SOOC

ΤΕΜΠΗ: “ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙΓΟΜΑΙ! ΕΧΩ ΕΓΚΛΩΒΙΣΤΕΙ!” – ΤΡΕΙΣ ΝΕΕΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Τρεις άνθρωποι που βρίσκονταν στα βαγόνια του Intercity 62 τη νύχτα της 28ης Φλεβάρη του 2023, πέρασαν αυτή την εβδομάδα το κατώφλι του Δικαστικού Μεγάρου Λάρισας. Το News 24/7 παρουσιάζει όσα κατέθεσαν για πρώτη φορά, δύο χρόνια μετά τη σύγκρουση.

Ο ήχος της σύγκρουσης. Μια λάμψη σαν να ανοιγόκλεισαν προβολείς στιγμιαία. Κλυδωνισμοί αριστερά και δεξιά. Αποσκευές πέφτουν από τα ράφια. Επιβάτες εκσφενδονίζονται όσο το τρένο παίρνει πρώτα μια μικρή κλίση στα δεξιά και τελικά γέρνει στα αριστερά και πέφτει. Τα φώτα σβήνουν και το μόνο φως που υπάρχει στο βαγόνι είναι εκείνο της φωτιάς. Κραυγές. «Βοήθεια καίγομαι!». Μια μητέρα που λίγα λεπτά πριν καθόταν με το νεογέννητο παιδί της σε ένα καλαθάκι φωνάζει: «Που είναι το μωρό μου;». Όλος ο καπνός μπαίνει πλέον στο βαγόνι από τα θρυμματισμένα τζάμια. Το μόνο που φαίνονται πολύ αχνά από την πίσω πλευρά του βαγονιού είναι τα φώτα του δρόμου, δίπλα στις ράγες.

Με αυτές τις εικόνες περιέγραψε στον ανακριτή Λάρισας την περασμένη Δευτέρα, τα όσα συνέβαιναν μέσα στο τρίτο βαγόνι του Intercity 62 λίγα δευτερόλεπτα μετά τη σύγκρουση στα Τέμπη, ένας από τους επιβάτες που πήγαν να καταθέσουν 25 μήνες μετά την τραγωδία.

Στην κατάθεσή του, που είδε το News 24/7, εξηγεί πως ανέβηκε στο τρένο από τον σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα και καθόταν στην θέση 62 του τρίτου βαγονιού, ανάποδα ως προς την φορά της αμαξοστοιχίας. Μετά τη σύγκρουση και την πτώση της αμαξοστοιχίας βρέθηκε στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου «Όπως εκσφενδονίστηκα, ΄προσγειώθηκα στο κάθισμα που βρισκόταν αριστερά μου και κατευθείαν προσπάθησα να πιαστώ στα μπράτσα του καθίσματος για να δω αν μπορώ να σηκωθώ. Έλεγξα αν μπορώ να κινηθώ, να κινήσω χέρια, πόδια και αν μπορούσα να βγω. Η κλίση του βαγονιού ήταν 90 μοιρών, ένα τζάμι θρυμματίστηκε και με χτύπησε. Βοήθησα μια κοπέλα που καθόταν αριστερά μου να σηκωθεί. Ήταν ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση. Ακουγόταν μέσα στο βαγόνι κραυγές και βογκητά. Θυμάμαι ένα παλικάρι από τις μπροστινές θέσεις να λέει “Βοήθεια έχω εγκλωβιστεί”. Φώναζαν “Βοήθεια, δεν μπορώ να σηκωθώ”, “Βοήθεια καίγομαι”. Θυμάμαι μια μητέρα με ένα νεογέννητο σε ένα καλαθάκι, που το έψαχνε και φώναζε “Που είναι το μωρό μου”. Δεν υπήρχε καθόλου φως, το μόνο φως που υπήρχε ήταν της φωτιάς, στα δεξιά της αμαξοστοιχίας».

Ένας άνδρας που βρισκόταν δίπλα του, φώναζε σε όλους να προστατέψουν το στόμα τους ώστε να μην εισπνέουν τον καπνό. «Ανάσα δεν μπορούσαμε να πάρουμε, ένιωθες ένα κάψιμο από τη μύτη μέχρι τον λάρυγγα», περιγράφει στην κατάθεσή του ο επιβάτης του τρένου. «Υπήρχε καπνός, σκόνη. Έβγαλα το κινητό για να βλέπουμε με τον φακό και φώναζα “προχωρήστε να βγούμε”. Όσο έψαχνα την έξοδο βρήκα την τσάντα μου και το μπουφάν μου που έχω μαζί μου και σήμερα».

Λίγα λεπτά μετά ο κόσμος πλέον ξεκινάει να βγαίνει από το βαγόνι. Το ύψος που βρισκόταν ήταν τουλάχιστον 2.5 μέτρα σύμφωνα με τον επιβάτη, οπότε ο ίδιος κρεμάστηκε και έπεσε κάτω. «Εκεί που πέφταμε είχε πέτρες κοφτερές, σίδερα από το τρένο, ρόδες τρένου, κομμάτια τσαλακωμένα». Με το που κατέβηκε άρχισε να κατευθύνεται προς τον δρόμο. Πέρασε μπροστά από το μπλε κοντέινερ της εμπορικής αμαξοστοιχίας και περπατούσε, μαζί με όσους κατάφεραν να βγουν, πάνω στις γραμμές. «Φώναζα “Προσέξτε για ηλεκτροπληξία. Προσέξτε που πατάτε!”. Δύο άνδρες προσπαθούσαν να ρίξουν έναν συρμάτινο φράχτη που υπάρχει δίπλα στις γραμμές για να περάσουμε στον δρόμο».

Υπάλληλοι του αυτοκινητόδρομου που είχαν φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης με ένα βαν, του έδωσαν νερό, καθάρισε το στόμα του και το έδωσε σε κάποιον άλλον για να καθαρίσει ένα τραύμα.  Πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του να της πει πως έγινε εκτροχιασμός και κατάφερε να βγει και στη συνέχεια έδωσε το κινητό του σε μια κοπέλα που δεν μιλούσε ελληνικά για να επικοινωνήσει με τον φίλο της. «Του έστειλε μήνυμα στο Instagram, του είπε ότι είναι καλά και του έδωσε το κινητό μου. Εκείνος με πήρε αργότερα, όταν είδε το μήνυμα και του είπα ότι την είδα και είχε καταφέρει να βγει από το βαγόνι».

“Ο πατέρας μου ρώτησε αν πρέπει να κάνουμε κατάθεση. Του είπαν οχι”

 

Το ΕΚΑΒ έπαιρνε τους πιο βαριά τραυματίες, ενώ η Αστυνομία έδινε εντολές όσοι δεν έχουν σοβαρά τραύματα να ανέβουν σε ένα λεωφορείο που είχε φτάσει για να τους πάει στη Θεσσαλονίκη. Εκείνος αποφάσισε να περιμένει τους γονείς και τον αδερφό του που είχαν ξεκινήσει να έρχονται με το αυτοκίνητο από τη Θεσσαλονίκη. «Τους έστειλα στίγμα του σημείου. Παρατήρησα ότι στα χέρια μου είχα κοψίματα και κομμάτια γυαλιά, τα δύο μου δάχτυλα στο αριστερό μου χέρι ήταν χτυπημένα και δεν μπορούσα να τα κουνήσω. Είχα αίματα στην αριστερή πλευρά του προσώπου μου, σχεδόν στην κορυφή του κεφαλιού μου. Ήμουν χλωμός, άρχισα να ζαλίζομαι δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα, είχα κάψιμο στη μύτη». Έβλεπε τους πυροσβέστες να προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά. «Έκαιγε για αρκετή ώρα, τουλάχιστον μια ώρα. Οι πυροσβέστες έριχναν νερό και η φωτιά δεν έσβηνε. Όση ώρα ήμουν εκεί δεν έσβηνε».

Τελικά, μιάμιση ώρα μετά, ένας αστυνομικός προσφέρθηκε να πάει εκείνον και άλλους επιβάτες στο ΑΤ Τεμπών από όπου τον παρέλαβαν οι γονείς του. «Ο πατέρας μου ρώτησε αν πρέπει να κάνουμε κάποια κατάθεση, κάποια καταγραφή. Του είπαν όχι, δεν ξέρω αν είχαν κάποια τέτοια οδηγία».

Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, έκαναν μια μικρή στάση σε ένα καφέ πάνω στον δρόμο και εκεί διαπίστωσε πως είχε χτύπημα και στο πόδι. Πήγε κατευθείαν στο εφημερεύον νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου «γινόταν πανικός. Αναγκάστηκα και έφυγα και πήγα σε ιδιωτικό θεραπευτήριο στην Καλαμαριά και μου έκαναν πλήρη εξέταση».

Οι μέρες που ακολούθησαν όμως δεν ήταν ευκολότερες. «Για περίπου δύο εβδομάδες είχα ταχυκαρδίες περίπου 100-120 παλμούς. Εφιάλτες, ξυπνούσα αγχωμένος. Μια με δύο εβδομάδες μετά αναγκάστηκα να πάω σε ψυχίατρο. Διέγνωσε οξεία διαταραχή του στρες ως αντίδραση σε τραυματικό συμβάν. Θα σας αποστείλω ηλεκτρονικά τα σχετικά έγγραφα», κατέθεσε.

Μέχρι σήμερα όμως οι εφιάλτες εμφανίζονται, αν και πιο αραιά. Έκανε να μπει σε μέσο μεταφοράς τρεις με τέσσερις μήνες και δυσκολεύτηκε να ταξιδέψει ξανά έστω και με αυτοκίνητο. «Ένιωθα ότι ήμουν συνέχεια σε εγρήγορση, είχα άγχος ότι κάτι θα συμβεί. Σε κάποιο απότομο φρενάρισμα, ακόμη και σήμερα, αμέσως αγχώνομαι και έχω ταχυπαλμίες».

Ο νεαρός επιβάτης σταμάτησε τις σπουδές του και μόλις σήμερα, δύο χρόνια αργότερα προσπαθεί να ολοκληρώσει την πτυχιακή του.

“Σκέφτηκα ότι δεν θα ξαναδώ τον γιο μου”

Στο ίδιο βαγόνι, στη θέση 71 και μια γυναίκα που είχε επιβιβαστεί επίσης από την Αθήνα. Στην κατάθεσή της περιέγραψε πως «Λίγα λεπτά πριν τη σύγκρουση κοιτούσαμε με τον τότε σύντροφό μου φωτογραφίες στο κινητό. Επειδή παλαιότερα εργαζόμουν ως αεροσυνοδός και είχαμε κάνει εκπαιδεύσεις, με το πρώτο απότομο φρενάρισμα πήρα θέση πρόσκρουσης, κατέβασα το κεφάλι και κρατήθηκα να μην τραυματιστώ. Ο σύντροφός μου πετάχτηκε από το κάθισμα. Την ώρα της σύγκρουσης ήμουν σίγουρη ότι κάτι θα έρθει από πίσω και θα με χτυπήσει σοβαρά. Αφού δεν έγινε, άρχισα να φωνάζω για να τον βρω».

Η γυναίκα έβλεπε στο πλάι του βαγονιού τη φωτιά και τους καπνούς και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα καεί ζωντανή και δεν θα ξαναδεί τον γιο της. Αφού πλέον σηκώθηκε ο σύντροφός της προσπάθησαν να βγουν από τη μπροστινή πλευρά του βαγονιού. Έσπασαν δύο παράθυρα και απεγκλωβίστηκαν. «Φώναζα και στους υπόλοιπους να έρθουν από το ίδιο σημείο. Πηδήξαμε κάτω και είχε πέτρες, καλώδια και ακολουθούσαμε τους υπόλοιπους μέχρι που βγήκαμε πάνω στο λοφάκι. Βοηθήσαμε μια μαμά με ένα βρέφος, ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Εγώ θυμάμαι κράτησα το μωρό μέχρι να ανέβει η μαμά και του τραγουδούσα για να σταματήσει να κλαίει».

Όταν ρωτήθηκε από τον ανακριτή να περιγράψει την έκταση της φωτιάς και αν υπήρχε κάποια χαρακτηριστική οσμή, απάντησε: «Θυμάμαι ότι έκανα μπάνιο και τα μαλλιά και τα ρούχα μου ήταν όλα μαύρα. Η μυρωδιά δεν παρέπεμπε σε καμένο πλαστικό ή βενζίνη, γιατί έχω ξαναμυρίσει τέτοιες μυρωδιές. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναμυρίσει παρόμοιο και σίγουρα ήταν ενοχλητικό. Αυτό που είναι εντυπωσιακό, είναι το μέγεθος της φωτιάς».

Τέλος, είπε πως της έκανε εντύπωση ότι στον σταθμό της Θεσσαλονίκης, όπου τους μετέφερε λεωφορείο από το σημείο της σύγκρουσης, δεν τους περίμενε κανείς από τους αρμόδιους φορείς. «Μόνοι μας πήραμε ταξί και πήγαμε στο Διαβαλκανικό για τις εξετάσεις».

“Δέκα λεπτά πριν ήμουν στο κυλικείο”

Στο μπροστινό βαγόνι, το δεύτερο της αμαξοστοιχίας, καθόταν η τρίτη από τους επιβάτες που πέρασαν το κατώφλι του ανακριτή αυτή την εβδομάδα. Μόλις δέκα λεπτά πριν τη σύγκρουση καθόταν σε τραπέζι του κυλικείου που καταστράφηκε ολοσχερώς, αλλά -ευτυχώς για εκείνη- μια υπάλληλος του τρένου της είχε ζητήσει να σηκωθεί γιατί το τραπέζι προοριζόταν μόνο για όσους είχαν πάρει κάτι να φάνε. Έτσι επέστρεψε στη θέση της.

«Την ώρα της σύγκρουσης έβλεπα σπίθες. Η πρώτη αίσθηση ήταν ότι το βαγόνι ανατρέπεται και ένιωθα ο χώρος να μικραίνει και τα σίδερα να συμπιέζονται. Η σκέψη μου ήταν ότι θα πεθάνουμε. Ήμουν σε κουπέ μαζί με άλλα δύο παιδιά. Είχε σκοτάδι, και καπνό, είπα ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω και πίστευα ότι θα πεθάνουμε από ασφυξία γιατί δεν έβλεπα έξοδο διαφυγής. Ο ένας από τους συνεπιβάτες της είδε πως το παράθυρο από πάνω ήταν σπασμένο και με έσπρωξε να βγάλω το κεφάλι μου έξω για να αναπνεύσω».

Βγάζοντας το κεφάλι της έξω, η κοπέλα κοίταξε προς την πλευρά που ήταν τα χωράφια και διαπίστωσε πως το βαγόνι ήταν πολύ ψηλά. «Μου έκανε εντύπωση πόσο ψηλά ήμασταν. Ό,τι έβλεπα ήταν από το φως της φωτιάς. Τα παιδιά είδαν ότι από την κάτω πλευρά είχε άνοιγμα, συρθήκαμε στο κουπέ και βγήκαμε από κάτω. Πηδήξαμε, είχε συντρίμμια, μέταλλα».

Ερωτώμενη από τον ανακριτή, όπως και οι υπόλοιποι επιβάτες, για την φωτιά, η κοπέλα είπε: «Τα μαλλιά μου είχαν γίνει μαύρα. Μύριζε κάτι καμένο με τρόπο χημικό. Δεν έχω ξαναμυρίσει κάτι τέτοιο, μου θυμίζει κάτι κοντά σε βενζίνη, πετρέλαιο».

Αφού περπάτησε διασχίζοντας κάθετα τις γραμμές μαζί με τους συνεπιβάτες της, περίμεναν μέχρι που ήρθε ένα λεωφορείο και τους μετέφερε στον Σταθμό της Θεσσαλονίκης. «Έχω υποστεί εγκαύματα και στα δύο πόδια μου», είπε στον ανακριτή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα