EUROKINISSI

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: “ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ”

Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου με μεγάλη εμπειρία στο διεθνές ρεπορτάζ και την ανάλυση, μας φέρνει μια ενδελεχή μελέτη της σύγχρονης ακροδεξιάς σε παγκόσμια κλίμακα, αντλώντας στοιχεία από 32 χώρες και τοποθετώντας σε βάθος οχτώ δεκαετιών τα κρίσιμα ορόσημα.

Κάποια βιβλία, λένε, έρχονται τη στιγμή που πρέπει. Το βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου “Το γκρίζο κύμα: Η νέα ακροδεξιά και οι συνεργοί της” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος, ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Έφτασε όντως σε μια ζοφερή ιστορική περίοδο, όπου ένα κομμάτι της κοινωνίας παρακολουθεί σαστισμένο και ανήσυχο την ανοδική πορεία της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες, όπως αποτυπώθηκε και στα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών.

Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου με μεγάλη εμπειρία στο διεθνές ρεπορτάζ και την ανάλυση, μας φέρνει μια ενδελεχή μελέτη της σύγχρονης ακροδεξιάς σε παγκόσμια κλίμακα, αντλώντας στοιχεία από 32 χώρες και τοποθετώντας σε βάθος οχτώ δεκαετιών τα κρίσιμα ορόσημα. Βέβαια, το βιβλίο δεν είναι μόνο μια χαρτογράφηση γεγονότων και τάσεων.

Σκάβει κάτω από τα εκλογικά ποσοστά για να βρει τις πολιτικές ευθύνες που άνοιξαν το δρόμο στην ακροδεξιά, κάνει σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές συνδέσεις, καταγράφει τον παλμό της αγωνίας, επισημαίνει τον κίνδυνο αλλά δε μεμψιμοιρεί, καθώς εμφορείται από την αντίληψη ότι τίποτα δεν είναι εξαρχής χαμένο και κανένα σενάριο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τελεολογία που οδηγεί στην παραίτηση. Αρκεί, φυσικά να παρθούν οι αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες.

Υπάρχει δυνατότητα αντιστροφής και αυτό φάνηκε με ανακούφιση και συγκίνηση την προηγούμενη Κυριακή στις βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας με την ελπιδοφόρα πρωτιά του Λαϊκού Μετώπου. Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να πιάσουμε ορισμένα από αυτά τα φλέγοντα θέματα στη συζήτηση που κάναμε.

Πέτρο το βιβλίο σου είναι μια χαρτογράφηση και ανάλυση της ακροδεξιάς σε διεθνές επίπεδο, κάτι που προϋποθέτει μεγάλη έρευνα. Διέβλεπες τον κίνδυνο και αποφάσισες να ασχοληθείς με αυτό;
Ακριβώς. Η επαγγελματική μου δραστηριότητα δυστυχώς μου έδινε ερεθίσματα, διότι τα τελευταία χρόνια είχαμε μια απότομη εκτίναξη της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, τη Βόρεια και Νότια Αμερική και σε διάφορα σημεία του κόσμου. Από τον Τραμπ μέχρι τον Μπολσονάρο, έναν φασιστοειδή πρόεδρο που χρεώνεται μια καταστροφική διαχείριση της πανδημίας και της κλιματικής κρίσης φτάσαμε στον Χαρβει Μιλει, αυτό τον ανεκδιήγητο τύπο που βγήκε πρόεδρος της Αργεντινής. Παράλληλα είχαμε ένα φαινόμενο ντόμινο στην Ευρώπη από τον σκανδιναβικό βορρά μέχρι την Ιταλία της Μελόνι. Όλα αυτά με ώθησαν στο να γράψω το βιβλίο, ειδικά όταν διαφάνηκε πως οι Ευρωεκλογές θα αποτελέσουν ένα αρνητικό ορόσημο, πράγμα που επαληθεύτηκε. 

Παρά τους μετασχηματισμούς που έχει υποστεί η ακροδεξιά και εξηγείς στο βιβλίο σου, βλέπεις και στοιχεία συνέχειας με την παραδοσιακή ακροδεξιά στον πυρήνα;
Οι διαφορές με τον παραδοσιακό φασισμό είναι αισθητές. Δεν έχουμε ένα μαζικό αντικαθεστωτικό κίνημα – γιατί ο φασισμός και ο ναζισμός αυτό ήταν, σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και για συγκεκριμένους λόγους, όπως η συνθήκη των Βερσαλλιών και η οικονομική κρίση ενεργοποιήθηκαν πλατιά οι μάζες. Ήταν κινήματα κατά της αστικής δημοκρατίας. Η σημερινή ακροδεξιά δε βασίζεται τόσο σε οργισμένες μάζες που είναι έτοιμες να συγκρουστούν στο δρόμο και πάλι καλά γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλάγαμε για μια Χρυσή Αυγή σε παγκόσμιο επίπεδο.  Βασίζεται κυρίως σε φοβισμένους καταναλωτές, σε μεσαία και κατώτερα στρώματα που φοβούνται τη φτωχοποίηση και στρέφονται στην εύκολη λύση. Αντί να τα βάλουν με τους πραγματικούς υπαίτιους που είναι τα ολιγαρχικά συμφέροντα, τα βάζουν με τους πρόσφυγες, τους αδύναμους, τις μειονότητες κάθε είδους κι αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά της ακροδεξιάς στο σύστημα. Εκτρέπει τη λαϊκή οργή στους αποδιοπομπαίους τράγους. Ας το σκεφτούμε σαν σύνδρομο του λεωφορείου: η ακροδεξιά λέει ότι δε χωράμε όλοι και πρέπει να πετάξουμε τους πιο ευάλωτους απ’ έξω. Ουσιαστικά η κεντρική της ιδέα είναι ένα ρατσιστικό κοινωνικό κράτος κι αυτό το νήμα την ενώνει με την παλιά. Μικρή σημασία έχει αν τότε ήταν ο αντισημιτισμός και τώρα είναι η ισλαμοφοβία. Η Λεπέν αυτό με το οποίο προσπαθεί να πείσει τους Γάλλους είναι πως αν απαλλαχθούν από τους μετανάστες και από τους πολίτες με διπλή υπηκοότητα που ζουν στη Γαλλία, θα υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια κοινωνικής πολιτικής. Υπάρχει ο κίνδυνος ο σημερινός μεταφασισμός που εμφανίζεται μετριοπαθής σε μια επόμενη οικονομική κρίση, να αγριέψει και να ζήσουμε φαινόμενα Μεσοπόλεμου. 

Άρα βάζει στο επίκεντρο το ζήτημα της επιβίωσης με εξατομικευμένους και ανταγωνιστικούς όρους;
Ναι, γιατί στηρίζεται στο κεκτημένο τριών δεκαετιών του νεοφιλευθερισμού που έχει επιφέρει αυτή την εξατομίκευση όχι μόνο σε ιδεολογικό επίπεδο. Έχει δημιουργηθεί ένα υλικό υπόβαθρο για την εξατομίκευση. Η δική μου γενιά που πολιτικοποιήθηκε στη Μεταπολίτευση έζησε μια περίοδο άνθησης των συλλογικοτήτων, όπου το κόμμα, το σωματείο, η κοινότητα ήταν δεύτερη οικογένεια. Για τις σημερινές γενιές αυτό δεν υπάρχει ως αναπαράσταση, για το μεγαλύτερο κομμάτι τους. Η κατακλείδα του βιβλίου μου είναι ότι δεν αρκεί στο φασισμό να προβάλλουμε τον αντιφασισμό, στην πατριαρχία την αντιπατριαρχία, στις παραδοσιακές αξίες τη συμπερίληψη που είναι σημαντικά αλλά δε θα την αντιμετωπίσουμε έτσι. Πρέπει να ανασυσταθεί ο κοινωνικός ιστός, να δώσουμε τη μάχη για όλους τους ανθρώπους του υλικού και πνευματικού μόχθου αλλιώς τα πράγματα είναι δυσοίωνα. Στην Ιταλία ο Σαλβίνι περιθωριοποιήθηκε μετά την ένταξη του στην κυβέρνηση και ήρθε κάτι χειρότερο, το κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι. Το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα, υποχώρησε το ΛΑΟΣ μετά την κυβέρνηση Παπαδήμου και ήρθε μετά η Χρυσή Αυγή. Δε θα ξεμπερδέψουμε από την ακροδεξιά όσο υπάρχει μια δυστοπική κοινωνική πραγματικότητα που αναπαράγει το πρότυπο της ατομικής επιβίωσης εις βάρος του ασθενέστερου. 

Το ανέφερες ήδη και το περιγράφεις αναλυτικά στο βιβλίο σου πως η σύγχρονη ακροδεξιά έχει μετατοπιστεί από τον αντισημιτισμό στην ισλαμοφοβία. Ωστόσο παρατηρούμε πως η δαιμονοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου διαπερνά ευρύτερα πολιτικά και πολιτισμικά συγκείμενα. Θεωρείς πως οι ευρωπαϊκές ελιτ με διάφορους τρόπους, από την εμπλοκή τους σε πολεμικές επιχειρήσεις στις αραβικές χώρες μέχρι την όξυνση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής φέρουν τεράστια ευθύνη για την εδραίωση της ακροδεξιάς ατζέντας;
Ναι κι εδώ μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κρίσιμα σημεία. Η τομή είναι η 11η Σεπτεμβρίου και ο λεγόμενος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Μετά, όπως σωστά το έθεσες, είναι το προσφυγικό κυρίως από χώρες που οι δυτικές κυβερνήσεις πρώτα τις καταστρέφουν και μετά δυσανασχετούν γιατί υπάρχουν προσφυγικές ροές, λες κι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τουρισμό εδώ. Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν μια καθημερινή φρίκη στις χώρες τους γι’ αυτό αναγκάζονται να ρισκάρουν στα σαπιοκάραβα. Στη Μεγάλη Βρετανία προωθούν το σχέδιο της Ρουάντα, δηλαδή να παίρνουν πρόσφυγες που φτάνουν στα στενά της Μάγχης και να τους μεταφέρουν στη Ρουάντα, σε μια χώρα που στιγματίστηκε από τη σφαγή των Τούτσι και όσοι λαμβάνουν πολιτικό άσυλο να μένουν στη Ρουάντα. Αντίστοιχα, η Μελόνι συμφώνησε με τον Ράμα, πρόσφυγες που έρχονται στην Ιταλία να μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αλβανία.

Ο ίδιος ο Μακρόν που πλάσαρε τον εαυτό του ως κεντρώο και φιλελεύθερο, πρόσφατα κατηγορούσε το Λαϊκό Μέτωπο που εμπεριέχει στο εσωτερικό και εντελώς συστημικές δυνάμεις ότι θα ανοίξει τα σύνορα και θα μας κατακλύσουν οι μετανάστες. Η κατάσταση θυμίζει αρκετά αυτό που παλιότερα κωδικοποιούσαν οι προοδευτικοί Γάλλοι διανοούμενοι ως «λεπενοποίηση των πνευμάτων», όταν η Σεγκολέν έτρεχε πίσω από τον Σαρκοζί και ο Σαρκοζί πίσω από τον Λεπέν με μνημειώδεις εκφράσεις ρατσισμού όπως ότι θα «καθαρίσει τους νέους στα προάστια με τη μάνικα». Αυτό δε σημαίνει ότι έχει εξαφανιστεί ο αντισημιτισμός από την ακροδεξιά, όσο κι αν η Μαρίν Λεπέν προσπαθεί να ξεπλυθεί από το άγος της οικογένειας της. Όταν μάλιστα γίνονταν μεγάλες συγκεντρώσεις στο Παρίσι υπέρ της Παλαιστίνης η Λεπέν συμμετείχε σε αντισυγκέντρωση μαζί με όλο το πολιτικό προσωπικό της Γαλλίας με εξαίρεση την Αριστερά της Αριστεράς και όλοι αυτοί σαφώς παίζουν ρόλο στην επιχείρηση αναβάφτισης της Λεπέν. Για να το κλείσω, λοιπόν, σαφώς υπάρχουν τεράστιες ευθύνες για την άνοδο της ακροδεξιάς. 

Μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοια μοτίβα και στην Ελλάδα, για το πώς δηλαδή οι αντιμεταναστευτικές και ρατσιστικές στρατηγικές διακυβέρνησης κανονικοποίησαν τον ακροδεξιό λόγο;
Σίγουρα και αρκεί να αναλογιστούμε τις πρόσφατες παρεμβάσεις του Σαμαρά. Εντούτοις, η σύγκριση με τη Γαλλία είναι καταθλιπτική για την Ελλάδα. Γιατί εκεί υπάρχει η δράση της ακροδεξιάς αλλά υπάρχει και η αντίδραση της Αριστεράς κι αυτό που είδαμε στις τελευταίες εκλογές ήταν καταπληκτικό. Το Λαϊκό Μέτωπο είχε καλές επιδόσεις σε τρεις σοβαρές και μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες, στους νέους 18-24 ετών η Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν μόνη της πήρε 48%, στην εργατική τάξη της Γαλλίας έχει πολύ υψηλά ποσοστά και στους  μεταναστευτικούς πληθυσμούς που συνήθως απείχαν γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη πως από τα κόμματα του κατεστημένου είχαν να περιμένουν κάτι αλλά τώρα κατέβηκαν μαζικά στις κάλπες. Στην Ελλάδα δεν έχουμε τίποτα από όλα αυτά κι αυτό είναι πρόβλημα. Η ελληνική αριστερά πρέπει να σοβαρευτεί και να μην αναδύει ένα θέαμα που αποκαρδιώνει σε μεγάλο βαθμό τους οπαδούς της. 

Θα επιστρέψω στη συζήτηση για την Αριστερά, μιας που πήγε η κουβέντα όμως στα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών, ήταν μια ανέλπιστη εξέλιξη;
Ήταν μια ξεκάθαρα ανατροπή που διέψευσε τους δημοσκόπους. Οφείλεται στην αύξηση της συμμετοχής. Είχαμε να δούμε τέτοια ποσοστά συμμετοχής από το 1981 γιατί, όπως είναι γνωστό, οι Γάλλοι ψηφίζουν κυρίως στις προεδρικές και λιγότερο στις βουλευτικές, η συμμετοχή τώρα άλλαξε τα πράγματα. Ο άλλος παράγοντας ήταν η τακτική συνεργασία της αριστεράς και του κέντρου του Μακρόν. Στη Γαλλία οι εκλογές γίνονται με πλειοψηφικό σύστημα και οι 557 είναι μονοεδρικές. Στο δεύτερο γύρο μπαίνουν όλοι όσοι θα περάσουν το 12% των εγγεγραμμένων, οπότε λίγες έδρες κρίθηκαν στον α γύρο, οι περισσότερες θα κρίνονταν στον β’ γύρο όπου στις περισσότερες είχαμε τριγωνικές μονομαχίες που θα διεκδικούσαν την έδρα τρεις υποψήφιοι. Συμφώνησαν ο τρίτος να αποσυρθεί ώστε ένας να δώσει τη μάχη με τη Λεπέν.

Η Αριστερά το εφάρμοσε 100%. Ο Μελανσόν το πρότεινε πρώτος  και η Ανυπότακτη Γαλλία απέσυρε τους υποψήφιους της παντού, ο Μακρόν όμως δεν έκανε το ίδιο. Τους απέσυραν όταν ήταν να ευνοηθεί κάποιος σοσιαλιστής ή κάποιος πράσινος αλλά δεν τους απέσυραν στις περισσότερες περιπτώσεις που οι υποψήφιοι ήταν από την Ανυπότακτη Γαλλία. Παρόλα αυτά δεν τους βγήκε γιατί η Ανυπότακτη Γαλλία παρέμεινε πρώτη δύναμη στους κόλπους της Αριστεράς.

Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία συγκροτήθηκε μόνο στη βάση του αναχώματος στην ακροδεξιά ή ενέχει κι ένα θετικό όραμα για την κοινωνία;
Αυτό που επέβαλε αυτή την ενότητα ήταν να υπάρξει ένα φράγμα στο μεταφασισμό της Λεπέν και λόγοι συμφέροντος γιατί οι υπόλοιπες δυνάμεις καταλάβαιναν ότι αν κατέβαιναν μόνες τους θα έχαναν σε σχέση με την Ανυπότακτη Γαλλία. Ο Μελανσόν μετά τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρος και είπε ότι πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση από την Αριστερά που θα εφαρμόσει το πρόγραμμα της. Στη Γαλλία, βέβαια, υπάρχει μεγάλο μέτωπο εναντίον του πχ η εφημερίδα Figaro που ανήκει σε βιομήχανο της πολεμικής βιομηχανίας μετά τον α’ γύρο έλεγε ουσιαστικά ότι είναι προτιμότερη η Λεπέν από τον Μελανσόν. Η υπόλοιπη Αριστερά εμφανίζεται διχασμένη, υπάρχουν στελέχη που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεργαστούν με τον Μακρόν. Ο Μακρόν είναι ένα μισητό πρόσωπο στη Γαλλία για τις λαϊκές τάξεις, επίσης τον μισούν από την παράταξη του γιατί έκανε αυτό τον απίστευτο τυχοδιωκτισμό των πρόωρων εκλογών. Αν ο Μακρόν κάνει κυβέρνηση τεχνοκρατών, όπως θα ήθελε, πολύ φοβάμαι ότι απομακρύνει τώρα την ακροδεξιά κυβέρνηση αλλά τη φέρνει ακόμα πιο κοντά το 2027. Στην Ιταλία από τις κυβερνήσεις Μόντι και Ντράγκι καταλήξαμε στη Μελόνι. Αν η Αριστερά κρατήσει τη συνοχή της είναι η μόνη δύναμη που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την ακροδεξιά. 

Στο έδαφος της διαπίστωσης πως η Αριστερά έχει αποσυνδεθεί σ’ έναν βαθμό από τα εργατικά στρώματα, εξελίσσεται μια συζήτηση για το αν θα πρέπει να γίνει μια στροφή στην ταξική διάσταση κι ότι ίσως η Αριστερά έχει επικεντρωθεί πολύ στα ζητήματα δικαιωμάτων. Κατά τη γνώμη μου είναι πλαστή και όσο αυτά τα διακυβεύματα τίθενται αντιπαραθετικά κι όχι με όρους διαθεματικής πρόσληψης – γιατί στον κόσμο των καταπιεσμένων δεν υπάρχουν μόνο λευκοί cis straight άνδρες αλλά και γυναίκες, και μετανάστριες, και πρόσφυγες και queer άτομα – τόσο ευνοείται η αντιδραστικοποίηση της πολιτικής. Θα ήθελα την άποψη σου γι’ αυτό

Η ελευθερία και η αλληλεγγύη χωρίς σύνορα πρέπει να είναι συστατικά στοιχεία της Αριστεράς. 

Αποτελεί τεράστιο πρόβλημα ότι όντως η Αριστερά έχει απομακρυνθεί από τα λαϊκά στρώματα, αφήνοντας τα στο έλεος της ακροδεξιάς δημαγωγίας αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα ασχοληθούμε με άλλα θέματα που θέτει η πραγματικότητα. Καμία σοβαρή Αριστερά στον κόσμο δεν τα βλέπει αυτά αντιπαραθετικά. Η Οκτωβριανή Επανάσταση ασφαλώς έγινε πάνω στην ταξική αντίθεση και πάνω στα ζητήματα του πολέμου και της δημοκρατίας αλλά από τα πρώτα της μέτρα ήταν ρυθμίσεις βελτίωσης για τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους.  Ακόμα και στη Βενεζουέλα του Τσάβες η κατάργηση των διακρίσεων κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ήταν από τα πρώτα μέτρα. Ακόμα και στη Λιβύη που ήμουν απεσταλμένος τότε, μου έκανε εντύπωση ότι σε διαδηλώσεις υποστήριξης του Καντάφι που δεν ήταν αριστερός, είχα δει τρανς να διαδηλώνουν γατί σκέφτονταν ότι θα έρθουν οι τζιχαντιστές μετά και δε θα έχουν καθόλου δικαιώματα, δε θα μπορέσουν να ζήσουν. Ο ρατσισμός εξάλλου όλων των μορφών είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού που εκμεταλλεύεται αντιθέσεις για να δημιουργεί ξεχωριστές κατηγορίες. Η ελευθερία και η αλληλεγγύη χωρίς σύνορα πρέπει να είναι συστατικά στοιχεία της Αριστεράς. 

Στο κεφάλαιο για τη Λατινική Αμερική γράφεις για την άνοδο της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες, όπου είχε προηγηθεί μια περίοδος προοδευτικών κυβερνήσεων, οι οποίες έφεραν ορισμένα αποτελέσματα στους τομείς της ακραίας φτώχειας, της αναγνώρισης των δικαιωμάτων των ιθαγενών, στην εκπαίδευση και την υγεία αλλά δε μπόρεσαν να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στο κοινωνικό υπόδειγμα. Και αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνει μια προοδευτική κυβέρνηση σε μια χώρα και στον περιορισμένο χρόνο μιας θητείας ώστε να αποτρέψει την πιθανότητα της ακροδεξιάς;

Στη Λατινική Αμερική όσο ωφελούνταν οι αριστερές κυβερνήσεις από τις υψηλές τιμές των πρώτων υλών πήγαιναν καλά τα πράγματα γιατί είχαν δυνατότητα να δίνουν επιδόματα, να βγάλουν κομμάτια του πληθυσμού από την ακραία φτώχεια, να κάνουν εκπαιδευτική πολιτική, να δώσουν λόγο στους ιθαγενείς. Όταν είχα πάει στη Βενεζουέλα να πάρω συνέντευξη από τον Τσάβες είχα εντυπωσιαστεί από τη συχνότητα που έβλεπα πενηντάρηδες και εξηντάρηδες στο δρόμο να έχουν σιδεράκια στα δόντια γιατί ήταν η πρώτη φορά στη ζωή τους που είχαν την ευκαιρία να επισκεφτούν τον οδοντίατρο με κοινωνική ασφάλιση. Τα έκαναν αυτά και απέκτησαν ρίζες, όταν όμως έπεσαν οι τιμές βρέθηκαν σε μεγάλη οικονομική δυσκολία και με το εμπάργκο που τους έκαναν οι ΗΠΑ είχαμε αυτές τις τρομερές ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ. Το πολιτικό τους πρόγραμμα βασίζονταν στην αναδιανομή του πλούτου χωρίς να αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, συνέχισαν να είναι κοινωνίες που βασίζονταν στις εξαγωγές πετρελαίου με τις οικονομικές ολιγαρχίες απείραχτες,  οπότε στην πρώτη δυσκολία της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης πλήρωσαν το τίμημα. Υπάρχει επίσης η παράδοση των πραξικοπημάτων στη Λατινική Αμερική.

Θυμάμαι η Μιτσέλ Μπατσελέ, που βρέθηκε στο προεδρικό αξίωμα της Χιλής ως εκπρόσωπος της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, μια γυναίκα που είχε βασανιστεί η ίδια από τη δικτατορία του Πινοσέτ, σε μια συνέντευξη μου είχε πει ότι η μόνη χώρα που δεν μπορούν να κάνουν πραξικόπημα οι ΗΠΑ είναι οι ΗΠΑ γιατί δεν υπάρχει εκεί αμερικάνικη πρεσβεία. Στη Λατινική Αμερική έχουμε αδυναμία του ισχυρού αλλά και αδυναμία του αδύνατου, ούτε τα αντιδραστικά αστικά μπλοκ μπορούν να επιβληθούν σε βάθος χρόνου, ανεβαίνουν αλλά χάνουν μετά από λαϊκή δυσφορία, ούτε όμως η αριστερά μπορεί να κατοχυρωθεί μακροπρόθεσμα, γιατί δεν έχει συνεκτικούς πολιτικούς φορείς σε οργανική σύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες ώστε να αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου. 

Νομίζω πως είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και η ευρωπαϊκή αριστερά. Αν ο Τζερεμι Κόρμπιν είχε επικρατήσει θα είχε περισσότερες πιθανότητες να υλοποιήσει ένα προοδευτικό πρόγραμμα απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, διότι το εργατικό Κόμμα στην Αγγλία όσο κι αν πέρασε από περιπέτειες έχει μια ιδιομορφία, είναι κόμμα συνδικάτων και κοινοτήτων. Σε αντίθεση με τη Γαλλία, γιατί πχ η Ανυπότακτη Γαλλία έχει πολλά θετικά στοιχεία αλλά είναι το κόμμα του αρχηγού, του ιντερνετ και των τοπικών ακτιβισμών.

Γράφεις για τις τρεις γυναίκες της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, τη Τζόρτζια Μελόνι, τη Μαρίν Λεπέν και την Αλις Βαιντελ. Έχω την αίσθηση ότι η παρουσία τους είναι κομμάτι των μετασχηματισμών αυτού του χώρου που είναι δομικά συντηρητικός και σεξιστικός χωρίς να διστάζει, όμως, να οικειοποιηθεί ρητορικές του δυτικού φιλελευθερισμού τη στιγμή που βασίζεται σε μια anti – gender στρατηγική και ταυτόχρονα είναι και απόδειξη ότι το να βρεθεί μια γυναίκα σε υψηλό αξίωμα, στην πρωθυπουργία, στην αντιπολίτευση, στην προεδρία της δημοκρατίας, δε συνεπάγεται εναντίωση στην πατριαρχία και βελτίωση της ζωής των γυναικών και των θηλυκοτήτων.
Υπάρχει μια έντονη καπήλευση, κυρίως για λόγους ρατσισμού και ισλαμοφοβίας. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι προεκλογικές αφίσες τους απεικόνιζαν γυναίκες με μπικίνι και το μήνυμα έλεγε ότι με τους μετανάστες θα το χάσουμε αυτό και θα χρειαστεί να καλυφθούμε. Αυτό είναι ένα σήμα κινδύνου για το πώς οικειοποιούνται θέματα όπως η θέση της γυναίκας με υποκριτικό τρόπο γιατί από κάτω είναι σεξιστές και ομοφοβικοί. Η ίδια η Λεπέν που προβάλλεται ως φιλελεύθερη και δυναμική γυναίκα όταν έρχεται η ώρα κατεβαίνει σε πορείες «υπέρ της ζωής» που αμφισβητούν το δικαίωμα στις αμβλώσεις, δεν έχει βάλει ευθέως θέμα αλλά τσαλαβουτάει και σε αυτό το ακροατήριο. Από εκεί και πέρα το ότι δεν αρκεί να είσαι γυναίκα για να παίζεις έναν θετικό ρόλο στην κοινωνία, το ξέρουμε από την εποχή της Θάτσερ. 

Θα τελειώσω με μια πικρή διατύπωση που έχεις στην εισαγωγή του βιβλίου, ότι «βρισκόμαστε στο πιο εκτεταμένο διεθνώς κύμα προέλασης της ακροδεξιάς από τη δεκαετία του 1930». Έχει βάση τελικά ο παραλληλισμός με τον Μεσοπόλεμο που επανέρχεται συχνά στον δημόσιο λόγο;
Το έγραψα με μια διττή έννοια. Από τη μια επαγρύπνηση γιατί παρά τις διαφορές που υπάρχουν με το Μεσοπόλεμο δε μπορούμε να παραβλέψουμε τις ανατριχιαστικές ομοιότητες, δηλαδή το πώς μια οικονομική κρίση και η καταβαράθρωση του κέντρου που διαχειρίστηκε την κρίση έδωσε τη δυνατότητα στον φασισμό να ανέβει.  Και σήμερα μετά από μια οικονομική κρίση, στην αρχή οι λαϊκές τάξεις  στ’ αριστερά πήγαν, έβγαλαν τον Τσίπρα στην Ελλάδα, είχαμε Podemos στην Ισπανία, παραλίγο να βγει στον Κόρμπιν στη Μεγάλη Βρετανία, εκλέχτηκε ο Ολάντ ως αντι – Μέρκελ για να γίνει τελικά Μερκολαντ. Η απογοήτευση έσπρωξε κόσμο στην ακροδεξιά. Από την άλλη, τα κύματα έρχονται και φεύγουν, δεν είναι αιώνια. Η κατάληξη του φασισμού ήταν να υψωθεί η κόκκινη σημαία στο Ραιχσταγκ με πολλές θυσίες, όμως, και εκατομμύρια νεκρούς.

Ελπίζω πως σήμερα δε θα φτάσουμε εκεί. Εξάλλου και οι Ευρωεκλογές είχαν κι άλλα μηνύματα, το Vox στην Ισπανία δεν ανέβηκε όσο περίμεναν και η Αριστερά τα πήγε σχετικά καλά. Στην Σουηδία και τη Φιλανδία τα ακροδεξιά κόμματα που συμμετείχαν στη νεοφιλελεύθερη πολιτική συρρικνώθηκαν. Άρα, η πραγματικότητα δεν είναι μονόχρωμη και ελπίζω να επικρατήσουν οι φωτεινότερες αποχρώσεις της. 

Info:

Το βιβλίου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα