ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ;
O πραγματικός ρόλος τη θρησκείας στη ριζοσπαστικοποίηση των νεαρών Ευρωπαίων, μεταναστών 2ης και 3ης γενιάς, που σκορπίζουν το θάνατο στο όνομα του ISIS
Η διπλή τρομοκρατική επίθεση στο μετρό και το αεροδρόμιο Zaventem των Βρυξελλών, με περισσότερους από 30 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες στην «καρδιά της Ευρώπης», βυθίζει για ακόμα μια φορά τη γηραιά ήπειρο στον φόβο και δοκιμάζει τις ήδη κλονισμένες αξίες και τα ιδανικά της. Οι εικόνες περνάνε από μπροστά μας διαδοχικά. Η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα μετατρέπεται σε εμπόλεμη ζώνη ενώ στην πρωτεύουσα του ISIS οι τζιχαντιστές πανηγυρίζουν και απειλούν να ανατινάξουν ολόκληρη την Ευρώπη. Κι ενώ το αίτημα της ασφάλειας εγείρεται αυτονοήτως επιτακτικά και με σαφήνεια, παραμένει ταυτόχρονα το αίτημα του ανθρωπισμού και της ισότητας στην Ευρώπη της προσφυγικής κρίσης και των κλειστών συνόρων, στην Ευρώπη των διαφορετικών εθνοτήτων, μειονοτήτων, θρησκειών και πολιτισμών.
Μετά από κάθε χτύπημα, εντείνεται η ρητορική που συνδέει την τρομοκρατία με τους Μουσουλμάνους πρόσφυγες. Μπορεί να εξασθενεί γρήγορα, στερούμενη λογικών επιχειρημάτων, ωστόσο το δίπολο παραμένει. Εμείς και οι Μουσουλμάνοι. Μιλάμε για ισλαμική τρομοκρατία προτάσσοντας ως γενεσιουργό αιτία της τη θρησκεία, μια θρησκεία βίαιη που ριζοσπαστικοποιεί και φανατίζει, που μετατρέπει νέα παιδιά σε καμικάζι της διπλανής πόρτας έτοιμους να σκορπίσουν το θάνατο και να πεθάνουν για έναν ιερό σκοπό. Τι ρόλο παίζει πραγματικά όμως η θρησκεία στη ριζοσπαστικοποίηση αυτών των παιδιών που στην πλειοψηφία τους είναι Ευρωπαίοι πολίτες, μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς; Είναι όλοι οι Μουσουλμάνοι τρομοκράτες ή δυνάμει τρομοκράτες και τι βάση μπορεί να έχει η έννοια του δυνάμει τρομοκράτη λόγω θρησκείας;
Αναζητώντας απαντήσεις μιλήσαμε με τον κορυφαίο Βέλγο αναλυτή για ζητήματα τρομοκρατίας, τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Ghent, Rik Coolsaet, και ανατρέξαμε σε σχετικές μελέτες που έχουν ξεκινήσει να δημοσιεύονται ήδη από την περασμένη δεκαετία. Οι «ξένοι μαχητές» δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων ετών. Έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του ’80 και περιλαμβάνει διαφορετικά και διακριτά στάδια. Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός και πρώην αξιωματούχος της CIA, Marc Sageman, έκανε πρώτος λόγο το 2008 για τρία διαφορετικά κύματα τζιχαντιστικής τρομοκρατίας (jihadi terrorism). Δεν είχαν όλοι τα ίδια κίνητρα ούτε στρατολογήθηκαν υπό τις ίδιες συνθήκες, ομαδοποιούνται ωστόσο υπό κάποια κοινά χαρακτηριστικά που βοηθούν στη μελέτη και την κατανόηση προς μελλοντική αποτροπή του φαινομένου. Όπως σημειώνει ο Βέλγος αναλυτής Rik Coolsaet στη μελέτη του «Αντιμετωπίζοντας το 4ο Κύμα Ξένων Μαχητών» που μόλις δημοσίευσε το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Egmont στις Βρυξέλλες, καθώς τα κύματα ξένων μαχητών διαδέχονται το ένα το άλλο, η θρησκεία συστηματικά μειώνεται ως κίνητρο για την τρομοκρατία. Το δε τρέχον κύμα ξένων μαχητών, μέλη του οποίου σκόρπισαν τον τρόμο σε Παρίσι και Βρυξέλλες, είναι πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα, με κίνητρα που δεν έχουν καμία ουσιαστική σχέση με τη θρησκεία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τέσσερα κύματα ξένων μαχητών
Το πρώτο κύμα ξένων μαχητών πολέμησε τους Σοβιετικούς στο Αφγανιστάν στο πλευρό του Οσάμα μπιν Λάντεν. Το δεύτερο είχε τη βάση του σε μια ελίτ εκπατρισμένων από τη Μέση Ανατολή που πήγαν στη Δύση για πανεπιστημιακές σπουδές. Τα δεινά των Μουσουλμάνων σε Βοσνία, Τσετσενία, Κασμίρ και Φιλιππίνες, τους έδωσαν το κίνητρο να πάνε εθελοντικά να πολεμήσουν σε αυτά τα μέτωπα. Σε αυτά τα δύο πρώτα κύματα, που είχαν εκλείψει μέχρι το 2004-2005, τα κίνητρα συνδέονταν σε μεγάλο βαθμό με τον θρησκευτικό ζήλο, όμως εξίσου σημαντικό ή σημαντικότερο ρόλο έπαιζε η αίσθηση της πολιτικής αδικίας.
Η Αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 έδωσε νέα πνοή στην παρακμάζουσα τότε τζιχαντιστική τρομοκρατική σκηνή, καθώς ένα νέο κύμα οργισμένων από την εισβολή εξτρεμιστών έκανε την εμφάνισή του. Επρόκειτο για άτομα που είχαν μεγαλώσει σε δυτικές χώρες, συνήθως παιδιά μεταναστών, δικτυώνονταν μέσω φίλων στις δικές τους γειτονιές και συχνά μέσω ίντερνετ σε διεθνές επίπεδο. Δεν είχαν όμως τη δυνατότητα να φτάσουν στα στρατόπεδα εκπαίδευσης της Al Qaeda στο Αφγανιστάν. Αυτή η «ακέφαλος τζιχάντ» ( leaderless jihad) όπως την αποκάλεσε ο Sageman , έκανε τον κύκλο της μέχρι το 2008-2010.
Το τέταρτο κύμα ξένων μαχητών έκανε την εμφάνισή του με την έναρξη του εμφυλίου στη Συρία το 2012, την ανάδυση των διαφόρων τζιχαντιστικών οργανώσεων και την καθιέρωση του ISIS. Τα μέλη του δικτυώνονται μέσω τοπικών δικτύων στις χώρες διαμονής τους, μέσω της οικογένειας και των φίλων τους. Σε αντίθεση όμως με τους προηγούμενους, αυτοί έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν στα πεδία των μαχών μέσω του δικτύου του ISIS, να πολεμήσουν, να εκπαιδευτούν και κάποιοι να επιστρέψουν, συνιστώντας απειλή για τη Δύση, όπως είδαμε να συμβαίνει με τα πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη.
