Ο Καραγκιόζης... διαμαρτυρόμενος έξω από τη Βουλή Sooc

ΤΙ ΛΕΣ ΡΕ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ 183 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Εκατόν ογδόντα τρία χρόνια μετά την πρώτη αναφορά σε δημοσίευμα εφημερίδας για παράσταση Καραγκιόζη στην Ελλάδα το NEWS 247 θυμάται τον χαρακτήρα, την αυθάδεια και τις ατάκες του πειναλέου καμπούρη με το μακρύ χέρι που σφαλιάριζε συνήθως τον Χατζηαβάτη…

Λένε ότι σαν σήμερα το 1841 στην “Ταχύπτερο Φήμη” έγινε η πρώτη γραπτή αναφορά για παράσταση καραγκιόζη. Η αθηναϊκή εφημερίδα πληροφορούσε ότι τρεις μέρες αργότερα (στις 21/8/1841) θα παρουσιαζόταν στο Ναύπλιο “η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζηαβάτην και τον Κουτζουκ Μεϊμέτην”. Το Θέατρο Σκιών και ο θρυλικός του ήρωας είχαν ήδη περάσει το Βόσπορο και έκαναν πλέον καριέρα στην Ελλάδα. Στην αρχή, όπως στην Τουρκία, με βωμολοχίες και “αισχρές και άσεμνες πράξεις” σύμφωνα με δημοσιογραφικές καταγγελίες το 1852 αλλά σταδιακή προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα.

Ο “Μίμαρος”, κατά κόσμον Δημήτρης Σαρδούνης, έφερε τον Καραγκιόζη στα δικά μας μέτρα. Έπαψε να βωμολοχεί και να είναι ανήθικος, όπως ο Τούρκος Καρακιόζ, άλλαξε την σκηνή, ενώ είδαμε για πρώτη φορά από αριστερά την καλύβα του και από δεξιά το Σαράι του Πασά. Επίσης καθιερώθηκε η φιγούρα του Μπαρμπα Γιώργου, τον χαρακτήρα του οποίου εξέλιξε ο επίσης σπουδαίος καραγκιοζοπαίκτης της εποχής, Γιάννης Ρούλιας, που όπως και ο θείος του Καραγκιόζη, καταγόταν από την Ρούμελη.

Στο σπίτι μας ο Καραγκιόζης ήταν σχεδόν μόνιμος κάτοικος. Κανονικό μέλος της οικογένειας. Ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε φράσεις και ατάκες, οι αυτοσχέδιες παραστάσεις με τα σεντόνια και τις φιγούρες που μια εποχή φτιάχναμε και μόνοι μας, έχουν μείνει σαν ασπρόμαυρες αναμνήσεις στην άκρη του μυαλού μου. Στα τέλη της δεκαετίας του 70, τα δισκάκια με παραστάσεις του Ευγένιου Σπαθάρη, έπαιζαν και ξανάπαιζαν στο μικρό πικαπ. Εξήντα χρόνια μετά, αν ψάξει κανείς, τα βρίσκει εύκολα στο διαδίκτυο…

Ο Σπαθάρης, να με συγχωρούν οι ομότεχνοί του, απογείωσε τον Καραγκιόζη. Όχι γιατί τον έστειλε στο διάστημα, αλλά επειδή τελειοποίησε τις φιγούρες και τις φωνές τους. Ζωγράφος και ηθοποιός, ευρηματικός και καλλίφωνος, ο κορυφαίος Έλληνας καραγκιοζοπαίκτης, έκανε την τέχνη του αντάξια της λαϊκότητας και της δημοφιλίας που είχε παραδοσιακά το θέατρο σκιών. Ο Καραγκιόζης έγινε ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής, ένας σταρ ερχόμενος κατευθείαν από την Πλατεία που παραληρούσε με τις περιπέτειες του, τις γκάφες και τις φαρμακερές σαρκαστικές ατάκες του.

Ένας πεινασμένος Έλληνας, όπως όλοι στη δεκαετία του 40 και του 50, με αγαπημένο φαγητό τη φασουλάδα, ζει σε μια παράγκα μαζί με τους τέσσερις γιους και τη γυναίκα του Αγλαΐα, που ελάχιστες φορές είδαμε στη σκηνή, έχουμε ακούσει, όμως, την χαρακτηριστική φωνή της. Οι ταξικές διαφορές εμφανείς με το που κάθονται οι θεατές απέναντι από τη λευκή σκηνή. Από τη μια (αριστερά) η παράγκα του πάμφτωχου Καραγκιόζη και από την άλλη (δεξιά) το Σαράι, που εκφράζει τον πλούτο αλλά και την εξουσία του Πασά, σε μια παραπομπή και στην καταγωγή του ήρωα. Ο Πασάς θυμίζει την τουρκοκρατία, είναι σκληρός όπως όλοι όσοι έχουν την εξουσία, έχει όμως αδυναμία στην Βεζυροπούλα του.

Ο θίασος ένας κι ένας. Εκτός από την οικογένεια του Καραγκιόζη, από τον μπερντέ παρελαύνουν ένα σωρό σκιές, που στα μάτια των πιτσιρικάδων (και των μεγάλων επίσης) έπαιρναν σάρκα και οστά. Ο Χατζηαβάτης, είναι ο καλύτερος φίλος του Καραγκιόζη. Τελάλης του Πασά, δουλοπρεπής και κόλακας όσο κανείς, προσπαθεί να βγάλει μεροκάματα, αλλά την πατάει συνήθως από τις χοντράδες του φίλου του και τρώει ξύλο χωρίς να φταίει. Ο Καραγκιόζης τον αποκαλεί Χατζηχαβιάρη και συνήθως τον σφαλιαρίζει, μόλις έχει αρχίσει να τελαλεί: “Ακούσατε, ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι…”

Ο Σιορ Διονύσιος, με μούσι και ημίψηλο καπέλο, είναι ο ξεπεσμένος (και αφελής) αριστοκράτης, που μιλάει ζακυνθινά με απίστευτη ταχύτητα (καλιάσαι, καλιάσαι, καλιάσαι;) και βέβαια έχει στην καρδιά του το Τζάντε. Εξού και το τραγούδι που συνοδεύει κάθε φορά την είσοδο του: “Σου λένε Πά, σου λένε Πάτρα Πειραιά…”

Ο Μπαρμπα Γιώργος είναι ο θείος του Καραγκιόζη. Μένει στο χωριό, φοράει φουστανέλα και μιλάει ρουμελιώτικα “αϊ ροβόλησα τον κατήφορο να βρω το χαμένο” ρίχνει αβέρτα σφαλιάρες στον ανιψιό του, ειδικά όταν καταλαβαίνει ότι του ετοιμάζει κάποια κασκαρίκα, είναι όμως ταυτόχρονα και προστάτης του, αφού μπορεί και δέρνει τον Βεληγκέκα τον τουρκαλβανό σωματοφύλακα του Πασά!

Ο Μορφονιός είναι … κακάσχημος. Υδροκέφαλος, με τεράστια μύτη, λέει ένα ακατανόητο “ουίτ” και θέλει πάντα τη μαμά του! Καταλαβαίνετε ότι και μόνο η εμφάνιση του, προκαλεί το γέλιο σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο “μάγκας” Σταύρακας, ο ξεβιδωμένος Βίζος Λαβίζος (Εβραίος), ο Ζαμπάν Αγάς και δεκάδες άλλοι, που εμφανίζονται ανάλογα με την παράσταση.

Βάλε σάλτσα, βάλε κεφτέδες

Ο Καραγκιόζης είναι πονηρός, ψάχνει πάντα μια μερίδα φαγητό, ή την “καλή”, όπως όσοι τον έβλεπαν σε ώρες ξεκούρασης από το μεροδούλι, καταφερτζής, μπαγαπόντης, σαρκαστικός, αντιεξουσιαστής, κοιμάται και ονειρεύεται κεφτέδες. Κοροϊδεύει τους πάντες, είναι ψιλοτεμπέλης, αλλά και θρασύς. “Εγώ το σκότωσα το φίδι” λέει στον Πασά, στο “Μέγα Αλέξανδρο” και τρώει του σκασμού απολαμβάνοντας κάθε μπουκιά. “Βάλε σάλτσα, βάλε κεφτέδες” φωνάζει στους υπηρέτες του σαραγιού, πριν εμφανιστεί ο Αλέξανδρος για να αποκαταστήσει την αλήθεια. Ενώ έχουν αρχίσει να τον ξυλοκοπούν, ρωτάει εν μέσω φατούρου: “Να πάρω τους κεφτέδες”;

