THE (LAST) LAST DRIVE: Η ΜΗΧΑΝΗ ΔΕ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΠΟΤΕ
Επτά φωτογραφίες του Δημήτρη Μυλωνά από το τελευταίο ιστορικό sold-out με το οποίο μας αποχαιρέτησαν οι Last Drive. Κι ένας συναισθηματικός απολογισμός του Παναγιώτη Μένεγου για το πώς έγιναν μέσα σε 42 χρόνια η δική μας «μόνη μπάντα που μετράει».
Αν άκουγε κανείς που δεν είναι στο κόλπο αυτά που μας έλεγε κατά καιρούς ο Alex K, όταν εκείνος βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής κι εμείς τον κοιτάζαμε στα μάτια ακριβώς από κάτω, μπορεί και να τα έβρισκε λυρικά, ηρωικά, γραφικά. Ίσως κάπως υπερβολικά εφηβικά σε αντιδιαστολή με τους κροτάφους στο moshpit που γίνονταν όλο και πιο γκρίζοι όσο περνούσαν τα χρόνια.
Όμως στη συνωμοσία της στιγμής που είναι κάθε σπουδαίο λάιβ (και με τους Last Drive συνωμοτήσαμε πολλές, μα πάρα πολλές φορές), τα λόγια αποκτούσαν νόημα κι έβρισκαν σχεδόν πάντα την ουσία. Έτσι κι ο Alex κάποτε, στην αρχή ενός ακόμα ξέφρενου τρίωρου, μας είχε πει ότι «όσο είμαστε μαζί πάνω σε αυτήν την τορπίλη, δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα». Ή κάπως έτσι. O Καλοφωλιάς μπορεί να μην θυμάται καν, εμείς με τους φίλους το κρατήσαμε, το κάναμε το δικό μας εσωτερικό αστείο, και δεν υπάρχει ούτε μια φορά που να μην το ξανασκεφτήκαμε όταν ξεκινούσε η επόμενη συναυλία και, βλέποντας γύρω το Tribe, συνειδητοποιούσαμε πόσο αλήθεια είναι. Έστω για τον πεπερασμένο ονειρικό χρόνο που διαρκεί ένα λάιβ.
Καμία άλλη μπάντα που γεννήθηκε σε αυτή τη χώρα δεν υποστήριξε τόσο πολύ αυτές τις δύο έννοιες-θεμέλια της νεανικής (αντι)κουλτούρας: tribalism κι escapism. Η «φυλή» και η «απόδραση», τα ζητούμενα του ροκ εν ρολ ως απόλυτου μέσου κοινωνικοποίησης κι αυτοέκφρασης. Γιατί οι Last Drive, που ολοκλήρωσαν 42 χρόνια πορείας με αυτά τα πέντε ιστορικά sold-outs την εβδομάδα που πέρασε, ήταν πάνω από όλα attitude. Μπορεί το μπάσο του Alex να ήταν καμιά φορά ακούρδιστο, μπορεί ο Chris να έμενε καμιά φορά ένα χτύπημα πίσω, μπορεί ο George να είχε πάντα παράπονα από τον ήχο, μπορεί οι αρμονίες να γίνονταν όλο και πιο βραχνές ενώ το κοντέρ έγραφε κι άλλα χιλιόμετρα, μπορεί και στ’αρχίδια μας… Αυτό που είχε πάντα σημασία, και είχε ακόμα περισσότερη περισσότερη αυτά τα τόσο συγκινητικά βράδια στο Gagarin που πρέπει να έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ σε «που είσαι; χαθήκαμε ρε γαμώτο», είναι ότι οι Drive (όχι μόνο φυσικά με το attitude αλλά και) με το ταλέντο, τις αναφορές και το σύμπαν που έστησαν και μας έβαλαν μέσα, κατάφεραν να κάνουν το ροκ εν ρολ -ένα πράγμα που ο καθένας αντιλαμβάνεται εντελώς προσωπικά- να σημαίνει για όλους το ίδιο.
Δε νομίζω, επίσης, ότι έχει ποτέ άλλο γκρουπ ενσαρκώσει την έννοια της «αθηναϊκής μπάντας» όσο και όπως οι Last Drive. (Περισσότερα γι’ αυτό με πιο δύσκολες αλλά ουσιαστικές λέξεις εδώ.) Δύσκολα μπορεί να υπάρξει ξανά μια παρέα σαν κι αυτή που σχηματίστηκε αράζοντας στην Παραλία των Αμπελοκήπων, Αλεξάνδρας και Κηφισίας, «όποιος δεν ξέρει ότι οι Αμπελόκηποι έχουν θάλασσα, δεν ξέρει τίποτα» που λέει και ο Chris B.I. Μια παρέα που κατάφερε να εκφράσει τα πολλά πρόσωπα της αθηναϊκής αντίφασης όλα αυτά τα χρόνια. Συστήθηκαν ως αποσυνάγωγοι-εξωτικά φρούτα στην ευφορία της Αλλαγής των 80s / διαλύθηκαν στα μέσα των 90s, ίσως και λίγο απογοητευμένοι που γύρω τους ελληνικό ροκ σήμαινε καρτούν στίχοι με ηλεκτρικές κιθάρες / επέστρεψαν το 2007 έχοντας ακόμα δύο άλμπουμ να δώσουν, όχι ως greatest hits μπάντα και καθόλου επαναπαυμένοι στις δάφνες του παρελθόντος.