Το παράδειγμα του Βελγίου
Τον περασμένο Δεκέμβριο η Europol εκτιμούσε ότι 5.000 με 7.000 Ευρωπαίοι έχουν εκπαιδευτεί ως ξένοι μαχητές στη Συρία και το Ιράκ. Ο πρώτος Ευρωπαίος πολίτης που πολέμησε στη Συρία ήταν πιθανότατα ένας 28χρονος Γάλλος που εντάχθηκε στο Ελεύθερο Συριακό Στρατό τον Μάρτιο του 2012. Μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους, είχαν ακολουθήσει πολλοί Βέλγοι. Ο πρώτος που σκοτώθηκε ήταν ένας 23χρονος Κονγκολέζικης καταγωγής που είχε μεγαλώσει στο Laeken και ασπάστηκε το Ισλάμ στα 14. Η Eurojust το 2013 έκανε λόγο για 70 Βέλγους νεαρούς που βρίσκονταν στη Συρία, οι περισσότεροι μέλη της ισλαμιστικής οργάνωσης Sharia4Belgium. Ακολούθησε πανικός με φόβους για επιθέσεις στην Ευρώπη από εκείνους που πιθανώς θα επέστρεφαν να εκφράζονται καθημερινά στα μίντια. Η επίθεση στο σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo ήταν μόνο η αρχή. Και ενώ το ISIS είχε πλέον καθιερωθεί ως η μήτρα αυτής της τρομοκρατίας, η βελγική κυβέρνηση έθετε σε εφαρμογή προγράμματα «από-ριζοσπαστικοποίησης» σε όλα τα επίπεδα, από το δημοτικό έως το περιφερειακό και το κεντρικό. Χωρίς συντονισμό και χωρίς αξιολόγηση του τι λειτουργεί και τι όχι, οι προσπάθειες αυτές σπάνια είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Σήμερα υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 400 Βέλγοι έχουν πολεμήσει στη Συρία και το Ιράκ, ενώ ακόμα 60 το επιχείρησαν χωρίς επιτυχία. Εξ αυτών, οι 130 έχουν επιστρέψει, και μόνο το 1/3 έχει συλληφθεί. Η ηλικία τους κυμαίνεται γύρω στα 20 με 24, έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο και οι περισσότεροι ήταν γνωστοί στις Αρχές πριν ταξιδέψουν. Μετά τις μεγάλες επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες και τις διασυνδέσεις που προκύπτουν μεταξύ των δραστών, καθίσταται πλέον παραπάνω από σαφές, ότι το Βέλγιο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια τρομοκρατική απειλή. Ποια είναι όμως τα κίνητρα και ποιες οι συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης αυτών των νεαρών;
Η «μαγιά» του τρομοκράτη
«Κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και το να προσπαθούμε να τις ερμηνεύουμε δεν σημαίνει ότι τις δικαιολογούμε. Ωστόσο, η κατανόηση του πλαισίου μας βοηθά να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποτρέψουμε μία επόμενη γενιά να γίνει ευάλωτη στις σειρήνες της εξτρεμιστικής πολίτικής βίας» τονίζει ο Rik Coolsaet. «Η διαδικασία μέσω της οποίας ένας άνθρωπος γίνεται τρομοκράτης έχει αποτελέσει αντικείμενο εις βάθους έρευνας για παραπάνω από μία δεκαετία» σημειώνει στη συνέχεια και προσθέτει ότι παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα στην Ευρώπη, ο όρος ριζοσπαστικοποίηση παραμένει αόριστος, περίπλοκος και αμφιλεγόμενος, χωρίς ανθεκτικό επιστημονικό υπόβαθρο. Είναι επί της ουσίας ένα «πολιτικό κατασκεύασμα» που έχει τις ρίζες του στους κύκλους της αστυνομίας και των ευρωπαϊκών μυστικών υπηρεσιών μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Γρήγορα συναρτήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με θρησκευτικούς όρους, δίνοντας την ευκαιρία σε διαφόρους να εξισώσουν το Ισλάμ με την τρομοκρατία . «Πολλές συμπεριφορές χαρακτηρίστηκαν ως ενδείξεις ριζοσπαστικοποίησης, από τις γυναίκες που εμφανίζονται δημοσίως φορώντας jihab και τους άνδρες που φορούσαν παραδοσιακές ενδυμασίες έως τους ιεροκύρηκες και τους ίδιους τους τρομοκράτες. Όταν όμως βάζεις τόσο διαφορετικά πράγματα σε ένα κουτί με την ταμπέλα ‘ριζοσπαστικοποίηση’, η λέξη χάνει τη σημασία της … εκλαμβάνεται ως μια διαδικασία που έχει να κάνει αποκλειστικά με το τον μουσουλμανικό τρόπο ζωής». Κάπως έτσι, το Ισλάμ αναδείχθηκε ως η μόνη ή η κύρια αιτία της τρομοκρατίας. Σύμφωνα με τον Coolsaet ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
Από τη συμμορία στη μαφία του ISIS
Όπως έχουν δείξει οι σχετικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από το 2004 μέχρι σήμερα, η ριζοσπαστικοποίηση προκύπτει πρωτίστως ως μια διαδικασία κοινωνικοποίησης, όπου η δυναμική της ομάδας, οι συμπάθειες, οι φιλίες και η συγγένειες, παίζουν πολύ πιο κρίσιμο ρόλο από την όποια ιδεολογία. Φέρνοντας ως παράδειγμα τα προφίλ των Βέλγων ξένων μαχητών που πολέμησαν στο Ιράκ και τη Συρία, ο Coolsaet κάνει λόγο για άτομα με πολύ διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο αλλά ένα κοινό συναίσθημα, αυτό του «μη μέλλοντος». Ο Coolsaet διακρίνει τη νεότερη γενιά των Βέλγων ξένων μαχητών σε δύο υποομάδες. Οι μεν είναι μέλη τοπικών συμμοριών που από τις κλοπές, τα ναρκωτικά και άλλες μορφές εγκληματικότητας περνούν στη μεγάλη μαφία του ISIS, η οποία -καμουφλαρισμένη με τον μανδύα της τζιχάντ- τους καθιστά από εγκληματίες χωρίς μέλλον σε μουτζαχεντίν με έναν σκοπό. Οι δε είναι νεαροί χωρίς πρότερη εγκληματική δραστηριότητα, συνήθως άτομα μοναχικά, με προβληματικές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, που συχνά αναφέρονται στην απουσία προοπτικής, στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην καθημερινή τους ζωή, και σε συναισθήματα αποκλεισμού… Άτομα που θεωρούν πως δεν έχουν καμία θέση στην κοινωνία και παίρνουν την απόφαση να φύγουν ξαφνικά σε αναζήτηση ενός σκοπού. Αυτές οι δύο υποομάδες, σημειώνει ο Coolsaet, συνιστούν μια νεανική υποκουλτούρα όπου ευδοκιμεί η ρητορική του ISIS. Διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν πηγαίνοντας στη Συρία.
Προσωπικά κίνητρα
Παράλληλα, ο Coolsaet σημειώνει ότι ο δρόμος προς την τρομοκρατία δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με βάση τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Παρόλο που στο Βέλγιο η πλειοψηφία προέρχεται από περιθωριοποιημένα ή υποβαθμισμένα κοινωνικά στρώματα, σε άλλες χώρες υπάρχουν περιπτώσεις ξένων μαχητών με πολύ ικανοποιητικό κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο. Τονίζει μία πληθώρα από προσωπικά κίνητρα και επισημαίνει πως στις περισσότερες περιπτώσεις, για τη ριζοσπαστικοποίηση αυτών των ατόμων, η θρησκεία δεν έχει ουσιώδη σημασία. «Ακόμα και η Europol έχει αρχίζει να αναγνωρίζει την φθίνουσα σημασία της θρησκείας στο ζήτημα των ξένων μαχητών», τονίζει, προσθέτοντας πως πλέον η γνώση του Ισλάμ για τους περισσότερους είναι επιφανειακή και περιορίζεται σε ιερά σλόγκαν. «Θέλουν να ερμηνεύουν το Κοράνι όπως τους βολεύει αντί να το μελετήσουν για δεκαετίες» προκειμένου «οι πράξεις τους να λάβουν μία νομιμοποίηση, τουλάχιστον στα δικά τους μάτια».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Alain Grignard, μέλος της αντιτρομοκρατικής μονάδας στην Αστυνομία των Βρυξελλών με εικοσαετή εμπειρία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, σημείωνε τον περασμένο Αύγουστο: «Παλιότερα είχαμε περισσότερο να κάνουμε με ακραίους ισλαμιστές – άτομα που ριζοσπαστικοποιήθηκαν και ασπάστηκαν τη βία μέσω μιας ακραίας εξτρεμιστικής ερμηνείας του Ισλάμ. Πλέον όμως, θα περιέγραφα καλύτερα τα άτομα που αντιμετωπίζουμε ως ‘ισλαμοποιημένα ακραία στοιχεία’».
Για «ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού» παρά για «ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ» κάνει λόγο και ο Γάλλος ακαδημαϊκός Olivier Roy, ενώ ο Marc Trividic, Γάλλος δικαστής που ειδικεύεται σε υποθέσεις τρομοκρατίας, εκφράζει την άποψη ότι ο τζιχαντισμός έχει γίνει… μόδα. «Το 90% όσων φεύγουν, το κάνουν για προσωπικούς λόγους. Για την περιπέτεια ή την εκδίκηση επειδή δεν ταιριάζουν στην κοινωνία… μόνο το 10% φεύγει λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων… Η θρησκεία δεν είναι η ‘μηχανή’ αυτού του κινήματος και αυτό ακριβώς είναι η δύναμή του».
Η γενιά των selfie
Ακόμα ένα στοιχείο που διακρίνει το νεότερο κύμα ξένων μαχητών, είναι ο ναρκισσισμός και η εξωστρέφεια που απουσίαζε πλήρως από τους προηγούμενους. Όταν βρεθούν στη Συρία ή το Ιράκ, καλλιεργούν την εικόνα που θέλουν να προβάλουν με selfie και διάφορα post στα social media. «Ακόμα και από αυτή την άποψη, η συμπεριφορά τους δεν είναι αυτή ενός θρησκευόμενου φονταμενταλιστή, αλλά ενός νεαρού γαλουχημένου με τις αρχές της γενιάς των selfie στην οποία ανήκουν», τονίζει ο Coolsaet.
Όλα τα παραπάνω βεβαίως, δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο το έργο των Αρχών. Η ολλανδική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ασφαλείας (AIVD), στη έκθεση «Η Μεταμόρφωση του Τζιχαντισμού», κάνει λόγο για ένα πλήθος με πολλά αυτόνομα και ανεξάρτητα στοιχεία που παρόλα αυτά, συλλογικά διατηρούν μία συνοχή και μία κατεύθυνση: «Απουσία ισχυρής ιεραρχίας και ηγετικής δομής, η βασική κινητήριος δύναμη αυτού του κινήματος είναι η οριζόντια επιρροή μεταξύ φίλων, συγγενών, γειτόνων και άλλων ομοϊδεατών, τόσο online όσο και offline». Υπό αυτό το πρίσμα η AIVD συγκρίνει το φαινόμενο με άλλα σύγχρονα μαζικά κοινωνικά φαινόμενα που μέσα από την έκταση που λαμβάνουν online καταφέρνουν να προκαλέσουν μια άμεση κινητοποίηση και να έχουν αποτελέσματα στον offline κόσμο.
Πώς μπορεί λοιπόν να αναχαιτιστεί το 4ο κύμα των ξένων μαχητών αλλά και να αποτραπεί ένα επόμενο;
«Θα τελειώσει για τους ίδιους λόγους που τελείωσαν και τα προηγούμενα. Το πόσο γρήγορα όμως αυτό θα συμβεί, θα εξαρτηθεί και από τα συλλογικά μέτρα που θα λάβουμε για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο και να προστατεύουμε τις επόμενες γενιές» σημειώνει ο Rik Coolsaet και αναπτύσσει την πρότασή του σε πέντε άξονες:
1. Να θέσουμε τον διάλογο σε ένα νέο πλαίσιο. Αν δεν κατανοήσουμε την πληθώρα προσωπικών κινήτρων που πηγάζει από την υποκουλτούρα του «μη μέλλοντος» η πρόληψη θα αποτύχει.
2. Να εστιάσουμε σε προσωποποιημένες μεθόδους, όπου κάθε άτομο θα αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και όχι ως μέλος μιας εχθρικής ομάδας, με στόχο την επανασύνδεσή του με την τοπική κοινωνία και την δημιουργία μιας προοπτικής.
3. Να διαχωρίσουμε τη συζήτηση για το Ισλάμ στην Ευρώπη από τις πρωτοβουλίες για από-ριζοσπαστικοποίηση. Όποιος θέλει να λάβει μέρος σε αυτή τη συζήτηση, πρέπει πρωτίστως να κατανοήσει το σοκ που μπορεί να νιώθουν οι οικογένειες Μουσουλμάνων που ζουν στις κοινότητές μας, μέσα σε αυτό το πολωμένο κλίμα. Ένα κλίμα που ενισχύει την αίσθηση πώς όσο κι αν προσπαθήσουν, ποτέ δεν θα γίνουν πλήρως αποδεκτοί στις δυτικές κοινωνίες.
4. Να επενδύσουμε στις υπηρεσίες πληροφοριών και την μεταξύ τους συνεργασία. Οι περισσότεροι δράστες των πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων ήταν ήδη γνωστοί στις αρχές.
5. Να μην τρομοκρατούμαστε από τους τρομοκράτες και να μένουμε ενωμένοι.
Έντεκα χρόνια πριν, μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005 που κόστισαν τη ζωή σε 52 πολίτες και τραυμάτισαν 700, ο δήμαρχος Ken Livingstone απηύθυνε ένα απλό και ενωτικό μήνυμα που σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ:
«Αυτή δεν ήταν μια επίθεση στους ισχυρούς. Δεν στόχευε προέδρους ή πρωθυπουργούς. Στόχευε καθημερινούς εργαζόμενους Λονδρέζους, λευκούς και μαύρους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, Ινδούς και Εβραίους, νέους και γέρους. Ήταν μια τυφλή απόπειρα σφαγής, ανεξάρτητη από παράγοντες όπως η ηλικία, η θρησκεία, η τάξη ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι διεστραμμένη πίστη, είναι μια τυφλή απόπειρα μαζικής δολοφονίας και ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος της. Θέλουν να διχάσουν τους Λονδρέζους. Θέλουν να στρέψουν τον έναν εναντίον του άλλου… Όμως οι Λονδρέζοι δεν θα διχαστούν από αυτή τη δειλή επίθεση. Θα μείνουν μαζί, αλληλέγγυοι στο πλευρό εκείνων που τραυματίστηκαν και στο πλευρό εκείνων που συνεθλίβησαν και γι’ αυτό είμαι περήφανος που είμαι δήμαρχος αυτής της πόλης».
Από την Al Qaeda του 2005 στο ISIS του σήμερα τα πράγματα φαίνεται να βαδίζουν μόνο προς το χειρότερο. Κι όσο οι συνθήκες που συνετέλεσαν στη δημιουργία και την εξάπλωσή του «Ισλαμικού Κράτους» σε Ιράκ και Συρία παραμένουν, είναι αμφίβολο το κατά πόσο ο δυτικός συνασπισμός θα επιτύχει την εξόντωσή του με στρατιωτικά μέσα. Εν τω μεταξύ, και όσο χάνει εδάφη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να συνεχίσει να χτυπά τυφλά στα δικά μας εδάφη, χρησιμοποιώντας τους δικούς μας Ευρωπαίους πολίτες, που ίσως να μην είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Το σίγουρο είναι ότι υποκύπτοντας στην προκατάληψη και την ξενοφοβία, διευκολύνουμε το έργο των τρομοκρατών και μόνο.