Ανδρέας Σιμόπουλος

«ΠΑΙΖΕΙ ΝΙΚΟΛΑ ΛΑΒΑΚΑ»: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ DJ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΑΡ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κάποτε τον φώναξαν για δύο μήνες στην Αθήνα και κοντέυει να συμπληρώσει 50 χρόνια. Η ντίσκο είναι το ευαγγέλιό του, αγαπάει μόνο τη μουσική με φυσικά όργανα και το πιο καινούριο κομμάτι που παίζει είναι του 1987. Δε θα σταματήσει, μάλλον, ποτέ.

Ξέρετε, υπήρχε μια εποχή που τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά κάθε βράδυ. Κι ο κόσμος έβγαινε διψασμένος σαν να μην υπάρχει αύριο. Οι λέξεις χάουζ, τέκνο, ρέιβ, φλάιερς, ίντερνετ, σόσιαλ μίντια δεν ήταν καν άγνωστες – ήταν ανύπαρκτες. Ήταν μια εποχή που πια σίγουρα εξιδανικεύουμε, με γραφικούς διαχωρισμούς («ροκάδες vs καρεκλάδες», και στην άκρη οι «λαϊκοί») και μια αθωότητα που τελικά επικρατούσε της άγνοιας. 

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ανερχόμενος τελετάρχης που λεγόταν DJ ήταν κι ένα είδος παράθυρου στον κόσμο. Κι ο Νίκολα Λαβάκα, ένας τύπος που κάποτε τον φώναξαν για δύο μήνες στην Ελλάδα και κοντεύει να συμπληρώσει 50 χρόνια εδώ, έγινε ο πρώτος σταρ αυτής της νέας εποχής. Παρέες απ’ όλη την Αθήνα ξεκινούσαν για τα μαγαζιά που μίξαρε, κομμάτια έμπαιναν το ένα μετά το άλλο σε 60ρες κασέτες επειδή «το παίζει ο Λαβάκα».

Ο ίδιος ούτε και ξέρει πόσα comebacks έχει κάνει στη ζωή του. Το τελευταίο συμβαίνει τώρα στο πιο πρόσφατο eclectic μέρος της Αθήνας, το Burger Disco Club – το υπόγειο στο Σύνταγμα που η Αθήνα αναστέναζε στα late 00s με την τότε κωδική ονομασία «ρώσικη ντίσκο».

Ο Νίκολα Λαβάκα τα θυμάται όλα, άπειρες ιστορίες με απίθανες λεπτομέρειες. Στο κέντρο πάντα η μουσική…

Ανδρέας Σιμόπουλος

Γεννήθηκα στο Μιλάνο, σε μια γειτονιά του κέντρου της πόλης. Πριν πολλά χρόνια, άστο τώρα, δε χρειάζεται να τα υπολογίζουμε ακριβώς (γέλια). Οι γονείς μου, εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες με καταγωγή από το Μπάρι της Πούλια. Παιδιά του πολέμου που -παρά το μπουμ της δεκαετίας του ’60 στην Ιταλία- ήταν πολύ προσεκτικοί, επειδή είχαν μεγαλώσει δύσκολα. Από μουσική άκουγαν λίγα πράγματα, αυστηρά ιταλικά, ας πούμε Κλάουντιο Βίλα και Quartetto Cetra…τα σκέφτομαι τώρα και τρέμω (γέλια ξανά)

Στην Ιταλία, τουλάχιστον τότε, ήταν πολύ της μόδας τα «απογευματινα». Άνοιγαν τα κλαμπ για τους πιτσιρικάδες 3 με 8 το απόγευμα, εννοείται χωρίς αλκοόλ. Εκεί, γύρω στα 13-14, είχα την πρώτη μου επαφή με αυτόν τον κόσμο. Μου άρεσε η μουσική, πήγαινα κι αγόραζα δισκάκια, έβλεπα κι αυτόν τον τύπο εκεί πάνω να κάνει αυτό που έκαναν τότε οι DJs και κάτι με τραβούσε. Βέβαια, όλα ήταν τελείως ερασιτεχνικά, ούτε καν ακουστικά δεν είχαν. Μετά από λίγο καιρό, άρχισα να πηγαίνω στα κλαμπ και κανονικά, σχεδόν κάθε βράδυ. Μου ζητούσαν ταυτότητα, αλλά όλο έβρισκα ένα κόλπο ή τους έλεγα κάτι, έκαναν τα στραβά μάτια και με άφηναν στη ζούλα. 

Κάποια στιγμή ο τύπος που έβαζε τη μουσική, με τον οποίο είχα πιάσει φιλία, έφυγε ένα Σαββατοκύριακο για να πάει στη θάλασσα και με άφησε στο πόδι του. Δε γύρισε ποτέ και βρέθηκα να είμαι -ανήλικος ακόμα – ο βασικός DJ του κλαμπ. Κι από τότε δεν σταμάτησα ποτέ, έκλεισα 50 χρόνια και συνεχίζω. 

Disco έπαιζα από την αρχή. Έμαθα κλέβοντας, σε αυτή τη δουλειά κανείς δε σου δείχνει ποτέ τίποτα. Βλέπεις, κοιτάς, μετράς, ξαναμετράς, τραβάς μια γραμμή και το κάνεις. Με το ένα μάτι, γιατί με το άλλο παρακολουθείς τι κάνει ο κόσμος: «Όπα, εδώ τσιμπάνε. ΟΚ, το κρατάμε. Α, εδώ δεν τσιμπάνε. Το κρατάμε κι αυτό». Δεν είχαν βγει τα 12” ακόμα, οπότε οι ιδιοκτήτες που αγόραζαν τη δισκοθήκη (δεν πήγαινες με τα δικά σου, στην Αμερική το είδα πρώτη φορά αυτό) μου έδιναν λεφτά και μου έλεγαν «αν έχει από τρεις επιτυχίες και πάνω, αγοράζεις το άλμπουμ – αλλιώς πάρε 45αρια». Σιγά σιγά έβγαιναν και δίσκοι με ολόκληρες πλευρές ψιλομιξαρισμένες, ξέρεις με ελαφρύ fade in-fade out, όπως το Never Can Say Goodbye της Gloria Gaynor (το ομώνυμο στην ίδια πλευρά με “Honey Bee” και “Reach Out, I’ll Be There”) που έκαναν τη δουλειά μας λίγο πιο εύκολη. 

Ήμουν τυχερός γιατί το δεύτερο μαγαζί που μπήκα ήταν η θρυλική Divina στο Μιλάνο. Βρήκα εκεί τον Κλαούντιο Τσεκέτο (που έκανε μετά τη μεγάλη επιτυχία με το “Ska Ska Chou Chou”) και τον Τσέζαρε Τζούκα, σπουδαίοι DJs και οι δύο. Ήταν το πρώτο γκέι κλαμπ της Ευρώπης, ανοιχτό επτά μέρες την εβδομάδα, με θαμώνες από τον Αρμάνι και τον Βερσάτσε ως την Γκρέις Τζόουνς – εγώ δεν τους ήξερα, αλλά δικτυώθηκα κι έφτασα να παίζω μουσική για δύο χρονιές στην Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου. Δεν ήμουν ούτε είκοσι χρονών κι έβγαζα 1.5 εκατομμύριο λιρέτες το μήνα, ποσό εξωφρενικό. Όσο να’ναι, είχα γλυκαθεί. 

 

Ανδρέας Σιμόπουλος

 

Κάπου εκεί μπαίνει η Ελλάδα στη ζωή μου. Έπαιζα σε ένα φουλ πρωτοποριακό μαγαζί, το M.A.I.S. (σε ένα γκαράζ που δε σέρβιρε αλκοόλ), είχα κλείσει επόμενη σεζόν να παίξω στη Γένοβα σε ένα σινεμά κι έρχεται ένας τυπος (o Μάριος Τοκατλίδης που είχε το πρώτο δισκάδικο με εισαγωγές στην Αθήνα) και μου λέει «τα διπλά απ’ όσα παίρνεις για να έρθεις στην Ελλάδα». Τρελάθηκα, έλεγα για τι με έχουν περάσει, για ποδοσφαιριστή; 

Ήρθα λοιπόν το 1977 σε ένα μαγαζί στον Παράδεισο Αμαρουσίου, το Studio 4. 200 καρέκλες, 8 σκαμπό στο μπαρ, πίστα στρογγυλή, πολύ πιο μικρή απ’ ότι είχα συνηθίσει. Αν μπορούσε να ανοίξει και όγδοη μέρα την εβδομάδα, θα άνοιγε. Έπαιρνα τρία χιλιάρικα μεροκάματο συν το σπίτι πληρωμένο, συν ένα αεροπορικό εισιτήριο κάθε 15 μέρες για Ρώμη. Να φανταστείς, ένα πακέτο Marlboro έκανε τότε 18 δραχμές, κάνε τις πράξεις.

Η αθηναϊκή νύχτα ήταν διαφορετικη, σαν να μην την είχε επηρεάσει η πετρελαϊκή κρίση των 70s. Είχε βέβαια πιο μικρά μαγαζιά από αυτά που είχα συνηθίσει, έπρεπε να κλείσεις τρεις μήνες πριν όμως. Νωρίς έτρωγαν, άκουγες μόνο μαχαιροπήρουνα. Την πρώτη βραδιά μου, ντύθηκα πιερότος κι έβαψα το μαλλί ξανθό. Τα πρώτα δύο τρία κομμάτια δεν πέρασαν, ήταν μέχρι να πιάσω το μικρόφωνο όπου άρχισα να βρίζω στα ιταλικά κι έγινε χαμός. Δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, αλλά η ένταση τους έφερε στην πίστα. Είναι μια χαμένη τέχνη αυτό που ο DJ έκανε και λίγο τον MC για να ανεβάσει την βραδιά. 

Έκανα μια παύση και πήγα Νέα Υόρκη. Αν δεν είχα κάνει τον πρώτο μου γάμο, ίσως να μη γύριζα ποτέ. Αν μετανιώνω κάτι, ίσως είναι αυτό. Ήθελα πολύ να δω τι γινόταν εκεί. Πέρασα από το Studio 54, άκουσα τον Λάρι Λεβάν στο Paradise Garage που ήταν πιο κοντά στα δικά μου δεδομένα – ξέρεις με την έπαρση της νιότης, έλεγα «σιγά, μπορώ κι εγώ να τα κάνω αυτά». Έπαιξα εκεί σε πιο μικρά κλαμπ, συζήτησα με κάποια πιο μεγάλα, δεν μου έκατσε. Σηκώθηκα κι έφυγα, για να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Ίσως έπαιξε ρόλο ότι είχα ήδη κάνει εδώ τις πρώτες μου παραγωγές. 

Ο Γιώργος Κuβέλος, παραγωγός της CBS-μετέπειτα Sony, ήρθε και με βρήκε στο μαγαζί για να μου προτείνει να βγάλουμε μια μιξαρισμένη συλλογή που θα πολεμούσε την πειρατεία με τις κασέτες. Από την άλλη, βέβαια, και η συλλογή παράνομη ήταν, δεν είχαμε πάρει από κανέναν άδεια για τα κομμάτια – σήμερα θα ήταν ανήκουστο κάτι τέτοιο. Βγήκαν παντως τρεις Nicola’s Disco Dynamite συλλογές (ήταν ιδέα του Μίλτου Καρατζά να προσθέσουμε και το όνομά μου στον τίτλο) που πήγανε πολύ καλά. Μετά δεν τα βρήκαμε στα λεφτά, πήγαμε στα δικαστήρια, αποχώρησα και υπέγραψα επταετές συμβόλαιο στην Columbia. Εκεί ξαναβρήκα τον Κυβέλο, ο Μάνος Ξυδούς ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο κυρίως συνεργάστηκα κι άρχισα να δουλεύω πίσω από την κονσόλα με συγκροτήματα. 

Μια μέρα είχα πάει στην εταιρεία για promos και παίρνω κι ένα ελληνικό που ήταν παραπεταμένο και δεν πουλούσε τίποτα. Το βάζω στο σπίτι, ωπ λέω, τι έχουμε εδώ; Ούτε ρέγκε ήταν, ούτε ντίσκο, κάτι ενδιάμεσο. Και το ξεσκίζω στο μαγαζί. Είχα δύο αντίτυπα, τα έπαιζα μαζί, το μεγάλωνα, το μίκραινα, έκανα λίγο τον MC στην εισαγωγή, μην στα πολυλογώ, έγινε χρυσός ο δίσκος. Μάλιστα, λίγο αργότερα κάναμε και το πρώτο remix που έγινε ποτέ στην Ελλάδα γι΄αυτό το κομμάτι. Μιλάω φυσικά για το “Get That Beat” των Sharp Ties. Κρατάω ακόμα επαφή με τον Τόλη (σ.σ. Φασόη), έκανε αγγλικά στην κόρη μου στο σχολείο. 

Στο στούντιο Sierra Αρχείο Νίκολα Λαβάκα

 

Κάτι πήγε να γίνει και με τις παραγωγές. H Mariana με το “Talk About Love”, o Χαριτοδιπλωμένος με το “Lost in the Night” ακούστηκαν στην Ευρώπη, εγώ πέρασα τους Bang! (σ.σ. Θάνος Καλλίρης και Βασίλης Ντερτιλής, αρχικά και Μιχάλης Καπούλας) στην DJ International, μια από τις πρώτες εταιρείες που έβγαζαν house στο Σίκαγο. Υπήρχαν κι άλλοι, ας πούμε ο Μπίγαλης ως Big Alice ή η Μαντώ που το προσπάθησε στην Αμερική, που θα μπορούσαν να τα καταφέρουν έξω, αλλά δεν είχαν υποστήριξη. Δεν μπορούσαν να ζήσουν από αυτό, έκαναν 8 πάρτι δωρεάν κι ένα επί πληρωμή. Κι όσο κι αν μερικοί ορκίζονταν ότι ούτε πεθαμένοι δε θα το έκαναν, τελικά το έριξαν στα ελληνικά – μερικοί είπαν και νησιώτικα.

Εγώ έμεινα εκεί που ήμουν, τα ελληνικά δεν ήταν για μένα. Μπορεί ένα έβαλα μια, δυο, πέντε, δέκα φορές κανένα κομμάτι αλλά δεν ήταν ο ήχος μου. Είναι σαν να μου λες να πάω να παίξω στο Cavo Paradiso, δεν το’ χω. Από την ελληνική μουσική μου αρέσουν τα παραδοσιακά π.χ. τα ηπειρώτικα και μερικές φωνές όπως της Αρβανιτάκη, όμως ποτέ δε συνδέθηκα μαζί τους γιατί δεν αντιπροσωπεύουν πράγματα που έχω ζήσει. 

Αρχείο Νίκολα Λαβάκα

Η Αυτοκίνηση ήταν μεγάλο κεφάλαιο, ένα ξεχωριστό μαγαζί με έναν ξεχωριστό ιδιοκτήτη. Πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Γιατί ο Μάκης Σαλιάρης ήταν ελεύθερο μυαλό. Γενναιόδωρος πολύ. Είχαν βγει στο δισκάδικο δυο άλμπουμ ροκ, δύο άλμπουμ ντίσκο και δύο άλμπουμ τζαζ; «Πήγαινε πάρτα όλα, μπας και βρουμε κανένα κομμάτι», μου έλεγε. «Θες δίσκους από την Αμερική; Πάρε το εισιτήριό σου, πάρε και λεφτά για το ξενοδοχείο και πήγαινε φέρτους». Δεν έχει υπάρξει άλλος τέτοιος. Σίγουρα έπαιζε ρόλο ότι ξεκίνησε ως ντράμερ στους Aphrodite’s Child με Βαγγέλη Παπαθανασίου και Ντέμη Ρούσσο. Ή ότι ήταν ραλίστας. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και άνθρωπος με παιδεία, μουσική κι ευρύτερη. 

Το μαγαζί ήταν στην Κηφισίας, εκεί που είναι σήμερα ο ΑΝΤ1. Άνοιξε το 1981, εγώ έπαιξα αρκετά χρόνια μετά, στην καλοκαιρινή εκδοχή του, στα Δειλινα. Κλείναμε την παραλιακή, ο κόσμος πάρκαρε στο αεροδρόμιο κι ερχόταν με τα πόδια. Μετά πήγαμε στο Club 22, κλείναμε τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και την Καλλιρόης εφτά μέρες την εβδομάδα. Είχα τρία-τέσσερα εναλλακτικά προγράμματα που προσαρμόζονταν στην κάθε βραδιά. Ας πούμε, αργά, μετά τις 4, έπαιζα ροκ. Ακόμα και κλάσικ ροκ. Πρωτοβάλαμε το “Money for Nothing” των Dire Straits στην Αυτοκίνηση κι έγινε χαμός. Έπαιζα και new wave, ας πούμε Clash όταν έκαναν την στροφή με το “Rock the Casbah” ή το “Such A Shame” των Talk Talk με το οποίο αδειασα την πίστα όπως συνέβη και με το “West End Girls” των Pet Shop Boys. Αλλά μετά από λίγο καιρό μου τα ζητούσαν. Είναι τρομερό να μη δουλεύει ένα κομμάτι και ξαφνικά από 1000 άτομα στην πίστα να μένουν 300. Εκεί τους κοιτάς στα μάτια. Και τους λες: «επειδή το πιστεύω εγώ, κάποια στιγμή θα το πιστέψετε κι εσείς»

 

Φορώντας κουκούλες στους Dreamers and the Full Moon (στους οποίους έκανε παραγωγή) λίγο πριν βγουν στην σκηνή ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟΛΑ ΛΑΒΑΚΑ

 

Με τους Bronski Beat Αρχείο Νίκολα Λαβάκα

Αρχείο Νίκολα Λαβάκα

Πέρασα κι από το ραδιόφωνο, στον Super FM. Έκανα απόγευμα, 3 με 5, έφτασα ακροαματικότητα 14.8% πάνω κι από τον Τσαουσόπουλο που είχε πίσω του ολόκληρο ANT1. Έκανα και κάτι πράγματα στην τηλεόραση που δε μ’ άρεσαν, εκτός από τη μουσική επιμέλεια στο σίριαλ Η Αίθουσα του Θρόνου που το ευχαριστήθηκα. 

Φυσικά, κάποια στιγμή σταμάτησε να χτυπά τόσο συχνά το τηλέφωνο. Είπα «ή σταματάς ή μένεις σε αυτό που ξέρεις». ‘Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κάνω αυτά τα ντίσκο πάρτι τη δεκαετία του ‘90. Έπαιζα πιο πολύ σε πριβέ, μπήκα και στη φάση των γάμων, μέχρι που άρχισαν κι εκεί να ζητάνε ελληνικά και σταμάτησα. Κοιτώντας πίσω με ψυχρό μάτι, υπήρχε μια βασική διαφορά μεταξύ της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90. Στα 80s έμπαιναν μέσα και τα έδιναν όλα, καμιά φορά ξεχνούσαν να παραγγείλουν ποτό, μερικές φορές έφευγαν και είχαν ακόμη το εισιτήριο στην τσέπη. Στα 90s άλλαξαν οι ιδιοκτήτες, όλοι κοίταζαν πώς θα τους πουλήσουν περισσότερο αλκοόλ. Κι αυτό επηρέασε και τη μουσική, τα έκαναν αχταρμά π.χ. Snap κι αμέσως μετά ελληνικά. Υπήρχε μεγαλύτερη κατανάλωση αλλά λιγότερη διασκέδαση. 

Εμένα μου αρέσει η μουσική μέχρι το ‘82-83, όσο ακόμα χρησιμοποιούσαν φυσικά όργανα, βιολιά-πνευστά-τα πάντα. Μετά έγινε πολύ ηλεκτρονικό, ούτε η house είναι του γούστου μου παρότι φυσικά και πάτησε στη disco. Είναι παρεξήγηση ότι έπαιζα italo disco λόγω της καταγωγής μου, μόνο μερικές κομματάρες από το είδος. Είναι πάρα πολά τα κομμάτια που βοήθησα να γίνουν επιτυχίες. Ή τα έκανα εγώ χιτ. Ας πούμε (σ.σ. μου δείχνει το t-shirt του), ότι ξέρεις από Prelude Records, ειδικά μέχρι ‘81-82, εγώ τα έκανα. Σήμερα, το πιο καινούριο κομμάτι που παίζω είναι μέχρι ‘86-87. Χαίρομαι πολύ που έχω βρει το Burger Disco Club γιατί δε με πιέζουν για την είσπραξη, για τα εμπορικά. Μου λένε «είσαι ελεύθερος, παίξε μουσικάρες». 

Ανδρέας Σιμόπουλος

Παίζω με ό,τι φορμάτ θέλεις. Το βινίλιο είναι αγάπη, αλλά πρέπει να ξέρεις να το παίζεις. Δεν είναι εύκολο. Το τελευταίο σετ με βινίλια, το έκανα παραμονή πρωτοχρονιάς στο Ντουμπάι. Με βλέπει καμιά φορά η γυναίκα μου να φεύγω  με τα στικάκια και δε με πιστεύει ότι πάω να παίξω, έχει συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια με τις τσάντες με τα βινίλια και νομίζει ότι της λέω ψέματα (γέλια). Οι σημερινοί DJs, με 30.000 κομμάτια στον σκληρό του Mac, μπερδεύονται. Εγώ έχω έναν φάκελο με 700 κομμάτια, κι έναν ακόμα πιο mainstream με άλλα 500.  Κι αυτό είναι. Πλέον, έχω παίξει τόσο πολύ και σε τόσο πολλά μέρη που όπου και να με βάλεις, έχω τον τρόπο να το κάνω να δουλέψει. Έχω τη μουσική μου που την πιστεύω, παρατηρώ τον κόσμο, συλλέγω σημάδια και τους φέρνω -όσο διαφορετικοί κι αν είναι- στα νερά μου.

Με θυμούνται ακόμα κι αυτό με γεμίζει. Παρότι, από ένα σημείο και μετά δεν έκανα guest εμφανίσεις. Αν έκανα και guest, θα χα τώρα μια πολυκατοικία δικιά μου. Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια μου,  αλλά τα ξόδεψα κιόλας. Η δουλειά του DJ είναι μοναξιά. Είσαι μόνος σου εκεί πάνω και βλέπεις τον κόσμο να διασκεδάζει. Κάποια στιγμή, όμως, την άλλη μέρα, θες να διασκεδάσεις κι εσύ. Και γι αυτό ξοδεύεις σε ρούχα, ταξίδια κτλ. 

Μια κόκα κόλα έπινα όλη κι όλη. Κάπνιζα βέβαια πολύ, αν και τώρα το έχω κόψει. Ούτε ποτό, ούτε ουσίες, δεν ήξερα καν τι είναι. Τα έβλεπα βέβαια δίπλα μου. Αλλά δε θέλω να σου πω ιστορίες γιατί πονάνε. Είδα ανθρώπους να καταστρέφονται και αναρωτιέμαι γιατί..

Κάποτε η νύχτα είχε μπέσα. Θυμάμαι ότι έμπαινα στο γραφείο ακόμα και γκάνγκστερ κανονικών, δίναμε τα χέρια κι ο λόγος τους ήταν συμβόλαιο. Επίσης, υπήρχε νόμος της νύχτας κι αλληλοσεβασμός  όσων δουλεύαμε σε αυτή. Τώρα νομίζω δεν υπάρχει. Δεν είναι σίγουρο ότι θα πάρεις τα λεφτά σου, δεν μου έχει τύχει αλλά ξέρω πολλές τέτοιες περιπτώσεις. 

Ανδρέας Σιμόπουλος

 

Παίζω ακόμα, γιατί μετά από 50 χρόνια, βαριέμαι να είμαι και κάθε μέρα στο σπίτι μου (γέλια). Είναι πλέον συνήθεια. Αυτή η μυρωδιά, όταν ανάβεις τα μηχανήματα, η στιγμή που μπαίνει ο κόσμος, η στιγμή που βλέπεις ανταπόκριση στα κομμάτια που παίζεις. Τα χορεύουν, διασκεδάζουν, σου λένε κι ευχαριστώ καμιά φορά. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι όταν τελειώνει η βραδιά κι έχει γίνει επιτυχία, αυτό που βγαίνεις έξω κι ακούς τα νυχτοπούλια. Και σου φαίνεται ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχεις ακούσει στη ζωή σου.

Σπίτι έχω 5-6.000 δίσκους και θέλω να τους σουτάρω, έχει γεμίσει η κρεβατοκάμαρα. Επίσης, δεν ακούω μουσική στο σπίτι, επικρατεί νέκρα. Η γυναίκα μου το έχει παράπονο. 

Δε θα κρεμάσω τίποτα. Την ημέρα που θα τελειώσω θα πετάξω την τσάντα μου στην θάλασσα σε ένα πολύ βαθύ σημείο στη Δοκό έξω από τις Σπέτσες. Είναι 200 μέτρα βαθύ, εκεί θα τελειώσει η ιστορία. Και μετά θα πάω να φάω καμιά τσίπουρα.

Αν έπρεπε να κάνω ένα τελευταίο πάρτι, θα άρχιζα με κάποιο Salsoul ή ίσως με μια φωνάρα σαν της Loleatta Holloway. Στο πικ το “Funky Sensation” της Gwen McCrae και μετά όποιον πάρει ο χάρος. Θα τελείωνα με κάποιο κομμάτι του Barry White, οποιοδήποτε, όλα καλά είναι.

Info:

O Νίκολα Λαβάκα παίζει κάθε Σάββατο στο Burger Disco Club (Νίκης 11, Σύνταγμα). Την Παρασκευή 28.6, ειδικά, είναι ο guest DJ του πάρτι που διοργανώνει εκεί η ρετρό σελίδα It’s Rad Greece.  

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα