ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΧΙΨΤΕΡ;
Οι χίψτερ ενσάρκωσαν τη μετάβαση της κουλτούρας. Κατέληξαν να είναι τουρίστες ανάμεσα στις φυλές, συμβολίζοντας ακριβώς αυτό: «το τέλος των φυλών». Μέχρι να έρθει το δικό τους τέλος.
Ο χίψτερ πέθανε.
Σιγά την είδηση, θα πείτε. Αν γκουγκλάρεις “death of hipster”, η αναζήτηση θα αποδώσει 11.3 εκατομμύρια αποτελέσματα. Πολλά από αυτά είναι εμβριθή άρθρα που γράφτηκαν, κυρίως σε αγγλοσαξονικά μέσα, κάποια στιγμή μεταξύ 2008-2015 θέλοντας να αποδομήσουν (αφού πρώτα είχαν ξεζουμίσει) έναν ανθρωπότυπο που επιβίωνε επί δεκαετίες αλλάζοντας ελαφρά νόημα, μέχρι να καταλήξει ανέκδοτο και πρώτη ύλη για εκατοντάδες χιλιάδες memes.
Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 – αρχές της δεκαετίας του ’50 για να περιγράψει τους λευκούς που έβρισκαν καταφύγιο στα τζαζ κλαμπ των Αφροαμερικανών για να αισθανθούν μέλη μιας πραγματικά ζωντανής «επικίνδυνης» κουλτούρας, και μιας κοινότητας που αντιστεκόταν στη μεταπολεμική νόρμα της baby boom ευημερίας. Ο όρος εξελίχθηκε, πάντα ταυτισμένος με την έννοια του «προχωρημένου». Οι χίψτερ ήταν οι πρώτοι που υιοθετούσαν τις νέες τάσεις, συχνά εκείνοι που τις δημιουργούσαν και, φυσικά, ακόμα συχνότερα εκείνοι που πρώτοι τις εγκατέλειπαν μόλις ξεπερνούσαν ένα ορισμένο «σημείο βρασμού» όσον αφορά τη μαζικότητα.
Ο χίψτερ ήταν εκείνος που βάφτισε “White Negro” ο Νόρμαν Μέιλερ στα 50s, o μοντέρνος boho κάθε εποχής μέχρι περίπου την αλλαγή της χιλιετίας που εμπεδώθηκε η παγκοσμιοποίηση. Μετά το μιλένιουμ, λοιπόν, οι «indie εναλλακτικοί» που διέσχισαν τα 90s απορρίπτοντας τον καταναλωτισμό, αφού πρώτα είχαν ορκιστεί στον Κερτ Κομπέιν, μετεξελίχθηκαν σε μια νέα κοινωνική και οικονομική δύναμη: ήταν νέοι μποέμ με καλλιτεχνικές ανησυχίες (μουσικοί, πάσης φύσεως designers, γενικώς κι αορίστως γραφιάδες και καλλιτέχνες) που για να τις υποστηρίξουν έπρεπε να κάνουν ευκαιριακές δουλειές μέχρι να τους «κάτσει η φάση», εντρεπρενέρ που δεν ήθελαν να λανσάρουν το επόμενο Facebook αλλά να κάνουν «πολυχώρους» και φεστιβάλ, όπως επίσης και όσοι νέοι επαγγελματίες του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας έμοιαζαν αρκετά edgy για να τους πλησιάσουν τα brands προκειμένου να «κάτσουν με τη νεολαία».
Όλοι τους «επαναστάτες καταναλωτές» που χρησιμοποιούσαν το να είσαι «μοντέρνος» ως μηχανισμό άμυνας. Απέναντι στην ομοιομορφία, στο mainstream, στη «μηχανή». Αντίσταση μέσα από την τελετουργία της καθημερινότητας, δηλαδή. Όπως λίγο πολύ συνέβαινε πάντα, δηλαδή.
Συγκεντρώθηκαν σε μικρά χιψτερικά χωριά ανά τον κόσμο (Γουίλιαμσπεργκ στο Μπρούκλιν και Λόουερ Ιστ Σάιντ στο Μανχάταν // Μπρίξτον, Ντάλστον, και γενικά Ανατολικό Λονδίνο // Σίλβερ Λέικ στο Λος Άντζελες // Ίννερ Μίσιον στο Σαν Φρανσίσκο // Κρόιτσμπεργκ και Νόικελν στο Βερολίνο // «εξοχικό» η Βαρκελώνη για τα φεστιβάλ), μόνο που αν κυκλοφορούσες εκεί και τους έβλεπες θα καταλάβαινες ότι έγιναν αυτό που πάλευαν να αποφύγουν: μια παγκόσμια καρικατούρα.
Κοκκάλινα γυαλιά, ναυτικά μουστάκια και μακριά μούσια, μονοποικιλιακά λάτε και ζυμάρια, ψωμιά, πολλά ψωμιά, μικροζυθοποιίες με σοφιστικέ ετικέτες και κοκτέιλ σε βαζάκια, βιγκανισμός και kale, ποδήλατα και βέσπες, καρό φλάνελ πουκάμισα και skinny τζιν, thathipsterporn και Ηype Μachine, MGMT κι Arcade Fire το πρωί – Kanye το βράδυ, βινίλια, κασέτες κι «ακούω μπάντες που δεν υπάρχουν ακόμα», American Apparel και σκανδιναβικά backpacks. Μια κουλτούρα πολύ λευκή, πιο πολύ αρσενική απ’ ότι θηλυκή (παρά τη ρευστότητά της), στο τέλος της ημέρας πάρα πολύ καπιταλιστική. Με βασικό χαρακτηριστικό, την ίδια την άρνηση αυτής της ταυτότητας. Το πιο σύντομο χιψτερικό ανέκδοτο: «Δύο χίψτερ τσακώνονται επειδή είπε ο ένας τον άλλον χίψτερ…»
Μόνο που στο μεταξύ, όλα έγιναν ψηφιακά. Στο ίντερνετ μπορούσες να είσαι τα πάντα χωρίς απαραίτητα να τα ζεις (…ή να τα έχεις ζήσει στο παρελθόν). Μπορούσες να είσαι, δηλαδή, fauxhemian, άρα «φασαίος»;
Οι χίψτερ ενσάρκωσαν τη μετάβαση της κουλτούρας. Κατέληξαν να είναι τουρίστες ανάμεσα στις φυλές, συμβολίζοντας ακριβώς αυτό: «το τέλος των φυλών» (Αχ, αυτές «οι φυλές της πόλης» – κάποτε τα περιοδικά σπρώχνονταν να τις περιγράψουν, στην πορεία έγιναν τζιζ, κακά, «λάιφσταϊλ».) Οι χίψτερ σταδιακά μετατράπηκαν από early adopters σε ουραγούς κάθε «σκηνής» – η άφιξή τους μάλιστα ήταν ένδειξη μη αυθεντικότητας, ήταν το τέλος της. Πόσο να επιβιώσουν με μόνο όπλο μια ειρωνική διάθεση απέναντι στα πάντα; «Η στιγμή που τους ανήκε τελικά αντί να παράξει καλλιτέχνες έβγαλε τατουατζήδες, αντί να δώσει καλή λογοτεχνία χάρισε απλά μερικές ωραίες γραμματοσειρές», λέει ο αφορισμός σε ένα ιστορικό κείμενο του NY mag. Ίσως, μάλιστα, εξαφανίστηκε κι αυτό στο οποίο πάσχιζαν να αντισταθούν. Στο Vox, πρόσφατα, έγραψαν «ξεχάστε αυτά που ξέρατε: δεν υπάρχουν πια τρεντ, δεν υπάρχει πια mainstream – εξαφανίστηκαν».
Θα μου πείτε και με το δίκιο σας, εδώ έχουμε πολύ σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούμε – το καλοκαιρινό κύμα πανδημίας, έναν καύσωνα που έρχεται, έναν πόλεμο που έχουμε ξεχάσει, το σουβλάκι στα 3.5 ευρώ, τη ΝΔ να αποκηρύσσει τη Λατινοπούλου – τι μας ταλαιπωρείς με αμφιλεγόμενη κοινωνιολογία τσέπης; Η χίψτερ στιγμή πέρασε κι από τα μέρη μας. Εισαγόμενη πάνω σε μια συντριπτική οικονομική κρίση, σε μια χώρα που έτσι κι αλλιώς δεν έχει λύσει την υπαρξιακή τραμπάλα της ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Ξημεροβραδιαστήκαμε στο ιστορικό τρίγωνο και την πλατεία Καρύτση, κάναμε χίψτερ αφιερώματα και λίστες στα free press και τα σάιτ, ψηθήκαμε με τη «νέα αγγλόφωνη σκηνή», φτάσαμε τα ενοίκια στο Παγκράτι στα 800 ευρώ και τα δωμάτια 120 ευρώ στις Μικρές Κυκλάδες, οι «νεοταβέρνες» έγιναν «νεοφούρνοι», ο «καφές τρίτου κύματος» μπήκε σε κάθε σπίτι που φιλοξενεί ένα τουλάχιστον τατού «μανίκι».
Στο τέλος της ημέρας είχαμε όντως σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούμε κι όχι πολύ άνεση για «πολιτισμικούς πολέμους». Τον αφήσαμε ευτυχώς πίσω μας τον «αθηναίο χίψτερ», αλλά και τι μας έμεινε; Πολύ φοβάμαι, μια δυσανεξία στο «μοντέρνο» (στραβώνουμε μούτρα το βαφτίζουμε υποτιμητικά «παραπολυψαγμένο» και καθαρίζουμε) και η πλήρης επικράτηση μιας συγκεχυμένης «ελληνικότητας»: ξεκινά από προσχολική τραπ, συνεχίζει σε ελληνικό χιπ χοπ (για κάθε ΛΕΞ, Anser και Τζαμάλ υπάρχουν δέκα κατατρεγμένοι κλώνοι τους), οι απαραίτητοι «Θανάσης και Σωκράτης», ακόμα και τα παιδιά που τραγουδούσαν κάποτε στ’ αγγλικά ο ένας μετά την άλλη το γυρίζουν στο ελληνόστιχο, ενώ όλοι το ξέρουν πώς στον Αρχάγγελο (ξανά) και τον Batman η Αθήνα αναστενάζει. Στα φεστιβάλ αυτού του καλοκαιριού είτε αποθεώνουμε είτε απογοητευόμαστε με 65χρονους (Cave και Bauhaus), οτιδήποτε μοιάζει με φρέσκια πρόταση (Plissken) έχει συγκεκριμένο ταβάνι, ίσως τα εικαστικά είναι το μόνο πεδίο που συνομιλεί πραγματικά με το «τώρα».
Και δεν έχουμε και τους hipsters να κράζουμε. «Ήταν μια κάποια λύσις», αλλά μεγάλωσαν κι αυτοί κι έγιναν influencers. Ή, ακόμα χειρότερα, “storytellers”…