ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΜΝΗΣΙΑ ΠΟΥ ΠΑΣΧΕΙ ΟΛΟΣ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ
H ψηφιακή αμνησία είναι η εμπειρία του να ξεχνάμε πληροφορίες που ξέρουμε πως 'θυμάται' το τηλέφωνο μας ή το laptop μας. Ό,τι όμως, είναι βολικό έχει και το τίμημα του.
Είναι γεγονός ότι η μνήμη είναι ένα πεδίο το οποίο δεν έχουν αποκωδικοποιήσει πλήρως οι επιστήμονες. Την ίδια ώρα, η τεχνολογία είναι η πιο φανταστική δικαιολογία που μπορούμε να επικαλεστούμε κάθε φορά που δεν θυμόμαστε κάτι.
Γιατί να φταίει το μυαλό μας ή η ηλικία μας ή η αφηρημάδα μας ή το ότι κάνουμε 32 πράγματα μαζί -και εύλογα δεν δείχνουμε παντού την ίδια προσοχή- που δεν θυμόμαστε αριθμούς τηλεφώνων, γενέθλια, επετείους ή ονόματα; Φταίει το γεγονός όλη η γνώση είναι ένα click μακριά. Ναι, είναι πολύ βολικό να μην χρειάζεται να ‘σπάμε’ το κεφάλι μας, για να θυμηθούμε μια πληροφορία. Αλλά όπως λένε (και) οι νευροεπιστήμονες “ό,τι είναι βολικό, έχει και το τίμημα του”.
Το Internet να είναι καλά και είμαστε και εμείς καλά. Ή δεν είμαστε;
Το μυαλό μας και τα έξυπνα τηλέφωνα μας δημιουργούν ένα περίπλοκο ιστό αλληλεπιδράσεων. Όπως αναφέρει η Guardian η σχέση μας με τα smartphones έφτασε στο πικ της εν μέσω πανδημίας, στις παρατεταμένες περιόδους του άγχους, της απομόνωσης και της εξάντλησης. Δεδομένα που είχαν συνέπειες στη μνήμη μας. Μετά ήλθε η νέα παγκόσμια κρίση και το ακόμα πιο βαθύ βύθισμα σε όσα έχει να προσφέρει μια απλή σύνδεση με το διαδίκτυο -μήπως και καταφέρουμε να ελέγξουμε κάτι από όσα αφορούν τη ζωή μας.
Τα notifications και ο άμεσος έλεγχος τους (ό,τι άλλο και αν κάνουμε) φαίνεται να επηρεάζει τι θυμόμαστε, πώς το θυμόμαστε και αν θυμόμαστε κάτι, με τους νευροεπιστήμονες να εκφράζουν την ανησυχία ότι αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε στον ολισθηρό δρόμο της ανάθεσης της μνήμης μας στις συσκευές, κάποια στιγμή θα αλλάξει ο τρόπος που προσδιοριζόμαστε. Γιατί τελικά, είμαστε ό,τι θυμόμαστε.
Πώς το Google άλλαξε τον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό μας
Aπό τότε που ‘φτιάχτηκε’ το Google εξαφανίστηκαν πολλά άγχη που είχαμε έως τότε. Όπως το να θυμόμαστε πάσης φύσεως πληροφορίες -σχετικές με την καθημερινότητα μας, τη ζωή μας και τη δουλειά μας.
Το 2011 έρευνα έκανε λόγο για την ύπαρξη του Google Effect, φαινόμενο που πρώτοι ανέφεραν η Betsy Sparrow (Columbia), η Jenny Liu (Wisconsin) και ο Daniel M. Wegner (Harvard), στην εργασία που δημοσίευσαν τον Ιούλιο εκείνου του έτους.
Όπως έγραψαν οι ερευνητές, ο εγκέφαλος μας εκπαιδεύεται στο να θυμάται από πού προέρχεται μια πληροφορία και όχι την ίδια την πληροφορία. Για αυτό και βασιζόμαστε στο διαδίκτυο και τις ψηφιακές συσκευές, για την αποθήκευση και την ανάκτηση πληροφοριών. Επιπροσθέτως, είναι και πιο εύκολο, βολικό και αποτελεσματικό από το να στηριζόμαστε στη μνήμη μας. Με αυτόν δε, τον τρόπο αφήνουμε στην ησυχία τους τις γνωστικές μας ικανότητες. Ή μήπως τις ακυρώνουμε;
Tη σήμερον ημέρα, οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν το Google Effect ως ψυχολογικό φαινόμενο. Θα τα δούμε όλα στη συνέχεια. Πρώτα θα δούμε τη μεθοδολογία της εργασίας που αποκάλυψε το φαινόμενο.
Η έρευνα έγινε σε τέσσερα μέρη.
- Στο πρώτο οι μελετητές κάλεσαν τους μετέχοντες να απαντήσουν σε σειρά από εύκολες και δύσκολες ερωτήσεις. Στη συνέχεια εκτέλεσαν τροποποιημένο Stroop task (ελέγχει την καθυστέρηση του χρόνου αντίδρασης μεταξύ συνεπών και ασυμβίβαστων ερεθισμάτων, με τη χρήση χρωμάτων και λέξεων). Περιλάμβανε καθημερινές λέξεις και άλλες που σχετίζονται με την τεχνολογία -πχ οθόνη.
- Στο δεύτερο πείραμα, οι ερωτηθέντες διάβασαν μια σειρά από δηλώσεις για επουσιώδη θέματα. Οι μισοί από αυτούς οδηγήθηκαν στο να πιστέψουν πως μπορούσαν να τις αποθηκεύσουν και να τις χρησιμοποιήσουν όταν τις χρειάζονταν. Στους άλλους μισούς δόθηκε ρητή εντολή να προσπαθήσουν να τις θυμηθούν. Στη συνέχεια εξετάστηκαν και οι δύο ομάδες κατά την ανάκληση των δηλώσεων.
- Στο τρίτο μέρος, το δείγμα διάβασε και δακτυλογραφούσε ασήμαντες δηλώσεις, πριν ενημερωθεί ότι η καταχώρισή τους διαγράφηκε, αποθηκεύτηκε ή αποθηκεύτηκε σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Στη συνέχεια, δόθηκε στους εθελοντές εργασία αναγνώρισης. Ρωτήθηκαν αν είχαν δει την ακριβή δήλωση, αν είχε αποθηκευτεί και εφόσον είχε αποθηκευτεί, πού είχε αποθηκευτεί.
- Στο τελευταίο μέρος, τα υποκείμενα πληκτρολόγησαν ξανά δηλώσεις trivia. Είχαν ενημερωθεί ότι η κάθε δήλωση είχε αποθηκευτεί σε έναν φάκελο με γενική ονομασία (π.χ. στοιχεία, γεγονότα). Στη συνέχεια δόθηκαν δύο διαφορετικές εργασίες ανάκλησης: μία για τις δηλώσεις και μία για τον συγκεκριμένο φάκελο στον οποίο αποθηκεύτηκε κάθε πρόταση.
Oι μελετητές ενημέρωσαν τον πλανήτη ότι
- οι άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται τους υπολογιστές, όταν τους τίθενται ερωτήσεις γενικής γνώσης, ακόμη και όταν γνωρίζουν τη σωστή απάντηση. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο, όταν η ερώτηση ήταν δύσκολη και η απάντηση άγνωστη,
- οι άνθρωποι δεν τείνουν να θυμούνται πληροφορίες εάν πιστεύουν ότι θα είναι διαθέσιμες για αναζήτηση αργότερα,
- εάν οι πληροφορίες αποθηκευτούν, οι άνθρωποι είναι πολύ πιο πιθανό να θυμούνται πού βρίσκονται από το να τις ανακαλέσουν και
- οι άνθρωποι τείνουν να θυμούνται είτε το γεγονός, είτε την τοποθεσία, αλλά όχι και τα δύο. Κάτι που ισχύει ακόμα και όταν οι πληροφορίες είναι πιο αξιομνημόνευτες από το όνομα της τοποθεσίας.
Τα ευρήματα επιβεβαιώθηκαν από μελέτη του ΜΙΤ που αφορούσε διδακτορικές διατριβές και συγκεκριμένα, το πώς άλλαζε διαρκώς ο τρόπος με τον οποίον οι φοιτητές ανέφεραν τις πηγές.
Διαπιστώθηκε ότι οι μηχανές αναζήτησης και η ψηφιακή αποθήκευση έγιναν πιο συνηθισμένα φαινόμενα και ότι οι μαθητές άρχισαν να βασίζονται περισσότερο στην ικανότητά τους να θυμούνται πού εμφανίζονται σχετικές πληροφορίες στην επιστημονική βιβλιογραφία -και στην ικανότητά τους να ανακτούν αυτές τις πληροφορίες-, παρά στην ικανότητά τους να θυμούνται τις ίδιες τις πληροφορίες.
Αυτό βέβαια, αποδείχτηκε πιο αποτελεσματικός τρόπος εργασίας, καθώς βοήθησε τους μαθητές να έχουν περισσότερες αναφορές στην εργασία τους και έγγραφα αναφοράς που εκδόθηκαν σε ένα ευρύτερο φάσμα ετών, από αυτό που ήταν εφικτό πριν την εμφάνιση των μηχανών αναζήτησης.
Από το Google Effect στη ψηφιακή αμνησία
Το 2015 έγινε γνωστό πως το Google effect είχε βγει από τα όρια του Google και είχε περάσει σε όλο το διαδίκτυο και σε πληροφορίες που αφορούσαν σημαντικές προσωπικές πληροφορίες.
Ανακαλύφθηκε πως το 91% των ανθρώπων αντί να προσπαθήσει να θυμηθεί λεπτομέρειες, τις αναζητούσε στο Internet -με το 44% να χρησιμοποιεί προς αυτήν την κατεύθυνση το κινητό του τηλέφωνο.
Σε μελέτη που έγινε σε 1000 καταναλωτές, ηλικίας από 16 έως 55+ χρόνων στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να θυμηθούν σημαντικές πληροφορίες -όπως το τηλέφωνο ενός δικού τους ανθρώπου. Οι μελετητές του Kaspersky Lab οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως οι εθελοντές είχαν ξεχάσει σημαντικά πράγματα, λόγω της ευκολίας που υπήρχε πια στο να βρίσκουν ό,τι θέλουν μέσω των συσκευών. Και κάπως έτσι το Google Effect μετονομάστηκε σε “ψηφιακή αμνησία”.
Η αλήθεια ωστόσο, είναι πως πρόκειται για δυο διαφορετικά ψυχολογικά φαινόμενα: το Google Effect έχει να κάνει με την τάση που έχουμε να ξεχνάμε πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στις μηχανές αναζήτησης και ως ψηφιακή αμνησία αναφέρεται στην τάση μας να ξεχνάμε πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες με ψηφιακό τρόπο.
Υπάρχει βέβαια, κοινή συνιστώσα: εναποθέτουμε όλο και περισσότερο το μυαλό μας (μνημονικό και γνώσεις), στην τεχνολογία.
Πώς αλλάζουμε το μυαλό μας και τελικά το ποιοι είμαστε
Πάντα βάσει όσων έχουν μελετήσει το φαινόμενο, η τάση που εμφανίζουμε -όλο και σε εντονότερο βαθμό- οι άνθρωποι με τη χρήση της τεχνολογίας -σε επίπεδο πληροφοριών-, μπορεί να είναι κάτι το ωφέλιμο στις περιπτώσεις που το κάνουμε σκόπιμα και στρατηγικά.
Δηλαδή, είναι προτιμότερο να βασιζόμαστε το τηλέφωνο μας για να θυμάται αριθμούς άλλων, από το να απομνημονεύουμε όλους τους αριθμούς.
Η σχέση αυτή μπορεί να γίνει προβληματική, σε περίπτωση που εναποθέσουμε πλήρως τον εγκέφαλο μας στην τεχνολογία -και σταματήσουμε να επεξεργαζόμαστε και να αποστηθίζουμε πληροφορίες. Παράδειγμα; Όταν ψάχνεις ξανά και ξανά (και ξανά) το ίδιο πράγμα στο διαδίκτυο. Κάτι που το λες και εκνευριστικό. Ομολογώ αισθάνομαι μια ταπείνωση, κάθε φορά που συμβαίνει.
Ένα άλλο γεγονός είναι πως όταν είμαστε συνέχεια με το βλέμμα στο κινητό -ή την οθόνη-, χάνουμε όσα γίνονται γύρω μας -και άρα τυχόν νέες εμπειρίες. Όταν δεν δίνουμε σημασία σε μια εμπειρία, είναι λιγότερο πιθανό να την ανακαλέσουμε σωστά.
Οι λιγότερες εμπειρίες μπορούν να περιορίσουν την ικανότητα μας να σκεφτόμαστε νέες ιδέες και να είμαστε δημιουργικοί. Να σημειώσουμε εδώ πως δεν μπορούν να προκύψουν συγκεκριμένα σχετικά στοιχεία, καθώς ουδείς μέτρησε το επίπεδο της διανοητικής μας δημιουργικότητας, πριν προκύψουν στη ζωή μας τα κινητά τηλέφωνα.
“Το δεδομένο ωστόσο, είναι πως για να είμαστε διορατικοί πρέπει να ‘συνδέσουμε’ δυο διαφορετικά πράγματα στο μυαλό μας” λέει η Catherine Price, συγγραφέας του How to Break Up With Your Phone, “για να το κάνουμε και να είμαστε δημιουργικοί, πρέπει να έχουμε πολλή πρώτη (ακατέργαστη) ύλη στον εγκέφαλο μας. Δεν μπορείς να μαγειρέψεις, αν δεν έχεις υλικά. Με την ίδια έννοια, δεν μπορείς να είσαι διορατικός αν δεν έχεις υλικό στο μυαλό σου και αυτό το παρέχουν οι αναμνήσεις που ‘αποθηκεύονται’ στη μνήμη μακράς διάρκειας”.
Να σου μεταφέρω τι είχε να πει η Wendy Suzuki, καθηγήτρια Νευροεπιστήμης και Ψυχολογίας, η οποία αναμένεται να γίνει Κοσμήτορας του New York University.
Όταν δεν θυμόμαστε τι κάναμε, τις πληροφορίες που μάθαμε και τα γεγονότα της ζωής μας, αλλάζει το σημείο του εγκεφάλου που υπάρχει για να ‘θυμάται’ και αυτό προσδιορίζει τις προσωπικές μας ιστορίες. Στο τέλος της ημέρας, προσδιορίζει το ποιοι είμαστε.
Το φαινόμενο της ‘συνεχούς μερικής προσοχής’
Το μυαλό μας δεν μπορεί να κάνει multitasking. Όπως λέει η κυρία Price στην Guardian “πιστεύουμε πως μπορεί, αλλά δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Σε κάθε δεδομένη στιγμή που κάνουμε multitasking και πιστεύουμε πως το κάνουμε με επιτυχία, μια από τις ‘εργασίες’ που διαχειριζόμαστε δεν είναι απαιτητική, σε γνωστικό επίπεδο. Όταν προσέχουμε το τηλέφωνο μας, δεν προσέχουμε τίποτα άλλο. Και πάντα θυμόμαστε ό,τι προσέχουμε”.
Η νευροεπιστήμονας του Cambridge, Barbara Sahakian είχε να αναφέρει ένα πείραμα του 2010 “όταν τρεις διαφορετικές ομάδες έπρεπε να ολοκληρώσουν μια εργασία ανάγνωσης. Η μια ομάδα έλαβε άμεσο μήνυμα (instant message) πριν αρχίσει, η δεύτερη το έλαβε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και η τρίτη δεν έλαβε τίποτα. Μετά όλες έκαναν τεστ κατανόησης. Αυτοί που έλαβαν τα μηνύματα, δεν μπορούσαν να θυμηθούν τι είχαν διαβάσει μόλις”.
Ναι, η τεχνολογία μας προσφέρει τη δυνατότητα να ‘επισκεφτούμε’ όλον τον κόσμο και να ενημερωθούμε για ό,τι μπορεί να μας ενδιαφέρει, αλλά όταν διακόπτουμε διαρκώς ό,τι κάνουμε μέσα στην ημέρα, εξαιτίας ενός notification, γινόμαστε θύματα του φαινομένου της συνεχούς μερικής προσοχής (ο όρος ανήκει στην εξπέρ τεχνογνωσίας Linda Stone).
Οι επιστήμονες έχουν ήδη εκφράσει την ανησυχία τους για το τι μπορεί να κάνει αυτό στις αναμνήσεις μας.
Υπάρχει ο φόβος πως οι συνεχείς περισπασμοί που προκαλούνται από τις συσκευές ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα μας να ‘αποθηκεύουμε’ αναμνήσεις και μοιραία να τις μεταφέρουμε στο ‘χώρο’ της μακροπρόθεσμης αποθήκευσης (έχει αποδειχθεί πως η απόσπαση προσοχής εμποδίζει αυτήν τη μεταφορά). Αυτό μπορεί να εμποδίσει την ικανότητα μας να σκεφτόμαστε πιο βαθιά και να κάνουμε ενδιαφέρουσες σκέψεις.
Οι ασκήσεις που μπορούν να βοηθήσουν
Τι προτείνουν οι ειδικοί ως λύση, προκειμένου να προστατεύσουμε τη μνήμη μας και να μειώσουμε το ρίσκο να πάθουμε άνοια -υποψία που έχουν οι επιστήμονες και έως τώρα δεν στηρίζεται από ευρήματα ερευνών που προφανώς είναι σε εξέλιξη;
Να αποχωριζόμαστε το κινητό μας (και κάθε σύνδεση με το διαδίκτυο για λόγους αναζήτησης πληροφοριών) για λίγη ώρα -που θα αυξάνεται με τον καιρό-, κάθε ημέρα. Αν νιώθουμε πιο ήρεμοι και θυμόμαστε περισσότερα, τότε έχουμε τη απάντηση μας, όπως είπε η Price.
Ο Larry Rosen, μελετητής των social media, της τεχνολογίας και του εγκεφάλου πρότεινε μια πιο συγκεκριμένη τακτική. “Τα διαλείμματα από την τεχνολογία. Ξεκινάς με το να κάνεις οτιδήποτε στις συσκευές σου για ένα λεπτό και βάζεις ξυπνητήρι για να ενεργοποιηθεί σε 15 λεπτά.
Σε αυτό το διάστημα, το κινητό σου είναι στην αθόρυβη λειτουργία, με την οθόνη να ‘κοιτάει’ το τραπέζι, αλλά να είναι στο πεδίο ορατότητας -για να ‘λέει’ στο μυαλό σου πως μετά το 15λεπτο θα έχεις πάλι ένα λεπτό διάλειμμα. Όταν προσαρμοστείς στο 15λεπτο πλήρους συγκέντρωσης, το κάνεις 20λεπτο. Αν φτάσεις στη μια ώρα συνεχούς προσήλωσης -με ένα λεπτό διάλειμμα πριν και μετά- τα έχεις καταφέρει”.
Πάντα βοηθούν τα παζλ, το sudoku τα παιχνίδια που έχουν χαρτιά και το σκάκι -ή ό,τι άλλο μπορεί να ‘ακονίσει’ τη μνήμη μας, όπως και το να προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι που έχουμε διαβάσει, οι κοινωνικές επαφές (με το κινητό στην τσάντα) και η φυσική άσκηση. Είναι χρήσιμο να κοιτάμε γύρω μας και να προσπαθούμε να ‘αποθηκεύουμε’ εικόνες και ήχους.
Mήπως τελικά έχουμε να κάνουμε με νέα μορφή διαδραστικής μνήμης;
Να δούμε λίγο και αυτό που έχουν να πουν όσοι δεν υποστηρίζουν πως η έντονη σχέση μας με τις συσκευές μας είναι κακό πράγμα. Κάνουν λόγο για νέα μορφή διαδραστικής μνήμης. Η αυθεντική προσδιορίστηκε ως ψυχολογική υπόθεση που προέκυψε ως απάντηση αυτού που νωρίτερα είχε αναφερθεί ως ‘ομαδικό μυαλό’. Είναι τύπος συλλογικής μνήμης, ένας μηχανισμός μέσω του οποίου οι ομάδες ανθρώπων συνεργάζονται επί της κωδικοποίησης, της αποθήκευσης και της ανάκτησης πληροφοριών.
Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τύπους κοινωνικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειας, των φίλων και των συναδέλφων. Θεωρείται ευεργετικός τύπος μνήμης, καθώς δίνει σε κάθε άτομο της ομάδας πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες από όσες θα μπορούσε να θυμηθεί μόνο του.
Επίσης, επιτρέπει σε κάθε άτομο να αφιερώνει λιγότερους ‘γνωστικούς πόρους’ (ικανότητες), για να θυμάται αυτές τις πληροφορίες -από ό,τι θα χρειαζόταν να αφιερώσει αν λειτουργούσε μόνο του-, καθώς ξέρει ότι κάποιος άλλος στην ομάδα θα έχει ‘αποθηκεύσει’ τις πληροφορίες που χρειάζεται.
Οι επιστήμονες διευκρινίζουν πως η ψηφιακή αποθήκευση πληροφοριών μπορεί να θεωρηθεί μέρος του συστήματος της διαδραστικής μας μνήμης.
Αυτή η θεωρία αναφέρει ότι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος ενός μεγάλου δικτύου συνεργατών διαδραστικής μνήμης (στην προκειμένη περίπτωση, αποτελείται από διάφορες ψηφιακές πηγές που μας παρέχουν έναν τρόπο αποθήκευσης και πρόσβασης σε πληροφορίες που δεν θέλουμε να θυμόμαστε οι ίδιοι). Αυτό σημαίνει ότι βασιζόμαστε στην ψηφιακή αποθήκευση, για να αποθηκεύσουμε πληροφορίες -όπως θα βασιζόμασταν σε άλλο άτομο της ομάδας με την οποία μοιραζόμαστε ένα σύστημα διαδραστικής μνήμης.
Είναι ωστόσο, αυτή η αλήθεια; Γινόμαστε καλύτεροι από τη σχέση μας με τον ψηφιακό κόσμο;