ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙ ΕΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;
Οι Πράσινοι επελαύνουν στην Γερμανία αφήνοντας πίσω Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές. Είναι θέμα χρόνου να δούμε κάτι τέτοιο και εδώ;
Όπως είναι ευρέως γνωστό όταν κάτι «συμβαίνει στην Ευρώπη», κάποια στιγμή ( συνήθως καθυστερημένα) θα έρθει και στην Ελλάδα. Ιδίως αν αφορά κοινωνικές τάσεις ή αλλαγές οικονομικής συμπεριφοράς. Ακόμη και ρεύματα ιδεών που ενίοτε μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική πραγματικότητα. Το πολιτικό στοιχειο που αυτή την περίοδο εντυπωσιάζει στην Ευρώπη είναι η εκρηκτική άνοδος του κόμματος των Πρασίνων στην Γερμανία.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, αν αύριο γίνονταν εκλογές στην χώρα με την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης, το οικολογικό κόμμα θα έρχονταν πρώτο. Με τους χριστιανοδημοκράτες και τους σοσιαλιστές να ακολουθούν και μάλιστα με αξιοσημείωτη διαφορά. Το κόμμα των Πρασίνων με τα ποσοστά που παρουσιάζει στις δημοσκοπήσεις θα σχημάτιζε κυβέρνηση ώς ο κυριότερος εταίρος.
Πρόκειται για ένα κόμμα που κινείται -σε γενικές γραμμές- στον χώρο του πολιτικού κέντρου. Οι θέσεις του καθορίζονται με βασικό κριτήριο τις απαιτήσεις του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Κεντρικό πρόσωπο συμπρόεδρός του, Αναλένα Μπέρμποκ. Θεωρείται μία νέα πολιτικός (έχει γεννηθεί το 1980) με εξαιρετικά μεγάλη δημοφιλία και διεισδυτικότητα σε πολλούς πολιτικούς χώρους.
Αυτόματα,λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα του αν παρόμοιες τάσεις θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό.
Το ερώτημα του αν ένα «πράσινο» κόμμα θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στην εγχώρια πολιτική σκηνή, είναι προφανώς υποθετικό. Στην τρέχουσα περίοδο δεν υφίσταται ένας αυτόνομος οικολογικός σχηματισμός, με στοιχεία πολιτικού κόμματος, που να έχει αξιόλογη απήχηση στην ελληνική κοινωνία.
Επίσης είναι απορία μάλλον «μελλοντολογικού» χαρακτήρα. Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις η ελληνική πολιτική σκηνή τείνει σταδιακά να εγκαταλείψει την πολυδιάσπαση στη οποία περιδινήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η ροπή της φαίνεται πως είναι να επιστρέψει σε μία διπολική/ δικομματική φόρμα.
Για τον λόγο αυτό η αναζήτηση πιθανών απαντήσεων στο συγκεκριμένο ερώτημα φαίνεται να «περνάει» από τον τρόπο που τα δύο μεγαλύτερα κόμματα καλύπτουν την οικολογική διάσταση σήμερα. Αν δηλαδή μπορούν σήμερα και θα συνεχίσουν στο μέλλον να ενσωματώνουν τις οικολογικές ανησυχίες του εκλογικού σώματος.
Είναι εμφανές πως τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζουν το ότι το οικολογικό ζήτημα είναι πλέον κομβικό στην διαμόρφωση πολιτικών θέσεων, ιδίως όταν αυτές αποτελούν προτάσεις διακυβέρνησης. Ας μην ξεχνάμε ότι η αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αποτελεί εδώ και καιρό -με τον πιο επίσημο τρόπο- κριτήριο χάραξης πολιτικής για το σύνολο των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η «πράσινη» Ν.Δ
Η Νέα Δημοκρατία και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το πρώτο διάστημα της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας θέλησαν να δώσουν «οικολογικό» στίγμα. Αιχμή του δόρατος των κυβερνητικών προσπαθειών ήταν η προώθηση της ηλεκτροκίνησης αλλά και η απολιγνιτοποίηση της χώρας. Δύο στοιχεία που η κυβέρνηση προσπάθησε να αναδείξει με συμβολικούς τρόπους.
Χαρακτηριστική ήταν η διακήρυξη του Κυριάκου Μητσοτάκη τον Ιούνιο του 2020 σε ειδική εκδήλωση στο Γκάζι σύμφωνα με την οποία επιθυμεί το 1/3 του στόλου των αυτοκινήτων να είναι ηλεκτροκίνητα. Μάλιστα στην εν λόγω εκδήλωση είχε ανακοινώσει γεναίο πρόγραμμα ενίσχυσης λέγοντας πως «επιδοτούμε σε πρώτη φάση με 100 εκατ. ευρώ και για 18 μήνες την αγορά αυτοκινήτων νέου τύπου. Υπολογίζεται έτσι θα καλυφθεί το 25% του κόστους για περίπου 14.000 νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και το όφελος ανά μονάδα αν συνδυαστεί με το οικολογικό μπόνους και με τις σχετικές φοροαπαλλαγές θα προσεγγίζει τις 10.000 ευρώ. Κάτι που θα κάνει τη ηλεκτροκίνηση, τα νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα πιο προσιτά στο μέσο εισόδημα».