Κι όλα αυτά τα χρόνια: Κατάφεραν να συνομιλούν και με τον Πητ Κουτρουμπούση και με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Να έχουν μια σταθερή και συνεπή αντιφασιστική παρουσία, χωρίς να (τους) κρεμάσουν ταμπελάκια με πολιτικά διαπιστευτήρια. Να πάρουν τους Bad Roads αναζητώντας την τύχη τους κι εκτός των τειχών, αλλά ταυτόχρονα να είναι και περιζήτητοι για τα κάποτε κραταιά περιοδικά που ήθελαν να βάλουν λίγη αλητεία στις glossy σελίδες τους. Βασικά, αυτό που κατάφεραν είναι να συνδυάζουν με έναν μοναδικό τρόπο το τοπικό και το παγκόσμιο, ένα combo απόλυτα καθοριστικό για τον μύθο που έχτισαν σε αυτά τα 42 χρόνια.
Γιατί, οι Last Drive ήταν κι ένα παράθυρο στον κόσμο για του ανήσυχους πιτσιρικάδες των 80s. Δεν μπορώ να το αποδείξω βιωματικά, όμως το νιώθω. Πριν την ιδιωτική τηλεόραση και το ελεύθερο ραδιόφωνο, πριν τη δορυφορική και το MTV, φυσικά πολύ πριν το ίντερνετ, ποιοι άλλοι υπήρχαν να μοιραστούν τις εικόνες από τη «δική τους κοντινή Αμερική»; Ποιοι άλλοι υπήρχαν να μιλήσουν για τα αμερικάνικα κόμικ και τα b-movies, για τα highways και την Κοιλάδα του Θανάτου, για το garage και τους ήρωες του αμερικάνικου underground; Ποιοι άλλοι μπόρεσαν να μεταβολίσουν και να διηγηθούν ιστορίες για τη cindy κι άλλες άλλες επικίνδυνες κυρίες, να βάλουν σε τίτλο τραγουδιού τον Joe Esposito και να διασκευάσουν (κάνοντας απολύτα δικά τους) ογκόλιθους όπως τα “Blue Moon”, “Time Has Come Today”, “It’s All Over Now Baby Blue” (με το οποίο έκλεισαν το Σάββατο, μπροστά από μια θάλασσα με βουρκωμένα μάτια). Σε μια χώρα που πασχίζει κατά καιρούς για το «ανήκομεν εις τη Δύσιν», σκέφτομαι πολλές φορές για πλάκα ότι λίγοι το έχουν υποστηρίξει όσο οι Drive. Διασκευάζοντας όμως και παράλληλα τη “Misirlou”, όπως έκανε για μια τελευταία φορά ο Καρανικόλας την τελευταία βραδιά.
Στα ιδρωμένα πηγαδάκια μετά τα λάιβ, το debate πήγαινε κάπως έτσι: «δεν μπορεί να ήταν αυτό το τέλος, σίγουρα θα κάνουν έναν Λυκαβηττό» vs «ωραία θα ήταν, αλλά ας μη γίνει, οι Last Drive είναι όχι οι Πυξ Λαξ». Ήταν και τόσο καλοκουρδισμένη η μηχανή που γάζωσε αυτές τις πέντε μέρες κι ευνοούσε τη συζήτηση – η διασκευή στο “Revolution” μόνο, που έπαιξαν Σάββατο-Τετάρτη και πάλι Σάββατο, θα έφτανε για να γεννήσει δυο τρεις γενιές The Last Drive fans ακόμα. Κι άλλες τόσες για τους Spacemen 3, επίσης.
Στο τέλος της ημέρας, το σημαντικό είναι ότι κάποια στιγμή «ανεβήκαμε σε αυτήν την τορπίλη» – άλλος το 1985 στις πρώτες μέρες, κάποιος το 1994 βλέποντας ξανά και ξανά το βίντεο κλιπ του “Blood From a Stone” στον Seven Χ, πολλοί και πολλές στη δεύτερη περίοδο από το 2007 κι έπειτα, οι νεότεροι ίσως το 2018 με το τελευταίο άλμπουμ. Και η τορπίλη έφτασε στον προορισμό της, έγινε ένα κομμάτι από αυτό που είμαστε, η μηχανή της δε θα σβήσει ποτέ.
«Απόψε κάθε νότα και κάθε στίχος είναι ένα ευχαριστώ», είπε ο Alex ξεκινώντας το Σάββατο. Ανταποδώσαμε.
Για τα υπόλοιπα, the devil may care.
🙏
Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Μυλωνά ακολουθεί το γκρουπ από το 1991.
Το λεύκωμά του “The Last Drive: Overloaded” (εκδόσεις Οξύ) είναι το essential φωτογραφικό χρονικό της πορείας τους.