ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ;

Ένας Αφγανός περιγράφει στο Magazine τη μάχη επιβίωσης που δίνει ο λαός του Αφγανιστάν για να σωθεί από τη φτώχεια, το κρύο και την πείνα.

Φόβος, ανασφάλεια, αβεβαιότητα, περιορισμοί, κοινωνικός αποκλεισμός, κατάρρευση. Αυτά ήταν τα πρώτα ζητήματα, τα βασικά ερωτήματα του περασμένου Αυγούστου για το μέλλον του Αφγανικού λαού από την επάνοδο των Ταλιμπάν και την απόσυρση όλων των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων.

Μέχρι και την αποχώρηση του τελευταίου Αμερικανού στρατιώτη από τη χώρα, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και τα φώτα της επικαιρότητας ασχολήθηκαν με τη διάδοχη κατάσταση στην κυβέρνηση μετά την παραίτηση Γκάνι, με το πρόσωπο που θα έδειχναν οι Ταλιμπάν μετά από 20 χρόνια στην εξουσία και -δικαιολογημένα- με το μέλλον των γυναικών στη σκιά του νόμου της Σαρία. Μετά; Σιωπή…

Η διεθνής κοινότητα έπαψε να έχει το ίδιο ενδιαφέρον για τις συνθήκες χάους στο Αφγανιστάν, παύοντας και κάθε βοήθεια προς τον Αφγανικό λαό, τα φώτα της επικαιρότητας έσβησαν και κανείς πια δεν ξέρει τι απέγιναν ή τι θα απογίνουν τα “Χελιδόνια της Καμπούλ” σε αυτό το μακρινό και αγωνιώδες ταξίδι επιβίωσης.

Σήμερα, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την κατάληψη της Καμπούλ που σηματοδότησε την αλλαγή καθεστώτος στη χώρα, τα προβλήματα των Αφγανών για το αύριο έχουν πολλαπλασιαστεί, μόνο που το “αύριο” στην προκειμένη περίπτωση χάνει κάθε μεταφορική σημασία. Η φτώχεια, η πείνα, το κρύο που δεδομένα θα τα επιδεινώσει, η έλλειψη θέρμανσης, η ξηρασία, η ανεργία, η κατάρρευση δομών, προβλήματα που έχουν απλωθεί πέρα από την άγρια όψη και τις άγνωστες διαθέσεις των Ταλιμπάν.

Οικογένειες που πουλάνε τα ανήλικα κορίτσια τους για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, οικογένειες που διαλύονται στα σύνορα ψάχνοντας ένα παράθυρο ελευθερίας και -καλύτερης- ζωής, άνθρωποι που δυσκολεύονται να προμηθευτούν ή να καλλιεργήσουν είδη πρώτης ανάγκης, νέοι που δεν μπορούν να εργαστούν, παιδιά που δεν μπορούν να πάνε σχολείο, βρέφη που κινδυνεύουν να πεθάνουν από υποσιτισμό.

HECTOR RETAMAL/AFP


Η ανθρωπιστική κρίση βαθαίνει στο Αφγανιστάν, την ώρα που ο χειμώνας απλώνει τα δόντια του πάνω από τη χώρα, αποτελώντας πια μεγαλύτερη απειλή από τους Ταλιμπάν.

Πριν σκεφτούμε πώς θα βρούμε δουλειά, πρέπει πρώτα να βρούμε φαγητό να φάμε

Τα λόγια που ακολουθούν ανήκουν σε έναν 42χρονο Αφγανό, ο οποίος δέχτηκε να μιλήσει στο Magazine υπό καθεστώς ανωνυμίας. Οι περιγραφές του Ζ. για την κατάσταση στο Αφγανιστάν κρατούσαν απόσταση ασφαλείας από τις πρακτικές και τη διακυβέρνηση των Ταλιμπάν, τους οποίους απέφυγε να αναφέρει, ακόμα και να προφέρει κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. Για τον προφανή φυσικά λόγο: “Ασφαλώς και φοβάμαι. Ο καθένας φοβάται. Και όταν κινδυνεύει η ζωή σου τι μπορείς να πεις…”.

Ο ίδιος βρισκόταν στην Καμπούλ όταν εκείνη παραδόθηκε στα χέρια των Ταλιμπάν. Εκεί ζει μαζί με τη σύζυγό του και τις τέσσερις κόρες τους, ηλικίας τριών, πέντε, επτά και 11 ετών. Μόνο η μία πηγαίνει σχολείο, αφού τα δημοτικά είναι κλειστά.

Πέρα από την τραγική περιγραφή του, εξίσου τραγική είναι και η ειρωνεία της προσωπικής του ιστορίας, όταν τον Φεβρουάριο του 2015 αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα της κρίσης όπου είχε βρει καταφύγιο κάποια χρόνια νωρίτερα και να επιστρέψει στη χώρα του, ελπίζοντας ότι εκεί θα ξαναβρεί όσα εγκατέλειψε το 2001, με την προσμονή και την προσδοκία των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.

“Είχαμε φύγει με τα πόδια και καταλήξαμε στην Ελλάδα. Ήταν Σεπτέμβριος του 2001 και η κατάσταση εδώ ήταν περίπου ίδια, λίγο πριν από την εισβολή των Αμερικανών. Όπως και τώρα, έτσι και τότε, αρκετός κόσμος που κινδύνευσε έφυγε από τη χώρα. Έμεινα στην Ελλάδα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015 όταν και αποφάσισα να γυρίσω στο Αφγανιστάν. Θέλαμε να έρθουμε να μείνουμε πίσω στη χώρα μας, γιατί ελπίζαμε πως θα έχουμε κράτος, πιστεύαμε ότι θα υπάρχει ηρεμία. Ότι δεν θα υπάρχει πόλεμος, ούτε και προβλήματα. Πιστεύαμε ότι θα είναι καλύτερα. Περιμέναμε ότι σιγά-σιγά τα πράγματα θα πήγαιναν προς το καλύτερο, όχι ότι θα έρθουν έτσι. Δεν περιμέναμε ότι θα επιστρέφαμε στο αρχικό σημείο”, λέει σε άψογα ελληνικά, γεγονός που εξηγείται κι από την πιστοποίηση ελληνικής γλώσσας που κατάφερε να πάρει κατά τη παραμονή του στην Ελλάδα.

“Περάσαμε δύσκολα, αλλά τώρα νιώθουμε περισσότερο ασφαλείς”, απαντά σε ερώτηση σχετικά με τον φόβο για τους Ταλιμπάν, προσπαθώντας μέσα από το ακουστικό να “φωτογραφίσει” και να συμπυκνώσει μέσα σε λίγες λέξεις την κατάσταση που επικρατεί.

“Ήμασταν στην Καμπούλ όταν μπήκαν. Ήταν πολύ δύσκολες μέρες. Αλλά παραμένουν δύσκολες, σε πολλά ακόμη πράγματα. Δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχουν μισθοί, δεν υπάρχουν χρήματα. Θυμάστε πως ήταν η Ελλάδα μετά το 2009. Πώς ήταν τα χρόνια εκείνα. Μόνο που εδώ είναι πολύ χειρότερα. Εκεί τουλάχιστον υπήρχε κράτος. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Παλεύουμε για να ζήσουμε”.

Φαίνεται, όμως, πως “οι δύσκολες μέρες”, ακόμα δεν έχουν έρθει:

“Και έρχεται και χειμώνας. Από τη μία λοιπόν ο χειμώνας, από την άλλη έχουν μειωθεί τα έσοδά μας, που ουσιαστικά είναι στο μηδέν. Από παντού υπάρχουν προβλήματα. Δεν υπάρχουν λεφτά, δεν υπάρχει δουλειά, δεν υπάρχει φαγητό στα σπίτια των ανθρώπων. Και όλες οι χώρες σταματούν να βοηθούν το Αφγανιστάν. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε ούτε και να κάνουμε τίποτα. Θυμάστε στην Ελλάδα πόσες δουλειές χάθηκαν και πόσα μαγαζιά και εργοστάσια έκλεισαν στην περίοδο της κρίσης. Εδώ έχουν σταματήσει όλες οι δουλειές. Πριν σκεφτούμε πώς θα δουλέψουμε, πρώτα πρέπει να σκεφτούμε τι φαγητό θα φάμε για να ζήσουμε”.

Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ, παραπάνω από τον μισό σχεδόν πληθυσμό των 39 εκατομμυρίων κατοίκων του Αφγανιστάν αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια αυτόν τον χειμώνα.

“Θα έχουμε νεκρούς από το κρύο, αλλά κυρίως θα έχουμε νεκρούς από την πείνα. Οι άνθρωποι δεν θα έχουν ψωμί να φάνε. Δεν θα έχουμε τρόπο μα ζεσταθούμε. Όταν δεν έχεις λεφτά, δεν μπορείς να αγοράσεις ούτε ξύλα ούτε τίποτα. Και πιστέψτε με, θα είναι πολύ τσουχτερό το κρύο αυτόν τον χειμώνα.


Εμείς τις μισές μέρες δεν έχουμε ρεύμα. Δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε τους λογαριασμούς. Σήμερα έχουμε ρεύμα, αύριο δεν έχουμε. Κι ακόμα δεν έχει μπει για τα καλά ο χειμώνας. Όταν θα έρθει το τσουχτερό κρύο δεν ξέρω τι θα κάνουμε. Ήδη με το ζόρι παλεύουμε. Θέρμανση δεν υπάρχει. Με ξύλα ό,τι κάνουμε. Προσπαθούμε με κάθε τρόπο να επιβιώσουμε. Καθημερινά ψάχνουμε τρόπους για να βρούμε ένα κομμάτι ψωμί. Περνάμε πολύ δύσκολα και δεν είμαστε μόνο εμείς. Πολλοί άνθρωποι είναι στην ίδια κατάσταση αυτή τη στιγμή”.

Σύμφωνα με τη Unicef και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας περισσότερα από 3 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών είναι αντιμέτωπα με οξύ υποσιτισμό τον χειμώνα. Οι μητέρες δεν τρώνε αρκετά και δεν έχουν γάλα για να δώσουν στα παιδιά τους, τα οποία δεν αναπτύσσονται.

Ο άνθρωπος αυτός, που λίγα χρόνια νωρίτερα εργαζόταν στην Ελλάδα, επέστρεψε στη χώρα του, αξιοποιώντας τη γνώση του γύρω από την κατασκευή πλεξιγκλάς και διαφημιστικών σταντ για να ανοίξει τη δική του μικρή επιχείρηση. Πλέον;

“Τώρα είμαι άνεργος. Όλες οι δουλειές έχουν σταματήσει εδώ. Τα πάντα. Δεν λειτουργεί αυτή τη στιγμή τίποτα. Εγώ είχα ένα μικρό εργοστάσιο όπου φτιάχναμε διαφημιστικά σταντ, πλεξιγκλάς κλπ. Τώρα φυσικά αυτό έκλεισε. Πώς μπορούσε να λειτουργήσει όταν δεν υπάρχουν λεφτά, ανοιχτά μαγαζιά ή ζήτηση; Δουλεύαμε 6-7 άτομα. Δεν μπορούσα να τα πληρώσω φυσικά αυτά τα άτομα. Ούτε για τον εαυτό μου δεν μπορούσα να βγάζω λεφτά πλέον”.

Το ερώτημα ασφαλώς για το πώς μπορεί να συντηρηθεί μία εξαμελής οικογένεια σε αυτές τις συνθήκες παραμένει αναπάντητο.

Η γυναίκα μου δεν μπορεί να δουλέψει. Από πριν ήταν δύσκολο, πλέον όμως είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Και να υπήρχαν δουλειές δεν θα μπορούσε να δουλέψει. Είναι δύσκολο για μία γυναίκα να εργαστεί εδώ. Θα θέλαμε να έρθουμε πίσω στην Ελλάδα. Αγαπάω τη χώρα και έχω ακόμη φίλους εκεί. Δεν είναι εύκολο όμως να γυρίσουμε. Δεν έχουμε διαβατήρια και δεν ξέρουμε αν μπορούμε και πώς μπορούμε να φύγουμε. Εκτός αυτού είναι και επικίνδυνο. Με κάποια δυσκολία ίσως και να τα καταφέρναμε”.


Μέσα από αυτά τα λόγια είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την αγωνία για την επόμενη μέρα, αλλά και την απόγνωση των Αφγανών. Πίσω από τον φόβο και την ανησυχία, διακρίνεται και ο θυμός: “Το παράπονό μου από τις ξένες δυνάμεις, ειδικά από την Αμερική είναι ότι στα 20 χρόνια, το μόνο που κατάφερε ήταν να μας φέρει στην αρχική κατάσταση. Δεν θέλουμε ποτέ ξανά αμερικανική παρέμβαση στη χώρα μας. Ό,τι και να γίνει θέλουμε μία αφγανική λύση, με όποιο κόστος. Αρκετά. Αρκετά πάθαμε με τις ξένες δυνάμεις τόσες δεκαετίες. Πρέπει να βρεθεί μία λύση μέσα από το Αφγανιστάν. Αυτό που θέλουμε από τη διεθνή κοινότητα είναι να σκεφτούν με κάποιο τρόπο να βοηθήσουν τον κόσμο να μην πεθάνει. Πρέπει να σωθεί ο κόσμος, να σωθούν τα παιδιά. Να βρεθεί μία λύση, αλλιώς θα έχουμε τραγικές συνέπειες”.


Τι ακριβώς συμβαίνει στο Αφγανιστάν;

Αν μετά από αυτή την περιγραφή ήθελε κάποιος να μάθει περισσότερα για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, δεν θα μπορούσε να βρει πιο σαφή και λεπτομερή εικόνα από αυτή που μετέφερε στο Magazine ο Διευθυντής του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, Γιονούς Μουχαμαντί που ζει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια, ασφαλή χώρο στη συζήτηση βρήκαν και οι Ταλιμπάν.

“Πέρα από τη φτώχεια, το πρώτο πράγμα που επιδεινώνεται είναι το θέμα της ασφάλειας των Αφγανών. Στις μεγάλες πόλεις ειδικά, κάθε μέρα το αίσθημα ανασφάλειας είναι όλο πιο αισθητό. Όλο και περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας, απαγωγές, ενώ όποιος είχε οποιαδήποτε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση βρίσκεται σε κίνδυνο. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι η φτώχεια”, λέει πριν περιγράψει την πιο χαρακτηριστική περίπτωση, αυτή της Καμπούλ:

“Στη δυτική πλευρά της Καμπούλ, που είναι πιο φτωχός πληθυσμός, συμβαίνουν τα εξής τρία ενδεχόμενα: Υπάρχουν γυναίκες με παιδιά που έχασαν τις δουλειές τους και δεν έχουν πλέον ούτε να φάνε. Μετά, η δεύτερη περίπτωση που είναι λίγο καλύτερη, να εργάζεται ο σύζυγός τους, ενώ τρίτο είναι ότι τα παιδιά δεν πάνε πλέον σχολείο, όπως και οι δασκάλες που επίσης χάσανε τις δουλειές τους”.


Όλα αυτά, την ώρα που το διαχρονικό πρόβλημα της ξηρασίας γίνεται ακόμη πιο σοβαρό σε ένα κράτος χωρίς δομές, χωρίς μηχανισμούς, “χωρίς τίποτα”, όπως είπε ο κ. Μουχαμαντί.

“Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα ξηρασίας. Όταν δεν βρέχει στο Αφγανιστάν δεν υπάρχει νερό. Για να καταλάβετε το μέγεθος του προβλήματος, σκεφτείτε πως, όταν βρέχει, σε κάποια σημεία που μαζεύονται νερά πηγαίνουν άνθρωποι και ζώα για να πιούν νερό. Τους έχω δει με τα μάτια μου. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα ύδρευσης. Τεράστιο. Όχι μόνο στην Καμπούλ. Βλέπεις παιδιά να κουβαλάνε κουβάδες με νερό για 1,5 με δύο ώρες για να το πάνε στο σπίτι. Αυτό το πρόβλημα, λοιπόν, είναι πολύ έντονο λόγω της ξηρασίας, αλλά και της έντονης αύξησης του πληθυσμού. Και φέτος είναι ακόμα μεγαλύτερο”.


Και τι κάνουν οι Ταλιμπάν γι’ αυτό; “Δεν τους νοιάζουν καθόλου αυτά τα προβλήματα. Προσπαθούν μόνο επικοινωνιακά να οργανώσουν το Υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, Υπουργός είναι ένας από τους μεγαλύτερους τρομοκράτες του κόσμου. Έχουν αφήσει πάρα πολλές υπηρεσίες στην τύχη τους. Ασχολούνται μόνο με αυτές που τους δίνουν λεφτά. Όπως τις υπηρεσίες των συνόρων. Μόνο αυτές οργανώνουν. Αν ακούσετε αναλυτές στην κρατική τηλεόραση της χώρας, θα καταλάβετε πως, αν οι Ταλιμπάν προσπαθούσαν να οργανώσουν τη χώρα καλύτερα, τα έξοδά τους θα ήταν πολύ λιγότερα από τα έξοδα της προηγούμενης κυβέρνησης. Αλλά επειδή τώρα χρειάζονται οι ίδιοι λεφτά, ασχολούνται μόνο με τις υπηρεσίες από τις οποίες έχουν έσοδα”, σημειώνει ο Διευθυντής του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων για να καταλήξει:

Είναι τέτοια η κατάσταση στο Αφγανιστάν όπου οι Αφγανοί εύχονται να μπορέσουν οι Ταλιμπάν να ξαναχτίσουν τη χώρα, γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Σκεφτείτε ότι έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι να υπάρξει πάλι διχασμός. Αν υπάρξει διχασμός, θα υπάρξει εμφύλιος και έπειτα θα εμπλακούν πάλι οι ξένες δυνάμεις, οι ΗΠΑ από τη μία, η Κίνα από την άλλη, η Ρωσία το Πακιστάν και το Ιράν. Και έτσι το Αφγανιστάν θα γίνει πάλι πεδίο σφαγών και διαμάχης, με τον Αφγανικό λαό να γίνεται και πάλι το θύμα”.

“Προνομιούχοι όσοι καταφέρνουν να φύγουν”

Όπως μας εξηγεί ο κ. Μουχαμαντί η εικόνα που υπήρχε για τη διεθνή χρηματοδότηση όλων των προηγούμενων ετών στο Αφγανιστάν ήταν πλασματική. Από τη διεθνή βοήθεια που πήγαινε τα προηγούμενα χρόνισ στο Αφγανιστάν, μόλις το 15% έφτανε στον απλό αφγανικό λαό. Τα υπόλοιπα ήταν τα έξοδα των ΜΚΟ, τα οποία πήγαιναν στις τσέπες των αρχών. Υπήρχε απίστευτη διαφθορά. Όχι μόνο στο Αφγανιστάν. Υπήρχε και στις ΜΚΟ. Φανταστείτε ότι πριν από την επιστροφή των Ταλιμπάν, έβλεπες 2-3 οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών σε έναν δρόμο”.

Ο ΟΗΕ κατάφερε πρόσφατα να συγκεντρώσει το ποσό των 606 εκ. δολαρίων που είχε ζητήσει ως έκτακτη βοήθεια μέχρι το τέλος του έτους προκειμένου να περιορίσει την ανθρωπιστική καταστροφή στο Αφγανιστάν. Με τα χρήματα αυτά ο ΟΗΕ θα προσφέρει βοήθεια ως το τέλος του χρόνου σε 11 εκατομμύρια ανθρώπους στο Αφγανιστάν.

Πότε θα ανταποκριθεί, λοιπόν, η διεθνής κοινότητα στις εκκλήσεις του απλού Αφγανικού λαού; Ο χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος. Θα έχουμε ανυπολόγιστη ανθρωπιστική κρίση, με την έννοια ότι θα πεθάνουν παιδιά, γυναίκες, εκατοντάδες άνθρωποι. Αν σε αυτό το κομμάτι, η διεθνής κοινότητα και ο ΟΗΕ δεν κάνουν κάτι, είναι σίγουρο ότι η ανθρωπιστική κρίση που υπάρχει τώρα δεν θα είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα ακολουθήσει. Αυτή τη στιγμή παιδιά πεθαίνουν από την πείνα. Αυτή τη στιγμή οικογένειες, ειδικά πολύτεκνες και κυρίως με κορίτσια, πουλάνε τα παιδιά τους. Τα σπίτια δεν έχουν θέρμανση και το κρύο δεν έχει μπει ακόμα καλά-καλά. Υπάρχει πρόβλημα θέρμανσης, έλλειψη φαγητού και την ίδια ώρα έξαρση βίας. Σε δύο μήνες είχαμε τουλάχιστον 40 απαγωγές. Κι αυτές δεν γίνονται από Ταλιμπάν, αλλά από κλέφτες.


Η πώληση νεαρών κοριτσιών στο Αφγανιστάν έχει γίνει καθημερινό φαινόμενο, αφού πολλές οικογένειες δεν είναι σε θέση να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν είδη πρώτης ανάγκης. Πωλούνται σε άντρες για γάμο ή ως σύγχρονες σκλάβες. Μολονότι ο γάμος ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει τα 15 έτη είναι παράνομος, εφαρμόζεται, ακόμα πιο συχνά από τον περασμένο Αύγουστο.

Υπάρχει τεράστια βία στα σύνορα, ενώ την ίδια ώρα το Ιράν στέλνει Αφγανούς πίσω στο Αφγανιστάν. Πολλοί φυσικά προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη φυγή των Αφγανών. Ζητάνε λεφτά για να τους βγάλουν από τη χώρα. Έχουν χαθεί παιδιά, έχουν διαλυθεί οικογένειες. Αυτό πια είναι δεδομένο. Είναι δεδομένο πλέον ότι κατά τη διαφυγή θα υπάρχουν απώλειες. Μία οικογένεια που θα βγει από τα σύνορα χωρίς να έχει απώλειες θα είναι πολύ τυχερή. Αφού πληρώσει φυσικά. Αυτοί που καταφέρνουν να φύγουν είναι οι “προνομιούχοι”. Γιατί αυτοί έχουν τα λεφτά που χρειάζονται για να φύγουν”.

Η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία ανέστειλε στα τέλη Αυγούστου την αρωγή που προσέφερε στο Αφγανιστάν μετά την ανακατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, εξετάζει τη χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας διά της ανακατεύθυνσης χρηματοδοτήσεων από το ειδικό ταμείο για την ανοικοδόμηση της χώρας. Συγκεκριμένα, εξετάζεται να εκταμιευθεί ποσό ύψους 500 εκατ. δολαρίων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα