ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: ΕΧΩ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ. ΕΧΩ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ
Οι κινηματογραφικοί σταθμοί του μεγάλου Έλληνα δημιουργού μέσα από μια μεγάλη συνέντευξη στο NEWS24/7. Ο Ηλίας Καζάν, ο Θανάσης Βέγγος και η αγάπη του σκηνοθέτη για τους ηθοποιούς, που δεν είναι “μόνο για να λένε λογάκια”.
Ένας ζωντανός μύθος, ο Παντελής Βούλγαρης, μας υποδέχτηκε στο σπίτι του με αφηγήσεις από το παρελθόν και το παρόν, που έμοιαζαν σαν να το σκάνε μέσα απ’ τα αμέτρητα βιβλία που ήταν ριγμένα -κυριολεκτικά- παντού γύρω του. Αλλά ήταν αφηγήσεις αληθινές, κομμάτια της ιστορίας του κινηματογράφου αυτής της χώρας, της οποίας ο ίδιος αποτελεί ογκωδέστατο κεφάλαιο.
Η αφορμή για τη συνάντηση ήταν η αποκατάσταση και η ψηφιοποίηση των ταινιών του απ’ το Cinobo και η προσθήκη τεσσάρων απ’ αυτών -προς το παρόν- στον κατάλογό της συνδρομητικής πλατφόρμας -“Όλα είναι δρόμος”, “Νύφες”, “Μεγάλος Ερωτικός” και “Πέτρινα χρόνια”.
Και ο ίδιος φάνηκε πολύ χαρούμενος που τώρα ξέρει ότι οι ταινίες του “μπορούν να διατηρηθούν. Δηλαδή να μπορεί να τις δει κόσμος και αργότερα”. Τόσο απλά.
Και ρωτώντας και κάτι άλλο τόσο απλό ξεκινήσαμε την κουβέντα μας.
Σήμερα τι κάνετε, πώς περνάτε τη μέρα σας;
Το διάβασμα μου αρέσει.
Διαβάζατε από μικρός;
Η δικιά μου γενιά -εγώ γεννήθηκα το ‘40- περάσαμε όλη αυτή την εχθρική περιπέτεια για πολλά χρόνια, που σημαίνει ότι τα οικονομικά μας ήταν ασθενή ή ανύπαρκτα. Και μεγαλώσαμε περισσότερο με το ραδιόφωνο. Aυτό μας ψυχαγωγούσε.
Το πρώτο βιβλίο που πήρατε ποιο ήταν; Θυμάστε;
Πρέπει να ήταν Ντοστογιέφσκι. Ένα βιβλίο μιας ξαδέρφης μου. Της το έκλεψα (σ.σ. χαμογελάει).
Εδώ και χρόνια όμως με ενδιαφέρει περισσότερο η ιστορία παρά το μυθιστόρημα.
Φάνηκε από τις τελευταίες ταινίες σας ότι ασχολείστε πολύ με την ιστορία, πχ από το “Τελευταίο Σημείωμα”.
Ναι. Ε, τώρα μεγάλωσα πια, δεν μπορώ να κάνω άλλη στροφή. Εδώ έχω καταλήξει… (σ.σ. ανάβει ένα απ’ τα αμέτρητα τσιγάρα που θα ακολουθήσουν, σκέφτεται λίγο και πάει την κουβέντα αλλού). Και χθες ήταν ωραία στην προβολή του “Χάππυ Νταίη”.
Α, είχατε πάει στο Cinobo Opera;
Ναι. Αυτή η ταινία ξεκίνησε από διαβάσματα και πιο συγκεκριμένα από ένα μυθιστόρημα του Ανδρέα Φραγκιά που λεγόταν “Ο Λοιμός”.
Ήταν δύσκολο τότε να βρεις στοιχεία για εκείνη την περίοδο. Συμπτωματικά όμως έμενα στην οδό Αριστοτέλους και ήταν κοντά μου ένας ιστορικός του εμφυλίου, όπου πήγαινα και μου έδειχνε διάφορα περιοδικά και φωτογραφίες. Και έτσι κόλλησα με αυτό.
Και πήγατε αργότερα μαζί με τον Σαββόπουλο να δείτε τη Μακρόνησο για να γυρίσετε εκεί την ταινία;
Το πρώτο ταξίδι το έκανα μόνος μου και μετά ήταν με τον Διονύση, με τον Ζουράρι -που ήταν φίλος του- και έναν φίλο μου ακόμα.
Πήγαμε και ανιχνεύσαμε λίγο το πρώτο κομμάτι του στρατοπέδου γιατί κανονικά αυτό απλώνεται σε όλο το νησί. Δηλαδή εκεί που φτάνει το καΐκι είναι η βάση. Οι σκηνές ήταν αλλού. Και επίσης στην άκρη του νησιού ήταν οι λεγόμενες ΣΦΑ (Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών). Και εκεί ήταν και τα πιο δύσκολα.
Υπήρχαν κτίρια εγκαταλελειμμένα, υπήρχε μία πλατεία, υπήρχε ένα θέατρο…
Και γιατί σας ενδιέφεραν συγκεκριμένα τόσο πολύ οι γιορτές που γίνονταν στην εξορία;
Είδα μια περίεργη αντίθεση: από τη μια μεριά η εξορία και οι δύσκολες μέρες και από την άλλη οι ίδιοι οι άνθρωποι να προσπαθούν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Ήταν ιδιαίτερο γεγονός οι γιορτές, υπήρχε το θέατρο, γίνονταν παραστάσεις από τους κρατούμενους.
Αργότερα όταν πήγατε εσείς εξόριστος στη Γυάρο, είδατε τέτοιες γιορτές;
Όχι, δεν είχαμε γιορτές. Εκεί είμαστε λίγοι και απλώς διαβάζαμε, κουβεντιάζαμε, βγαίναμε το μεσημέρι. Εγώ έκανα οκτώ μήνες στη Γυάρο στη δικτατορία.
Κάπου είδα που λέγατε ότι ο πραγματικός πανικός είναι όταν παίζεται μια ταινία και είναι άδειο το σινεμά. Τώρα που θα παίζονται στο Cinobo, εκεί ο πανικός ποιος είναι για εσάς;
Πάντα έχεις αγωνία. Είναι κάτι δικό σου.
Ε, τώρα δεν παίζονται πια στους κινηματογράφους οι ταινίες και περιμένουμε να δούμε στην τηλεόραση τι γίνεται. Τώρα κάτι κινείται. Και το πιο σημαντικό είναι αυτή η νέα τεχνολογία που διατηρείται το αρνητικό. Έτσι αξιοποιείται και παραμένει δρώσα η ταινία, ενώ πριν ήταν εξαφανισμένη.
Πρέπει να παρθεί μια γενναία απόφαση από το κράτος και να επιλέξει, έστω τις πιο σημαντικές ταινίες, και να τις ψηφιοποιήσει. Κοστίζει πολύ αυτό και εμείς δεν έχουμε έσοδα πια από αυτές τις ταινίες για να μπορέσουμε να το καλύψουμε.
Να σας κάνω μια προβοκατόρικη ερώτηση; Αν σας λέγανε από το Cinobo, ότι θέλουμε όλες τις ταινίες σας εκτός απ’ το “Ακροπόλ”, τι θα κάνατε;
Γιατί να μην το θέλουνε;
Σας το λέω επίτηδες επειδή ξέρω ότι είναι η ταινία που σας πειράζει περισσότερο που δεν την είδε ο κόσμος όσο θα θέλατε. (μπραβο μου, πολύ έξυπνο)
Τη λατρεύω την ταινία, τη λατρεύω. Αλλά έτσι συμβαίνει στο θέαμα.
Περιμένατε ότι ίσως μέσα στα χρόνια θα έβρισκε τον δρόμο της;
Θα τον βρει, αν ψηφιοποιηθεί θα το βρει. Γιατί είναι πιασάρικη.
Έχετε πει ότι ένας από τους λόγους που πιστεύατε ότι δεν πήγε καλά είναι κι ότι ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τα παρασκήνια του θεάτρου, το πώς δημιουργείται αυτή η μαγεία.
Πολύ πιθανόν. Όπως έγινε και στη “Φανέλα με το 9”. Κι αυτή η ταινία δεν δούλεψε.
Φαίνεται ότι ο κόσμος που το αισθανόταν πολύ δικό του το θέμα του ποδοσφαίρου, ήταν επιφυλακτικός στο να δει την πίσω του πλευρά.
Με τα χρόνια πάντως αυτή η ταινία έχει βρει κοινό.
Νομίζω ότι και το “Ακροπόλ” θα βρει γιατί έχει πολύ καλούς ηθοποιούς. Αυτή τη γυρίσαμε όλη σε ένα παλιό θέατρο στη Σόφια.
Εσείς παρακολουθείτε ποδόσφαιρο; Δεν ξέρω γιατί μου φαίνεστε για Παναθηναϊκός. Ίσως γιατί διάβασα ότι βάλατε τον Δομάζο να δοκιμάσει τον Τζώρτζογλου για να καταλάβετε αν ξέρει μπάλα.
Παναθηναϊκός είμαι. Ε, τον ήξερα τον Δομάζο -και τη Βίκυ Μοσχολιού. Προσιτός ήταν. Είχε έρθει μαζί με τον Αντωνιάδη για να δουν πως παίζει μπάλα ο Τζώρτζογλου και μου είχαν πει ότι θέλει πολλή δουλειά το παιδί.
Δεν είναι εύκολο να το μάθεις το ποδόσφαιρο, αν δεν είσαι από μικρός με μια μπαλίτσα.
Δεν είχατε σκεφτεί να βρείτε κάποιον ηθοποιό που να ξέρει ήδη ποδόσφαιρο;
Είχα σκεφτεί, απλώς ο Στράτος είχε μια άλλη παρουσία, μια άλλη ακτινοβολία και φανταζόμουν ότι θα μάθει. Νομίζω ότι σε ένα βαθμό το καταφέραμε αυτό, δούλεψε.
Από τη στιγμή που συμφωνήσαμε ότι θα ξεκινήσει η ταινία, τον έγραψα σε μία ομάδα κοντά στο αεροδρόμιο και ένα ολόκληρο καλοκαίρι έκανε προπονήσεις. Έτσι, όταν ξεκινήσαμε ήξερε πώς να στήσει το σώμα του, πώς να τρέξει, πώς να προφυλαχτεί.
Το βιβλίο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία το είχατε διαβάσει πριν σε άσχετη στιγμή ή το διαβάσατε επί τούτου για να κάνετε το φιλμ;
Είχα φίλο τον Μένη Κουμανταρέα. Το πρώτο κείμενο της “Φανέλας” δημοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό που έβγαζε ο Κοσκωτάς τότε και ήταν διευθυντής ο Μάνος Χατζιδάκις. Και με το που το διάβασα τον πήρα τηλέφωνο. Δεν είμαι σίγουρος ότι το είχε τελειώσει το γράψιμο του βιβλίου.
Με τον Μένη είχαμε δουλέψει και στο “Προξενιό της Άννας”, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου, το 1972. Ταίριαζαν και οι παραστάσεις που είχε από τη δικιά του ζωή, την αθηναϊκή μικροαστική. Έμενε στην πλατεία Βικτωρίας και μπορούσε να καταλάβει περισσότερο την ατμόσφαιρά της ταινίας.
Τον ενδιέφερε ο άνθρωπος μέσα στην κίνηση, μέσα στη δράση, μέσα στην καθημερινότητα.
Και μέσα απ’ τη “Φανέλα με το 9” συνέβη μια άλλη ιστορία που ενέπνευσε το “Όλα είναι Δρόμος”. Μιλάω για έναν πατέρα που ήρθε και σας βρήκε και έψαχνε φωτογραφίες του γιου του που είχε αυτοκτονήσει.
Ήρθε ένα απόγευμα που ήμουν μόνος μου στο γραφείο, χτύπησε το κουδούνι και μου λέει “μπορώ να σας απασχολήσω; Είχε έρθει ο γιος μου να κάνει casting για μια ταινία σας και ήθελα να σας ρωτήσω αν μπορώ να βρω μια φωτογραφία του”.
Και αυτό με συγκλόνισε. Έψαξα, δεν βρήκα κάποιο υλικό, αλλά αυτό το κράτησα στη ζωή μου. Ένας πατέρας που ψάχνει να βρει μια φωτογραφία.
Και όπως ο Τζώρτζογλου δεν ήξερε μπάλα, έτσι και ο Καταλειφός που έπαιξε σε αυτήν την ιστορία στο “Όλα είναι δρόμος”, δεν ήξερε να οδηγεί. Έχει πει ότι εκεί έμαθε λίγο για τις ανάγκες της ταινίας.
Δεν ήξερε. Κάναμε νυχτερινά γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη, στον κεντρικό δρόμο και ήμουν δίπλα του μήπως πατήσει γκάζι αντί για φρένο. Δεν ξέρω ακόμα αν έχει μάθει να οδηγεί.
Είχα την τύχη να συναντήσω στη ζωή μου πάρα πολύ σημαντικούς ανθρώπους.
Aυτή η ιστορία του ηθοποιού είναι ασύλληπτο να τη σκεφτεί κάποιος. Γιατί; Όλοι μας κάποια στιγμή το απόγευμα καθόμαστε στο σπίτι μας να δούμε λίγο τηλεόραση, να διαβάσουμε κάτι, να δούμε τα παιδιά μας. Εκείνοι όμως το απόγευμα φεύγουν απ’ το σπίτι τους, φτάνουν σε κάποιον κεντρικό δρόμο που είναι ένα κτίριο, το ξεκλειδώνουν, μπαίνουν μέσα στο σκοτάδι σε μια αίθουσα που δεν υπάρχει κανείς, κατηφορίζουν προς τα κάτω εκεί που είναι τα καμαρίνια, ανάβουν και ένα φως, στέκονται σε έναν καθρέφτη και αρχίζουν και βάφονται και γίνονται εισαγγελείς, γίνονται στρατηγοί, γίνονται εραστές. Και αυτό κρατάει για δύο ώρες.
Το έχω ζήσει αυτό με τον Λευτέρη Βογιατζή που ήμασταν πολύ φίλοι. Καθόμασταν στο καμαρίνι του και κουβεντιάζαμε καθώς βαφόταν. Μετά ερχόταν η ώρα που χτύπαγε το κουδούνι για να βγούνε οι ηθοποιοί. Πήγαινα στη θέση μου και ξαφνικά έβλεπα έναν άνθρωπο που πριν κουβεντιάζαμε, τώρα να είναι ένας άλλος. Και μετά με το που τελείωνε η παράσταση και χειροκροτούσαμε, ο πρώτος που έμπαινε στο καμαρίνι του ήμουν εγώ. Και ξεβαφόταν κι έφευγε το μακιγιάζ του εισαγγελέα ή του ταχυδρόμου ή του στρατηγού. Και έβλεπα πια το πρόσωπό του σιγά σιγά. Και μου έλεγε “έχει ένα σουβλατζίδικο εδώ κοντά. Θέλεις να πάμε να φάμε ένα σουβλάκι;”.
Αυτή η αντίφαση από στρατηγός να γίνεσαι την άλλη στιγμή ένας καθημερινός άνθρωπος είναι συναρπαστική. Αλλά αυτή είναι η κορύφωση της παράξενης ζωής που έχουν οι ηθοποιοί.
Ειδικά τώρα που τρέχουν με την τηλεόραση, με το θέατρο, με το ένα, με το άλλο. Πότε βλέπουν τα παιδιά τους; Γιατί κι εγώ όταν έκανα τις ταινίες, μού λείπανε τα παιδιά μου. Η Ιωάννα τα μεγάλωσε.
Δεν τα παίρνετε μαζί σας τα παιδιά στα γυρίσματα;
Ναι, αμέ. Έρχονταν.
Εσείς γενικά πάντως τους αγαπούσατε τους ηθοποιούς. Δηλαδή μιλάτε με τρομερό θαυμασμό πάντα.
Εξακολουθώ να τους αγαπώ.
Ενώ πχ στον Αγγελόπουλο, που ήσασταν της ίδιας γενιάς, οι ηθοποιοί ήταν λίγο στο φόντο. Δηλαδή, ναι, υπήρχαν και οι ηθοποιοί αλλά δεν ήταν και το πιο σημαντικό στην ταινία. Αλλά σε εσάς ήταν πάντα σε πρώτο πλάνο.
Η διαφορά μας με τον Θόδωρο ήταν ότι εκείνος δενόταν με ένα γεγονός, όχι με μια μικρή περίπτωση. Τον απασχολούσε και αυτή, αλλά το πλαίσιό του ήταν πάντα τα μεγάλα τα ιστορικά προβλήματα, οι μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων, η μετανάστευση, όλα αυτά. Ήταν σε μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση.
Με τα ίδια ερωτήματα μεγαλώσαμε και εγώ και αυτός και ο Περάκης και όσοι ασχοληθήκαμε εκείνη την εποχή αλλά ο καθένας τα έβλεπε με το δικό του μάτι
Εσάς τι σας απασχολούσε δηλαδή;
Το ανθρώπινο περισσότερο.
Δηλαδή “Τα Πέτρινα Χρόνια” δεν είναι μια ταινία για ένα πολύ μεγάλο γεγονός;
Την ιστορία των “Πέτρινων χρόνων” μου τη διηγήθηκε ένα βράδυ η γυναίκα μου. Τους ήξερε αυτούς τους δύο. Μέναμε στην Πεντέλη τότε και με το που τελείωσε να μου λέει την ιστορία, της λέω “μ’ αυτό θα ασχοληθώ”.
Ξημέρωσε και έψαξα να τους βρω για να συμφωνήσουν. Το σκέφτηκαν και δέχτηκαν. Και άρχισε πια η Ιωάννα με ένα μαγνητόφωνο να δουλεύει με την Ελένη και εγώ με τον Μπάμπη.
Ξέρετε τι προσπαθώ να φανταστώ; Αν ο Αγγελόπουλος ήθελε να κάνει ταινία την ίδια ιστορία, τι διαφορετικό θα έκανε; Πώς θα το έκανε;
Περισσότερο θα φρόντιζε ώστε το ερώτημα να είναι η πολιτική περιπέτεια παρά η προσωπική. Αυτή θα ήταν η διαφορά.
Και φυσικά ένας άλλος τρόπος αφήγησης. Ο καθένας το βλέπει διαφορετικά.
Εσάς σας γοήτευε αυτό που έκανε με τα μακρινά πλάνα, τα μεγάλα πλάνα;
Μ’ αρέσανε, βέβαια. Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Θόδωρο. Συναντηθήκαμε το 1965 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έχω μια φωτογραφία που είμαστε τέσσερις σε ένα καφενείο. Είναι ο Θόδωρος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Δημήτρης Νόλλας κι εγώ.
Ο Θόδωρος τότε είχε βρει έναν χρηματοδότη και είχε τραβήξει πολύ υλικό για τους Forminx. Η συνάντησή μας έγινε γιατί μου ζήτησε και αυτός και ο παραγωγός του να δούμε αυτά που είχε τραβήξει.
Ξέρετε, κάθισα και είδα τώρα τον “Τζίμη τον Τίγρη” για πρώτη φορά και προς το τέλος σε ένα σημείο βγαίνει ο Αγγελόπουλος και ανοίγει την πόρτα ενός αυτοκινήτου και μπαίνετε μέσα. Και λέω τι έγινε εδώ; Σας είχε βοηθήσει δηλαδή. Είχε παίξει ως ηθοποιός στη μικρού μήκους σας.
Και εγώ ήμουν στις ταινίες του. Επίσης ο αστυνομικός ανακριτής στην ταινία είναι ο Μιχάλης Γρηγορίου, σεναριογράφος, καθηγητής μας στη σχολή Σταυράκου.
Έψαξα να βρω τον αληθινό τον Τζίμη τον Τίγρη και δεν τον βρήκα. Είχα όμως τον Σπύρο Καλογήρου που τον είχα ζήσει στις ταινίες του Φίνου, ο οποίος στα διαλείμματα μας διηγούταν διάφορες ιστορίες και μας τις έπαιζε. Και τον είχα σημαδέψει από τότε. Ήταν και το σώμα του έτσι κοντά σε ενός αθλητή.
Τον πραγματικό Τζίμη Τον Τίγρη τον βρήκα αργότερα και τον έβαλα στο “Χάππυ Νταίη” στη Μακρόνησο.
Μου άρεσε σε ένα σημείο που αποκάλεσε “φιλάθλους” όσους ήταν μαζεμένοι γύρω του και τον έβλεπαν να προσπαθεί να λυγίσει ένα σίδερο.
Έτσι τους έλεγαν τότε. Τους διαλόγους τους αντέγραψα από την πραγματική τους ομιλία.
Λέτε συχνά ότι δεν έχετε κάνει κωμωδίες αλλά ο “Τζίμης” δεν είναι μια μικρή κωμωδία, κατά κάποιον τρόπο; Δηλαδή εκεί στο τέλος που τον δέρνει ο κουνιάδος του…
Είναι λίγο δίπλα από την κωμωδία. Κυριαρχεί το ανθρώπινο ερωτηματικό, παρά το ψυχαγωγικό.
Αυτός που τον δέρνει είναι ο Σταύρος ο Κωνσταντάρακος, σκηνοθέτης κι αυτός, είχε ζήσει στο Παρίσι.
Στο καφενείο όπου υπάρχει μια σκηνή είναι ο Κώστας Βρεττάκος, ο γιος του Νικηφόρου Βρεττάκου, που ήταν σκηνοθέτης.
Παίζαμε ο ένας στις ταινίες του άλλου. Βοηθούσαμε.
Διάβασα μία συνέντευξη του Αρμένη που έλεγε ότι και στο “Όλα είναι δρόμος”, κανονικά, είχατε σκεφτεί να υπάρχει και μια τέταρτη ιστορία πάλι με παλαιστές. Το θυμάστε αυτό;
Ναι. Γίνεται ένα πανηγύρι στο τέλος του καλοκαιριού πάνω στη Θράκη, όπου έρχονται παλαιστές -και από τη Βουλγαρία-, λαδώνονται και παλεύουνε. Ειναι καταπληκτικό αυτό, με είχε πάει μια φίλη. Δηλαδή αν τύχει ποτέ και μπορείτε, να πάτε να το δείτε. Είναι συναρπαστικό, έχουν και μουσική υπόκρουση αυτά, χτυπάνε τα νταούλια.
Είναι κανονική πάλη ή είναι σκηνοθετημένη σαν του Τζίμη του Τίγρη πχ;
Κανονική πάλη αλλά με περιορισμούς. Δεν θα σκοτώσεις δηλαδή κιόλας.
Εγώ έζησα έναν Βούλγαρο που έχασε και είχε πάρει και την κορούλα του μαζί και το πρόβλημα ήταν ότι θα έπρεπε να ξαναγυρίσουν πίσω στο σπίτι. Και αυτός ήταν ένας χαμένος. Αυτήν την ιστορία θα έβαζα.
Και πώς και δεν τη βάλατε τελικά;
Γιατί αυτό το γεγονός δεν συνέπεσε με τα χρονικά διαστήματα που έγινε αυτή η ταινία. Εγώ είχα πάει στη Θεσσαλονίκη τότε για να ζήσω την οικογένειά μου. Θα γινόταν η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και ο διευθυντής στο φεστιβάλ ήταν φίλος μου, και πήγα να δουλέψω εκεί.
Είχα νοικιάσει και σπίτι και η δουλειά μου ήταν να ταξιδεύω στη Μακεδονία και να βρίσκω χωρους για πολιτιστικά γεγονότα.
Και ερχόμουν στην Αθήνα τα σαββατοκύριακα και διηγούμουν στην Ιωάννα και στα παιδιά μου ιστορίες που έβλεπα και μου έλεγε η Ιωάννα “αυτές τις ιστορίες γιατί δεν τις κάνεις ταινία;”.
Αυτές οι τρεις ιστορίες στο “Όλα είναι δρόμος” τι έχουν κοινό; Τι τις ενώνει, πέρα από την κοινή κινηματογραφική αφήγηση;
Δεν έχουν κάτι κοινό. Εχουν έναν μακεδονίτικο ψυχισμό αν θέλεις. Είναι ιδιαίτερος κόσμος εκεί πάνω, είναι πιο συναισθηματικοί, είναι πιο ζεστοί. Έχουν τραγούδια δικά τους.
Ο Σκαμπαρδώνης, που δουλέψαμε μαζί το σενάριο, είναι ένας εκπληκτικός Θεσσαλονικιός συγγραφέας, ο οποίος έχει ψάξει αυτές τις περιοχές, έχει γράψει διηγήματα πχ για το Άγιο Όρος.
Το τραγούδι της Μαίρης Μαράντη, το “Θα πάρω φόρα”, που ακούγεται στη σκηνή του “Βιετνάμ”, εσείς το επιλέξατε;
Επάνω στη Θεσσαλονίκη έψαξα και βρήκα ένα ντόπιο συνθέτη. Πήγα στο σπίτι του και μου εδωσε μια σειρά από τραγούδια, που δεν τα θυμάμαι τώρα. Πάντως δεν ήταν πολλά. Ξεχωρίσαμε τρία και ήταν αυτά που μπήκαν στην ταινία. Μαζί και οι τραγουδιστές τους.
Το εσωτερικό του κέντρου είναι στη Θεσσαλονίκη και τα γυρίσματα γίνονταν μέρα, όταν αυτό ήταν κλειστό. Πήγαινα εγώ απ’ το πρωί και δούλευα και όταν φεύγαμε, έμπαιναν οι μπουζουξήδες και το ανοίγανε για τον κόσμο.
Αργότερα, τους κάλεσα όλους τους τραγουδιστές και το αφεντικό του μαγαζιού στην πρεμιέρα που έγινε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και όταν τελείωσε η ταινία και γύρισα και τους κοίταξα που ήταν καθισμένοι στη σειρά, μου κάνει το αφεντικό (σ.σ. νεύει αργά το κεφάλι του προς τα κάτω).
Είχατε την αποδοχή του.
Αυτή είναι μια γλώσσα, η οποία δεν υπάρχει πουθενά γραμμένη. Είναι η γλώσσα του πολύ ψυχικού βάθους.
Η ανθρώπινη έκφραση, το πώς αντιδράει ένας άνθρωπος, το πώς αντιδρά ένας πολιτικός που τον βρίζουν και δεν μιλάει καθόλου… Με ενδιαφέρουν πολύ αυτά.
Συμπάσχετε με αυτό;
Εγώ έχω συμπάθεια για τους πάντες. Έχω επίσης και επιφυλάξεις. Δεν τα υπολογίζω έτσι. Απλώς είναι η δουλειά μου, που τα ψάχνω αυτα.
Τα ψάχνω γιατί μ’ αρέσουν.
Άσχετο, το ξέχασα πριν. Όταν ο Σαββόπουλος είχε πάρει το ‘72 τον Τζίμη τον Τίγρη στο Κύτταρο για κάποιες παραστάσεις, τον είχατε δει εκεί; Είχατε πάει;
Ναι, βέβαια.
Κοίτα, όσον αφορά τον Σαββόπουλο υπήρχε μια σύμπτωση πραγμάτων, υπήρχε ένα πρόσωπο που μας έχει σημαδέψει και τους δύο. Ένα παιδί που πέθανε νέο και ήταν φίλος μας. Και εκεί γνωριστήκαμε, στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Αυτό το παιδί, ήταν ο Άλκης Σαχίνης και ήξερε πως θα πεθάνει, είχε καρκίνο. Έτσι τον έβλεπα τον Διονύση, έτσι γίναμε φίλοι. Ο Άλκης ήταν ένα μυαλό καταπληκτικό. Και όλοι περνάγαμε από το σπίτι του.
Όταν ο Σαββόπουλος άρχισε να αλλάζει τις πολιτικές του απόψεις ή αυτά που έλεγε να μην αρέσουν στον κόσμο κτλ, εσείς τον ακολουθήσατε σ’ αυτό ή κάποια στιγμή είπατε ότι “δεν μ’ αρέσουν αυτά που λέει και δεν θέλω σχέσεις”;
Βεβαιως και συνεχίστηκε η σχέση μας, είναι φίλος. Μπορεί να με παραξενέψαν οι απόψεις του αλλά μέχρι εκεί. Αλίμονο! Ένας ταλαντούχος άνθρωπος, με έναν βαθύ ψυχισμό.
Πάλι σε μία συνέντευξή του ο Αρμένης έλεγε ότι για να πετύχετε αυτή τη σκηνή με το “Ηλία, ρίχτο”, τον κρατήσατε δυο μέρες ξύπνιο, για να φαίνεται ταλαιπωρημένος, να έχει μάτια βαριά κλπ… Πώς κρατάει κάποιος κάποιον ξύπνιο δηλαδή;
Ε, φαντάζομαι ότι θα ήμασταν κάπου και θα κουβεντιάζαμε. Δεν θα μπορούσα να πηγαίνω στο δωμάτιό του και να τον σκουντάω (σ.σ. γελάμε).
Ηθοποιός δεν είναι μόνο αυτός που απλώς λέει τα λογάκια. Σκέφτεται και ο ίδιος. Ειδικά γι’ αυτή την ταινία, και οι τρεις που είχα (Καταλειφός, Αρμένης και Βέγγος) ήταν ασύλληπτοι ως συνεργάτες.
Με τον Βέγγο είχατε συνεργαστεί και στις “Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου”. Και αυτή είναι λίγο παραγνωρισμένη ταινία σας. Δηλαδή λέμε για το “Ακροπόλ”, αλλά δεν νομίζω ότι κι αυτή αγαπήθηκε όσο θα της άξιζε.
Σωστό.
Πώς και τον σκεφτήκατε τον Βέγγο;
Τον ήξερα από πολύ καιρό, από τότε που συνδέθηκα με τον Κατσουρίδη -ήταν άμεσος συνεργάτης του. Ο Βέγγος πέρναγε από το γραφείο του Ντίνου σχεδόν κάθε μέρα.
Η πρώτη φορά που ήρθε σε γύρισμα δικό μου ήταν στο “Προξενιό της Άννας”. Μπήκε στο σπίτι που είχα βρει κι όταν είδε τα πιάτα και τα ποτήρια άπλυτα στην κουζίνα, λέει “πώς δουλεύεις εδώ πέρα;”. Και κάθισε και τα έπλυνε όλα.
Αυτή την μανία με την καθαριότητα την είχε κολλήσει απ’ την Μακρόνησο.
Τι είδατε σε αυτόν και είπατε “θα τον βάλω να κάνει έναν δραματικό ρόλο και όχι κωμικό”;
Το πρόσωπό του όταν ηρεμούσε, όταν σκεφτόταν… Ήταν ένας πολύ ζεστός άνθρωπος. Πάρα πολύ.
Γενναίοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Έχασε την περιουσία του όταν έκανε δικές του παραγωγές. Έδινε ποσοστά στους ηθοποιούς όταν δεν είχε λεφτά και στο τέλος αυτός δεν είχε ούτε ένα πόντο στην ταινία.
Και γιατί το είπατε “Βιετνάμ”; Εσείς το διαλέξατε;
Ο Σκαμπαρδώνης.
Δεν σας φάνηκε περίεργο στην αρχή το όνομα;
Τρελάθηκα. Αλλά όλα τα μαγαζιά τότε στην εθνική οδό είχαν περίεργα ονόματα. Ε, και το “Βιετνάμ” ήταν η αποθέωση του σκυλάδικου.
Τα γυρίσατε τότε; Περάσατε χρόνο μέσα στα σκυλάδικα ή τα ξέρατε από πριν;
Εκεί τα έμαθα.
Δεν σας τράβηξε ποτέ αυτή η διασκέδαση δηλαδή;
Δεν μπορείς να ξενυχτήσεις στη δουλειά τη δικιά μας, πρέπει να κοιμηθείς νωρίς. Γιατί μέσα στα όρια αυτά του ύπνου και του ξύπνιου θα σκεφτείς πώς θα είναι η επόμενη μέρα. Το πιο τρελό πράγμα στον κινηματογράφο είναι αυτό.
Πες, λοιπόν, ότι αυτό που κάνουμε εμείς τώρα, η συνέντευξη, είναι γραμμένη στο σενάριο. Ότι ο ήρωας θα συναντηθεί με δύο άτομα. Είναι άντρες, είναι γυναίκες; Είναι νέοι; Είναι μεγάλοι; Τι είναι αυτοί; Πρέπει να τους βρω εγώ από το χαρτί. Και πού παίρνουν τη συνέντευξη; Σε ένα σπίτι ενός κινηματογραφιστή; Πού είναι αυτό το σπίτι; Δεν υπάρχει. Πρέπει να το φτιάξουμε το σπίτι. Μετά ο ηθοποιός που μπαίνει στο σπίτι αυτό πρέπει να κυκλοφορήσει. Δεν μπορεί να έρθει στο γύρισμα και να παίξει αμέσως. Πρέπει να τους πάρω πριν αρχίσουμε να πάμε να καθίσουμε.
Θυμάμαι έλεγα στην Παΐζη: “Αλέκα, κάνε μια βόλτα μέσα στο σπίτι”. Και έμπαινε και έβγαινε και εγώ την παρακολουθούσα. Πήγαινε στο παράθυρο για παράδειγμα και τράβαγε το στόρι και αυτό ήταν μια εικόνα. Και έτσι την ημέρα που θα ξεκινούσαμε και θα είχαμε γύρισμα, εγώ ήμουν προετοιμασμένος.
Ο ηθοποιός πρέπει να ζήσει στον χώρο και αυτό είναι το πολύ δύσκολο. Εμείς τον ηθοποιό τον κλείνουμε για συγκεκριμένες ημέρες και η δουλειά πρέπει να βγει τότε. Διαφορετικά, αν είναι ακριβά, δεν υπάρχουν λεφτά.
Εσείς είχατε και μεγάλο κυνήγι να βρείτε τα λεφτά, έτσι;
Ε, φυσικά. Στη δική μου γενιά η ΕΡΤ βοήθησε πολύ γιατί δουλέψαμε και στα ντοκιμαντέρ της. Εγώ έχω κάνει πολλά πράγματα εκεί.
(σ.σ. Δείχνει ένα περίεργο καπέλο στην Φραντζέσκα τη φωτογράφο μας) Αυτό εκεί πέρα που βλέπεις ήταν στο “Ακροπόλ”. Η πρώτη χορεύτρια το φορούσε. Βάλτο αν θες (σ.σ. Το φοράει και είναι εκπληκτικό). Αυτό το είχε φτιάξει με τα χεράκια του ο Διονύσης ο Φωτόπουλος ο σκηνογράφος
Ε, βέβαια, οι καλλιτέχνες που είχα εγώ ήταν μεγάλοι δάσκαλοι. Μεγάλοι δημιουργοί.
Τώρα δεν σας λείπει να είστε σε ένα σετ; Δεν λέω να κάνετε νέα ταινία αλλά να είστε σε έναν χώρο που απλώς γυρίζεται μια ταινία. Όταν πχ γυρνάει ο γιος σας μία.
Όχι, δεν πηγαίνω σε γύρισμα του. Κι εγώ δεν ήθελα ποτέ ξένο κόσμο. Αισθανόμουν περίεργα. Ή αισθάνονταν περίεργα οι ηθοποιοί. “Ποιος είναι αυτός;”.
Θέλω να σας ρωτήσω και για τον Ηλία Καζάν. Κάνατε παρέα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πηγαίνατε στην Αμερική ή όταν ερχόταν αυτός εδώ. Μιλούσε ποτέ για όσα έκανε την περίοδο του μακαρθισμού;
Όχι. Τα έχει γράψει αυτά σε ένα ογκώδες βιβλίο, το “My life”.
Εγώ περισσότερο τον άνθρωπο έβλεπα. Και ήταν και δύσκολη τη ζωή του. Δεν ήταν απλή.
Θέλω να πω, είχε μπει σε μια διαδικασία να δικαιολογηθεί, να σας πει ότι “εγώ τότε έκανα αυτό για αυτόν τον λόγο” πχ.
Όχι. Ήξερε τι σκεφτόμασταν.
Και γενικά τι συζητούσατε;
Για παράδειγμα, όταν τον είχαμε φιλοξενήσει στην Άνδρο για μια βδομάδα, πηγαίναμε βόλτα το πρωί οι δυο μας και μου μίλαγε για τη μάνα του και τους φίλους του. Δεν μίλαγε για τις ταινίες του.
Στο σπίτι του είχε ένα δωμάτιο που δούλευε, το οποίο ήταν γεμάτο φωτογραφίες φίλων του -ηθοποιών και άλλων.
Για αυτούς τους ηθοποιούς δεν τον ρωτούσατε;
Φυσικά. Του λέω μια φορά “γιατί ο Μάρλον Μπράντο είναι ο καλύτερος ηθοποιός;”. “Γιατί το πρωί στο γύρισμα έρχεται και μου λέει ‘Ηλία, τι κάνω;’. Και του λέω τι σκέφτομαι και εκείνος μου λέει μια ιδέα πολύ καλύτερη από τη δικιά μου”.
Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο του κινηματογράφου. Δεν είσαι ο Θεός. Από τη στιγμή που έχεις εμπιστοσύνη σε κάποιον, που πρέπει και μάλιστα να υποδυθεί και πρόσωπο, θα ακούσεις την ιδέα του. Αλίμονο.
Θυμάστε αυτό να συνέβη κάποια στιγμή σε δική σας ταινία;
Για παράδειγμα, η περιβόητη κραυγή στη “Μικρά Αγγλία”. Αυτή ήταν ένα γραπτό κείμενο. Δεν μπορείς να το κάνεις πρόβα αυτό.
Πάντα, λοιπόν, είχαμε στο μυαλό αυτή τη σκηνή, αλλά δεν επιχειρούσα να την πω έτσι ξαφνικά σε ένα πρόσωπο… “για κάνε τώρα ότι πέθανε ο φίλος σου”.
Και το προγραμματίσαμε να μπει σε ένα νυχτερινό γύρισμα στο σπίτι μας στην Άνδρο. Και αφού τελειώσαμε μια άλλη σκηνή, γύρω στις 3 η ώρα το πρωί, εγώ πήγα σε ένα άλλο δωμάτιο όπου είχα το μόνιτορ και λέω “δεν δοκιμάζεις στο κάτω σπίτι αυτή την κραυγή;”. Και το έκανε. Μια φορά έγινε μόνο.
Δεν είναι τι θα πεις στους ηθοποιούς. Είναι μέσα τους τι γεννιέται. Ψυχούλες είναι οι ηθοποιοί.