ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΚΥΦΤΟΥΛΗΣ: “ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ”
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή το πολυαναμενόμενο “Έγκλημα και Τιμωρία”, αλλά και το “Τάο” που πρωταγωνιστεί.
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης καίτοι φύσει και θέσει αντιεξουσιαστής, την περασμένη σεζόν ενσάρκωνε έναν αστυνομικό που κυνηγούσε τον αναρχικό του Ντάριο Φο στον Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού”
Είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και ηθοποιού, καθώς στα πέντε πρώτα λεπτά έχει κερδίσει το ενδιαφέρον σου με τον τρόπο που στέκεται απέναντι στα πράγματα, αλλά και στους ρόλους του.
Αυτήν την περίοδο πρωταγωνιστεί στο Τάο του Γιώργου Καφετζόπουλου στο θέατρο Επι Κολωνώ σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη και παράλληλα κάνει εντατικές πρόβες για το πολυαναμενόμενο Έγκλημα και Τιμωρία που θα παρουσιαστεί από τις 22 Μαρτίου έως τις 23 Απριλίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη.
Με αφορμή αυτές τις δύο παραστάσεις συναντηθήκαμε, λίγες μέρες πριν το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, σε ένα καφέ στα Εξάρχεια και μιλήσαμε για όλα. Για τη “λογοτεχνική” όπως λέει και ο ίδιος, παιδική και εφηβική του ηλικία, καθώς πατέρας του, ο Νώντας Σκυφτούλης, είναι μία εμβληματική προσωπικότητα του αντιεξουσιαστικού κινήματος, αλλά και για τον νέο λόγο που μοιάζει να ορθώνεται σήμερα από τα νέα παιδιά και που άρχισε να δημιουργείται μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Ο πατέρας σου είναι μία εμβληματική προσωπικότητα στον κινηματικό χώρο. Πώς το βίωσες όλο αυτό από παιδί;
Μεγάλωσα σε μια άλλη εποχή για την Ελλάδα. Η κοινωνία ήταν τελείως διαφορετική, πολύ πιο ανοιχτή. Δεν αισθάνομαι πως έχω κάποιο τραύμα, γιατί όλοι τότε μας αγκάλιασαν – και τον πατέρα μου και κατ’ επέκταση εμένα- από τον δάσκαλό μου και τους συμμαθητές μου μέχρι τη γειτονιά που μεγάλωσα στην Πετρούπολη.
Νιώθω πως από παιδί ζω μία λογοτεχνική ζωή. Έχω εντυπωμένες μέσα μου πολύ δυνατές εικόνες και μάλλον όλο αυτό μεταφράστηκε σε μία ανάγκη για έκφραση, ενδεχομένως και για εκτόνωση, για μία θέση στα πράγματα με έναν άλλο τρόπο.
Τι μουσικές θυμάσαι να ακούτε στα ταξίδια με τους γονείς σου στο αυτοκίνητο;
Στην οικογένεια είμαστε φανατικοί ΑΕΚτζήδες και θυμάμαι έντονα στα ταξίδια μας να τραγουδάμε συνθήματα της ΑΕΚ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη μέρα που ο πατέρας μου συνελήφθη για τρίτη φορά. Πηγαίναμε στο Αγρίνιο απ’ όπου και καταγόμαστε, χωρίς να ξέρουμε ότι θα συλληφθεί. Μαζί μας είχαμε πάρει και τον ξάδελφό μου που ήξερε βιολί. Και του λέει ο Νώντας (ο πατέρας του) “βγάλε το βιολί να μας παίξεις”. Και το έκανε. Στεκόταν ανάμεσα στα καθίσματα και έπαιζε βιολί και εγώ με τους γονείς μου τραγουδούσαμε. Το αστείο είναι πως τον εισαγγελέα που του έβγαλε το ένταλμα τον είχαμε δει στο πλοίο στο Ρίο Αντίρριο, τον είχε αναγνωρίσει ο πατέρας μου και απορούσε τι έκανε εκεί. Όταν φτάσαμε στο Αγρίνιο, είχε βγει ένταλμα σύλληψής του, κάτι σχετικό με τη 17 Νοέμβρη. Όλη η γειτονιά ήταν ήδη στον δρόμο. Βγαίνει ο αδερφός του πατέρα μου και λέει “Νώντα, βγήκε ένταλμα σύλληψης”. Επειδή αυτός έκανε αστεία, δεν τον πιστέψαμε. Τελικά αργά το βράδυ ήρθαν οι μπάτσοι και τον συνέλαβαν. Και ξαναγυρίσαμε πάλι το ίδιο βράδυ Αθήνα. Αλλά χωρίς τον πατέρα μου.
Νιώθω πως από παιδί ζω μία λογοτεχνική ζωή. Έχω εντυπωμένες μέσα μου πολύ δυνατές εικόνες και μάλλον όλο αυτό μεταφράστηκε σε μία ανάγκη για έκφραση, ενδεχομένως και για εκτόνωση, για μία θέση στα πράγματα με έναν άλλο τρόπο.
Αισθανόσουν φόβο;
Όχι γιατί το κοινωνικό πρόσημο ήταν πάντα θετικό. Αισθανόμουνα περηφάνια, καθόλου φόβο. Θυμάμαι μια άλλη φορά, πως μέσα σε μία μέρα, τον αθώωσαν για ένα αδίκημα και τον συλλάβανε για άλλα δύο. Δηλαδή, είχε έρθει σπίτι και αυτόματα ξαναβγήκε ένταλμα -γιατί έτσι κάνανε τότε- και τον ξανασυλλάβανε. Μέχρι να έρθουν πάλι οι μπάτσοι, είχαν μαζευτεί χίλια άτομα απ’ έξω έβλεπες μια θάλασσα από κόσμο. Δεν αισθανόμουν φόβο, ούτε ντροπή. Εξάλλου και η μάνα μου και οι παππούδες και οι φίλοι ήταν όλοι μία γροθιά και στήριζαν τον αγώνα του.
Η φυλακή δεν είχε τις διαστάσεις που έχει για ένα μικρό παιδί. Την πρώτη φορά που με πήρε ο πατέρας μου τηλέφωνο από τη φυλακή, πίστεψα πως είχε αποδράσει. Τώρα που ανακαλώ αυτήν την ανάμνηση, συνειδητοποιώ πως είχα μια ελπίδα ότι μάλλον βγήκε. Και στα επισκεπτήρια στις φυλακές αισθανόμουν κάπως περίεργα. Όπως και στην απεργία πείνας που έκανε και τον επισκεπτόμουν στο νοσοκομείο. Δεν ήταν εύκολο όλο αυτό.
Πάντως αγαπιόμασταν πάρα πολύ σαν οικογένεια. Αισθανόμουν μια ευθύνη και μία ωριμότητα ότι έπρεπε να είμαι δίπλα στον πατέρα μου και δίπλα στη μάνα μου. Οι εικόνες αυτές δε με έκαναν να αισθάνομαι αδύναμος. Κυνηγούσαν τον πατέρα μου, αλλά ήξερα ότι πάλευε για κάτι πολύ δυνατό για τον ίδιο και ήταν άξιος θαυμασμού και σεβασμού.
Αλήθεια, πώς προέκυψε η υποκριτική;
Ήμουνα πολύ κοινωνικός και αυτοσαρκαζόμουν από μικρό παιδάκι. Στα 19 μου, είχα περάσει στη Γυμναστική Ακαδημία και μια μέρα η μητέρα μου μού λέει “αφού σου αρέσει το θέατρο, έχεις αμεσότητα, γιατί δεν το δοκιμάζεις;” Αγαπούσε πολύ το θέατρο η θεία μου, η αδερφή της μάνας μου. Με πήγαινε στην Ξένια Καλογεροπούλου – με την οποία συνεργάστηκα αργότερα σαν ηθοποιός και ήταν πολύ συγκινητικό- αλλά και σε ενήλικες παραστάσεις. Η μητέρα μου μπορεί να μην έβλεπε πολύ θέατρο, μπορεί να έδειχνε πολύ ορθολογίστρια και πως ήθελε να τα έχει όλα υπό έλεγχο, όμως βαθιά μέσα της έχει κάτι πολύ ποιητικό, το οποίο φοβάται να επικοινωνήσει προς τα έξω.
Ένας νέος λόγος, ένας νέος άνθρωπος γεννήθηκε
Τι θα ελεγες πως σημαίνει το να είσαι αναρχικός σήμερα; Γιατί η έννοια του “ποινικοποιήθηκε” πολύ, ιδιαίτερα με την 17 Νοέμβρη, και “αποποινικοποιήθηκε” πάλι τα τελευταία χρόνια…
Νομίζω πως αυτό συνέβη μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Έκτοτε έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, είναι σαν να έχουμε ζήσει 100 χρόνια στην Ελλάδα. Το κομμάτι το κινηματικό έχει αλλάξει με την έννοια του έχει ανοιχτεί περισσότερο στην κοινωνία. Πλέον έχουμε κοινότητες και καταλήψεις πιο κοινωνικές και ανοιχτές και έναν νέο λόγο αμεσοδημοκρατίας. Έχει αλλάξει ο αντιεξουσιαστικός λόγος, είναι ανοιχτός με την κοινωνία, δεν είναι δηκτικός. Δεν επικρατεί μία ιδεολογική πανούκλα. Γιατί όλες οι ιδεολογίες καταλήγουν σε μια Πανούκλα, δηλαδή σε ένα πράγμα φασιστοειδές που διακηρύσσει ότι “εμείς είμαστε ο σωστός δρόμος”. Όλα αυτά έχουν αρχίσει να σπάνε, αναδύεται το αυτεξούσιο περισσότερο σε μια μορφή συνελεύσεων, σε μια μορφή κοινότητας ομάδων.
Σήμερα, ένας αντιεξουσιαστής πρέπει να προκαλεί ρωγμές στην κοινωνία και στην καθημερινότητά του. Ο καπιταλισμός τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και μέσα μου εγώ για να ισορροπήσω θα ήθελα να κάνω τέτοιες ρωγμές στην καθημερινότητά μου.
Νομίζω πως και εσύ κάνεις μαθήματα σε μία κατάληψη;
Ναι, εδώ και 10 χρόνια κάνουμε πολλές δράσεις σε μια κατάληψη στην Πετρούπολη, σε έναν χώρο που ήταν παρατημένος χρόνια από τον Δήμο. Τώρα θέλουν εκεί να χτίσουν το νέο Δημαρχείο και περιμένουμε τι θα γίνει σε αυτόν τον χώρο πρασίνου. Θα τον τσιμεντοποιήσουν και αυτόν; Εκεί κάνω μαθήματα σε ερασιτέχνες ηθοποιούς όλων των ηλικιών, από 18 μέχρι 60 ετών. Αυτό είναι ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία, δεν χρειάζεται να είσαι αναρχικός για να μπεις στην κατάληψη. Αυτό είναι σημαντικό. Κάποιος από την κοινωνία που δεν είναι αναρχικός και μπαίνει σε μια κατάληψη, κάνει μία “παρανομία”. Και όμως μπαίνει και αυτό αποτελεί μια ρωγμή στην καθημερινότητά του. Γιατί αλλάζουμε όταν μπαίνουμε σε μία κατάληψη, αντιλαμβανόμαστε μια νέα συνθήκη στη ζωή μας, ότι θα μπορούσαμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε και έτσι.
Σήμερα, ένας αντιεξουσιαστής πρέπει να προκαλεί ρωγμές στην κοινωνία και στην καθημερινότητά του. Ο καπιταλισμός τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και μέσα μου εγώ για να ισορροπήσω θα ήθελα να κάνω τέτοιες ρωγμές στην καθημερινότητά μου.
Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου τι σηματοδότησε;
Με τη δολοφονία του Αλέξη θεωρώ ότι δημιουργήθηκε ένας νέος λόγος, ένας νέος άνθρωπος και μια νέα προοπτική στα πράγματα. Έχουν αποδομηθεί όλες οι ιδεολογίες και πια έχει έρθει μπροστά το αυτεξούσιο, το κομμάτι δηλαδή του ότι εγώ θα αποφασίσω για τον εαυτό μου και για την κοινωνία.
Πιστεύεις πως η νέα γενιά, και η γενιά των δικών μας παιδιών θα αλλάξει κάτι;
Ναι, δεν το συζητάμε αυτό. Νομίζω ότι πια τώρα θα περάσουμε στην εποχή του έμφυλου. Δηλαδή το κομμάτι πως θα αποφασίσω εγώ κι όχι η κοινωνία τι είμαι, ακόμη στα θέματα του φύλου, αν είμαι άντρας ή γυναίκα ή απλώς “το”. Και μπορεί αυτό να φαίνεται πως έρχεται σαν φασιστικό κύμα και να είναι πολύ επικίνδυνο, όμως βλέπεις ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη το να μην τους καθορίζει η κοινωνία. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό και συγκινητικό όλο αυτό. Να βλέπεις ένα αγόρι να πηγαίνει με τη φούστα στο σχολείο κι ο διευθυντής να του ρίχνει αποβολή και όλα τα παιδιά να πηγαίνουμε φούστες την επόμενη μέρα. Όλο αυτό θα βρει κάπως την ισορροπία του, είναι καλές οι ρωγμές και η ρευστότητα. Οι εξεγέρσεις δημιουργούν νέα δεδομένα και τις χρειαζόμαστε.
Το Τάο, το Έγκλημα και Τιμωρία και η Αθήνα
Και οι δύο παραστάσεις που πρωταγωνιστείς, το Τάο και το Έγκλημα και Τιμωρία, έχουν να κάνουν με την Αθήνα και τη σκοτεινή σκοτεινή της πλευρά…
Όντως οι δύο αυτές παραστάσεις συνδέονται, όπως και οι δύο ρόλοι που υποδύομαι. Η Αθήνα τη νύχτα έχει ένα πολύ ζωντανό κομμάτι, αληθινό και αυθεντικό. Περπατήσαμε πολύ πρόσφατα με τους συναδέλφους μου στο “Εγκλημα και Τιμωρία” στα στενά γύρω από την Ομόνοια και ήταν μία αποκαλυπτική εμπειρία. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά στη Γερανίου και γύρω από την πλατεία Θεάτρου και είχε πολύ κόσμο. Πολλούς μετανάστες, αλλά και ανθρώπους εξαρτημένους. Έβλεπες και κάτι ζωντανό και ταυτόχρονα κάτι εξωφρενικό, σαν κάποιος να έχει βάλει σε κατάσταση εξαίρεσης όλους αυτούς τους ανθρώπους. Σαν κάποιος να τους λέει: “Κάντε σαν να μην υπάρχετε”. Κι όμως υπάρχουν. Η βόλτα αυτή μου θύμισε πολύ το Underground του Κουστουρίτσα, ότι δηλαδή υπάρχει ένας κόσμος από κάτω. Αυτό εμένα μου έδωσε δύναμη, μου αρέσει η ζωή και η ανθρώπινη ύπαρξη μου. Μου αρέσει να την ανακαλύπτω.
Έχει κάτι γοητευτικό η νύχτα της Αθήνας στα στενά της. Βγαίνεις από μια ασφάλεια καθημερινότητας, η οποία σου υπενθυμίζει ότι η ζωή έχει και αυτό το κομμάτι, ότι δεν είναι μόνο αυτό που ζεις…
Από αυτή τη βόλτα στη νύχτα τι θυμάσαι περισσότερο;
Τα χρώματα. Ενώ η νύχτα είναι σκοτεινή, υπάρχουν πολλά χρώματα φωτεινά. Αισθάνθηκα σαν να παίζω σε ταινία του Κιμ Κι Ντουκ. Με τις φωτεινές επιγραφές, τις πόρνες, τα τρίκυκλα που μετέφεραν διάφορα, οι φωνές. Ήταν απίστευτο. Υπάρχουν ακόμη δύο τσοντοσινεμά στην Ομόνοια που έμπαινε κόσμος. Έχει κάτι γοητευτικό η νύχτα στα στενά αυτά. Βγαίνεις από μια ασφάλεια καθημερινότητας, η οποία σου υπενθυμίζει ότι η ζωή έχει και αυτό το κομμάτι, ότι δεν είναι μόνο αυτό που ζεις, αλλά είναι και κάτι άλλο το οποίο πρέπει να το προσεγγίσεις και να το εντάξεις.
Μίλησέ μου για τους δύο αυτούς ήρωες που ενσαρκώνεις…
Ο ένας χαρακτήρας που υποδύομαι, στο Τάο, είναι ένας μαφιόζος της νύχτας κι ο άλλος, ο Ρασκόλνικοφ, είναι ένας πολύ γνωστός χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι, τον οποίο και έχουμε φέρει στην Αθήνα του σήμερα, γύρω από τα στενά της Ομόνοιας σε έναν κόσμο όπως τον είδα εκείνη τη μέρα.
Ο μαφιόζος είναι πιο εξωστρεφής, ενώ ο Ρασκόλνικοφ είναι πολύ πιο εσωστρεφής με εσωτερικές εκρήξεις. Αυτή η αντίθεση έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι σαν να παίζω έναν χαρακτήρα με δύο όψεις.
Στην παράσταση του αυτή ο Βασίλης (Μπισμπίκης) – που πρώτη φορά συνεργάζομαι μαζί του- δημιουργεί έναν τρομερό κόσμο που εισβάλλει ο Ρασκόλνικοφ, ο Μιχάλης Σχίζας, στην παράστασή μας. Το έργο δε διαδραματίζεται στους παγωμένους δρόμους της Ρωσίας, αλλά στην πνιγηρή από τη ζέστη Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο και στη ζεστή μελαγχολία που “βγάζουν” οι δρόμοι της. Ο κόσμος αυτός φλέγεται και εγώ φλέγομαι εσωτερικά και διαπερνώ όλον αυτόν τον κόσμο με αυτήν την εσωτερική ένταση του πυρανθρώπου που έχει μια νέα ηθική στα πράγματα. Σίγουρα η παράστασή μας είναι πολύ πιο σύγχρονη του βιβλίου. Αυτή η εσωτερική πάλη, δημιουργεί έναν κόσμο κανονικότητας σε σχέση με τον ήρωα, δεν καταλαβαίνεις δηλαδή ποιος είναι κανονικός και ποιος όχι. Είναι η κοινωνία κανονική και αυτός είναι που κάνει τη δολοφονία και πρέπει να συλληφθεί; Ή η κοινωνία τον ωθεί σε αυτό; Αυτό είναι το ερώτημα.
Το έγκλημα είναι έχει μια σχετικότητα και τους δικούς του κώδικες ηθικής και στον μαφιόζο της νύχτας στο Τάο και στον Ρασκόλνικοφ του Ντοστογιέφσκι…
Ναι, στην εσωτερική μου διεργασία ως Μιχάλης Σχίζας/ Ρασκόλνικοφ λέω πως έβγαλα ένα καρκίνωμα από τη μέση, έναν άνθρωπο που βασανίζει πολλούς ανθρώπους, μία τοκογλύφο. Κι ένας μαφιόζος ενδεχομένως έτσι σκέφτεται στον δικό του κώδικα ηθικής και αποδίδει τη δική του δικαιοσύνη.
Ο Ρασκόλνικοφ έχει το κομμάτι του αυτεξούσιου μέσα του και λέει “αποφασίζω εγώ για τον εαυτό μου, αλλά και για την κοινωνία. Η τοκογλύφος είναι γι αυτόν ένα καρκίνωμα για την κοινωνία, την άποψη του αυτή μπορεί μπορεί κάποιος να τη δικαιολογήσει. Γι αυτό άλλωστε είναι και τόσο σπουδαίο έργο το “Έγκλημα και τιμωρία”.
Ο μαφιόζος από την άλλη πλευρά είναι λίγο πιο επιφανειακός, λειτουργεί πιο μηχανικά, με πιο ενστικτώδη τρόπο, και σίγουρα πιο εγωκεντρικά. Σκοτώνει για το συμφέρον του, σαν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ορίζεται από τους κώδικες της νύχτας και της φυλακής και οι κώδικες αυτοί είναι πολλοί, είναι σαν να ζεις σε αριστοκρατία. Μιλάνε στον πληθυντικό, γιατί δεν ξέρεις ποιος ο άλλος, αν τον βρίσεις μπορεί να σε σκοτώσει γιατί θα αισθανθεί προσβεβλημένος. Τα πράγματα, ακόμη και τα συναισθήματα είναι πιο μεγάλα γιατί υπάρχουν τα όπλα, υπάρχουν τα ναρκωτικά, και τη νύχτα μεγεθύνονται τα πράγματα και τα συναισθήματα. Οπότε όλο αυτό αποτελεί μια μεγέθυνση της καθημερινότητας.
Πώς βιώνεις αυτή τη σχετικότητα που αφορά το έγκλημα και τι συνιστά έγκλημα τελικά;
Το θέμα είναι ποιος διαπράττει το έγκλημα. Έχουν φτιαχτεί τα κράτη, έχουν θεσπίσει νόμους, Υπάρχουν όμως και εγκλήματα πολέμου, κρατικά εγκλήματα…Το κράτος έφτιαξε στρατόπεδα συγκέντρωσης, το κράτος φτιάχνει camp για μετανάστες, το κράτος βουλιάζει τις βάρκες τους. Οπότε είναι σχετικό το ποιος κάνει τι και τι ορίζουμε ως έγκλημα. Όταν, λοιπόν, το κράτος κάνει όλα αυτά, είναι δεδομένο ότι και το άτομο θα αναρωτηθεί τι είναι έγκλημα και τι όχι. Σίγουρα αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα και του δικού μου Ρασκόλνικοφ, έτσι όπως τον έχω εγώ δομήσει στο μυαλό μου. Αυτή η ρευστότητα υπάρχει στα πράγματα. Και εκεί είναι το σημείο που ισορροπεί σε ένα σε ένα σκοινί και λέει “το κράτος κάνει αυτά. Εγώ τι κάνω; Δεν είναι καρκίνωμα η γριά τοκογλύφος;” Και απέναντι λοιπόν στα εγκλήματα του κράτους, εγώ τι κάνω;
Από την άλλη πλευρά και οι δύο ήρωές σου επιλέγουν σαν τιμωρία τη θανατική ποινή και όχι τη συμμόρφωση…
Η αλήθεια είναι ότι με έχει μπερδέψει το κομμάτι αυτό, μου έχει δημιουργήσει ερωτήματα πολύ ενδιαφέροντα, με την έννοια του τώρα τι θα έκανε ένας Ρασκόλνικοφ; Τι θα έκανε η Σόνια; Πώς θα τον παρέσυρε στο να πάει να παραδοθεί; Και αυτά τα ερωτήματα, τα έχω ζήσει πολύ έντονα λόγω του πατέρα μου που πήγε φυλακή. Είναι πολύ δυνατό το κομμάτι της συντρόφου. Και το βιώνω και εγώ προσωπικά με τη σύντροφό μου, αλλά και μέσω της μάνας μου στο πώς έχει στηρίξει τον πατέρα μου. Και συνιστά ένα ερώτημα για μένα, το πως παραδίνεται ο σύγχρονος Ρασκόλνικοφ. Η κίνησή του αυτή σημαίνει πως αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του.
Είναι μία είδους κάθαρση αυτή;
Θεωρώ ότι το γεγονός πως ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του και των πράξεών του είναι πολύ σημαντικό. Και είχα ανάγκη το κομμάτι της Σόνιας που φέρνει το θρησκευτικό κομμάτι μέσα στην παράσταση με έναν new age τρόπο. Αμφιταλαντεύεται και η ίδια και προτείνει να φύγουν, να αποδράσουν. Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη αυτή τη σκέψη της απόδρασης και της διαφυγής στο άγνωστο. Αλλά κάτι πολύ εσωτερικό τον οδηγεί τον ήρωα να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του.
Πάντως αυτού του είδους η συντροφικότητα είναι πολύ σπάνια…
Ζούμε στον αιώνα της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης και είναι πολύ ευχάριστο αυτό. Ωστόσο, για τον λόγο αυτό υπάρχει πολύ το εγώ και ο εαυτός μας στη σχέση. Πρώτα πάει το “εγώ” και μετά ο άλλος. Τώρα ζούμε νομίζω μια μεταβατική περίοδο που πρέπει να τα βρούμε με τον εαυτό μας. Είναι δύσκολο να υπάρξει συντροφικότητα. Πιστεύω ότι σε 100 χρόνια θα έχει ωριμάσει όλο αυτό. Δε θα ζούμε πια στο κλειστό κύκλωμα της οικογένειας, θα ζούμε πιο συντροφικά, πιο ουσιαστικά και όχι πιο συζυγικά.
Ο ρεαλισμός και η σύγχρονη δόξα του θεάτρου
Ας επιστρέψουμε στις παραστάσεις που πρωταγωνιστείς, που βρίθουν από ρεαλισμό. Ο ρεαλισμός γνωρίζει τη δική του δόξα στο θέατρο και αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό….
Ναι και οι δύο παραστάσεις έχουν μπόλικο ρεαλισμό. Εγώ το φοβόμουν αυτό. Φοβόμουνα πάρα πολύ γιατί το είχα παρεξηγήσει με την έννοια του ότι έβλεπα από το 2000 και μετά ρεαλισμό που θεωρούσα τελείως ψεύτικο. Τώρα όμως έχει έρθει ένας νέος ρεαλισμός, πιο ουσιαστικός, που τον βλέπεις να γίνεται εκείνη τη στιγμή. Γράφονται έργα δηλαδή που τα βιώνεις εκείνη την ώρα, διαδραματίζονται μέσα σε δύο ώρες. Η Λένα Κιτσοπούλου έκανε μία τομή όταν τον έφερε στο θέατρο. Και ο Οικονομίδης στον κινηματογράφο.
Υπάρχει μια αυθεντικότητα και μια ειλικρίνεια στα πράγματα πια. Δεν υπάρχει πια αυτό το κομμάτι του ακίνδυνου. Θα δω θέατρο και δεν είναι δεδομένο πως θα γυρίσω σπίτι μου και θα κοιμηθώ καλά. Υπάρχει μια ταραχή και είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό.
Ελπίζω να μην κανονικοποιηθεί και ο ρεαλισμός, να παραμείνει ρευστός και να τον “ψάχνεις” κάθε φορά. Τώρα νομίζω ότι έχει έρθει στη σκηνή και παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η προσωπικότητα και το βίωμα. Στη σκηνή πάνω ανεβαίνω ως πολιτικό ον. Λέω τα λόγια μου, γιατί θέλω να τα πω, και αυτή η δράση που κάνω είναι γιατί θέλω εγώ να την κάνω με έναν τρόπο. Υπάρχει μια αυθεντικότητα και μια ειλικρίνεια στα πράγματα πια. Δεν υπάρχει πια αυτό το κομμάτι του ακίνδυνου. Θα δω θέατρο και δεν είναι δεδομένο πως θα γυρίσω σπίτι μου και θα κοιμηθώ καλά. Υπάρχει μια ταραχή και είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό.
Πώς βλέπεις το μέλλον των θεάτρων που πλέον γεμίζουν; Έχουμε πια κουραστεί τόσο από τις οθόνες;
Σίγουρα ισχύει αυτό με τις οθόνες. Νομίζω όμως πως η επόμενη εξέγερση θα γίνει για τον χρόνο, για τον χρόνο που πρέπει να έχουμε και την παύση που πρέπει να κάνουμε στα πράγματα.
Το θέατρο δεν είναι μία παύση;
Είναι μία παύση, όμως έχουμε πέσει στην παγίδα του scrolling και στο θέατρο. Φτιάχνουμε παραστάσεις για να μην βαρεθεί ο κόσμος και να μην σκρολάρει μέσα στην παράσταση; Προσωπικά θα ήθελα να γίνει μια παράσταση πολύ αργή. Για να υπενθυμίσουμε στον κόσμο ότι υπάρχει και ο χρόνος. Πώς μπορεί να πάρει τον χρόνο του, πως δε χρειάζεται να είναι διαρκώς στην τσίτα. Δεν υπάρχει αυτή η παύση, ο εσωτερικός χρόνος πια, αισθανόμαστε κυνηγημένοι, ότι δεν προλαβαίνουμε. Μας έχει μπει αυτό το μικρόβιο πως αν δεν κάνουμε κάτι όλη την ώρα, δεν είμαστε χρήσιμοι. Οπότε πια έτσι μεγαλώνουν και τα παιδιά μας. Είναι σε μια ένταση όλη την ώρα. Δεν υπάρχει χρόνος για τεμπελιά και η τεμπελιά είναι μία όμορφη λέξη…