτε χρήματα έβγαλα, ούτε επεδίωξα μεγάλους μισθούς, ούτε ζήτησα θέσεις. Όταν είσαι φίλος με κάποιον -προπαντός με ένα πολιτικό- και κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκεστε, ας πούμε, για φαγητό, δεν μπορείς να πάρεις καλή συνέντευξη. Επίσης θεωρώ ότι αν πάρεις πολλές συνεντεύξεις με το ίδιο πρόσωπο, η πιο ενδιαφέρουσα είναι πάντα η πρώτη. Δεν θέλω όμως, Θεοδόση, να ακούγομαι σαν δασκάλα. Δεν κάνω την έξυπνη. Ούτε αντιπαραβάλλω τον εαυτό μου με άλλους. Απλώς εξηγώ κάποια πράγματα που πιστεύω.

Με το χέρι στην καρδιά δεν σας άρεσε καθόλου ο ντόρος που προκαλούσαν οι συνεντεύξεις σας;
Δεν με απασχόλησε ποτέ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άκουγα και δεν καταλάβαινα. Τον θόρυβο, για παράδειγμα, που είχε γίνει μετά από τη συνέντευξη με τον Ιόλα, τον κατάλαβα. Αλλά δεν ένιωσα ότι είχα ανακαλύψει τον τροχό. Ούτε  -για να σου πω άλλο ένα παράδειγμα- όταν ο Θεοδωράκης μού είχε πει, και είχε γίνει πρωτοσέλιδο στην Ελευθεροτυπία ξεσηκώνοντας χαμό: «Καλώ τους παλιούς Λαμπράκηδες να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία». Δεν είπα ποτέ στον εαυτό μου «μπράβο, έβγαλες λαβράκι». Μετά από λίγο μάλιστα ξεχνούσα ότι αυτά είχαν ειπωθεί σε μένα.

Θα σου πω κι άλλο ένα παράδειγμα, για τη συνέντευξη που πήρα από τον Ιόλα για τη Γυναίκα. Βγαίνει το περιοδικό και μερικές μέρες μετά ξεκινάω να πάω στο γραφείο με ένα σαράβαλο Fiat που είχα κι έσβηνε συνέχεια – από το ’71 μέχρι το ’84 αυτό οδηγούσα κι έτρεμα. Είμαι λοιπόν στο κέντρο, στη γωνία Κανάρη με Σόλωνος, με προορισμό το Μαρούσι όπου ήταν το περιοδικό. Σταματημένη στο φανάρι, να τρέμω μην τυχόν σβήσει πάλι η μηχανή, βλέπω στο πεζοδρόμιο τη Μαλβίνα. Πάνω που ανάβει το φανάρι, μου φωνάζει από μακριά: «Όλη η Αθήνα μιλάει για σένα!». Ξεκινάω κακήν κακώς κι αρχίζω να σκέφτομαι: Τι έκανα και μιλάνε για μένα; Αλήθεια, σου λέω, έτσι έβλεπα τα πράγματα. Αυτό που μ’ ένοιαζε ήταν να κάνω καλά τη δουλειά μου. Μερικές φορές απορώ πώς έχω επιβιώσει από το τεράστιο άγχος που είχα. Θυμάμαι να απομαγνητοφωνώ με τις ώρες και μετά να κάθομαι και να τις φτιάχνω…τρέμοντας!

Γιατί προφανώς η δουλειά του δημοσιογράφου δεν σταματάει στην απομαγνητοφώνηση. Ακολουθεί η επιμέλεια της συνέντευξης που είναι καίριας σημασίας.
Ναι, προφανώς. Αν όμως μου ξέφευγε έστω και μία λέξη που δεν άκουγα καλά, όλη τη νύχτα δεν κοιμόμουν. Γελάω μερικές φορές τώρα που το σκέφτομαι. Ίσως να μου έμεινε από το σχολείο. Ήμουν καλή μαθήτρια, μου το έλεγαν συνέχεια, οπότε έπρεπε πάση θυσία να συνεχίσω να είμαι καλή. Ήθελα και στη δουλειά μου να είναι όλα στην εντέλεια. 

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση Φλωράκη που είπατε νωρίτερα, υπήρξαν κάποιοι που να ζήτησαν να δουν τη συνέντευξη πριν δημοσιευτεί;
Νομίζω πως όχι. Αλλά το ξεκαθαρίζαμε από την αρχή ότι πρέπει να μας έχουν εμπιστοσύνη, και στο έντυπο και στο πρόσωπο που θα την έπαιρνε. 

Πότε αποφασίστε να γίνετε δημοσιογράφος; Ενώ φοιτούσατε στη Νομική;
Έγραφα από μικρή, όπως γράφει τόσος  κόσμος, ποιήματα, που τώρα μου φαίνονται άνευ σημασίας, αλλά και διηγήματα που νομίζω ότι στέκονται. Επίσης ανέκαθεν μου άρεσε να μιλάω με κόσμο. Θυμάμαι ότι στο χωριό που γεννήθηκα, τα Πούλιθρα Αρκαδίας, όταν ήμουν μικρό κορίτσι, μόλις έβλεπα να έρχονται επισκέπτες στα γειτονικά σπίτια, πήγαινα τρέχοντας για να τους συναντήσω. Είχα τη μανία των ερωτήσεων. Μια φορά είχε έρθει στο χωριό ένας πολιτικός και επειδή ήμουν καλή μαθήτρια ο δάσκαλος έδωσε σε μένα να του δώσω μια ανθοδέσμη. Του τη δίνω λοιπόν -γύρω γύρω μαζεμένοι ψηφοφόροι, κομματάρχες κλπ- και αμέσως αρχίζω τις ερωτήσεις: Γιατί ήρθατε στο χωριό μας; Τι θα κάνετε εδώ; Δεν σταματούσα…

Στην δημοσιογραφία τελικά πώς μπήκατε;
Αργότερα στο Γυμνάσιο, ενώ ζούσαμε στην Αθήνα, έτυχε να διαβάσω στη Γυναίκα ένα κομμάτι για την Οριάνα Φαλάτσι. Το θυμάσαι σαν τώρα, σαν να το έχω μπροστά μου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο δυναμισμός αυτής της γυναίκας. Υποθέτω ότι αυτό έπαιξε ρόλο στο πώς εξελίχθηκαν για μένα τα πράγματα. Πήγα στη Νομική, ταυτόχρονα άρχισα να γράφω, μου άρεσε και συνέχισα. Αυτό που δεν μ’ ένοιαξε ποτέ ήταν να ανέβω στην ιεραρχία της εφημερίδας ή του περιοδικού. Κάποτε μου το πρότεινε ο Τερζόπουλος. Μόλις το άκουσα, τρόμαξα, «κύριε Τερζόπουλε», του λέω, «εγώ θέλω να γράφω». Άσε που ο καθένας μας πρέπει να έχει συναίσθηση του χαρακτήρα του. Εγώ ούτε να συντονίζω άλλους θέλω, ούτε παρατηρήσεις μπορώ να κάνω. 

Από τα δεκάδες σημαντικά πρόσωπα από τα οποία πήρατε συνέντευξη σε βάθος δεκαετιών, υπάρχει κάποιο που θα θέλατε να σας δοθεί αύριο η ευκαιρία να συναντήσετε ξανά;
Δεν ξέρω. Έχουν κάνει όλοι αυτοί τον κύκλο τους. Έχω κάνει κι εγώ τον δικό μου.

Από ποιον πολιτικό που είναι τώρα στα πράγματα θα θέλατε πολύ να πάρετε συνέντευξη;
Το πολύ βγάλ’ το. Ίσως να ήθελα να πάρω συνέντευξη από τον Κουτσούμπα, μου φαίνεται λιγότερο εκτεθειμένος από άλλους. Γενικά όλα τα πρόσωπα είναι πια υπερφωτισμένα. Κάποτε ο κόσμος διάβαζε πχ μια δική μου συνέντευξη και κάτι μάθαινε. Σήμερα όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους. Ή νομίζουν ότι ξέρουν. Μιλάμε για βομβαρδισμό πληροφορίας και εικόνας.  

Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας πρόσωπα στα οποία οι δημοσιογράφοι δεν θα έπρεπε να δίνουμε το λόγο;
Έχεις κάποιους συγκεκριμένους κατά νου;

Το μυαλό μου πάει στους Χρυσαυγίτες, μιας και δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βρίσκονταν στην κεντρική πολιτική σκηνή και ήταν έντονη η συζήτηση για το αν μια συνέντευξη πχ με τον Μιχαλολιάκο τελικά δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει ως μηχανισμός περαιτέρω διάδοσης των ιδεών του.
Κοίταξε, θεωρητικά τα πάντα εξαρτώνται από τις ερωτήσεις που θα κάνεις. 

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Κυρία Μπακομάρου, μετά από μια ζωή στη δημοσιογραφία, είστε απολύτως ευχαριστημένη με αυτή σας την επιλογή ζωής;
Ναι γιατί αυτή τη δουλειά την έκανα πάντα με αγάπη. Έμαθα πράγματα και της είμαι ευγνώμων. Το έχω πει και στο παρελθόν. Μέσα από τις συναντήσεις με κάποια από αυτά τα πρόσωπα, πήρα κι εγώ εφόδια, μαθήματα ζωής. 

Θα μου πείτε ένα-δύο παραδείγματα;
Θυμάμαι τώρα, όταν πήγα στο σπίτι του Κουν. Είχε ελάχιστα πράγματα μέσα. «Όσο μεγαλώνεις, τα πράγματα σε βαραίνουν, γι’ αυτό δεν θέλω πολλά» μου είπε. Εγώ ήμουν ακόμη νέα τότε. Σε πληροφορώ ότι τώρα τον καταλαβαίνω απόλυτα, τον σκέφτομαι κάθε μέρα κοιτάζοντας όλα όσα έχω μαζέψει. Τα πράγματα όταν μεγαλώνεις, γίνονται βαρίδια. Είσαι νέος ακόμη. Κι εγώ στην ηλικία σου δεν το έβλεπα έτσι. Σιγά σιγά όμως θα το καταλάβεις. 

Θα σου πω κι’ άλλο ένα παράδειγμα. Πριν από πολλά χρόνια έτυχε να πάρω συνέντευξη από τη Λαμπέτη, λίγο καιρό μετά το τροχαίο του πατέρα μου -σκοτώθηκε το 1977 στα 57 του- και ήμουν συντετριμμένη… Της εξήγησα τι είχε συμβεί. «Κυρία Λαμπέτη, από δω και πέρα ποτέ ξανά η ζωή μου δεν θα είναι όπως ήταν πριν», της είπα. Έτσι αισθανόμουν. Και μου είπε: «Κοίταξε να δεις, ποτέ και για κανέναν άνθρωπο ούτε η επόμενη μέρα δεν είναι ίδια με την προηγούμενη». Το σκέφτηκα πολύ αυτό. Και τελικά μου έκανε καλό. Και πόσο δίκιο είχε για τη ζωή! 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα