WILL STROEBEL: ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΚΡΕΜΙΖΕΙ ΣΥΝΟΡΑ
Ο καθηγητής που μαζεύει σκόρπιες ιστορίες προσφύγων και ανθρώπων της διασποράς.
Με τις σελίδες και τις λέξεις. Με μύθους και ιστορίες. Αναζητώντας χαμένες γραφές και συγγραφείς που κανείς δεν εξέδωσε και δεν βοήθησε. Σε γλώσσες αγαπημένες, που λίγο πριν εξατμιστούν, άνθρωποι σαν και εκείνον, βρίσκονται εκεί και με δύναμη τις προστατεύουν και τους δίνουν την αξία που τους πρέπει.
Έμαθα για την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, του Will Stroebel από τη γυναίκα του, την εξαίρετη συνάδελφο Γιώτα Ταχταρά. Όταν την είδα πέρυσι το καλοκαίρι μου είπε ότι ο άνδρας της, καθηγητής Νέων Ελληνικών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, μόλις ολοκλήρωσε βιβλίο, Literature’s Refuge: Rewriting the Mediterranean Borderscape , που αφορά ουσιαστικά γραφές, λογοτεχνήματα, βιβλία, λογοτεχνίες ξεριζωμένες, προσφυγικές και διασποράς.
Ήχησε στα αυτιά μου ενδιαφέρον και δύσκολο, ένα έργο ενός ωραίου «τρελού» αφιερωμένου σε ένα όνειρο βαθύ. Ενός ανθρώπου που ζει μέσα στα γράμματα με τρόπο τέτοιο που το πνεύμα αλλά και οι πράξεις του ενσωματώνουν τις λέξεις δημοκρατία και δικαιοσύνη με έναν άλλο τρόπο. Διαφορετικό και πρωτόγνωρο.
Δεν αρκεί να είσαι ένας αφοσιωμένος και πιστός καθηγητής και επιστήμων για να ασχοληθείς με όσα σπάνε τα σύνορα του κόσμου, με όσα αυτά τα σύνορα και οι διωγμοί έχουν δημιουργήσει, με τη δυστυχία και τον πόνο ανθρώπων που αναζήτησαν άλλη γη να περπατήσουν. Χρειάζεται ευαισθησία και βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και τα βιβλία. Βαθιά πίστη στην ψυχή και το πνεύμα.
Αιθεροβάμων; Ποιος ξέρει; Ένας Will μπορεί να φέρει και την άνοιξη. Αλλιώς δεν γίνεται. Άμα πάντα λέγαμε ότι η μονάδα δεν κάνει τη διαφορά, τότε τίποτα σπουδαίο δεν θα είχε συμβεί στον πλανήτη. Και πιστεύω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι σπουδαίο που θα μείνει σαν βοήθημα στα χέρια των ειδικών και σαν δώρο στην ανθρωπότητα.
«Το βιβλίο μου φιλοδοξεί να ξαναγράψει τον λογοτεχνικό χάρτη, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου γενικότερα. Θέλω να γκρεμίσω τα σύνορα. Τα σύνορα είναι παντού πια, όπου και να κοιτάς: τα στρατόπεδα προσφύγων στην Ευρώπη, ο πόλεμος στην Γάζα, οι ιδιωτικές φυλακές της Αμερικής, όπου καταλήγουν μετανάστες χωρίς χαρτιά. Από πού ξεφύτρωσαν όλα αυτά; Ποια είναι η λογική τους;
Προσπαθώ με το βιβλίο μου να βρω τις ρίζες αυτής της σημερινής συνοριακής λογικής (που ονομάζω “borderthink”), γυρίζοντας στην Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923 και τη λογική που κινητοποίησε.
Η Ανταλλαγή Πληθυσμών που άλλαξε τον κόσμο
Μου πήρε 15 χρόνια να το γράψω, 15 χρόνια εντατικής ενασχόλησης με προσφυγικές και διασπορικές και ξεριζωμένες λογοτεχνίες.
Κάποιες απ’ αυτές δεν έχουν δημοσιευτεί ή εκδοθεί ποτέ, παραμένουν σαν μονά χειρόγραφα δείγματα που επέζησαν των εθνοκαθάρσεων και των ξεριζωμών του τελευταίου αιώνα, και κάποιες άλλες έχουν ενσωματωθεί μέσα στον εθνικό κανόνα και γνωρίζονται ευρέως σήμερα ως κομμάτι της μιας ή της άλλης εθνικής ταυτότητας.
Αν και παίρνω σαν αφετηρία την Ανταλλαγή Πληθυσμών, υπάρχει ήδη μια πλούσια βιβλιογραφία (ιδιαίτερα ιστοριογραφική) πάνω στο θέμα. Το δικό μου βιβλίο δεν αποσκοπεί να καινοτομήσει ιστοριογραφικά. Ούτε παραμένω προσηλωμένος στην ίδια την Ανταλλαγή σαν ιστορικό γεγονός.
Ναι μεν, υπάρχουν κάνα δυο κεφάλαια που το αντικείμενό τους είναι η καθαυτού Ανταλλαγή, και η Ανταλλαγή σημαδεύει και στοιχειώνει όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια, αλλά πιο πολύ θα έλεγα ότι είναι η λογική της Ανταλλαγής, δηλαδή η λογική του μοντέρνου συνοριακού καθεστώτος, που διαπερνά κάθε σελίδα του βιβλίου μου.
Οι λογοτεχνίες που δεν έγιναν… «viral» στην εποχή τους
Σαν φιλόλογος, παίρνω σαν πρώτες ύλες τη λογοτεχνία — ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα. Τα ιστορικά γεγονότα υπάρχουν στο φόντο, αλλά αυτό που θέλω να αναδείξω είναι το πλούσιο λογοτεχνικό φάσμα της Ανατολικής Μεσογείου — όχι σαν σύνολο διαφόρων εθνικών κανόνων, αλλά σαν μια ενιαία λογοτεχνική γεωγραφία — την οποία έχει καταστήσει αόρατη το συνοριακό καθεστώς και η φιλολογία σαν εθνικός θεσμός.
Δεν μπορώ βέβαια να αποκαταστήσω όλη αυτή τη χαμένη γεωγραφία από μόνος μου — δεν έχω τα γλωσσολογικά εργαλεία, μιλάω μόνο ελληνικά και τούρκικα και γι’ αυτό μένουν απ’ έξω π.χ. τα κουρδικά, τα αλβανικά, κλπ. Μάλλον βλέπω το βιβλίο σαν άνοιγμα, σαν πρόσκληση σε άλλους να συνεχίσουν εκεί που σταματάνε οι δικές μου ικανότητες. Αλλά καταφέρνω αρκετά, πιστεύω.
Προσφέρω στους αναγνώστες, λ.χ., ελληνική ποίηση γραμμένη στο οθωμανικό αλφάβητο, δηλαδή το αραβικό αλφάβητο, από ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Ελλάδας, ή τούρκικη ποίηση γραμμένη στο ελληνικό αλφάβητο — τα λεγόμενα καραμανλίδικα — ποίηση γραμμένη με το χέρι πάνω σε χειροποίητα βιβλία προσφύγων που ποτέ δεν βρήκαν αποδοχή στα ελλαδικά τυπογραφεία και εκδοτικούς οίκους. Δηλαδή, διάφορα παραδείγματα λογοτεχνιών που παραγκωνίστηκαν από τους θεσμούς της φιλολογίας και των ΜΜΕ της εποχής και έτσι, ό,τι επιβίωσε έως σήμερα βρίσκεις φυλαγμένο σε οικογενειακές βιβλιοθήκες, σε προσφυγικά χωριά, ή σε ειδικές συλλογές βιβλιοθηκών άλλων, άκυρων χωρών, όπως της Γερμανίας.
Υπάρχουν βέβαια συνάδελφοι που κάνουν σημαντική δουλειά σε όλους αυτούς τους τομείς, π.χ., ο Γιώργος Δέδες, ο Φωκίων Κοτζαγεώργης, η Ευαγγελία Μπαλτά, ο Aytek Soner Alpan, αλλά δεν έχουν αποσπάσει την προσοχή που τους αξίζει μέσα σε λογοτεχνικούς χώρους. Το δικό μου βιβλίο προσπαθεί να μαζέψει όλες αυτές τις δυνάμεις και να ανοίξει καινούργιους διαλόγους με ευρύ αναγνωστικό κοινό, με όσους αγαπάνε τη λογοτεχνία και τις ιστορίες της.
Αλλά πρέπει να πω κι αυτό: εκτός από ανέκδοτα χειρόγραφα, καταπιάνομαι επίσης με τυπωμένη λογοτεχνία που έχει γίνει πλέον θεμέλιο του κανόνα, λ.χ., την ποίηση του Καβάφη, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα, το Ateşten Gömlek της Halide Edib, και, πιο σύγχρονα, τον Mehmet Yaşın, που είναι ένας σημαντικός ποιητής της Κύπρου.
Μicromanaging τους πληθυσμούς της γης
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο ρωτάω : τι ρόλο έπαιξε η φιλολογία στη συγκρότηση των μοντέρνων συνόρων; Από τον Francesco Filelfo ως τον Jakob Fallmerayer, από τον Κωνσταντίνο Σάθα ως τον Δημαρά, παρακολουθώ την γέννηση και την εξέλιξη μιας φιλολογίας που έχει εμμονή τα μεταναστευτικά κύματα πληθυσμών.
Από την αρχή της, η φιλολογία καταπιάνεται με τους πληθυσμούς για να τους φιλτράρει, να τους διοχετεύει, και να τους αποβάλλει, να αφομοιώνει στοιχεία που βολεύουν και να παραμερίζει τα στοιχεία (και ενίοτε τους ίδιους τους ανθρώπους) που δεν βολεύουν.
Υπάρχει πολύς κόσμος που έχει ήδη εξιστορήσει την ανάπτυξη της φιλολογίας· αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι η ιδέα των συνόρων που αναπτύσσεται μέσα από την φιλολογία. Ισχυρίζομαι, δηλαδή, ότι η φιλολογία χαρτογράφησε από πολύ νωρίς έναν κόσμο όπου τις μετακινήσεις πληθυσμών έπρεπε να τις κάνουμε micromanage. Κάποιες προσφυγικές, μεταναστευτικές, και διασπορικές ιστορίες τις ενσωματώνουμε στη λογοτεχνία μας, αφού τις έχουμε περάσει από φιλολογική επιμέλεια, λ.χ., με τον τρόπο που ο Σαββίδης παρουσίασε τον Καβάφη στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό. Και κάποιες άλλες ιστορίες (π.χ., την ποίηση των ελληνόφωνων μουσουλμάνων που ξεριζώθηκαν με την Ανταλλαγή) θάβονται στα παραρτήματα και τις υποσημειώσεις της φιλολογίας, ή στην απόλυτη σιωπή.
Σαν σύνολο, θα έλεγα πως έχει όφελος να κοιτάμε τη φιλολογία ως συνοριακό καθεστώς, που εισάγει, φιλτράρει, αφομοιώνει, αποβάλλει, απελαύνει, και ξεριζώνει, ιδιαίτερα σε γεωγραφίες όπως την Ανατολική μεσόγειο, που, μέσα στον τελευταίο αιώνα, έχει κατασπαραχθεί από εθνικά σύνορα, εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες, και ξεριζωμό. Και πολλά απ’ αυτά, είναι αλήθεια, επηρεάστηκαν από την Ανταλλαγή Πληθυσμών. Από την Παλαιστίνη ως την Κύπρο, πολλά από τα συνοριακά ζητήματα που ακόμα μας καίνε σήμερα έχουν πάρει την Ανταλλαγή Πληθυσμών του ΄23 ως μοντέλο σε κάποια ιστορική τους φάση.
Το δικό μου βιβλίο αποσκοπεί να αποκαταστήσει αυτή τη ταλαιπωρημένη λογοτεχνική γεωγραφία, σαν καταφύγιο, που λέει και ο τίτλος, όπου μπορείς να βρεις δίπλα-δίπλα και χαμένες προσφυγικές φωνές αλλά και γνωστές φωνές του λογοτεχνικού κανόνα, χωρίς ιεραρχίες και ανισότητες, να κάνουν μεταξύ τους διάλογο.
Ο ρόλος των… άλλων
Ένας πολύ σημαντικός όρος που χειρίζομαι στο βιβλίο είναι Textual Handler, δηλαδή «φορέας του κειμένου». Με αυτήν την κατηγορία μπορώ και αναγνωρίζω και αναδεικνύω το ρόλο που έπαιξαν όχι μόνο οι συγγραφείς αλλά και οι αναγνώστες, οι αντιγραφείς, οι μεταφραστές, οι επιμελητές, ακόμα και οι βιβλιοδέτες — πολλές φορές πρόσφυγες κι αυτοί, που κουβαλάνε μαζί τους και μέσα τους τις ιστορίες που εξετάζω. Ο καθένας αφήνει μέσα στο βιβλίο το σημάδι του, μαζί φυσικά με το συγγραφέα.
Με ενδιαφέρει δηλαδή το πώς η λογοτεχνία δημιουργείται, βιώνεται, ανακυκλώνεται, και επαναδημιουργείται ομαδικά, από χέρι σε χέρι, σε μια διαδικασία που πολλές φορές ξεπερνάει εθνικά σύνορα, γλώσσες και αλφάβητα, παρά τον ξεριζωμό και την προσφυγιά που έχει επιβάλει το συνοριακό καθεστώς.
Μετά από την εισαγωγή, το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται ένα ανέκδοτο χειρόγραφο ελληνικής ποίησης γραμμένης στο αραβικό αλφάβητο, το Tuḫfe-i Şānī be Zebān-ı Yūnānī, δηλαδή το Δώρο του Şani στην Ελληνική γλώσσα. Γραμμένο από μουφτή των Ιωαννίνων τον 17ο αιώνα, αυτό το ποίημα διασώζεται σήμερα σε δύο χειρόγραφα που βρίσκονται στη Γερμανία και στην Τουρκία.
Σε πολλά σημεία, το ποίημα μιλάει ανοιχτά και συγκινητικά για τη γλώσσα του, δηλαδή τα ελληνικά, και προσπαθεί να την αναδείξει ως κατάλληλο και ισάξιο ποιητικό εργαλείο για το Ισλάμ (ισάξιο δηλαδή με τα αραβικά και τα τουρκικά).
Ο αντιγραφέας του κώδικα που εξετάζω άφησε και ένα συγκινητικό ποίημα δικό του στο τέλος του έργου, γράφοντας 120 χρόνια μετά τον Şani, πράγμα που δείχνει πόσο σημαντική ήταν αυτή η ποίηση για τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Ελλάδας. Γενικότερα, σ’ αυτό το κεφάλαιο, προσπαθώ να διευρύνω το οικουμενικό εύρος του ελληνικού κανόνα και να αποκαταστήσω τη ξεριζωμένη λογοτεχνία του γηγενούς Ισλάμ.
Ο Καβάφης
Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει την ποίηση του Καβάφη. Παρακολουθώ την μοίρα αυτής της ποίησης μέσα στη Μεσόγειο καθώς διαβάζεται, ανατυπώνεται, και σχολιάζεται από τη δεκαετία του ’20 μέχρι τη δεκαετία του ’60. Δεν είναι τυχαίες οι ημερομηνίες αυτές. Είναι η ίδια εποχή που ο ελληνισμός ξεριζώνεται και ανασυγκροτείται μέσα στον ελλαδικό χώρο, αλλά και την ίδια στιγμή που η ελληνική λογοτεχνία ανασυγκροτείται και αφομοιώνεται μέσα στην ελλαδική φιλολογία και το ελλαδικό πανεπιστήμιο. Ο Καβάφης χρησιμεύει λοιπόν σαν λυδία λίθος, να δούμε πως η λογοτεχνική και πολιτισμική γεωγραφία της Μεσογείου περνάει από κρίση, συρρικνώνεται, και ανασυγκροτείται μέσα από τις συνοριακές αλλαγές του εικοστού αιώνα.
Το τρίτο κεφάλαιο συγκεντρώνεται στις λογοτεχνίες που βγήκαν από την Ανταλλαγή. Παίρνω σαν αντικείμενο την Ιστορία ενός αιχμαλώτου και το Ateşten Gömlek, δηλαδή ένα ελληνόφωνο και ένα τουρκόφωνο μυθιστόρημα που, και στις δύο περιπτώσεις, έγιναν μεγάλη επιτυχία και έχουν κατοχυρωθεί πλέον μέσα στον κανόνα και διαβάζονται και στα σχολεία. Και τα δύο βιβλία τα χειριζόμαστε κάπως σαν αυτόπτες-μάρτυρες, αφού υπάρχει μέσα τους μια αληθινή φωνή που όντως βίωσε αυτή την ιστορία.
Μέσα από τα αρχεία αυτών των έργων λοιπόν προσπαθώ να ξεθάψω και τις άλλες φωνές που κρύβονται εκεί μέσα, φωνές προφορικών μαρτύρων, επιμελητών, μεταφραστών, τυπογράφων, λογοκριτών, κι άλλων, που οι φωνές τους αλλάζουν ή χάνονται ή ανακυκλώνονται και παραμορφώνονται από έκδοση σε έκδοση του βιβλίου.
Θέλω να καταλάβω αυτό το λογοτεχνικό είδος, τη «μαρτυρία» του αυτόπτη μάρτυρα δηλαδή, που έχει κατοχυρωθεί μέσα στον εθνικό κανόνα, ως κάτι πιο πολυφωνικό που διαπερνάει τα εθνικά σύνορα.
Ένα ban ακόμη
Το τέταρτο κεφάλαιο αναδεικνύει τα ανέκδοτα χειρόγραφα ενός τουρκόφωνου ορθόδοξου πρόσφυγα από την Καππαδοκία. Όπως έγινε και στους ελληνόφωνους μουσουλμάνους που πραγματεύομαι στο πρώτο κεφάλαιο, και στους τουρκόφωνους ορθόδοξους πρόσφυγες έγινε τρομερός αποκλεισμός στην Ελλάδα μετά την Ανταλλαγή, και γενικά στην κοινωνική ζωή αλλά και συγκεκριμένα στον χώρο της λογοτεχνίας και στα ΜΜΕ.
Κι όμως, όπως αποδεικνύω σ’ αυτό το κεφάλαιο, η λογοτεχνία τους επιβίωσε σε χειρόγραφα βιβλία που έγιναν πολύτιμα αντικείμενα για τις κοινότητές τους, που μπορούμε ακόμα και σήμερα να βρούμε και να διαβάζουμε, αν μάθουμε εκ νέου το τι σημαίνει λογοτεχνία.
Οι «νεκρές» γλώσσες ποτέ δεν πεθαίνουν
Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο στρέφει την προσοχή του στην Κύπρο, με το σύγχρονο μυθιστόρημα του Mehmet Yaşın, το Sınırdışı Saatler, που αν δεν κάνω λάθος έχει μεταφραστεί και φέτος στα ελληνικά ως Ώρες Απέλασης. Παρόλο που το βιβλίο γράφτηκε για τουρκόφωνο αναγνωστικό κοινό και εκδόθηκε στην Τουρκία, μεγάλα κομμάτια του βιβλίου είναι γραμμένα στο ελληνικό αλφάβητο.
Παρακολουθεί την περιπέτεια ενός τουρκόφωνου ορθόδοξου πρόσφυγα της Ανταλλαγής που, κατά κάποιον τρόπο, έχει αναστηθεί στον 21 αιώνα και βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε μυθιστόρημα ενός συγγραφέα που λέγεται Mehmet Yaşın. Ο χαρακτήρας απελαύνεται από την Τουρκία και καταλήγει στην Κύπρο, όπου ψάχνει να βρει τον συγγραφέα που τον έχει αναστήσει. Όπου και να πάει όμως, δε βρίσκει πατρίδα του, και όλοι τον κοιτάνε ως ξένο και επικίνδυνο. Προσπαθούν να αναστείλουν τη γλώσσα του, να τη φυλακίσουν μέσα σε στρατόπεδο, να τη φιλτράρουν και να την αφομοιώσουν, αλλά επιμένει αυτός στη «νεκρή» του γλώσσα.
Το μυθιστόρημα μάς εκπαιδεύει να διαβάζουμε αλλιώς, και μας δείχνει ότι ακόμα και σήμερα η λογοτεχνία συνεχίζει και κουβαλάει μέσα της τα εργαλεία να χαρτογραφήσουμε εκ νέου τον κόσμο χωρίς σύνορα.
ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ…
Το καλοκαίρι του 2016 βρέθηκα κάποια στιγμή σε ένα ΚΤΕΛ για Χαλκιδική. Οι συνεπιβάτες μου οι περισσότεροι, και τουρίστες και Έλληνες, πήγαιναν για μπάνιο, με τις ομπρέλες τους, τα μαγιό τους, τα ψυγειάκια τους. Εγώ όμως, ντυμένος με τζιν και χωρίς ομπρέλα, πήγαινα αλλού. Κυνηγούσα κάτι παλαιά βιβλία, γραμμένα στο χέρι, που τα φύλαγε στο σπίτι του ο Γιώργος Καλλινικίδης, ένας πρόσφυγας της Καππαδοκίας.
Το χωριό του, η Ζωγράφου, χτίστηκε από τους πρόσφυγες του Ανταβάλ μετά το ’23 και το ξεριζωμό τους. Πώς τον είχα βρει; Απ’ ό,τι θυμάμαι, δεν είχα το τηλέφωνό του, ούτε τα στοιχεία του έβρισκα πουθενά. Μόνο κάνα δυο φωτογραφίες των βιβλίων που είχε ανεβάσει κάποιος κάπου στο διαδίκτυο.
Ήταν χειρόγραφα μυθιστορήματα, γραμμένα με το χέρι το 1939. Ελληνικά τα γράμματα αλλά τουρκική η γλώσσα – τα λεγόμενα καραμανλίδικα, η γλώσσα των τουρκόφωνων ορθόδοξων χριστιανών που ξεριζώθηκαν κι αυτοί με την Ανταλλαγή. Με το που είδα αυτά τα βιβλία έλεγα μέσα μου, πρέπει πάση θυσία να πάω να τα δω κι από κοντά.
Μετά από δαιδαλώδη έρευνα στο διαδίκτυο, καινούργιες επαφές και ανταλλαγές email και διαμεσολαβήσεις τρίτων (ευχαριστώ, Ελένη!), ήρθα σε επαφή με τον ίδιο τον Γιώργο και κανονίσαμε ραντεβού για το καλοκαίρι που θα ήμουν Ελλάδα. Κάθισα λοιπόν στα αυγά μου όλο αυτό το χειμώνα. Υπέμεινα τα χιόνια και τις θύελλες και το βαθύ σκότος του Michigan.
Πέρασαν οι μήνες, έλιωσαν τα χιόνια, και τώρα να με, επιτέλους, κάθομαι σε ένα κτελ για Νέα Μουδανιά. Φτάνω και κλείνω ένα μικρό δωμάτιο. Αφήνω τα πράγματά μου και βγαίνω στο δρόμο να περιμένω τον γιο του Γιώργου, που θα με πετάξει στο χωριό γυρίζοντας από τα μελίσσια του.
Φτάνω και με περιμένει ο Γιώργος στο μπαλκόνι, μαζί με τη γυναίκα του. Έχουν ήδη στρώσει τραπέζι και με κερνάνε. Καθόμαστε – πόση ώρα, μια, δύο ώρες; – και μιλάμε και μιλάμε. Μου λέει την ιστορία του χωριού, από το ξεριζωμό του Ανταβάλ το ’23 μέχρι και το ετήσιο φεστιβάλ που διοργανώνουν και τώρα, κι όλες τις δυσκολίες που τράβηξαν στο ενδιάμεσο.
Συνταξιούχος πια, μου λέει για τη δουλειά του – αν θυμάμαι καλά, σε σιδηρουργείο – για το πόσο δύσκολη ήταν αλλά και για τη ζωή που είχε καταφέρει να φτιάξει. Μιλήσαμε για την τρελή πορεία της σύγχρονης πολιτικής στην Αμερική (ήταν τότε που ο Trump, η Clinton, και ο Bernie Sanders κάνανε τις προεκλογικές εκστρατείες τους). Αλλά μιλήσαμε και για τα καραμανλίδικα, για τη γλώσσα των προγόνων του, για την πολύτιμη κληρονομιά τους, και για την προσπάθειά του, τώρα πια στη σύνταξή του, να μαζέψει και να φυλάξει ό,τι μπορούσε απ’ αυτήν την κληρονομιά.
Αφού με κέρασαν και δεύτερο γύρο και με τάισαν καλά καλά (γεμιστά αν θυμάμαι καλά), ο Γιώργος μου δάνεισε και τέσσερα πέντε βιβλία να πάρω μαζί μου στο ξενοδοχείο. Με γύρισε πάλι ο γιος του.
Κάθισα, λοιπόν, όλο το απόγευμα και όλη την επόμενη μέρα και διάβαζα, έβγαζα και φωτογραφίες, κρατούσα και σημειώσεις. Ήταν μυθιστορήματα, ήταν μπαλάδες και επική ποίηση και τραγούδια, όλα γραμμένα με το χέρι, σε βιβλία φτιαγμένα και σταχωμένα από τον ίδιο τον ποιητή.
Την μεθεπόμενη μέρα γύρισα και βρήκα τον Γιώργο εκεί που τον είχα αφήσει, στο μπαλκόνι του, να με περιμένει πάλι με χαμόγελο. Πάλι με τάισαν και με πότισαν. Πάλι τα λέγαμε με τις ώρες. Του επέστρεψα τα βιβλία με ευλάβεια και τον ευχαρίστησα χίλιες φορές. Με πήγαν και μέσα στο σαλόνι και μου έδειξαν και βίντεο που είχαν τραβήξει από ταξίδι τους στο Ανταβάλ, στην Καππαδοκία. Την πρώην εκκλησία είδαμε, το παλιό νεκροταφείο που φύλαγε ακόμα τους δικούς τους. Συγκίνηση πολλή. Μετά πήγαμε πάλι στο μπαλκόνι και παρακολουθούσαμε το ηλιοβασίλεμα σιγοπίνοντας ρακή.
Στο τέλος, αφού υποσχεθήκαμε πως θα μείνουμε σε επαφή (πράγμα που λίγο πολύ έχουμε καταφέρει, πιστεύω), με γύρισε πάλι ο γιος του στα Νέα Μουδανιά. Τέτοια φιλοξενία δεν την ξεχνάς εύκολα.