ΘΑΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ, ΕΝΑΣ “ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΣΚΥΛΑΔΙΚΩΝ” ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ
Από τον συντηρητικό Μαρίνο στην Επίδαυρο της αθηναϊκής νύχτας και τους κανόνες του κονσομασιόν στα σκυλάδικα, μέχρι την εκρηκτική του εκπομπή στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ με τη Μαλβίνα Κάραλη και τα άγνωστα παρασκήνια από την ταινία “Αυτή η Νύχτα Μένει”, ο Θάνος Αλεξανδρής μάς μιλά για όλα.
«Καλά εσύ, άμα τη εμφανίσει στα σκυλάδικα, θα σου έγραφαν πολυκατοικία. Δε θα άφηνες απλά πτώματα, μέχρι κι η γιαγιά σου θα είχε σουξέ. Αν απλώς σε πήγαινα – ούτε για κονσομασιόν ούτε για τίποτα – θα σου λέγανε να πεις δύο-τρία τραγούδια και θα είχες 15 προκαταβολές στο χέρι».
Θα προβλέψω πως, εκ των πραγμάτων, τέτοιου τύπου κοπλιμέντο δε θα μου κάνει – και ούτε μπορεί να μου κάνει – κανείς άλλος. Μόνο ο Θάνος Αλεξανδρής.
Από τη Νέα Αρτάκη στη Νομική Αθηνών, από τη Νομική στον Κουν, και από τον Κουν στη Μέδουσα του Μαρίνου, ο Θάνος Αλεξανδρής θα γινόταν τελικά ο ιεράρχης των σκυλάδικων και θα φορούσε αυτά του τα διακριτικά με αγάπη. Έπειτα θα ακολουθούσαν οι συνεργασίες με τη Μαλβίνα Κάραλη στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον έντυπο Τύπο, τα βιβλία του “Αυτή η Νύχτα Μένει” και “Η Μπαρή Σεβντάβα”, η σόλο του εκπομπή “Καρακορτάδα”, και η αρθρογραφία του που επανέρχεται εμπλουτισμένη στο νέο του βιβλίο “Του Οσίου Αλμοδοβάρ Ανήμερα” από τις εκδόσεις Κάκτος. Εκτός από τον Μαρίνο και τη Μαλβίνα, από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν μεταξύ άλλων προσωπικότητες όπως η Μπέμπα Μπλανς, η Ταϋγέτη Μπασούρη, η Πάολα Ρεβενιώτη και η Παλόμα – όλες τους περιθωριοποιημένες αλλά ιδωμένες με λατρεία μέσα από τα μάτια του συγγραφέα.
Ο Θάνος Αλεξανδρής κατέβασε για χάρη μου το Zoom και, κάποια στιγμή μέσα στη μιάμιση ώρα που μιλούσαμε, περνούσε τόσο καλά που έβαλε να πιει ένα ποτήρι ουίσκι. Όπως μου είπε, είχε χρόνια.
Διαβάζοντας το “Του Οσίου Αλμοδοβάρ Ανήμερα” ένιωσα πως έχεις μεγάλη αδυναμία στη μητέρα σου.
Όχι απλά αδυναμία. Η απώλειά της μού έχει γκρεμίσει όλο μου το είναι. Πλέον δε μου δίνει τίποτα χαρά. Να σκεφτείς ότι εγώ πάνω στη μεγάλη μου επιτυχία τότε με την ταινία “Αυτή η Νύχτα Μένει”, παθαίνει Αλτσχάιμερ ο πατέρας μου, εγκαταλείπω τα πάντα και μετά από λίγο αρρωσταίνει η μητέρα μου. Δεν ήθελε να μπει σπίτι ξένος, ήθελε εμένα. Τα παράτησα όλα και έμεινα 14 χρόνια μαζί της, μέχρι το 2014 που την έχασα. Ακολούθησε μία μεγάλη περίοδος κατάθλιψης. Δεν το έχω ξεπεράσει. Απλά μου φαίνονται όλα σαν παιχνίδια για να παίζω και να περνάει η ώρα μου. Όλα είναι συμπαθητικά πλέον. Τη χαρά ήθελα να τη μοιράζομαι με τη μάνα μου. Βέβαια έχω έναν αδερφό υπέροχο που με λατρεύει και την οικογένειά του, έχω ανίψια, έχω δύο νύφες, αλλά η μάνα είναι μάνα. Δε μπορώ ακόμη να δω νοσοκομείο, δε μπορώ να δω αρρώστους, δε μπορώ να δω γέροντες γιατί κλαίω. Έχω γίνει πολύ ευαίσθητος.
Γράφεις στο βιβλίο ότι μέχρι τα 18 δεν έβγαινες από το σπίτι σου. Ήταν αυστηρό η οικογένειά σου ή ήσουν πολύ εσωστρεφής;
Ήταν αυστηρό, ήταν μικροαστικό, με δύο υπέροχους γονείς και δύο υπέροχα αδέρφια, αλλά πιστεύω ότι ήμουν ένα παράξενο παιδί. Χωρίς να έχω έναυσμα από κάπου – το περιβάλλον ήταν φυσιολογικό, ο πατέρας μου ψαράς, η μητέρα μου νοικοκυρά – ένιωθα πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους. Πολύ μικρός έπαιρνα ποιήματα του Γεώργιου Δροσίνη και του Βιζυηνού και τα μελοποιούσα χωρίς να ξέρω κάποιο μουσικό όργανο. Μικρό παιδί τώρα, στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Επίσης έβρισκα την απόλυτη ηρεμία και ευτυχία στην εκκλησία. Ένιωθα συγκίνηση να ακούω ύμνους, να ψέλνω, να είμαι παπαδάκι, να νηστεύω. Να νηστεύω με ζήλο όμως, έτσι; Ήμουν 13 χρονών και με έλεγαν “δέσποτα” οι γριούλες. Έλεγα ότι θα αγιάσω! Όχι από έπαρση ή ναρκισσισμό. Απλώς είχα συνέχεια το νου μου στο καλό, δεν ένιωθα κακία. Δεν ειχα πάει ποτέ μου σε καφετέριες. Ενώ απέχει 1 ώρα η Χαλκίδα από την Αθήνα, για πρώτη φορά πήγα στην Αθήνα όταν πέρασα στη Νομική. Δεν είχα ποτέ φίλους. Δεν ήξερα τι είναι οι φίλοι. Τους έκανα αργότερα. Και στις μπουάτ μόνος μου πήγαινα, και στις ταβέρνες, και στο σινεμά. Ακόμα μου αρέσει να τρώω μόνος μου.
Ήμουν 13 χρονών και με έλεγαν “δέσποτα” οι γριούλες. Έλεγα ότι θα αγιάσω! Όχι από έπαρση ή ναρκισσισμό. Απλώς είχα συνέχεια το νου μου στο καλό, δεν ένιωθα κακία.
Και τελικά ποιοι ήταν οι πρώτοι σου φίλοι;
Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν ήταν ο ηθοποιός ο Γιώργος Σπανόπουλος. Αργότερα στη Μέδουσα όταν με πήρε ο Μαρίνος ήταν ο συγγραφέας ο Παναγιώτης ο Μέντης, ο Περικλής Ματαράγκας και τα υπόλοιπα παιδιά του Μαρίνου. Πολλές φιλίες άρχισα να αποκτώ στα μπουζούκια. Μετά που απελευθερώθηκα κι έγινα πολύ επικοινωνιακός. Ήρθα στην Αθήνα, μπήκα στη σχολή του Κουν και αντί να θέλω να γνωρίσω την Αλίκη που ήταν είδωλο και την Τζένη Καρέζη, είχα τρέλα να γνωρίσω τη Λούλα Αναγνωστάκη, τη θεατρική συγγραφέα. Πήρα μόνος μου τηλέφωνο την εταιρεία των συγγραφέων και ζήτησα το τηλέφωνό της, ενώ είμαι ένας άνθρωπος που και λεφτά να μου χρωστάς, ντρέπομαι να σε πάρω να σου τα ζητήσω.
Ήμουν επηρεασμένος από τη σχολή του Κουν. Μου είχαν δώσει ένα ρόλο στο έργο της “Η Πόλις” – ήταν μία γυναίκα, ο Κίμων ο ζεν πρεμιέ, και ο φωτογράφος που ήταν μία καρικατούρα. Τον ρόλο αυτό στην σχολή τον είχε κάνει ο Θύμιος Καρακατσάνης σκέψου. Επειδή με προόριζαν για το στιλ του Καρακατσάνη λοιπόν, μου είχαν δώσει τον ρόλο του φωτογράφου. Την παίρνω τηλέφωνο, της λέω συγνώμη κυρία Αναγνωστάκη, να ‘ρθώ σπίτι σας να παίξω τον ρόλο; Δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη, ότι θα με προωθήσει και θα με βοηθήσει ας πούμε, ήθελα απλά να παίξω και να εξαφανιστώ. Πάω και μόλις με βλέπει μου λέει “εσύ είσαι για τον Κίμωνα”. Όχι της λέω, εγώ είμαι ο φωτογράφος. Παίζω, ενθουσιάζεται, μου λέει “είσαι πολύ καλός στον ρόλο”, φεύγω και εξαφανίζομαι από τη ζωή της. Όταν μετά από χρόνια το είπα στη Μαλβίνα δε με πίστευε.
Μετά ήθελα να γνωρίσω τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Πάμε 15 άτομα εκεί που τραγουδούσε. Είχε ψιλοχάσει τη φωνή της τότε η Φλέρυ. Άκουγες μία άχνα μόνο αλλά εγώ να κλαίω απ’ τη συγκίνηση. Εκείνο το βράδυ λέγανε ότι δεν είχε πού να κοιμηθεί. Εγώ τρελαμένος έλεγα να την πάρω μαζί και μου λέει ο πιανίστας “Μην το τολμήσεις! Όταν την είχα πάρει σπίτι βρέθηκαν όλα μου τα έπιπλα έξω”. Έτσι έχασα την ευκαιρία να συμβιώσω έστω και ένα βράδυ με τη Φλέρυ.
Στο μεταξύ πριν δώσω εξετάσεις στον Κουν, είχα δώσει στο Εθνικό. Τότε υπήρχε ένα άλλο στιλ πρόσληψης μαθητών. Από 500 άτομα που μπορεί να έδιναν, έπαιρναν π.χ. πενήντα που τους είχαν μία εβδομάδα σε διδασκαλία και μετά διάλεγαν τους δεκαπέντε. Με επιλέγουν την πρώτη εβδομάδα, λέω τον Μεγάλο Ερωτικό του Χατζηδάκι και ενθουσιάζεται ένας μέγιστος μουσουργός, ο Στέφανος Βασιλειάδης, και με καλεί σπίτι του για να μου διδάξει το συγκεκριμένο τραγούδι. Τα λέω όλα αυτά για να σου πω ότι βρέθηκα ξαφνικά σε μία ομάδα πολύ σημαντικών ανθρώπων.
Εκείνη την περίοδο ένιωσες να την ψωνίζεις καθόλου;
Ποτέ. Έχω νιώσει το σουξέ φίλων να μεταλλάσσεται σε κακία και έπαρση. Εγώ ίσα-ίσα, ένιωθα μίζερος στις αποτυχίες. Στις μεγάλες επιτυχίες μού έβγαινε γλυκύτητα και ήμουν πολύ καλύτερος άνθρωπος. Πάντα παραξενευόμουν με το αντίθετο. Έλεγα αφού έχεις επιτυχία γιατί να γίνεσαι χείριστος άνθρωπος; Ένιωσα την επιτυχία χωρίς την έπαρση στη Μέδουσα, όταν κάναμε το λαϊκό πάλκο. Ήμασταν ντυμένοι μπουζουξούδες. Ήταν ένα θρυλικό νούμερο αυτό, μετά το πήραν 500 άνθρωποι. Λέγαμε τα “Bye, bye my darling”, “Εγώ χτυπώ την πόρτα σου” και άλλα. Εκείνες ήταν οι σημαντικότερες στιγμές της ζωής μου. Γι’ αυτό έλεγα πάντα ότι δούλεψα στην Επίδαυρο. Η Μέδουσα ήταν η Επίδαυρος της αθηναϊκής νύχτας.
Στο βιβλίο ονομάζεις τον Μαρίνο “ουσιαστικά συντηρητικό”.
Τον θεωρώ συντηρητικό και από ενδυματολογικής άποψης, αλλά είχε και μία περίεργη ηθική στα ερωτικά του. Ήταν πολύ προσεκτικός. Φοβόταν να μη δώσει δικαιώματα. Ακούει ο άλλος Μαρίνος και νομίζει ότι ήταν εξώλης και προώλης. Δεν ήταν καθόλου έτσι, ήταν του δεσμού, της μίας σχέσης που θα κρατούσε χρόνια. Ενώ ήταν τόσο ανοιχτόμυαλος και αφηνόταν ψυχή τε και σώματι πάνω στην πίστα, στην ιδιωτική του ζωή ήταν πολύ σοβαρός.
Γράφεις επίσης ότι οι διανοούμενοι ανακαλύπτουν οτιδήποτε αυθεντικό, το βαφτίζουν καλτ και κλέβουν το σουξέ του. Πότε και πώς τους απομυθοποίησες;
Μετά τον Μαρίνο ακολούθησε ένα βραβείο στο “Να η Ευκαιρία”, μετά είχα πρόταση να παίξω στον “Άγγελο” του Κατακουζηνού, έπαιξα έπειτα πρώτο ρόλο στους “Νεκρικούς Διαλόγους” του Λουκιανού στον Λυκαβηττό σε μουσική Πλέσσα, έπαιξα Αισχύλο, και ξαφνικά τα αφήνω όλα και αρχίζω τα μπουζούκια. Οι διανοούμενοι φίλοι μου νόμιζαν τότε ότι τα μπουζούκια ήταν ένας χώρος όπου μαζεύονταν ημιμαθείς, παρακρατικοί, δολοφόνοι και άτομα τελευταίας σοδειάς. Στην αρχή μου έλεγαν “τρελάθηκες”; Οι ίδιοι άνθρωποι όμως αργότερα – και αυτοί κι οι περισσότεροι – ανακάλυψαν τη γοητεία και το ταλέντο των ανθρώπων που γράφανε τα σουξέ. Του Ψυχογιού και άλλων. Θέλησαν να αρπάξουν αυτό το σουξέ.
Οι διανοούμενοι φίλοι μου νόμιζαν τότε ότι τα μπουζούκια ήταν ένας χώρος όπου μαζεύονταν ημιμαθείς, παρακρατικοί, δολοφόνοι και άτομα τελευταίας σοδειάς. Στην αρχή μου έλεγαν “τρελάθηκες”;
Εγώ μέχρι τότε είχα μεγάλη ιδέα για αυτούς, έλεγα οι άνθρωποι αυτοί είναι υπερβατικοί, είναι ποιητές. Όταν όμως σταματάω από τα μπουζούκια και η Μαλβίνα που την ήξερα από 14 ετών με παίρνει μαζί της για συνεργάτη κι αρχίζει μία παράλληλη διαδρομή μαζί της – τηλεόραση, ραδιόφωνο, περιοδικά – άρχισα να έρχομαι σε επαφή μαζί τους. Οι περισσότεροι ήταν απογοήτευση. Θυμάμαι έναν διανοούμενο που είχα καημό να τον συναντήσω από φοιτητής. Τον θεωρούσα πολύ σημαντικό. Με κέρασε έναν φραπέ μία φορά και με ρωτάει για να μου βάλει ζάχαρη. Ναι, του λέω. Μία κουταλιά; Όχι, του λέω, τέσσερις. Μα τέσσερις κουταλιές ζάχαρη; Μου είπε ότι ενδιαφέρεται για την υγεία μου και ότι θα πάθω ζάχαρο. Όταν το ‘πα σε φίλο, μου είπε ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος τσιγκούνης. Εμένα η μάνα μου αν δεν έτρωγες πέντε πιάτα θεωρούσε ότι την προσβάλλεις. Ένας άνθρωπος που σκέφτεται τη ζάχαρη δε μου κάνει απλά μίζερο, μου κάνει χυδαίο. Οι πιο πολλοί από αυτούς είχαν όνειρο να γίνουν Βίσση, Βανδή και Ρουβάς, να έχουν σουξέ και βίλες, τα λέγαμε συνέχεια αυτά με τη Μαλβίνα. Όλα τα άλλα ήταν άλλοθι. Όλα ντεμέκ.
Να σου πω την αλήθεια όμως, ποτέ δεν ενδιέφερε το κοινό ή τους καλλιτέχνες εάν δεν τους αποδέχονταν οι διανοούμενοι. Όταν εγώ ζούσα τη μαγεία των σκυλάδικων, τη χαρά και το γλέντι, αυτό το ξέφρενο πανηγύρι των αισθήσεων, δε σε ένοιαζαν αυτοί. Έλεγαν κάποιοι ότι οι πελάτες έτρωγαν τις γεωργικές επιδοτήσεις στα μπουζούκια. Και όντως. Καλά έκαναν στο κάτω-κάτω! Δεν πειράζει μία φορά ο εργαζόμενος να φάει την υπεραξία. Γιατί να του την τρώνε οι άλλοι; Τις επιδοτήσεις που τρώνε οι πολιτικοί, τα δισεκατομμύρια, είναι καλύτερα;
Είχε τύχει ποτέ να φοβηθείς για την ασφάλειά σου; Τη δική σου ή των κοριτσιών;
Εννοείται. Δεν είναι λογοτεχνία το σκυλάδικο. Η Μαλβίνα μού είχε ζητήσει πολλές φορές να έρθει να δουλέψει μαζί μου. Της έλεγα, είσαι τρελή μωρή;
Έχω βγει με ένα σουξέ της Παπαδοπούλου, το “θα γίνει χαμός, θα γίνει χαμός, θα κλάψουν μανούλες απόψε” – τραγική ειρωνεία! – και είναι δύο τραπέζια που έχουν μαλώσει γιατί ήθελαν την ίδια τραγουδίστρια. Αλλά το γκαρσόνι δε μπορεί να την κόψει στα δύο. Οπότε έχει πάει στο ένα, έχει θυμώσει το άλλο, και αρχίζουν να πετάνε τραπέζια. Ο ένας θυμάμαι είχε βγάλει και μαχαίρι. Εγώ τρομοκρατημένος, οι κοπέλες δίπλα ημίγυμνες με τα κορμάκια, να θέλουμε να φύγουμε. Μου λέει ο σερβιτόρος μείνε εδώ και τραγούδα.
Μία άλλη φορά που είχα φοβηθεί ήταν το Λάσυ Καστοριάς – όνομα, ε; – ένα άγριο σκυλάδικο αυτό, όπου ανακαλύψαμε ένα σύστημα ηχογράφησης. Είχαν ένα κρυμμένο κασετόφωνο και καταλάβαμε ότι ηχογραφούσαν τι λέγαμε. Εμείς λέγαμε διάφορα, θάβαμε το αφεντικό και τους σερβιτόρους. Παθαίνω πλάκα με αυτό, καταλαβαίνω ότι ήταν επικίνδυνο πράγμα. Και δεν ήταν εύκολο να πεις ότι φεύγεις τότε. Έπρεπε να πάρεις κρυφά τα ρούχα γιατί θα τα κρατούσαν. Τα στοιβάζουμε στις τσάντες των κοριτσιών, πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο και πληρώνουμε, και μπαίνουμε σε ταξί. Καταλαβαίνουν αυτοί ότι φεύγουμε γιατί τα ξενοδοχεία ήταν πάντα σε στενή συνεργασία με τα αφεντικά, και θυμάμαι τέσσερα αυτοκίνητα, κατασκότεινα στη μέση του δρόμου, να μας ακινητοποιούν. Λέω θεέ μου, θα σφαχτούμε. Εκεί έτρεμα. Είχα και την ευθύνη των κοριτσιών. Μας απείλησαν άγρια αλλά εγώ υποδύθηκα το καλό παιδί και τους ζήτησα χίλια συγνώμη. Μας άφησαν να φύγουμε.
Γράφεις και για τους κανόνες του κονσομασιόν.
Τους καταλαβαίνεις από την πρώτη μέρα. Στο μαθαίνουν οι παλιές οι τραγουδίστριες ή θα σου πει το αφεντικό ότι – επειδή πάντα το μεγάλο σουξέ το είχαν οι χορεύτριες ως πιο νέες και όμορφες – δε θα κάτσετε όπου θέλετε με τα μπαλέτα. Θα περιμένετε τον σερβιτόρο, γιατί εκείνος ξέρει ποιοι είναι οι πελάτες με τα χοντρά λεφτά και εκεί θα πάει η καλύτερη κοπέλα. Ή απαγορευόταν να πηγαίνεις σε νεαρούς γιατί οι νεαροί είχαν λεφτά για ένα ποτό. Απαγορευόταν να σηκωθείς να φύγεις. Ακόμα και να έπρεπε να βγεις στο πρόγραμμα, σου έλεγαν δεν πειράζει να μη βγεις για ένα βράδυ. Όταν ο άλλος έχει πάρει την επιδότηση και έχει φέρει τη σακούλα των σκουπιδιών που έχει ένα εκατομμύριο δραχμές μέσα – τότε με ένα εκατομμύριο έπαιρνες δυάρι και τριάρι – δε θα σηκωθείς μέχρι να του τα φάμε όλα. Κι η άλλη η κακομοίρα περίμενε μέχρι να κλείσει το μαγαζί.
Ή έπρεπε να τελειώσει το μπουκάλι. Οι πιο πολλές έλεγαν ότι δεν ήθελαν ουίσκι αλλά σαμπάνια. Κάποιοι δεν το έτρωγαν το παραμύθι γιατί η σαμπάνια ήταν πανάκριβη, οπότε ζητούσαν μπουκάλι και έλεγες ότι θα ήθελες, αν είναι δυνατόν, να είναι σπέσιαλ. Πώς αδειάζει όμως το μπουκάλι; Δεν πρέπει να πίνει η κοπέλα γιατί χάνει τον έλεγχο και γίνεται εύκολη λεία του πελάτη, οπότε τι κάνουμε; Φωνάζουμε τον Θάνο τον Αλεξανδρή. “Έλα Θάνο να σου γνωρίσουμε ένα φίλο”. “Ε, ας πιω κι εγώ ένα”, θα έλεγα εγώ. Ε, μετά θα κερνούσαμε τους μουσικούς και τον σερβιτόρο. Πάει το πρώτο μπουκάλι και πάμε στο δεύτερο. Πώς φεύγει το δεύτερο; Το χύνουμε κάτω. Στο βιβλίο γράφω και ένα αστείο περιστατικό με έναν φίλο, τον Γιάννη τον Λέκκα. Έχυνε κάτω το ποτό και κάποια στιγμή του λέει ο πελάτης “βρε Γιαννάκη, χύσ’ το κάτω αλλά μην το χύνεις μες στη μπότα γαμώτο. Πέφτουν και τα παγάκια κι έχω πάθει κρυοπαγήματα!”.
Η δουλειά μας δε σταματούσε τη νύχτα. Τη μέρα έπρεπε να πας στο μπαρ, να πας στις λέσχες, να πας στα εστιατόρια για να αλιεύσεις τους πελάτες. Κι αυτό κονσομασιόν είναι.
Δεν υπάρχει κίνδυνος όταν ρομαντικοποιούμε εκείνη την εποχή; Γιατί υπήρχαν αυτά τα περιστατικά βίας και εκμετάλλευσης. Όχι ότι δεν υπάρχουν και σήμερα βέβαια.
Σωστό αυτό που λες. Είχα πει πριν 20 χρόνια ότι θα εξαφανιστούν τα σκυλάδικα και θα γίνουν έρευνες κοινωνιολόγων. Κι όπως γίνονται. Μία κοπέλα έκανε το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι για το “Αυτή η Νύχτα Μένει”. Για οτιδήποτε γίνεται συλλεκτικό, ναι, συμβαίνει αυτό που λες. Νομίζω είσαι η μόνη που μου το ρωτάς. Ωραιοποιείται, ναι. Αλλά εγώ είμαι εδώ να σου πω και για τα ωραία και για τα άσχημα. Τα ωραία ήταν η χαρά.
Τα σκυλάδικα έχουν γίνει σαν τα κρυφά σχολειά. Η πλάκα είναι ότι οι διανοούμενοι φίλοι τώρα με ρωτάνε αν υπάρχει κάποιο τέτοιο κρυφό μαγαζί, αλλά δεν υπάρχει πια. Ακόμα και ένας επιχειρηματίας έξυπνος να βρεθεί και να φτιάξει σκυλάδικο, δε θα είναι όπως παλιά. Θα πρέπει να το υποδυθούμε. Και ό,τι υποδύεσαι, χάνει την αυθεντικότητά του.
Έχεις πει ότι δε σου λείπει η νύχτα. Δε σου λείπει επειδή τη χόρτασες ή επειδή δεν είναι πια αυτό που ήταν όπως λες;
Νύχτα είναι και ο Βέρτης και η Φουρέιρα. Δε θα πήγαινα ποτέ. Να πάω σε ένα κακόφημο μπαρ, ναι, θα πήγαινα. Θα προτιμούσα ένα ρεμπετάδικο σε ένα υπόγειο της Τρούμπας αν υπάρχει ή στο Κερατσίνι, εκεί θα υπήρχε μια γοητεία για μένα. Θα σηκωνόμουν να πω κι ένα τραγουδάκι.
Πώς πήρες την απόφαση να αποσυρθείς από αυτό;
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ενώ ήμουν νεότατος και στην ακμή μου. Στις αρχές του ‘90 κατάλαβα ότι πάμε για φθορά. Με την πτώση του σοσιαλισμού και με την επέλαση των δίμετρων κοριτσιών άρχισε να αλλοιώνεται η σύνθεση των μαγαζιών. Δημιουργήθηκαν διάφορα μπαρ σε χωριά όπου πήγαινε ο αγρότης, έδινε ας πούμε δέκα χιλιάρικα – που στα μπουζούκια με δέκα χιλιάρικα ούτε την είσοδο δε θα πέρναγε – και έπαιρνε μία δίμετρη που δε θα είχε ούτε στα όνειρά του. Δεν είχαν πια ανάγκη τα μπαλέτα. Γιατί κακά τα ψέματα, για τις γυναίκες πήγαιναν στα μαγαζιά. Με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν την τραγουδίστρια και τη χορεύτρια. Υπήρχαν άνθρωποι που χαλούσαν περιουσίες, που πουλούσαν μαγαζιά και οικόπεδα, μήπως ρίξουν μία που αν την έβλεπες ούτε στον παππού σου δε θα την έκανες προξενιό. Αλλά ήταν τα στρας, το βάψιμο, το μικρόφωνο. Σου λέει “είναι καλλιτέχνις αυτή”. Μετά όμως, όταν ήρθαν όλες οι θεές, γιατί να πηγαίνουν στα μπουζούκια;
Έπειτα άλλαξε η ανθρωπογεωγραφία. Πλέον στα πρώτα τραπέζια έφυγαν οι μεσήλικες που ήταν παντρεμένοι 50 χρόνια, και ήρθαν τα τεκνά που είχαν από δεκαπέντε γκόμενες και δεν είχαν ανάγκη. Η καψούρα που υπήρχε άρχισε να γίνεται χαβαλές. Το ένιωσα αυτό και έφυγα. Είχα, βέβαια, στα σχέδιά μου να βγάλω το βιβλίο. Το “Αυτή η Νύχτα Μένει”.
Η ταινία έκλεισε πέρσι τα 20 χρόνια.
Η ταινία είναι μία τραγική περίπτωση για μένα. Δε νιώθω χαρά με την ταινία.
Πρώτον έχω κακιώσει με τον Βούλγαρη. Πριν με προσεγγίσει ο Παναγιωτόπουλος, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Βούλγαρης. Μου συστήθηκε και χάρηκα γιατί κατάλαβα ότι είχε στο μυαλό του ταινία. Μου έλεγε ότι έχει ενθουσιαστεί με το βιβλίο και μου ζήτησε να κάνουμε συνεργασία. Βεβαίως, του λέω, μόνο που σαν όρο θέλω η ταινία να λέγεται “Αυτή η Νύχτα Μένει”. Δε με ενδιαφέρουν τα λεφτά, θέλω να μείνει ο τίτλος του βιβλίου. Μου είπε ότι αυτό δε γίνεται γιατί η ταινία θα είναι σπονδυλωτή. Παρόλο που ήθελα σαν τρελός να γίνει ταινία, είπα ότι δε γίνεται. Πάντα περίμενα ότι θα μου γίνει πρόταση γιατί γινόταν χαμός με το βιβλίο. Δε με ξαναπαίρνει τηλέφωνο και ξαφνικά βλέπω το “Όλα Είναι Δρόμος” και η ταινία είναι όλη κλεμμένη απ’ το βιβλίο. Δηλαδή το “Ρίχ’ το Ηλία”, ή που γκρεμίζει το μαγαζί, όλες αυτές οι ατάκες είναι από το βιβλίο. Δεν έχω ανάγκη οικονομική, είμαι χορτασμένο άτομο. Αλλά ένα ευχαριστώ; Μία αναφορά στο όνομα του Αλεξανδρή; Μία αναφορά στον άνθρωπο που έκατσε κι έγραψε ένα βιβλίο, που ήταν 12 χρόνια στα σκυλάδικα; Σα να μην υπήρξα ποτέ.
Μετά μου κάνει πρόταση ο Παναγιωτόπουλος και ενθουσιάζομαι.
Καταρχάς είχα καημό αν γίνει ποτέ ταινία το βιβλίο, να κάνει τη μουσική η Νικολακοπούλου και ο Κραουνάκης. Επέμενα πολύ στον Παναγιωτόπουλο, του έλεγα “τον Κραουνάκη, τον Κραουνάκη, τον Κραουνάκη”. Τελικά τον πείθουμε και έρχεται. Δε μου το αναγνώρισε ποτέ και πάντα όταν αναφέρεται στη συγκεκριμένη ταινία παραβλέπει το όνομά μου. Κανείς από τους ηθοποιούς δε με έχει αναφέρει ποτέ. Δε θέλω να ξαναδώ κανέναν τους στα μάτια μου. Εάν δεν υπήρχε το βιβλίο, θα κάνατε καριέρες; Άσχετα με το αν είναι καλό ή κακό βιβλίο. Θα γινόταν μία άλλη ταινία, έτσι δεν είναι;
Έχουμε και συνέχεια. Τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου την είχε ο Περίπλους και μου κάνει αφιέρωμα λόγω της ταινίας στον Ελευθερουδάκη. Εκεί είναι να το παρουσιάσει η Μαλβίνα, αλλά τελευταία στιγμή μου το ακυρώνει γιατί δυστυχώς διαπιστώνεται το πρόβλημα της υγείας της και πρέπει να φύγει για Αμερική. Έτσι ξεμένουμε από επώνυμους. Ο Θανάσης ο Αναγνωστόπουλος παίρνει τον Απόστολο Ρήγα – να ‘ναι καλά το παιδί, έρχεται χωρίς να με ξέρει – έρχεται επίσης η Βάσια η Παναγοπούλου, και ο Βαγγέλης ο Ραπτόπουλος. Προτείνει ο οίκος σε ηθοποιό του καστ να έρθει, αλλά ζητάει να πληρωθεί.
Φτάνουμε στην απονομή των βραβείων στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είναι ζωντανά από την ΕΡΤ. Η μάνα μου βλέπει από το χωριό και εγώ είμαι καλεσμένος από το φεστιβάλ. Παίρνουμε 5-6 βραβεία, ανεβαίνουν για ευχαριστίες, αλλά ο Αλεξανδρής και το βιβλίο δεν υπάρχουν.
Και πρόσεξε το πώς βοήθησα την παραγωγή. Όλοι οι τραγουδιστές εκτός από την Παπίου και τη Χαρά την Πομώνη που τις έφερε ο Κραουνάκης, η Αννούλα Βασιλείου, η Παλόμα, ο Δερμιτζάκης, ένας άλλος showman, είναι όλοι δικοί μου. Τότε τους είχα δείξει σε μία εκπομπή με τον Αναγνωστόπουλο, το “Trash TV” στο Κανάλι 5. Τους έδειξα στον Παναγιωτόπουλο, ενθουσιάζεται και τους φωνάζω εγώ προσωπικά. Μετά, τα κοστούμια των κοριτσιών. Έχω μία φίλη μου τραγουδίστρια και μας δίνει κοστούμια. Βρήκα και χώρους στην Τρούμπα. Ανεβαίνει η παραγωγή για ευχαριστίες και δε λένε ένα ευχαριστώ για τον Θάνο Αλεξανδρή και το βιβλίο.
Και να σου πω ποιος ήταν ο πόνος μου; Ότι η μάνα μου ξενυχτούσε και ήταν έξαλλη. Καλά μου λέει, δε σε ανέφερε κανένας; Μία περίεργη κατάσταση όμως ρε παιδί μου, λες κι ήταν όλοι συνεννοημένοι. Και οι κριτικοί, και όλοι που ήταν φίλοι μου, κανείς θυμάμαι δε μου είχε μιλήσει τότε. Ούτε γεια δε μου έλεγαν, δεν το έχω ξανανιώσει αυτό. Ενώ αντίθετα, όταν κάναμε θεατρική παράσταση το “Αυτή η Νύχτα Μένει” με την Κίρκη Καραλή, εκεί με είχαν όλοι αποθεώσει. Με λατρεύανε.
Βγαίνω κλαίγοντας από την αίθουσα. Είναι εκεί κάποιος που πουλάει βιβλία και παίρνω του Νικόλα του Άσιμου ένα βιβλιαράκι. Διανυκτερεύει ένα ζαχαροπλαστείο και παίρνω ένα ουίσκι. Πηγαίνω σε ένα σκυλάδικο δίπλα στο Capsis εκεί στην πλατεία – τραγουδούσε εκεί η Αννέτα Μαρμαρινού, μία φίλη – βλέπω όλο το πρόγραμμα, σουρώνω, παίρνω κι ένα μπουκάλι μαζί μου στο δωμάτιο, κι ενώ είναι να φύγω το απόγευμα για να χαρώ λίγο τη Θεσσαλονίκη, ακυρώνω από τα νεύρα μου και φεύγω με το πρώτο αεροπλάνο.
Παλιά που ήμουν στα μπουζούκια, είχα πάει στην απονομή. Όταν είδα τη χλιδή λέω θεέ μου, θα γίνει κάποτε. Θα γράψω αυτό το βιβλίο, θα γίνει ταινία και θα έρθω να πάρω βραβεία. Και γίνεται αυτό, αλλά είμαι απογοητευμένος. Ορκίστηκα ότι θα ξανάρθω αλλά όχι σα σεναριογράφος, ούτε σαν ηθοποιός. Θα γυρίσω ως σκηνοθέτης. Να είμαι εγώ το αφεντικό, ο κυρίαρχος.
Μου κάνει εντύπωση όλο αυτό. Είθισται οι συγγραφείς να είναι πάντα στις ευχαριστίες όταν γίνεται διασκευή ενός βιβλίου.
Το βιβλίο ήταν το σκυλάδικο, αλλά ήταν κι η ζωή του συγγραφέα. Και πρόσεξε, εγώ υπογράφω και ως σεναριογράφος εκεί.
Μου δόθηκε η εντύπωση διαβάζοντας το “Του Οσίου Αλμοδοβάρ Ανήμερα” – στο κεφάλαιο για την Ταϋγέτη Μπασούρη για παράδειγμα, ή την Καίτη Ντάλλη – ότι γράφοντας με τόση αγάπη γι’ αυτές είναι σα να θες να τις αποκαταστήσεις. Είναι υποτιμημένες στον χώρο τους.
Πολύ σωστή η αναφορά που κάνεις. Η Ταϋγέτη είναι ένα πλάσμα που – ενώ κι εγώ παλιά την είχα για το παρτσακλό του σινεμά, την καρικατούρα, λίγο παρατράγουδο Αννίτας την είχαν παρουσιάσει μέσα στα χρόνια – όταν ήρθε στο στούντιο είδα μία κυρία που μας ξάφνιασε και μας εντυπωσίασε όλους. Ήταν τέτοια η διάχυτη ευαισθησία σε όλο το στούντιο που είχαμε πάθει όλοι σοκ. Μας διηγήθηκε ότι βασανίστηκε από τη Χούντα, ότι εξορίστηκε, ότι δεν έκανε ποτέ δήλωση μετανοίας, και ότι μετά γυρνώντας στο θέατρο, τον φυσικό της χώρο, προσμένοντας να βρει αγάπη, ξαφνικά τη λοιδορούν και την ξεφτιλίζουν. Με έβριζαν, έλεγε. Την έλεγαν κακάσχημη και γριά και της έκοβαν ρόλους. Και πόσο ακομπλεξάριστα μιλούσε για τους άντρες! Με είχε αφήσει άναυδο αυτό.
Στα καλά μου και στα κακά μου, δύο φωνές ακούω πια μόνο: Φλέρυ Νταντωνάκη και Καίτη Ντάλλη.
Όταν είχα μία εκπομπή, την “Καρακορτάδα” στο Κανάλι 5, είχε γίνει για πρώτη φορά αφιέρωμα στην Καίτη Ντάλλη. Δεν είχα ακούσει πολλά γι’ αυτή, δεν είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για κάποια πολύ σημαντική φωνή. Απλά ότι ήταν μία λαϊκή τραγουδίστρια που κυριαρχούσε στα δεύτερα μαγαζιά των Δυτικών Προαστίων. Και έπαθα σοκ. Τη χαρακτηρίζω μπρεχτική τραγουδίστρια γιατί ήταν μία γυναίκα αφιερωμένη στο τραγούδι. Το αντιμετώπιζε σα μονόπρακτο. Ήταν απομονωμένη από το τζέρτζελο του μαγαζιού, από τα σκυλιά γύρω που γάβγιζαν. Την είπα Φλέρυ Νταντωνάκη του λαϊκού τραγουδιού. Κάποιοι φίλοι θα με λιντσάρουν αλλά τη θεωρώ μεγαλύτερη φωνή και από τη Χαρούλα Αλεξίου, και από την Ελένη Βιτάλη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ξαρχάκος τη θεωρεί τη μεγαλύτερη φωνή του κόσμου και υποκλίνεται μπροστά της. Στα καλά μου και στα κακά μου, δύο φωνές ακούω πια μόνο: Φλέρυ Νταντωνάκη και Καίτη Ντάλλη. Εγώ τους δικαιολογώ και λίγο τους άλλους που δεν την ήθελαν δίπλα τους. Δεν ξέρω αν θα ήθελα δίπλα μου την Καίτη Ντάλλη αν ήμουν μεγάλη φίρμα,. Δεν την αντέχεις τέτοια φωνή. Παίρνει το πιο απλό τραγούδι, το χειρότερο τραγούδι, και το κάνει τέχνη.
Γράφεις ότι συμφωνείς με μία φράση που είχες ακούσει: Ότι αν έπιανε φωτιά το Λούβρο και μπορούσες να διαλέξεις να σώσεις ή τη Μόνα Λίζα ή ένα σκυλί, θα έπαιρνες το ζωντανό και θα έτρεχες. Καταλαβαίνω ότι βάζεις τη ζωή πάνω από την τέχνη.
Πάνω από τον άνθρωπο δε βάζω ούτε τον Παρθενώνα.
Άρα πώς ακούς την άποψη ότι πρέπει να διαχωρίζουμε τον άνθρωπο από το έργο του;
Όχι Παναγία μου! Ο καλλιτέχνης είναι και το έργο του και η συμπεριφορά του. Το να διαχωρίσουμε τον καλλιτέχνη δε γίνεται. Εάν αντιπαθώ ένα καλλιτέχνη μετά αντιπαθώ και το έργο του. Δε μπορώ να γίνω αντικειμενικός. Δε χρειάζεται ευαισθησία ένας καλλιτέχνης; Είναι σα να μου λες ότι σκοτώνω τα σκυλιά, αλλά είμαι μεγάλος καλλιτέχνης. Προτιμώ να μην ξέρω. Άμα ξέρω ότι ο άλλος είναι βιαστής δε μπορώ να τον ξανακούσω.
Πώς σου φαίνονται όλα αυτά που έχουν βγει στην επιφάνεια με το #MeToo;
Αυτή η φρίκη που ζήσαμε όλοι ακούγοντας τις εξομολογήσεις θυμάτων… Ρε γαμώτο, στα μπουζούκια υπήρχαν και νόμοι. Υπήρχαν προσχήματα. Δεν έλεγε ο άλλος έλα να σε δω και “ξεγυμνώσου”. Πολλή χυδαιότητα. Αλλά ξέρεις κάτι; Κακά τα ψέματα, εγώ αυτά τα είχα ακούσει εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά δεν τολμούσες και να τα πεις. Θα σου λέγανε ότι είσαι κακός.
Πες μου για το ραδιόφωνο που έκανες με τη Μαλβίνα στον ΣΚΑΪ. Κατάλαβα από το βιβλίο ότι φέρατε τα πάνω-κάτω σε ένα χώρο που ήταν πολύ της κουλτούρας και της διανόησης.
Πολύ. Πήγαμε σε ένα ραδιόφωνο όπου δεν έπαιζαν η Μαρινέλλα και ο Πάριος. Τους θεωρούσαν δευτέρας κατηγορίας. Ήταν από τις ομορφότερες στιγμές μου, το “Ντάλε-Ντάλε” στο ραδιόφωνο με τη Μαλβίνα και το “Trash TV”.
Η πλάκα είναι ότι η Μαλβίνα είχε κι ένα προηγούμενο με τον ΣΚΑΪ. Παλιά την είχαν διώξει και το κρατούσε αυτό. [Την είχαν διώξει] γιατί την έπαιρναν τηλέφωνο διάφορες ακροάτριες στο ραδιόφωνο και της έλεγαν “ο άντρας μου πήγε με την τάδε, έχει μία μικρούλα” και τέτοια, και η άλλη η τρελή τους έλεγε “ξέρεις μία Μήδεια;”. “Μήδεια τι;”. “Διάβασε το βιβλίο και κάνε ό,τι έκανε η Μήδεια”. Δηλαδή σκότωσε τα παιδιά σου ας πούμε. Βέβαια η Μαλβίνα τα ‘λεγε στην υπερβολή, αλλά άρχισαν να παίρνουν και να διαμαρτύρονται οι ακροατές και τελικά την έδιωξαν. Η Μαλβίνα είχε απωθημένο να κάνει σουξέ εκεί.
Δύο μέρες πριν την εκπομπή – δεν ήξερε τι θα κάνουμε, μου είπε πάμε και ό,τι γίνει – της πηγαίνω το “Αυτή η Νύχτα Μένει”. Ξενυχτάει και το διαβάζει. Μου λέει αυτό θα κάνουμε. Της λέω μωρ’ τρελή είσαι; Εκεί είναι ποιότητα. Κουλτούρα. Έχει εμένα από δίπλα που είμαι ενθουσιασμένος που είμαι μαζί της, που είμαι στα πολύ πάνω μου, δεν ήθελα καν να πληρωθώ. Μου λέει βάλε ό,τι τραγούδια θέλεις, κάν’ τους άνω-κάτω. Πηγαίνω μέσα και η άλλη είχε ετοιμάσει Καγιαλόγλου, το “Χαμόγελο της Τζοκόντα”, Τάνια Τσανακλίδου “Μαμά Γερνάω” και τέτοια. Της λέω ξέχνα τα αυτά, βρες Μπακάλη. “Τι να βρω Μπακάλη; Δεν υπάρχει”, μου λέει. “Βρες Καφάση”. Αρχίζει να φωνάζει αυτή “είστε όλοι τρελοί”. Εκνευρίζομαι κι εγώ αλλά βρίσκουμε Αγγελόπουλο και κάτι δίσκους που τους είχαν κρυμμένους, με σκόνες. Ήταν μέσα στη ζελατίνα. Μέχρι Φλωρινιώτη βρήκαμε και Ξανθή Περάκη. Είναι ο Αλαφούζος στο γραφείο και όλα τα διοικητικά στελέχη και περιμένουν να δουν τι θα κάνει η Μαλβίνα.
Και αρχίζει η άλλη “κυρίες μου και κύριοι, το νυχτερινό κέντρο ΣΚΑΪ σάς παρουσιάζει τα καλύτερα κορίτσια, τα μεγαλύτερα μπαλέτα, κονσομασιόν” και άλλα τέτοια. Και γίνεται ένας χαμός! Έχουμε ανοίξει μπουκάλια. Τότε η Μαλβίνα κάπνιζε 5 πακέτα κι άλλα 5 εγώ. Εκεί όμως ήταν αντικαπνιστικό, απαγορευόταν το τσιγάρο. Και ξαφνικά καίγεται όλο το στούντιο! Αυτοί περιμένουν ότι θα μας διώξει ο Αλαφούζος, αλλά ενώ στις προηγούμενες εκπομπές έπαιρναν 3-4 τηλέφωνα, σε μία νύχτα γίνονται 500 τα τηλέφωνα. Όλη η Ελλάδα παίρνει είδηση την εκπομπή. Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, μέχρι νταλίκες μας περίμεναν απ’ έξω, μας έφερναν σουβλάκια και μπύρες.
Μετά είχαμε κι άλλο πρόβλημα. Όπως ξέρεις στα ραδιόφωνα διακόπτει κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος για να πει τρίλεπτο δελτίο ειδήσεων. Έλεγε η Μαλβίνα “και τώρα ένα υπέροχο αγόρι 23 χρονών, αρρενωπότατο, έρχεται και στον χώρο σας άμα θέλετε για κονσομασιόν”. Κι είναι όλοι να λιποθυμήσουν. Μόνο ο Γιώργος ο Λοβέρδος είχε χιούμορ και το δεχόταν αυτό. Οι περισσότεροι ήταν έξαλλοι, λέγαμε ότι θα απολυθούμε. Αλλά είδε ο Αλαφούζος το μεγάλο σουξέ. Σκέψου ότι το είχε μάθει ο Ηλίας ο Πετρόπουλος στη Γαλλία, του είχαν στείλει κασέτα. Υπήρχαν κλαμπ που την ώρα της εκπομπής σταματούσαν τη μουσική και έβαζαν εμάς. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό.
Εκεί πια γίνεται λαϊκό είδωλο η Μαλβίνα. Ως τότε ήταν λίγο εστέτ.
Το “Trash TV” που ανέφερες, όπως και η “Καρακορτάδα”, έκαναν σχολή τηλεόρασης που επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Έχει γίνει μία παρανόηση. Το “Trash TV” ήταν μία ιδέα της Μαλβίνας και σαν λέξη πολιτογραφείται για πρώτη φορά στο λεξιλόγιο των Ελλήνων. Είπε ψέματα στον Κουρή βέβαια. Του είπε ότι θα κάνει μία εκπομπή όπου θα είναι ο Πάριος, η Μαρινέλλα και ο Νταλάρας, για να μας δώσει εκπομπή. Εμείς πήγαμε Περάκη και Κατερίνα Σνάιντερ.
Στην ετυμολογία της η λέξη σημαίνει σκουπίδια, αλλά εμείς εννοούσαμε ότι: παίρνουμε τους ανθρώπους που οι άλλοι θεωρούν σκουπίδια, που είναι δεύτερης διαλογής, οι άνθρωποι του περιθωρίου που δεν τους δίνεις σημασία. Μέσα από αυτούς προσπαθείς να βρεις λίγο ποίηση, λίγο Fellini. Να κάνεις ένα τσίρκο ανθρώπων αλλά να τους δεις με πολλή αγάπη, με πολλή συμπάθεια και με συγκίνηση. Καμία σχέση με τα “Παρατράγουδα” της Αννίτας. Κάνει παρωδία, τους κοροϊδεύει. Βέβαια τη θεωρώ πολύ μεγάλο ταλέντο, δεν το συζητώ, και το εκμεταλλεύεται χοντρά. Εμείς κάναμε εκπομπές – δεν τις έχω διοχετεύσει ποτέ – και κάναμε θεατρικά ας πούμε, αλλά με πολλή αγάπη. Παίρναμε ιδέες από τις ταινίες του Fellini.
Έγινε παρεξήγηση. “Αφού λέτε trash”. Μα εμείς δεν εννοούσαμε αυτό. Μετά γίνεται σουξέ η λέξη και επικρατεί. Και μετά κάνω το “Καρακορτάδα” μόνος μου. Είναι δύο εκπομπές που αγαπώ πάρα πολύ, έχω περάσει υπέροχα. Τότε οι διανοούμενοι το παρεξήγησαν, το διαπόμπευσαν. Τώρα το θεωρούν τέχνη.
Πώς αποφάσισες να κάνεις το “Του Οσίου Αλμοδοβάρ Ανήμερα”;
Είναι κάποια παλιά κείμενα – κυρίως από την Athens Voice – που τα έχω ρετουσάρει, τα έχω ξανασκαλίσει και τα έχω μεγαλώσει πολύ. Είναι όμως και πολύ νεότερα, όπως το κεφάλαιο όπου μιλάω για τους σεφ.
Στην αρχή είπα, ποιος θα ενδιαφερθεί για παλιά κείμενα και ποιος οίκος θα το αναλάβει; Πριν από 5-6 χρόνια, μου είχε ζητήσει ένα κείμενο για το Provocateur η Αλεξάνδρα η Τσόλκα. Της έδωσα ένα κείμενο με τον τίτλο “Ένα Παιδί Μετράει Τάνγκα”, παράφραση του Λουντέμη. Άρεσε πολύ ο τίτλος και μου λέει η Τσόλκα ότι θα μου τον κλέψουν. Τι να κάνω τώρα, λέω. Άλλος γελοίος από δω. Γιατί δεν κάνω ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο; Έτσι το σκέφτηκα. Άρχισα να μαζεύω κείμενα και έβλεπα ότι δεν είναι απλώς κείμενα. Αναφέρονται σε παλιές δεκαετίες. Ήταν η ηθογραφία της Ελλάδας του ‘70, του ‘80, του ‘90. Μιλάω για σκυλάδικα, για τα πρώτα drag shows, για χώρους συλλεκτικούς και πράγματα που έχουν φύγει. Περιγράφω μία Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Άρα είναι συλλεκτικό το βιβλίο υπό μία έννοια, όπως το “Αυτή η Νύχτα Μένει”.
Τελικά πηγαίνω με αυτόν τον τίτλο αλλά ο Κάκτος είναι σοβαρός οίκος και τον απορρίπτει. Είχα όμως ένα αφιέρωμα στα παλιά shows του ‘70 και το είχα ονομάσει “Του Οσίου Αλμοδόβαρ Ανήμερα”. Λέω δε βάζουμε αυτόν; Ήταν καλή επιλογή, άρεσε πολύ.
Η παρακαταθήκη σου ποια θα ήθελες να είναι;
Καμία. Νομίζω η παρακαταθήκη όλων μας είναι, αν μας θυμάται κάποιος, να θυμάται ότι ήμασταν καλοί άνθρωποι. Μόνο αυτό. Το μόνο πράγμα που με συγκινεί, το μόνο πράγμα που με εξιτάρει, είναι η καλοσύνη. Είναι αυτό που λείπει και αυτό που με εντυπωσιάζει. Αυτό θα ήθελα μόνο. Να περνάμε καλά και να είμαστε καλοί άνθρωποι.