ΠΩΣ Ο ΜΙΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ CRIME ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
Δύο σοκαριστικοί φόνοι γυναικών στη Γερμανία με χρονική απόσταση δεκαετιών μεταξύ τους, δύο αλληλένδετα, αποτρόπαια εγκλήματα πυροδότησαν το «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», ένα αγωνιώδες crime μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.
Τον Μάιο του 2006 στο κέντρο του Μονάχου, μια πλούσια, ηλικιωμένη κυρία, εξέχον μέλος της υψηλής κοινωνίας του Μονάχου, εντοπίζεται νεκρή στο πολυτελές ρετιρέ της στο κέντρο της πόλης, με την κοινωνία, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, να συγκλονίζεται από τον ορυμαγδό των δημοσιευμένων λεπτομερειών της άγριας δολοφονίας της στα Μέσα Ενημέρωσης, με πιο ανατριχιαστική απ’ όλες τα δεκάδες χτυπήματα που κατάφερε με σφυρί στο κεφάλι της ο δράστης. Οι αρχές, ενώνοντας γρήγορα τα κομμάτια του παζλ της πολύκροτης υπόθεσης, καταλήγουν άμεσα σε ένα βασικό ύποπτο. Πρόκειται για τον αγαπημένο ανιψιό και βασικό κληρονόμο του θύματος, ένα νεαρό φοιτητή νομικής που μόλις έχει εγκαταλείψει τις σπουδές του. Ο Φρέντερικ Τάλας συλλαμβάνεται, στην πολύκροτη δίκη κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη και μεταφέρεται στην φυλακή υψίστης ασφαλείας του Στράουμπινγκ.
Ο Μίνως Ευσταθιάδης, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την αποτρόπαιη δολοφονία που συντάραξε την «Ελβετία της Γερμανίας», όπως χαρακτηρίζει τη Βαυαρία, θυμάται ακριβώς πού και πώς πληροφορήθηκε για όσα είχαν συμβεί. «Όλα ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια στο Παρίσι όπου ήμουν καλεσμένος σε ένα φεστιβάλ βιβλίου. Καθόμασταν σε ένα μπαρ με φίλους, κάπως πήγε η κουβέντα σε πραγματικές crime ιστορίες και κάθε λίγο και λιγάκι λέγαμε ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία. Αυτό που έλεγε ο Ντοστογιέφσκι δηλαδή. Τότε άκουσα πρώτη φορά την ιστορία αυτής της δολοφονίας στο Μόναχο και μάλιστα από ένα άτομο που ήξερε τον τύπο που υποτίθεται ότι έκανε το φόνο. Ακούστε, μας λέει, τι έπαθε ένας φίλος μου. Ίσως αυτό, το ότι δηλαδή δεν περιέγραψε μια ιστορία από την άλλη άκρη του κόσμου που είχε διαβάσει στις εφημερίδες, αλλά κάτι που αφορούσε τον κύκλο του, μου τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον» λέει σήμερα στο NEWS 24/7 ο συγγραφέας.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή του 2020 με τα πέντε μυθιστορήματά του Έξοδος (Ανατολικός, 2001), Χωρίς γλώσσα (Καστανιώτης, 2004), Το δεύτερο μέρος της νύχτας (Ωκεανίδα, 2014), Ο Δύτης (Ίκαρος, 2018), Κβάντι (Ίκαρος, 2020)] ο Ευσταθιάδης συγκαταλεγόταν στην πρώτη γραμμή της εγχώριας crime λογοτεχνίας, θα ακολουθούσε άλλο ένα [Σχέδια του χάους (Ίκαρος, 2022)], όμως ήδη από τότε, χωρίς καλά καλά να το γνωρίζει ακόμη ο ίδιος, εξαιτίας της συγκεκριμένης στυγερής δολοφονίας είχε ήδη πυροδοτηθεί το μυθιστόρημα Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
«Εξαρχής κράτησα τα ονόματα, άρχισα να γκουγκλάρω και να ρωτάω διάφορα τον φίλο μου. Με τραβούσε ολοένα και πιο μέσα η ιστορία» λέει και χαρακτηρίζει την πηγαία του περιέργεια επί του θέματος περισσότερο δημοσιογραφική σε πρώτη φάση παρά συγγραφική. «Ίσως γιατί γράφω μυθοπλασία, δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να ασχοληθώ με true crime».
Ώσπου αποφάσισε να συναντηθεί με τον ισοβίτη. «Σκέφτηκα ότι ίσως να ενδιέφερε κάποιο ελληνικό ή γερμανικό, online ή μη μέσο. Δεν είχα πάει κιόλας ποτέ ως συγγραφέας σε κάποια φυλακή – κάτι που έκανα παλιότερα, όταν ακόμη δούλευα ως δικηγόρος (σ.σ. έχει σπουδάσει νομικά στην Αθήνα και στο Ανόβερο). Επικοινώνησα με τη συγκεκριμένη φυλακή, έκανα μια επίσημη αίτηση, αλλά με παρέπεμψαν σε ένα άλλο email, το οποίο, χωρίς να το ξέρω, ήταν του διευθυντή ολόκληρου του σωφρονιστικού συστήματος της Βαυαρίας. Άρχισα λοιπόν να μιλάω μαζί του στα γερμανικά. Μου ζητούσε από αριθμό διαβατηρίου και διάφορα άλλα επίσημα έγγραφα, μέχρι αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους ήθελα να δω τον κρατούμενο. Αλλά και τι είχα γράψει μέχρι τότε ως συγγραφέας, που είχαν δημοσιευτεί κλπ. Η αίτηση μου έγινε δεκτή μετά από τέσσερις μήνες, δηλαδή φαντάζομαι ότι θα έψαξαν μέχρι και τι νούμερο παπούτσια φορούσε ο παππούς μου. Τελικά μου είπε ότι θα μπορούσα να τον δω μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Θα είχα στη διάθεση μου αυστηρά έξι ώρες».
ΣΤΟ «ΦΡΟΥΡΙΟ» ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΟΒΙΤΗ
Θα ήταν αρκετές για να συνειδητοποιήσει ότι είχε στα χέρια του τη μαγιά του επόμενου βιβλίου του. «Ενώ πήγαινα με σκοπό να γράψω ένα άρθρο, άντε το πολύ ένα διήγημα, κατάλαβα ότι η ιστορία ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτό που πίστευα. Σαν να έχεις πάει να βρεις ένα φυτό και ξαφνικά να βρεις ένα δέντρο 200 ετών. Φεύγοντας από εκεί έπαψε το ενδιαφέρον μου να είναι εγκυκλοπαιδικό».
Καταλάβαινε ότι η έρευνα του επρόκειτο να ενταθεί και να απλωθεί σε διαστάσεις που μέχρι τότε δεν είχε φανταστεί. «Είχα ήδη ψάξει πολύ, αλλά σίγουρα όχι στην έκταση που το έκανα μετά» λέει τονίζοντας την καταλυτική σημασία της συνάντησης του με τον καταδικασμένο για τον φόνο. «Ο τύπος μου επέτρεψε να έχω πρόσβαση μέσω των δικηγόρων του σε φακέλους που μέχρι τότε αγνοούσα, δηλαδή έμαθα πράγματα που δεν θα μπορούσα να μάθω μόνος μου ψάχνοντας στο δίκτυο. Εν τω μεταξύ αυτός ποτέ δεν σταμάτησε να δηλώνει αθώος, και μάλιστα ήταν και είναι ακόμη απόλυτα πεισμένος ότι η αστυνομία γνώριζε ποιος είναι ο πραγματικός δράστης και τον προστάτευσε. Προσωπικά, έχοντας ζήσει στη Γερμανία, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι η γερμανική αστυνομία θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει ότι κάποιος δεν έχει σκοτώσει τη θεία του, αλλά θα τον έκλεινε μέσα και μάλιστα ισόβια για να εξυπηρετηθούν κάποια συμφέροντα».
Προχωρώντας όμως στην έρευνά του έβλεπε, όπως λέει, ότι κάθε άλλο παρά αποκλείεται να είναι όντως έτσι. «Ήθελα να ακούσω και απόψεις πέρα από τη δική του και των φίλων του που είχα συναντήσει μέχρι τότε. Ήξερα ότι δεν επρόκειτο να συναντήσω τους γονείς του, οι άνθρωποι ήταν πάρα πολύ ταλαιπωρημένοι. Ειδικά η δόλια η μάνα του τα είχε πια σχεδόν χαμένα με όλα αυτά που είχε περάσει. Φαντάσου πώς μπορεί να νιώθει μια μάνα της οποίας ο γιος υποτίθεται ότι σκότωσε την αδερφή της και “έφαγε” ισόβια. Συνάντησα και τον αδερφό του, ο οποίος ως κληρονόμος του πάρκινγκ που ανήκε στη δολοφονημένη, στον τελευταίο όροφο του οποίου είναι το διαμέρισμα που έγινε ο φόνος, μου έδωσε πρόσβαση στο κτίριο, με πήγε παντού». Ήταν όμως ο δικηγόρος του κατάδικου που μεταξύ πολλών ακόμη είπε και κάτι που ο Ευσταθιάδης θυμάται verbatim: «Δεν μπορεί κανείς πέρα από τον ίδιο να ξέρει αν όντως το έκανε ή όχι, λείπουν στοιχεία, όπως το πού ήταν αυτός ο άνθρωπος για δύο ώρες. Θεωρητικά λοιπόν θα μπορούσε να το είχε κάνει. Αλλά αυτό που μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητας είναι ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε καταδικαστεί. Ακριβώς γιατί λείπουν στοιχεία. Δηλαδή δεν μπορούν να σε καταδικάσουν απλώς επειδή δεν είχες άλλοθι για δύο ώρες».
Τότε ο συγγραφέας κατάλαβε ότι το βιβλίο του δεν θα επικεντρωνόταν στη λύση του μυστηρίου α λα Αγκάθα Κρίστι, δεν θα ακολουθούσε ένα whodunnit μοτίβο. Το θέμα για τον ίδιο ήταν πια πολύ μεγαλύτερο. «Αφορούσε τη λειτουργία της απονομής της δικαιοσύνης. Το τι σημαίνει και τι αξία έχει η έννοια της αμφιβολίας ειδικά, αν θες, σήμερα που ζούμε μέσα στην παράκρουση των social media, όπου αν γραφτεί κάτι για σένα, σε 10’ δεν θα μπορείς να βγεις στο δρόμο, μπορεί δηλαδή να καταστραφεί η ζωή σου από τη μια στιγμή στην άλλη. Πρακτικά δεν ισχύει δηλαδή το τεκμήριο της αθωότητας. Ακόμη κι ένας ανώνυμος χωρίς το παραμικρό στοιχείο εναντίον σου μπορεί να σου προκαλέσει τρομακτική ζημιά».
Ο Ευσταθιάδης παραδέχεται ότι όσο έντονο κι αν ήταν το ενδιαφέρον του για την πολύκροτη υπόθεση, μάλλον δεν θα κρατούσαμε σήμερα στα χέρια μας το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους αν η απάντηση του σωφρονιστικού συστήματος της Βαυαρίας ήταν αρνητική. «Θα μου έλειπε η προσωπική εμπλοκή που ήταν πολύ σημαντική. Ακόμη και στο επίπεδο του σπασίματος νεύρων που μου έκαναν όταν πήγα στη φυλακή, κάτι που περιγράφω στο βιβλίο. Ακόμη κι αυτό, το ότι έκαναν τους χαζούς, ότι τάχαμου δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται. Κάτι που δεν αποκλείεται να ήταν στημένο. Εν τω μεταξύ εγώ τον συνάντησα σε μια κυριλέ πτέρυγα της φυλακής, κάτι που εκείνος πιστεύει ότι ήταν στημένο, για να δούμε εγώ κι ένας δημοσιογράφος τους Der Spiegel που θα πήγαινε μετά από δυο μέρες, ότι τον έχουν στα ώπα ώπα. Μετά από τη συνάντηση μας παρέμεινε στη συγκεκριμένη πτέρυγα για λίγους μήνες. Ώσπου επειδή υποτίθεται ότι χρησιμοποίησε το κινητό εκτός ωραρίου -κυκλοφόρησε μια τέτοια αστεία φήμη δεδομένου ότι μιλάμε για φυλακή υψίστης ασφαλείας- τον έκλεισαν στην απομόνωση. Εκεί τρελάθηκε. Θυμάμαι να μιλάω με τους δικηγόρους του και να μου λένε ότι ευτυχώς που τον φυλάνε νυχθημερόν γιατί αν είχε την παραμικρή δυνατότητα, θα αυτοκτονούσε».
Κι όμως από το κελί της απομόνωσης κατάφερε να του στείλει γράμμα. Εύλογα ο παραλήπτης σοκαρίστηκε. «Η δικηγόρος του δεν το πίστευε δεδομένου ότι ήταν στην απομόνωση. Άσε που αντί να γράψει σε φίλους, γονείς, νομικούς που είχε μέχρι τότε συναντήσει κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, αποφάσισε να γράψει σε μένα, έναν άσχετό του τύπο που είχε συναντήσει για έξι ώρες» λέει μη μπορώντας να καταλάβει ακριβώς γιατί, πέρα δηλαδή από το ότι υπήρξε μια κάποια χημεία σε εκείνη τη συνάντηση («Όχι κάτι τρομερό, αλλά όπως μπορεί να γνωρίσεις κάποιον και να σκεφτείς ότι θα μπορούσες να πιεις ένα ποτό μαζί του, ενώ με κάποιον άλλο δεν θέλεις κάτι παραπάνω από μια καλημέρα») αν και της έλειπε η συνοχή. «Έπρεπε να ακούσω πάρα πολλές φορές την ηχογράφηση για να ξεδιαλέξω τα σημαντικά στοιχεία. Ακριβώς επειδή ήταν τόσα χρόνια κλεισμένος εκεί μέσα, έχανε τον ειρμό του. Μπορεί να έλεγε κάτι για τη μέρα που έγινε το έγκλημα και ξαφνικά να ξέφευγε και να γυρνούσε στο παρελθόν, σε κάτι που είχε ζήσει με την κοπέλα του, σε κάτι που του είχε πει η μάνα του, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Η συζήτηση διαρκώς ξέφευγε με αποτέλεσμα να βγει εντελώς εκτός ειρμού και σχεδίου».
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΟΝΟΣ
«Αισθάνθηκα πως ο κύκλος έκλεινε. Είχα μάθει ό,τι μπορούσα, είχα προχωρήσει όσο έφταναν τα πόδια μου. Η συνάντηση στο Στράουμπινγκ ήταν η άκρη του δικού μου κόσμου. Έτσι νόμισα» γράφει στο βιβλίο. «Ο Φρέντι όμως είχε κάνει και κάτι άλλο. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης μας, είχε φυτέψει αθόρυβα έναν σπόρο, που είχε ήδη αρχίσει να βλασταίνει. Μου μίλησε για ένα κοριτσάκι που έμελλε, χωρίς τη θέληση του, να γίνει πολύ διάσημο. Το ίδιο το παιδί δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, βρέθηκε όμως σ’ ένα από τα χειρότερα σημεία του κόσμου».
Τον Σεπτέμβριο του 1981 η δεκάχρονη Ούρσουλα Χέρμαν που ζούσε με την οικογένεια της σε ένα παραλίμνιο χωριό της Άνω Βαυαρίας εξαφανίστηκε. Λίγες ημέρες αργότερα οι αρχές εντόπισαν το πτώμα της μέσα σε ένα ξύλινο κλωβό που ήταν θαμμένος κάτω από το έδαφος. Πρόκειται, όπως γράφει ο Ευσταθιάδης για την «πιο πολυσυζητημένη απαγωγή της μεταπολεμικής Γερμανίας, και η Ούρσουλα Χέρμαν θα έμενε στην ιστορία ως το θλιβερά διάσημο “κορίτσι στο κιβώτιο”. Μια καθαρή και άσπιλη τραγική ηρωίδα που δεν χρειάστηκε κι ούτε πρόλαβε να πει ποτέ έστω και μία λέξη. Κάτι ανάμεσα σε Αντιγόνη, αφού θάφτηκε ζωντανή, και στην Ιφιγένεια, αφού κάποιοι απαιτούσαν και πάλι αέρα για τα πλοία τους». Η υπόθεση θα έμενε άλυτη μέχρι το 2007, οπότε και κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ο Αρτούρο Ζαμιάτιν.
«Αν στο πρώτο έγκλημα η πιθανότητα κατά τη γνώμη μου να είναι αθώος ο άνθρωπος που καταδικάστηκε είναι 90%, στη δεύτερη ιστορία η πιθανότητα είναι 99,9%» λέει στο NEWS 24/7 ο συγγραφέας. «Είναι οφθαλμοφανές για παράδειγμα ότι δεν θα μπορούσε να είχε γράψει τα σημειώματα με τα οποία οι απαγωγείς ζητούσαν λύτρα. Δεν είχε τη γνωστική ικανότητα να το κάνει. Επίσης θα χρειαζόταν την υποστήριξη άλλων δύο ατόμων για να οργανώσει την απαγωγή. Αυτός όμως ήταν γενικά loner, κανείς στο χωριό δεν του έκανε παρέα. Αν το είχε κάνει με άλλα δύο άτομα, θα είχε φανεί η αλήθεια από τα σαθρά άλλοθι. Η αστυνομία έψαξε τους πάντες. Την πλήρωσε όμως τελικά ο συγκεκριμένος εξαιτίας κάποιων άλλων σαθρών στοιχείων που παρατίθενται στο βιβλίο, ενώ αν γινόταν τεστ DNA σε δύο δεκαεννιάχρονους στων οποίων το σπίτι βρέθηκαν ακόμη και αντικείμενα που αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκαν στην απαγωγή, υπάρχει τεράστια πιθανότητα να αποδεικνυόταν ότι ο ένοχος είναι ένας από τους δύο – αν όχι και οι δύο».
Ας προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τα σπόιλερ.
«Συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να γράψω απλώς για αυτές τις δύο ιστορίες» συνεχίζει ο Ευσταθιάδης, «αλλά και για τη δική μου προσωπική εμπλοκή με αυτές. Γιατί όλη αυτή η διττή υπόθεση είχε αρχίσει όντως να επηρεάζει τη ζωή μου μέσω της έρευνας που έκανα. Όπως για παράδειγμα όταν συνάντησα την πρώην αρραβωνιαστικιά του Φρέντερικ, του ένοχου για τον πρώτο φόνο, με την οποία χώρισαν όταν μετά τα δύο πρώτα χρόνια εγκλεισμού, έφαγε τα ισόβια. Η κοπέλα μετά τα έφτιαξε με τον καλύτερο φίλο του και έκαναν δυο παιδιά. Επικοινωνώ λοιπόν μαζί της και εξαρχής είναι πολύ επιφυλακτική, με ρωτάει διαρκώς γιατί θέλω εγώ να γράψω για αυτή την ιστορία. Αφού της εξήγησα ότι ως συγγραφέας δεν γράφω feelgood ιστορίες ή φιλοσοφικά δοκίμια αλλά crime, άρχισε σιγά σιγά να μου ανοίγεται. Είναι πασιφανές ότι οι ζωές πολλών των ανθρώπων έχουν καταστραφεί και αλλάξει με ανεπανάληπτο τρόπο από όλη αυτή την ιστορία».
Ας κάνουμε τώρα ένα.
«Όταν ο τύπος στη φυλακή μου έδωσε την πληροφορία ότι ο φόνος της θείας του σχετίζεται με τον φόνο της μικρής Ούρσουλα σκέφτηκα ότι ήταν παράκρουση κάποιου που βρίσκεται στο μπουντρούμι για 17 ολόκληρα χρόνια. Τι άλλο να πιστέψεις δηλαδή όταν σου λένε ότι ένα έγκλημα που έγινε το 2006 έχει κάποια σχέση με ένα έγκλημα που έγινε το 1981; Ψάχνοντας όμως επιβεβαίωσα ότι όντως υπάρχει ένα συγκεκριμένο δείγμα DNA. Και μάλιστα συνέβη το εξής απίστευτο: Όταν επιβεβαίωσαν ότι το ανδρικό DNA που βρέθηκε στο κουτί του κοριτσιού το 1981 ήταν το ίδιο με το DNA που βρέθηκε το 2006 στο ποτήρι του κρασιού μέσα στο διαμέρισμα του Μονάχου τη μέρα της δολοφονίας, η αστυνομία αντί να ασχοληθεί με αυτό, έκανε το εξής: ανέσυρε την υπόθεση του κοριτσιού και έπιασε ένα τύπο που επί 27 χρόνια κυκλοφορούσε ελεύθερος. Δηλαδή στη Γερμανία υποτίθεται ότι απαγάγεις ένα κορίτσι, το θάβεις, πεθαίνει, και κυκλοφορείς 27 χρόνια ελεύθερος ενώ η αστυνομία γνωρίζει ήδη τα στοιχεία σου και σε θεωρεί ύποπτο. Δεν είναι αδιανόητο; Ώσπου ξαφνικά αποφασίζουν να σε πιάσουν. Και του ζητούσαν του καψερού να θυμηθεί πού ήταν και τι έκανε ένα συγκεκριμένο βράδυ πριν από 27 χρόνια. Τρέχα γύρευε. Ακόμη και το πιο σημαντικό βράδυ της ζωής σου, το βράδυ που γεννήθηκε το παιδί σου ή πέθανε ο πατέρας σου, αποκλείεται να το θυμάσαι με ακρίβεια μετά από 27 χρόνια. Η αστυνομία όμως τον κατέβασε σε δίκη έχοντας ως μοναδικό στοιχείο κάτι που αναφέρω με σαφήνεια στο βιβλίο, το οποίο δεν στέκει» λέει ο Ευσταθιάδης και επισημαίνει, για μία ακόμη φορά, ότι και στις δύο περιπτώσεις καταρρακώθηκε και μάλιστα με εμφατικό τρόπο το τεκμήριο της αθωότητας.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα ακαταμάχητο page turner, μία εμβριθή διερεύνηση δύο αληθινών, σοκαριστικών εγκλημάτων. Για την ακρίβεια μία εμβριθή, λογοτεχνική διερεύνηση, όπως τονίζει ο συγγραφέας, εξηγώντας και ότι από όλα τα ονόματα στο βιβλίο του μόνο δύο είναι τα πραγματικά: των δολοφονημένων Σαρλότε Μπέρινγκερ και Ούρσουλα Χέρμαν. «Την τελευταία στιγμή μού φάνηκε πως δεν είχα δικαίωμα να τα αλλάξω», γράφει.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους πρόκειται να κυκλοφορήσει και στη Γερμανία. Ο συγγραφέας λέει ότι υπάρχει ήδη ενδιαφέρον και τονίζει ότι ο εν δυνάμει εκδότης πρέπει να πιστέψει αρκετά στην εμπορική δυναμική ενός τέτοιου βιβλίου σε μια χώρα που «όπως έχει αποδειχτεί πολλάκις δεν πολυθέλουν να τους επισημαίνουν τα στραβά τους οι απ’ έξω. Δηλαδή τι δουλειά έχεις εσύ Έλληνα να μας πεις πώς λειτουργεί το νομικό σύστημα της Γερμανίας; Κάτσε σπίτι σου και γράψε για την Ελλάδα. Αυτό το βλέπεις γενικότερα στη Γερμανία. Δεν είναι τυχαίο που πολλά θεατρικά έργα σχετικά με το Ολοκαύτωμα μπορεί να παίζονται σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ, αλλά όχι στην ίδια τη Γερμανία. Οι Γερμανοί έχουν δυσανεξία στην κριτική που έρχεται απ’ έξω. Θα ήθελα όμως να εκδοθεί εκεί για να φτάσει και στα χέρια των εμπλεκομένων». Όπως στον αδερφό της Ούρσουλα, ο οποίος αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπόθεση. «Όταν βρέθηκε το πτώμα της μικρής του αδερφής, ήταν 18. Τώρα είναι 61. Έχει χωρίσει, έχει μόνιμα προβλήματα υγείας, έχει παρατήσει δύο δουλειές, έχει φάει ατελείωτες ώρες ψάχνοντας τις δικογραφίες, έχει πάει πολλές φορές στο δάσος που έγινε η απαγωγή με αστυνομικούς και δικηγόρους. Μια ζωή εντός αυτής της υπόθεσης, κατά κάποιο τρόπο ξοδεμένη μέχρι τώρα. Ίσως και μέχρι το τέλος».
Στο βιβλίο πάντως υπάρχει και ένα κομμάτι της ζωής του συγγραφέα. «Εγώ ανέκαθεν μυθοπλασία έγραφα. Δεν φανταζόμουν δηλαδή ότι θα συμπεριλάμβανα τον εαυτό μου σε μια ιστορία, κάνοντας κατά κάποιο τρόπο αυτομυθοπλασία, έστω και σε επίπεδο τρίτου ρόλου της ιστορίας. Αισθάνθηκα όμως από πολύ νωρίς ότι το όλο πράγμα γίνεται προσωπικό, οπότε δεν μπορούσα να απέχω από την ιστορία. Όντως λοιπόν πριν από πολλά χρόνια βρέθηκα σε ένα αμάξι με μια κοπέλα και όντως συνέβη κάτι που μας κατατρόμαξε, μας έλουσε κρύος ιδρώτας και φύγαμε κακήν κακώς από εκεί που ήμασταν. Όντως μου συνέβησαν όσα περιγράφω στο πρώτο κεφάλαιο, στην αρχή δηλαδή του βιβλίου».
Μόνο όμως όταν φτάσετε στο τέλος του Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους θα καταλάβετε γιατί ο συγγραφέας διάλεξε αυτόν τον συνταρακτικό τίτλο.