Παράλληλα η κυβέρνηση δηλώνει πλέον ότι θα προωθήσει την απολιγνιτοποίηση της χώρα πιο γρήγορα από τις προβλεπόμενες προθεσμίες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αναφερθεί εκτενώς σε αυτό το θέμα όταν είχε μετάσχει – τον Δεκέμβριο του 2019 – στην διεθνή διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή. Στο μήνυμά του είχε επισημάνει πως « «η απεξάρτηση των οικονομιών μας από τον άνθρακα απαιτεί την καθολική αναδιάρθρωσή τους. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη πρόκληση αλλά και για μοναδική ευκαιρία. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι επίσης το πιο σύνθετο πρόβλημα συλλογικής δράσης που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η παγκόσμια κοινότητά μας. Η αλλαγή που θα προέλθει μόνο από τους ανθρώπους που είναι περισσότερο συνειδητοποιημένοι δεν θα είναι αρκετή. Αυτό που επίσης χρειάζεται είναι να υπάρξει αλλαγή στις ζωές αυτών που δεν νοιάζονται ακόμη ιδιαίτερα για το πρόβλημα».
Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι η Νέα Δημοκρατία ήρθε σε «κάθετη» αντιπαράθεση με τις περισσότερες οικολογικές οργανώσεις στην Ελλάδα όταν τον Μάιο του 2020 προώθησε για ψήφιση στην Βουλή το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο που εισηγήθηκε ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος Κωστής Χατζηδάκης.
Μεταξύ άλλων το νομοθέτημα άλλαζε τα δεδομένα για την προστασία των περιοχών Natura και ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της αντιπαράθεσης. Παράλληλα άλλαξε την διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες δίνοντας την δυνατότητα για την αξιοποίηση ιδιωτών αξιολογητών. Ρύθμιση που επίσης προκάλεσε αντιδράσεις από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η οικολογία
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα αντιπαρατίθεται με την κυβέρνηση κατηγορώντας την για αντιπεριβαλλοντική πολιτική. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιδιώκει – όπως δηλώνει- να έχει δομικη σχέση με τα κινήματα της οικολογίας. Αν και αυτοί οι δεσμοί έχουν δοκιμαστεί κατά την διάρκεια των 4 ετών της διακυβέρνησής του. Πάντως η στενή σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τον χώρο της Οικολογίας ενισχύθηκε αποφασιστικά τη περίοδο που ανέρχονταν πολιτικά, δηλαδή τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Σε πολιτικό επίπεδο η επίσημη συνεργασία με τον μεγαλύτερο πολιτικό φορέα του χώρου, τους Οικολόγους Πράσινους οριστικοποιήθηκε το 2015. Η σύμπραξη αυτή πραγματοποιήθηκε υπό το πρίσμα των ευρύτερων πολιτικών αλλαγών που είχαν διαφανεί τα προηγούμενα χρόνια με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι το 2009 είχαν καταφέρει με 173.589 ψήφους και ποσοστό 3,49% να εκλέξουν έναν ευρωβουλευτή και να εισέλθουν δυναμικά στον «πολιτικό χάρτη». Στις πρώτες εκλογές του 2012 «φλέρταραν» με την είσοδο τους στην Βουλή λαμβάνοντας 2,93% ποσοστό που αντιστοιχούσε σε 185.366 ψήφους, στις δεύτερες εκλογές της ίδιας χρονιάς όμως το ποσοστό τους έπεσε στο 0,88%. Δείγμα ότι πλέον τα ζητούμενα του εκλογικού σώματος ήταν σε διαφορετικές πλέον κατευθύνσεις και κριτήριο για τις επιλογές του αποτελούσε η οικονομική κρίση.
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 οι Οικολόγοι Πράσινοι εκπροσωπήθηκαν στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Γιάννη Τσιρώνη στην θέση του αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 εξέλεξαν δυο βουλευτές (Γιώργο Δημαρά και Γιάννη Τσιρώνη) που αμφότεροι υπουργοποιήθηκαν. Ουσιαστικά οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε την προηγούμενη περίοδο ένα σημαντικό μέρος της οικολογικής ψήφου.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης η ειδική σχέση που φαίνεται να διαμορφώνει ο ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα των Πρασίνων της Γερμανίας, που σήμερα βρίσκεται σε ιδιαίτερα ανοδική πορεία.
Σε ανύποπτο χρόνο, στα τέλη Μαρτίου του 2020 ο Αλέξης Τσίπρας είχε τηλεδιάσκεψη με την Αναλένα Μπερμποκ. Σύμφωνα με την ανακοίνωση που είχε τότε εκδόσει ο ΣΥΡΙΖΑ οι δυό πλευρές «συμφώνησαν ότι παρότι ανήκουν σε διαφορετικές πολιτικές οικογένειες, είναι σημαντική η αναβάθμιση του διαλόγου των δύο κομμάτων με σκοπό την στήριξη προοδευτικών λύσεων στις κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη». Παράλληλα «συζήτησαν για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και τη δίκαιη μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη, για τις πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με το προσφυγικό και την στήριξη της Ελλάδας, για τις περιφερειακές εξελίξεις, καθώς και για τη σημασία που έχει να υπάρξει απάντηση στις πολιτικές Όρμπαν αναστολής δημοκρατικών δικαιωμάτων, με αφορμή την πανδημία». Ο Αλέξης Τσίπρας είχε συναντηθεί με την Αναλένα Μπερμποκ και στις 16 Φεβρουαρίου του 2019 στο Μόναχο.
Η παράμετρος «οικονομία»
Ανεξαρτήτως όμως από το αν η ελληνική πολιτική σκηνή θα αναζητήσει περισσότερους διαύλους προς την οικολογία, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, είναι κυρίαρχο στους προβληματισμούς των παραγόντων της οικονομίας. Έτσι η σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, με την δεύτερη να έχει σαφώς καθοριστικό ρόλο, αναμένεται να είναι καταλυτική για τις εξελίξεις.
Για το θέμα αυτό είχε γίνει μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση τον Σεπτέμβριο του 2019 στην Επιτροπή Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής. Παρότι δεν τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, αφορούσε το πώς η κλιματική αλλαγή επηρρεάζει και διαμορφώνει πολιτικο-οικονομικές προτεραιότητες.
Μεταξύ άλλων είχε μίλήσει ο ο καθηγητής του ΑΠΘ Χρήστος Ζερεφός αναφερόμενος στο σημαντικο οικονομικό διακύβευμα της κλιματικής αλλαγής. Όπως είχε αναφέρει «το κόστος, αν δεν κάνουμε τίποτα, της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής ανέρχεται σε 700 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του αιώνα συσσωρευτικά, δηλαδή, αν δεν κάνουμε τίποτα έχουμε ένα χρέος, προσθέτουμε άλλα δύο χρέη. Το εξωτερικό χρέος μας, όπως ξέρετε είναι περίπου 350 δις, επομένως, φθάνουμε να το τριπλασιάσουμε».
Μάλιστα ο Χρήστος Ζερεφός είχε επισημάνει ότι υφίσταται «Επιτροπή Μελέτης της Κλιματικής Αλλαγής στην Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι πραγματικά μια πολύ μεγάλη προσπάθεια η οποία έφερε στο ίδιο τραπέζι οικονομολόγους, οικολόγους, φυσικούς, γεωγράφους, γεωλόγους, ωκεανογράφους, όλες τις ειδικότητες που άπτονται του περιβάλλοντος και συμφωνήσαμε όλοι, να συντάξουμε μια έκθεση την οποία θα χρησιμοποιήσει η χώρα μας για να βγει ή να βοηθηθεί να βγει από τα οικονομικά αδιέξοδα τα οποία έχουμε περιέλθει».
Πράσινο πολιτικό μέλλον;
Όλα συγκλίνουν στο ότι ο παράγοντας της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής θα είναι καθοριστικός για τις πολιτικές εξελίξεις τα επόμενα χρόνια.
Οι υπερεθνικοί θεσμοί, μεταξύ αυτών και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα τους. Στον χώρο της οικονομίας σημαντικά «think tanks», όπως και ο επιχειρηματικός κόσμος έχουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους αυτό που αποκαλείται «πράσινη οικονομία».
Επίσης η κλιματική αλλαγή από «θεωρητικό ζήτημα» μοιάζει να γίνεται τμήμα της καθημερινότητας του πολίτη. Αυτό αποδεικνύουν τα έντονα καιρικά φαινόμενα , όπως η σχετικά πρόσφατη κακοκαιρία «Μήδεια», απότοκο της κλιματικής αλλαγής. Άκόμη και η πανδημία του Covid 19 σε σημαντικό βαθμό σχετίζεται με τις σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον.
Δεν μένει λοιπόν παρά να δούμε πως θα επιδράσουν όλα αυτά στην πολιτική σκηνή. Αν – δηλαδή- το μέλλον μας επιφυλάσσει «πράσινα κόμματα» ή αν θα «πρασινίσουν» ακόμη περισσότερο τα ήδη υφιστάμενα.