Νωρίτερα στο ίδιο έργο, αφού ο Αλέξανδρος έχει σκοτώσει το φίδι, το μεταφέρει με τον Χατζηαβάτη στο Σαράι, για να πάρει τις λίρες, το φαΐ (και τη Βεζυροπούλα, για την οποία πάντως δεν ενδιαφέρεται). “Πιάσε εσύ από μπροστά να πιάσω εγώ από πίσω” λέει στο φίλο του κι αρχίζει τα “εϊ οπ, εϊ οπ”. Ο Χατζηαβάτης δυσφορεί “πω, πω βαρύ που είναι”, ο Καραγκιόζης συμφωνεί “ναι το άτιμο” μέχρι που ο φίλος του γυρίζει τοκεφάλι και λέει: “Βρε πάνω του κάθεσαι τόση ώρα και σέρνω και σένα μαζί;” Ο Καραγκιόζης ατάραχος θα αναφωνήσει: “Αμάν! Πάνω του καθόμουν τόση ώρα και δεν το πήρα χαμπάρι”

Ο Ευγένιος Σπαθάρης και ο ήρωας του! Eurokinissi

Ο (αυτο)σαρκασμός του δεν έχει όρια. Άφραγκος, πειναλέος, τον κυνηγάνε γιατί έκλεψε ένα δίφραγκο. Μιλώντας στον Χατζηβάτη θα εξηγήσει: “Έπιασε βροχή κι όπως περνούσα από την ταβέρνα, μου φώναξε από ένα τραπέζι, ένας δίφραγκος. Πάρε με κύριε γιατί βρέχει…”

Ο Καραγκιόζης εμφανίζεται στο ξεκίνημα κάθε παράστασης, χορεύοντας μαζί με το κολητήρι, ή όλα τα παιδιά μαζί, φωνάζοντας “όπα, όπα, μωρέ”. Θα μας πει ποιο έργο θα παρουσιαστεί ενώπιον μας, αφού κάνει μερικές κωλοτούμπες, του φωνάξει ο γιος του “γεια σου μπαμπάκο” και πει ο ίδιος “γεια σου οικογένεια”. Ο χορός τελειώνει με το “ευχαριστώ κύριε μαέστρο, καμιά φορά και “κύριε μανέστρο” για να μη ξεχνάμε ότι ο ήρωας μας πεινάει αιωνίως. Εξου και το κλασικό φινάλε στο καλωσόρισμα του “θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε”

Σουρεαλιστικοί διάλογοι, αναρχικό πνεύμα

Τα κείμενα των παραστάσεων του Καραγκιόζη είναι απλά, για να τα καταλαβαίνουν όλοι.Οι διάλογοι του, ωστόσο, πολλές φορές είναι το απαύγασμα του σουρεαλισμού. Όπως αυτός με τον “Ζαμπάν Αγά” στον “Γραμματικό”, όπου ο Καραγκιόζης γράφει ό,τι θέλει, κοροϊδεύει τους πελάτες του,. μέχρι που τις τρώει από τον Μπαρμπαγιώργο!

-Μάθε αδερφέ μου Μουσούλια

“Μάθε αδερφέ μου που τρως τα φασούλια”

– Μόλις έφυγα από την Κυπαρισσία

Μόλις έφυγα από τα Κυπαρίσσια”

-Επήγα στον Μωριά

Ανέβηκα πάνω σε μια Μουριά” (“μωρ΄ησυχία δεν είχες, μούρα πήγε να φάει” μονολογεί ο αθεόφοβος Καραγκιόζης)

-Από τον Μωριά πήγα στο Κιάτο

Έσπασε η κλάρα και έπεσα κάτω”

-Μετά πήγα στη Βαβυλώνα

Πάτησε το πόδι μου και μια βελόνα”

-Από τη Βαβυλώνα πήγα στη Γαστούνη

Το φτιαξα με ένα μπαστούνι”

-Τώρα είμαι στο Άργος

Τώρα με κουτούλησε ένας τράγος”

-Μόλις λάβεις την επιστολή μου

“Μόλις λάβεις την πιστόλα μου”

-Σε φιλώ στα μάτια και στα φρύδια

Κλείσε πόρτες και παραθύρια”

-Ο αδερφός σου Ζαμπάν Αγάς

Ο αδερφός σου Μπάμιας και Αυγάς”

Ο Καραγκιόζης δεν έχει το Θεό του. Όσο δουλοπρεπής είναι ο Χατζηαβάτης, τόσο ελεύθερο και αναρχικό είναι το δικό του πνεύμα. Ακόμα κι όταν φτάνει κατηγορούμενος στο δικαστήριο, όχι μόνο δεν χάνει το βιτριολικό του χιούμορ, αλλά κάνει πλάκα στους δικαστές του.

-Τι είσαι εσύ;

“Γάιδαρος όπως κι εσύ”

– Είσαι κατηγορούμενος;

Όχι”

– Είσαι μάρτυς

Όχι”

– Τότε τι είσαι;

“Απρίλης”!

Ο Αλέκος με τα κυδώνια

Ο Καραγκιόζης δεν θα διστάσει να τσαλακώσει ακόμα και την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Όταν ο μεγάλος στρατηλάτης εμφανίζεται στην σκηνή για να σκοτώσει το καταραμένο φίδι (αφού πρώτα απέτυχαν ο Σιορ Διονύσιος, ο Μπαρμπαγιώργος και ο Μορφονιός, οι γνωστοί δηλαδή γκεστ-σταρ κάθε παράστασης) παρουσιάζεται με στόμφο στον ξυπόλητο καμπούρη, που έχει μπροστά του:

– Με γνωρίζεις εμένα;

Οχι”

– Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών

Βρε τον Αλέκο με τα κυδώνια. Τι είναι αυτό που βαστάς”

-Αυτό που δείχνεις είναι ασπίδα

“Α, πετάει σπίθες. Το άλλο;”

-Κοντάρι

“Σαν και σένα μουλάρι. Στο κεφάλι τι είναι αυτό;”

-Περικεφαλαία

Α, έχεις πάρει και την ομπρέλα μαζί σου”

Αυτό το δισκάκι, πρέπει να το είχα λιώσει στο πικάπ. Ξανά και ξανά. Ο Σπαθάρης δίνει ρέστα, ειδικά όταν κάνει το φίδι, βάζει τον Καραγκιόζη να κρύβεται κάτω από την σκάφη και να κοπανάει το τέρας με το … κατραβεχτήρι για να αφήσει τον Αλέξανδρο που είχε δαγκώσει κατακέφαλα. Τα 45άρια της Κολούμπια είχαν κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 60 και έγιναν ανάρπαστα

Στον “Αστροναύτη” ο Καραγκιόζης ονειρεύεται ότι ταξιδεύει στο φεγγάρι για να βρει την Βεζυροπούλα. Η συνομιλία του με τον Πασά, που τον καλεί επειγόντως στο Σαράι, για να του αναθέσει την αποστολή, είναι μυθική.

-Καραγκιόζη, ο επιστήμονας που είχαμε στα υπόγεια του Παλατιού, έκλεψε έναν πύραυλο. Μαζί του πήρε και την κόρη μου την Αϊσέ (ή Εμινέ δεν έχει σημασία) και σχέδια κατασκευής πυραύλων”

“Ε, και δεν τον κυνηγάμε να τον πιάσουμε”

– Τώρα αυτός είναι στο διάστημα

Ε, και δεν έχουμε άλλον πύραυλο”

– Έχουμε τον Πρωτότυπο, αλλά του λείπουν ορισμένα όργανα”

“Και δεν του βάζουμε εμείς;”

– Τι όργανα έχετε εσείς;

Απ’ όλα. Μπουζούκια, κιθάρες, βιολιά”

-Επιστημονικά όργνανα εννοώ. Ωρολόγια, θερμόμετρα…

Και δεν του βάζουμε το ρολόι της Μητροπόλεως και κάνα θερμόμετρο από το φαρμακείο”

Δεν ξέρω αν τα σημερινά παιδιά μπορούν να γοητευτούν από τις κασκαρίκες του Καραγκιόζη, τα έργα του οποίου βέβαια προσαρμόζονται και στην σύγχρονη πραγματικότητα. Για μας που μεγαλώσαμε μαζί του, πάντως, παραμένει ένας ωραίος συγγενής, ένας φτωχοδιάβολος που αγαπήσαμε, μια σκιά, που έβγαζε τη γλώσσα σε όλους, έριχνε σφαλιάρες στον Χατζηαβάτη και μίλαγε ακόμα και με εξωγήινους

Σταπρί, σταπρόνια. Κάποιος μαγειρεύει μακαρόνια…”

 

 

 

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα