ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΕΟΝΙΚΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Η αδυναμία της οικονομικής επιστήμης να αναγνωρίσει τις βαθιά ριζωμένες συνέπειες της αποικιοκρατίας και το πώς αυτές διαμορφώνουν ακόμη τις παγκόσμιες οικονομικές ανισότητες. Μια συζήτηση με την οικονομική και κοινωνική ιστορικό με εξειδίκευση στον Παγκόσμιο Νότο.

Το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας για το 2024 απονεμήθηκε στους Daron Acemoglu, Simon Johnson και James A. Robinson για την έρευνά τους γύρω από τους θεσμούς ως παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η βράβευση αυτή ανέδειξε ένα επίμαχο ζήτημα για την οικονομική επιστήμη: την αδυναμία της να αναγνωρίσει τις βαθιά ριζωμένες συνέπειες της αποικιοκρατίας και το πώς αυτές διαμορφώνουν ακόμη τις παγκόσμιες οικονομικές ανισότητες.

Με την εστίαση σε «συμπεριληπτικούς» και «αποκλειστικούς» θεσμούς, η θεωρία των βραβευθέντων προτείνει ότι η οικονομική ευημερία των κρατών εξαρτάται από τη θεσμική διαφάνεια και τη συμμετοχικότητα, παραλείποντας συχνά να λάβει υπόψη τις βίαιες πραγματικότητες των αποικιακών δομών εξουσίας, που δεν εξαφανίστηκαν αλλά μεταλλάχθηκαν, συντηρώντας έτσι ένα πλαίσιο εκμετάλλευσης και ανισοτήτων στις πρώην αποικίες.

Μπορούν πράγματι οι θεσμικές θεωρίες να εξηγήσουν την ποικιλομορφία των ιστορικών και κοινωνικών παραγόντων που επηρεάζουν τις αναπτυξιακές πορείες χωρών του Παγκόσμιου Νότου; Ή μήπως προσφέρουν μια απλοποιημένη αφήγηση που συχνά παρακάμπτει την πολυπλοκότητα των τοπικών πλαισίων και των μακροχρόνιων συνεπειών της αποικιοκρατίας; Οι ερωτήσεις αυτές βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο ενός νέου κύματος διαλόγου στην ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς ερευνητές προσπαθούν να αναδείξουν τις αθέατες όψεις της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας, φωτίζοντας πώς οι δομές εξουσίας και οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζουν την οικονομική πρόοδο και διαχρονικά διαιωνίζουν ανισότητες.

Στη συνέντευξη αυτή, η Δρ. Κλεονίκη Αλεξοπούλου, οικονομική και κοινωνική ιστορικός με εξειδίκευση στον Παγκόσμιο Νότο, μας προσκαλεί να δούμε πέρα από τα κυρίαρχα οικονομικά μοντέλα, να εντοπίσουμε «τυφλά» σημεία στην ανάλυση της οικονομικής ανάπτυξης και να αναστοχαστούμε τα θεμέλια της οικονομικής θεωρίας.

Οι Daron Acemoglu, Simon Johnson και James A. Robinson ποθ μοιράστηκαν φέτος το Νόμπελ Οικονομίας AP Photos

Ως Fung Global Fellow στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και με πλούσια διδακτική και ερευνητική εμπειρία σε θέματα νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, αποικιοκρατίας και επαναστάσεων, η Δρ. Αλεξοπούλου έχει χαράξει τη δική της διαδρομή στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Η έρευνά της την έχει οδηγήσει από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα μέχρι το Πανεπιστήμιο Nova της Λισαβόνας, όπου ανέλυσε τον ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Πορτογαλίας και της Ελλάδας.

Η ερευνητική της δραστηριότητα την έχει οδηγήσει σε επιτόπιες και αρχειακές μελέτες σε Ευρώπη και Αφρική, όπως την ιστορική εξέλιξη των αποικιακών κρατών και τις σχέσεις εξουσίας στη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα κατά την περίοδο 1850-1975. Οι αναλύσεις της εστιάζουν στην πολυπλοκότητα των θεσμών, αναδεικνύοντας πώς ιστορικές πολιτικές επιλογές συνεχίζουν να καθορίζουν τη σύγχρονη οικονομία και τις κοινωνικές ανισότητες. Με δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και παρουσιάσεις σε παγκόσμια συνέδρια, η Δρ. Αλεξοπούλου αποτελεί μια από τις πιο αιχμηρές και διεισδυτικές φωνές στον χώρο της οικονομικής ιστορίας, προσφέροντας μια κριτική ματιά στα κληρονομημένα αποικιακά κατάλοιπα και τον ρόλο των θεσμών στη διαμόρφωση της οικονομικής ευημερίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Nόμπελ Οικονομίας απονέμεται σε επιστήμονες που εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στους θεσμούς και την ευημερία των χωρών, είτε αυτή αφορά τον πλούτο είτε την παραγωγή ή την οικονομική ανάπτυξη. Σε τί διαφέρει το φετινό βραβείο σε σχέση με εκείνα που δόθηκαν στον Αmartya Sen (1998) ή την Εlinor Ostrom (2009);
Κάποιοι συνάδελφοι θα έλεγαν πως οι βραβεύσεις που αναφέρατε, μαζί ίσως και με αυτήν της Esther Duflo to 2019, είναι αυτές που έγιναν με τα πιο «προοδευτικά» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο όρος πλέον) κι ανθρωπιστικά κριτήρια. Έχουν ως επίκεντρο τα οικονομικά της ευημερίας, την καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, την κοινωνική δικαιοσύνη καθώς και μορφές συνεργατικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι κι εγώ ως οικονομικός ιστορικός του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου» μόνο με αυτές τις περιπτώσεις βραβευθέντων μπορώ να αισθανθώ ότι με συνδέει κάτι άμεσα. Με ταυτοτικούς όρους, η Ostrom ήταν μάλιστα η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το Νόμπελ στα Οικονομικά και ο Amartya Sen ο πρώτος μη λευκός (ινδικής καταγωγής).

Όλες αυτές οι περιπτώσεις, μαζί και η φετινή βράβευση των Acemoglu, Johnson και Robinson, σηματοδοτούν την ανάδειξη νεο-θεσμικών προσεγγίσεων στα οικονομικά, αλλά και στην πολιτική επιστήμη και την ιστοριογραφία. Οι προσεγγίσεις αυτές διαχωρίζονται (σε έναν βαθμό) από «νεοφιλελεύθερες» οπτικές που επικεντρώνονται στην πρωτοκαθεδρία της αγοράς, αν και αυτή η διάκριση δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται.

Οι νεοθεσμικές προσεγγίσεις, από τον επίσης νομπελίστα Douglass North που μιλάει για τους «κανόνες του παιχνιδιού» μέχρι τον ιστορικό θεσμισμό (κόνσεπτς του οποίου χρησιμοποιώ κι εγώ στη δουλειά μου, βλ. «εξάρτηση πορείας») αφορούν το κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η αγορά λειτουργεί. Και άρα θεωρητικά τουλάχιστον, αυτές οι προσεγγίσεις δεν παραγκωνίζουν τον ρόλο του κράτους και δεν παραβλέπουν τη σημασία άλλων τυπικών και άτυπων θεσμών σε μια κοινωνία και τη σχέση τους με την παραγωγή πλούτου και την οικονομική ανάπτυξη.

Παρολαυτά, επηρεασμένη κι εμπνευσμένη από τους “Globalists” του Slobodian θα πω εδώ ότι δεν εμποδίζει τίποτα αυτό το κανονιστικό πλαίσιο να λειτουργεί τελικά προς όφελος των δυνάμεων της αγοράς και όχι υπέρ των δημόσιων αγαθών ή των μη προνομιούχων στρωμάτων. Αυτό κάνουν άλλωστε εδώ και κάποιες δεκαετίες διεθνείς οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Προστατεύουν την αγορά «επαναρυθμίζοντας» το κράτος (μέσα π.χ. από δημοσιονομικές προσαρμογές).

Μια άλλη διαφορά μεταξύ των φετινών βραβευθέντων και της Ostrom, η οποία ασχολούταν με τα κοινά (commons) είναι η λεγόμενη από τα πάνω ή από τα κάτω ματιά στα πράγματα. Η Ostrom, σε αντίθεση με τους Acemoglu και Robinson, ενδιαφέρεται κυρίως για τις από τα κάτω κοινωνικές δυνάμεις και διαδικασίες, που μπορούν να συμβάλλουν σε μια πιο ισότιμη και συγχρόνως αποτελεσματική διαχείριση πόρων – και με περιβαλλοντικούς όρους. Ενδιαφέρεται για την εσωτερική λειτουργία συνεργατικών θεσμών, όπως οι συνεταιρισμοί, σε μια σχετική αυτονομία από το κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο. Ενώ οι Acemoglu – Robinson ενδιαφέρονται για ένα καθολικό μοντέλο πολιτικών θεσμών, που θεωρητικά θα μπορούσε να εφαρμοστεί από τα πάνω και να φέρει την ανάπτυξη κι ευημερία παντού.

Η Elinor Ostrom AP Photo/AJ Mast

ΤΥΦΛΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Παρόλο που οι βραβευθέντες με το Νόμπελ υπογραμμίζουν τη σημασία των συμπεριληπτικών θεσμών, οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η δουλειά τους παραβλέπει τις βίαιες πραγματικότητες της αποικιοκρατίας. Πώς πιστεύετε ότι αυτή η παράλειψη επηρεάζει τη γενικότερη θεωρία τους για την οικονομική ανάπτυξη, ειδικά για τις πρώην αποικίες;
Ναι, μια κι εδώ ερχόμαστε στα «χωράφια μου», θα κάνω μια στάση για να εξηγήσω καταρχάς το βασικό τους επιχείρημα. Στο ήδη δημοσιευμένο από το 2002 άρθρο τους με τίτλο “Reversal of Fortune”, ισχυρίζονται ότι οι περιοχές στον κόσμο που ήταν πιο αραιοκατοικημένες και φτωχές το 1500 και αποικήθηκαν για διάφορους λόγους από τους Ευρωπαίους (καλό κλίμα, χαμηλή θνησιμότητα για το λευκό πληθυσμό, λιγότερο συγκεντρωτικά βασίλεια «ιθαγενών») κατέληξαν πλούσιες στον 20ο αιώνα, όπως π.χ. οι ΗΠΑ ή η Αυστραλία.

Αντίθετα, οι περιοχές που χαρακτηρίζονταν από ευημερία γύρω στο 1500, όπως οι περιοχές του Μεξικού και του Περού όπου κατοικούσαν οι Ίνκας και οι Αζτέκοι, και δεν ακολούθησαν αυτό το θεσμικό μονοπάτι είτε γιατί δεν αποικήθηκαν στον ίδιο βαθμό από Ευρωπαίους (δεν αποτέλεσαν “settler colonies” δηλαδή) είτε γιατί οι θεσμοί που επιβλήθηκαν εκεί ήταν αυταρχικοί και εκμεταλλευτικοί και όχι ανοιχτοί και συμπεριληπτικοί, η ανάπτυξη δεν μπόρεσε να διατηρηθεί, δεν ήταν βιώσιμη δηλαδή. Κι έτσι αυτές οι περιοχές είναι σήμερα φτωχότερες…

Με αυτό το κεντρικό επιχείρημα και τα εμπειρικά δεδομένα που παραθέτουν, θέλουν ουσιαστικά να καταρρίψουν τη γεωγραφική θέση ως ντετερμινιστικό παράγοντα και να αναδείξουν τη σημασία των πολιτικών θεσμών που με πρωτοβουλία των Ευρωπαίων αναπτύχθηκαν σε ορισμένες περιοχές κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ενθάρρυναν τις επενδύσεις και προώθησαν την εκβιομηχάνιση. Με αυτήν την έννοια, δεν παραβλέπουν ακριβώς την αποικιοκρατία αλλά ανοιχτά επικαλούνται τα οφέλη της υπό προϋποθέσεις, χωρίς να λαμβάνουν όμως ιδιαίτερα υπόψη τους τις εξαιρετικά βίαιες καταστάσεις που συλλήβδην τη συνοδεύουν.

Ο Gareth Austin, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, θεωρείται κατά κάποιο τρόπο «πατέρας» της Αφρικανικής οικονομικής ιστορίας για τη νεότερη γενιά ερευνητών/ριών, στην οποία ανήκω. Το 2008 λοιπόν απάντησε με ένα ιδαίτερα ενδιαφέρον άρθρο, όπου μιλάει για την «σύμπτυξη της ιστορίας» (compression of history). Εκεί εξηγεί πως οι Acemoglu και Robinson, όπως και ο Nathan Nunn σε μια επιδραστική δημοσίευσή του για το δουλεμπόριο, ουσιαστικά αντιμετωπίζουν μια μακρά ιστορική περίοδο ως μια λίγο-πολύ ευθεία γραμμή, όπου ένα ορισμένο σημείο Α στο προ-αποικιακό και αποικιακό παρελθόν (initial conditions) εξηγεί το σημείο Β στο παρόν. Κι έτσι παραβλέπουν την ποικιλία αναπτυξιακών «δρόμων» που ακολουθήθηκαν στο κάθε χρονοχωρικό κόντεξτ και καταλήγουν σε ένα υπεραπλουστευτικό συμπέρασμα ως προς την αιτιακότητα της οικονομικής μεγέθυνσης, που επίσης δεν ταυτίζεται με την «ευημερία», θα συμπλήρωνα.

Συνεπώς, παραβλέπουν την αποικιακή πραγματικότητα ως πολυδιάστατο φαινόμενο αλλά και γενικότερα το φαινόμενο της εξουσίας στις ανθρώπινες κοινωνίες: δεν θα ήταν πολύ τραβηγμένο να ισχυριστεί κανείς ότι αντιλαμβάνονται την εκάστοτε κοινωνία ή το εκάστοτε «έθνος» ως σχετικά ενιαίο σύνολο και κάνουν τα στραβά μάτια στην άνιση κατανομή πόρων, την σύγκρουση συμφερόντων και τη βία με την οποία αυτοί οι πόροι (ανα)κατανέμονται. Και στο παραπάνω άρθρο τους και στο βιβλίο τους “Why Nations Fail?” (2012), για το οποίο βραβεύτηκαν, μιλάνε για ανοιχτούς και συμπεριληπτικούς θεσμούς που ευνοούν την οικονομική ανάπτυξη και συγκεκριμένα την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ωραία, αλλά οι θεσμοί αυτοί ήταν ανοιχτοί για ποιους; Υπήρξε ανάπτυξη στο όνομα ποιου και με τα χέρια ποιου; Στο όνομα των εξουσιαστών με τα σώματα των εργατών.

Όταν μάλιστα μιλάμε για αποικιακές κοινωνίες, οι ανισότητες δεν είναι μόνο ταξικές αλλά και φυλετικές. Το κοινωνικό σώμα σε καμιά περίπτωση δεν ειναι ενιαίο, δεν λογίζονταν όλοι πολίτες. Η Νότιος Αφρική είναι ένα πολύ καλό (αντι)παράδειγμα settler colony, που πράγματι παρουσιάζει οικονομική μεγέθυνση για μεγάλα διαστήματα αλλά μέχρι το 1994 οι λευκοί και οι μαύροι είχαν εντελώς διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα.

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η δουλειά των Acemoglu, Johnson και Robinson νομιμοποιεί την υπεροχή των δυτικών θεσμών, ενώ υποβαθμίζει τις βίαιες ιστορίες που τους συνοδεύουν. Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι αυτό ενισχύει τις υπάρχουσες ανισότητες εξουσίας στην παγκόσμια οικονομία;
Συμφωνώ με αυτήν την κριτική που τους ασκείται. Η ματιά τους είναι αρκετά ευρωκεντρική και δυτικοκεντρική. Εκτιμώ πάντα την προσπάθεια των κoινωνικών επιστημόνων να εξηγήσουν «μάκρο» φαινόμενα, να διευρύνουν γεωγραφικά τη ματιά τους (κάνοντας zoom out) και να τολμούν να μιλούν για το παγκόσμιο και το καθολικό (universal) από μια συγκριτική οπτική. Όλα αυτά όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποτιμούν τη σημασία του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου, των τοπικών συνθηκών, της μικρο-ιστορίας. Και αυτή η ισορροπία είναι πραγματικά δύσκολο να επιτευχθεί. Γνωρίζω λίγους ανθρωπιστικούς επιστήμονες που το επιχειρούν αυτό, χωρίς να εργαλειοποιούν συστηματικά τα δεδομένα τους. Κι αυτό φυσικά το καταφέρνουν έχοντας συνήθως στη διάθεσή τους μεγάλες ερευνητικές ομάδες και πόρους για ερευνητικά ταξίδια, μελέτη αρχείων κλπ (ίσως το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα του Piketty ή η Αυτοκρατορία του Βαμβακιού του Sven Beckert να είναι τέτοια παραδείγματα).

Στην περίπτωση των οικονομολόγων, έχω επιπλέον επιφυλάξεις, ακριβώς επειδή η δουλειά τους επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση οικονομικών πολιτικών (policy implications) που κατά καιρούς εφαρμόζονται από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς και τελικά αναπαράγουν ή ενισχύουν κιόλας τις υπάρχουσες ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ντιμπέιτ γύρω από τον θεσμό και το δικαίωμα ιδιοκτησίας (formal property rights) σε περιοχές της Αφρικής. Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν και κατά πόσο ο καθορισμός της ιδιοκτησίας μειώνει τα κόστη συναλλαγών (transaction costs) και άρα διευκολύνει την λειτουργία της αγοράς προς όφελος όλων ή τελικά οδηγεί σε ιδιωτικοποιήσεις κοινοτικής γης και πλουτισμό μεγάλων εταιρειών εις βάρος των ντόπιων μικρο-παραγωγών, καλλιεργητών και κτηνοτρόφων.

ΟΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Επικριτές, όπως ο Mushtaq Khan και η Yuen Yuen Ang, αναφέρουν παραδείγματα όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα, που πέτυχαν οικονομική ανάπτυξη χωρίς την ύπαρξη συμπεριληπτικών θεσμών. Πιστεύετε ότι η θεωρία των βραβευθέντων υπεραπλουστεύει τους σύνθετους δρόμους προς την ανάπτυξη, δίνοντας έμφαση στις θεσμικές προϋποθέσεις;
Ναι, η Κίνα, η Νότια Κορέα και γενικά οι Ασιατικοί Τίγρεις (συμπεριλαμβανομένων της Σιγκαπούρης, της Ταϊβάν και του Χονγκ Κονγκ), είναι το άλλο κλασικό αντιπαράδειγμα χωρών που πέτυχαν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς απαραίτητα να χαρακτηρίζονται από δημοκρατικούς, ανοιχτούς και συμπεριληπτικούς θεσμούς. Υπάρχει δηλαδή πάλι ποικιλία στον τύπο «αναπτυξιακού κράτους» που υιοθέτησαν και στο είδος οικονομικών πολιτικών που εφάρμοσαν.

Ο Khan, όσο λίγο τον έχω διαβάσει (μια και η δουλειά μου είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς την ήπειρο της Αφρικής) ασκεί γενικά κριτική στην υπόθεση ότι μπορεί ένα κράτος να εισάγει θεσμούς, να «αντιγράφει» και να «μιμείται» πολιτικές. Και νομίζω ότι αυτήν την κριτική την απευθύνει εξίσου σε νεοφιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές αλλά και πιο μαρξιστικές θεωρήσεις (βλ. Vivek Chibber για την περίπτωση της Ινδίας). Οι θεσμοί είναι τόσο «καλοί» όσο η αποτελεσματική διαχείριση και επιβολή τους και αυτές με τη σειρά τους εξαρτώνται από την κοινωνική οργάνωση και τις δομές εξουσίας. Η αγνόησή τους μπορεί να οδηγήσει σε κακές αναλύσεις και κακές πολιτικές.

Για παράδειγμα, η Ινδία δεν θα παρουσίαζε τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα με την Κορέα εάν ακολουθούσε την ίδια εξαγωγική πολιτική. Χωρίς να σημαίνει από την άλλη πλευρά ότι η πορεία της είναι ντετερμινιστικά καθορισμένη, δεν υπάρχει κάποιο ουσιοκρατικό εμπόδιο. Οι κρατικές πολιτικές, όπως και οι κοινωνικές δομές, είναι δυναμικές κι αλλάζουν μέσα στο χρόνο.

Η ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ

Το φετινό βραβείο Νόμπελ, όπως και πολλά προηγούμενα, έχει δεχτεί κριτική για το ότι επικεντρώνεται σε έρευνες που προέρχονται από έναν μικρό αριθμό ελίτ πανεπιστημίων της Δύσης. Πιστεύετε ότι αυτή η θεσμική εσωστρέφεια περιορίζει το εύρος της οικονομικής έρευνας, ειδικά όταν πρόκειται για ζητήματα όπως η αποικιοκρατία ή εναλλακτικά μοντέλα ανάπτυξης;
Ναι, το φετινό Νόμπελ, όπως και τα περισσότερα βραβεία, τουλάχιστον στα Οικονομικά, απονέμονται και απευθύνονται σε ένα ορισμένο κομμάτι της διεθνούς ακαδημίας. Εάν κοιτάξουμε τις λίστες με τα ονόματα των βραβευμένων τις τελευταίες δεκαετίες, η συντριπτική πλειοψηφία εκτός απ’ το ότι είναι άνδρες, μοιράζονται κι ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: προέρχονται από δυτικά και κυρίως αμερικανικά πανεπιστήμια και συγκεκριμένα τα λεγόμενα Ivy League πανεπιστήμια, όπως το Χάρβαρντ, το Κολούμπια, το Πρίνστον, το MIT κ.α.

AP Photo/Steven Senne

Επίσης, είναι σχεδόν απίθανο να δοθεί ένα Νόμπελ σε ετερόδοξους οικονομολόγους, που ξεφεύγουν εντελώς από τα όρια των συμβατικών οικονομικών. Φυσικά ο κύκλος αυτός είναι δύσκολο να σπάσει, επειδή δεν φτάνουν καν αντίστοιχες υποψηφιότητες στο σημείο αυτό. Θέλω να πω ότι η «διαλογή» γίνεται πολύ νωρίτερα, στο στάδιο της εκλογής κι εξέλιξης των διδασκόντων και ερευνητριών στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύω ότι αν π.χ. ζούσαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς σήμερα θα μπορούσαν να πάρουν Νόμπελ, παρά την τεράστια επιρροή που έχουν ασκήσει διαχρονικά σε περισσότερα από ένα επιστημονικά πεδία. Για την ιστορία του πράγματος, μόνο στη δεκαετία του ’70 θυμάμαι το Νόμπελ Οικονομικών να έχει απονεμηθεί δυο φορές σε Σοβιετικούς (και στη μια περίπτωση μάλιστα δόθηκε σε Σοβιετικό που εργαζόταν σε κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο). Μετά ήρθε το Νόμπελ στον Friedman, κυριάρχησε η Σχολή του Σικάγο κι η Σοβιετική Ένωση παράλληλα κατέρρεε.

Ειδικά, λοιπόν, σε πεδία έρευνας όπως τα εναλλακτικά μοντέλα ανάπτυξης είναι σχεδόν αδύνατον να δούμε κάποια ιδιαίτερα ρηξικέλευθη συμβολή να βραβεύεται, τουλάχιστον με ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια. Και ίσως και με κριτήρια επιστημολογικά, εάν μιλάμε για επιστημολογική επανάσταση, ανατροπή του μέχρι τώρα κραταιού επιστημολογικού υποδείγματος (paradigm). Σε επίπεδο μεθοδολογίας, τεχνικής και μοντελοποίησης, μπορεί φυσικά να δουν το φως σημαντικές καινοτομίες και στον τομέα των οικονομικών.

Τώρα, ως προς το ζήτημα της αποικιοκρατίας, πρόκειται για ένα αντικείμενο που απασχολεί διάφορες επιστήμες, όχι μόνο τα οικονομικά αλλά και την πολιτική επιστήμη, την κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, τη γεωγραφία. Ως ιστορική πραγματικότητα όμως απασχολεί κυρίως τους ιστορικούς και θα έλεγα ότι εκεί υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να βγουν έρευνες στο φως με ανατρεπτικά στοιχεία προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

Δεν παραγνωρίζω τον συντηρητικό ρόλο που συχνά παίζουν οι ιστορικοί στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή ταυτοτήτων με αναφορά στο έθνος, στην κυρίαρχη κοινωνική ή πολιτισμική ομάδα ή πολιτική ιδεολογία, μέσα από την αναγκαστικά μεροληπτική καταγραφή του παρελθόντος (δεν υπάρχει απόλυτη αξιολογική ουδετερότητα). Απλώς –επιτρέψτε μου αυτήν την ποιητική «ατασθαλία»– τους ιστορικούς τους προστατεύει με έναν τρόπο ο ίδιος ο χρόνος. Προλαβαίνουν να πάρουν μια ανάσα, μια μικρότερη ή μεγαλύτερη απόσταση από τα «συμβάντα» και τις διάφορες καθεστωτικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να καταλαγιάζουν λίγο τα πνεύματα, να ανοίγουν τα «κάποτε απαγορευμένα» αρχεία κλπ. Είναι πάντα πιο εύκολο να αποκαλύπτει κανείς τα «μυστικά», τις «στρεβλώσεις» και τις επιτυχίες του παρελθόντος παρά του παρόντος ή να σκιαγραφήσει μελλοντικά σενάρια.

Καταληκτικά, προφανώς αυτή η συνειδητή θεσμική εσωστρέφεια περιορίζει το εύρος της οικονομικής έρευνας. Kατά κάποιο τρόπο αυτό που συμβαίνει με τα βραβεία είναι το αντίθετο από τους ιδεοτυπικά συμπεριληπτικούς θεσμούς που περιγράφουν οι Acemoglu και Robinson. Γιατί κάθε Νόμπελ δεν αποτιμά απλώς το πρόσφατο έργο των οικονομολόγων, δίνει και μια στρατηγική κατεύθυνση. Είναι σα να λέει στους ερευνητές και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα «να, στρέψτε το κεφάλι σας προς τα εκεί, εκεί κατευθυνόμαστε τώρα». Κι η κατεύθυνση αυτή που δείχνει το «αόρατο δάχτυλο» καθορίζει σε έναν βαθμό και τα αντικείμενα που είναι πιο πιθανό να χρηματοδοτηθούν από τα μεγάλα διεθνή κι ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα (Horizon, ERC, κλπ.).

Έτσι, είναι πολύ δύσκολο για μια μονάδα ή μια μικρή ερευνητική ομάδα να σπάσει τα δεσμά και να χαράξει νέες κατευθυντήριες. Και κλείνοντας τον κύκλο της κουβέντας μας, ερχόμαστε σε αυτό που λέγαμε παραπάνω, στο θεσμικό πλαίσιο που τελικά προστατεύει το «κυρίαρχο» και άρα πόσο υποστηρικτικό μπορεί να είναι για τη συγκρότηση ενός αντίπαλου δέους;

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα