ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΠΟΥ ΟΙ 200 ΧΟΡΕΥΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Διακόσιοι κομμουνιστές για έναν Γερμανό υποστράτηγο και τρεις συνοδούς του. Η εκτέλεση των 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής πριν 78 χρόνια και η άσβεστη μνήμη του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και των συντρόφων του
Την Πρωτομαγιά του 1944 οι καμπάνες των εκκλησιών της Καισαριανιής χτυπούσαν πένθιμα. Οι ριπές στο Σκοπευτήριο ήταν συνεχόμενες, με τα καμιόνα να παραλαμβάνουν διαρκώς πτώματα. Στους δρόμους του συνοικισμού, το αίμα των εκτελεσμένων έρεε, ακόμη ζεστό, με τις γυναίκες να αψηφούν τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, βγαίνοντας από τα σπίτια τους και ρίχνοντας λουλούδια.
Διακόσιοι πατριώτες, διακόσιοι κομμουνιστές, κρατούμενοι στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, έδιναν τη ζωή τους σχεδόν χαμογελώντας, περήφανοι και σίγουροι ότι η θυσία τους δεν πήγαινε χαμένη. Στα σημειώματα που πετούσαν έξω από τα φορτηγά, ή τα εμπιστεύονταν σε τρίτους για να τα μεταφέρουν στους δικούς τους ανθρώπους, έστελναν το ηρωϊκό μήνυμα τους: “Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος” έγραφε ο γεωπόνος Νίκος Μαριακάκης.Ένας από τους 200, ένας από όσους κοίταξαν περήφανα το απόσπασμα των Ναζί, που ξερνούσε το θάνατο.
Πέντε μήνες πριν φύγουν από την Ελλάδα κι ενώ ο πόλεμος έγερνε φανερά υπέρ των συμμάχων, οι κατακτητές συνέχιζαν απτόητοι τα εγκλήματά τους, θέλοντας να ταπεινώσουν και να τσακίσουν την αντίσταση που ολοένα και φούντωνε σε όλη τη χώρα.
Στις 27 Απριλίου 1944 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στους Μολάους της Λακωνίας, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Πεζικού, Μανώλη Σταθάκη, επιτέθηκαν κατά του υποστράτηγου και διοικητή της 41ης μεραρχίας οχυρών Φραντζ Κρεχ και της συνοδείας του. Ο Γερμανός υποστράτηγος και τρεις ακόμη αξιωματικοί του έπεφταν νεκροί.
Μια μέρα πριν στην Κρήτη, μέλη της βρετανικής SOE και αντιστασιακών ομάδων του νησιού, ολοκλήρωναν την απαγωγή του υποστράτηγου Κράιπε.
Οι Γερμανοί φρύαξαν. Η αντίσταση φούντωνε στα βουνά. Δεν μπορούσαν να αφήσουν τους αντάρτες να αλωνίζουν, το ΕΑΜ να οργανώνει την πάλη στις πόλεις. Σχεδόν εξ’ ολοκλήρου οι ανατολικές συνοικίες ελέγχονται από τους Έλληνες πατριώτες. Στις 28 Απρίλη, μια μέρα μετά, ένα σπίτι στον Υμηττό, δέχεται ολομέτωπη επίθεση από Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Πρόκειται για αποθήκη πυρομαχικών του ΕΛΑΣ και την υπερασπίζουν τρεις ΕΠΟΝίτες (Δημήτρης Αυγέρης, Κωνσταντίνος Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης) που για 7 ώρες δίνουν μια σκληρή μάχη, εναντίον 200 επιτιθέμενων. Πέφτουν νεκροί, αλλά η απήχηση του ηρωισμού αντηχεί σε όλη την Αθήνα.
Η απόφαση των κατακτητών για την επίθεση και την εκτέλεση του Κρεχ δημοσιεύεται στις εφημερίδες, παραμονές της Πρωτομαγιάς. Εκτέλεση δια τυφεκισμού 200 κομμουνιστών. Άλλους εκατό εξολόθρευσε -χωρίς ανάλογη γερμανική διαταγή- ο συνταγματάρχης και αρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας Πελοποννήσου, Διονύσιος Παπαδόγγονας, λόγω και της προσωπικής σχέσης του με τον Γερμανό υποστράτηγο. Το γεγονός επιβεβαίωσε ο πτέραρχος Χέλμουτ Φέλμι, επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στην απολογία του στη δίκη της Νυρεμβέργης.
Το είχαν κοινοποιήσει και οι ίδιοι οι Γερμανοί
Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου
Οι στρατώνες που είχαν φτιαχτεί από τον Μεταξά στο Χαϊδάρι, μετατράπηκαν σε ένα από τα πιο σκληρά στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την Ευρώπη. Υπολογίζεται ότι στον ένα χρόνο που λειτούργησε (3/9/1943-27/9/1944) “φιλοξένησε” 21.000 κρατούμενους. Σχεδόν όλοι οι Εβραίοι που φυλακίστηκαν εκεί, μεταφέρθηκαν στα ναζιστικά κολαστήρια επί γερμανικού εδάφους. Εκεί μεταφέρθηκαν και οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές κρατούμενοι, τους οποίους η μεταξική δικτατορία αφού αρνήθηκε να τους επιτρέψει να πολεμήσουν στην Αλβανία, τους παρέδωσε στους κατακτητές.
Στην αρχή βρέθηκαν στη δικαιοδοσία των Ιταλών, οι οποίοι από τη Νότια Ελλάδα τους μετέφεραν στη Λάρισα. Στο τέλος αποφάσισαν να τους στείλουν στην Αθήνα και στους Γερμανούς, καθώς η Ιταλία άρχισε να κλυδωνίζεται και στο εσωτερικό της και ήξερε ότι στην πρωτεύουσα ο έλεγχος των κρατουμένων θα’ ταν πιο εύκολος.
Τον Αύγουστο του 1943 οι διοικητές των φυλακών της Λάρισας, έστειλαν με το τρένο περίπου 600 κρατούμενους, ανάμεσά τους οι 243 Ακροναυπλιώτες και 20 επίσης παλιοί εξόριστοι, από την Ανάφη. Τις πύλες του στρατοπέδου πέρασαν και τέσσερις γυναίκες-μορφές της αντίστασης: Ηλέκτρα Αποστόλου, Ηρών Κωνσταντοπούλου, Λέλα Καραγιάννη.
Η μεταγωγή όλων αυτών στο Χαϊδάρι σήμανε και την έναρξη της φουλ-λειτουργίας του στρατοπέδου, που άλλαξε γρήγορα και από την ιταλική διοίκηση πέρασε στην αμιγώς γερμανική. Στην αρχή ανέλαβε ο επιλοχίας Τρέπε, με το στρατόπεδο να μετατρέπεται πολύ γρήγορα σε τόπο μαρτυρίου.
Ο ταγματάρχης των SS, Πάουλ Ραντόμσκι, διαβόητος για την αγριότητα του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Σίρετς στην Ουκρανία, οργανώνει το Χαϊδάρι κατά τα πρότυπα της καταναγκαστικής εργασίας. Οι κρατούμενοι χωρίζονται σε εκατονταρχίες, εκτελούν έργα πολλές φορές χωρίς σκοπό, υποβάλλονται σε καψώνια ενώ ο ίδιος ο Ραντόμσκι θα εκτελέσει με το περίστροφό του τον κρατούμενο Λεβί, που προσπάθησε να αποδράσει.
Τις περισσότερες ώρες της ημέρας οι κρατούμενοι κάνουν εργασίες σε διάφορα μέρη του στρατοπέδου, εκτός από το μπλοκ 15, όπου λειτουργούν τα απομονωτήρια και οι θάλαμοι όπου στοιβάζονται κυρίως οι κομμουνιστές. Τα παράθυρα ψηλά στους τοίχους για να μη μπορούν οι κρατούμενοι να δουν από τα κάγκελα, ένας κρανίου τόπος μέσα στο αποτρόπαιο στρατόπεδο. Ακολουθούν μπαράζ εκτελέσεων. Υπολογίζεται ότι 1.800 άνθρωποι σκοτώθηκαν από τα πυρά των γερμανικών αποσπασμάτων, ανάμεσά τους και οι ανάπηροι του πολέμου της Αλβανίας, που είχαν συλληφθεί (και μεταφερθεί στο Χαϊδάρι) στο πογκρόμ του Νοέμβρη του 43 από τους Ναζί και τους ταγματασφαλίτες.
Ο αγροίκος και μέθυσος Ραντόμσκι ένα βράδυ, που δεν ελέγχει τον εαυτό του, επιτίθεται και ξυλοκοπεί ένα κατώτερο αξιωματικό. Οι Γερμανοί τον απαλλάσσουν από τα καθήκοντά του (σκοτώνεται το 1945 στην Ουγγαρία) και αναθέτουν την διεύθυνση του στρατοπέδου στον υπολοχαγό Καρλ Φίσερ. Πιο “εκλεπτυσμένος” από τον Ραντόμσκι, θα’ ναι αυτός που θα πάρει τον κατάλογο με τα 200 ονόματα και θα τα εκφωνήσει, ένα προς ένα, για να μεταφερθούν στην Καισαριανή.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης
Το στρατόπεδο οργανώνεται από τους μπαρουτοκαπνισμένους Ακροναυπλιώτες. Η ζωή των κρατουμένων βασίζεται στην αλληλεγγύη, την συντροφικότητα και τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους, για να αντέξουν την απάνθρωπη καθημερινότητα. Ανάμεσα τους ο 35χρονος διερμηνέας, Ναπολέων Σουκατζίδης, η άρνηση του οποίου στη γερμανική πρόταση να σώσει τον εαυτό του και να μην εκτελεστεί, αποτέλεσε την κορυφαία πράξη μιας ζωής, που από νωρίς αυτή η πολυσχιδής και φιλομαθής προσωπικότητα την αφιέρωσε σε ένα καλύτερο κόσμο.
Γεννημένος το 1909 στην Προύσα, μετά την μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε μαζί με την οικογένεια του στο Αρκαλοχώρι Κρήτης. Αποφοίτησε από την μέση εμπορική σχολή του Ηρακλείου, έχοντας ένα σπουδαίο ταλέντο στις ξένες γλώσσες. Πριν συλληφθεί το 1936, ήδη μιλούσε τέσσερις: Αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά και τούρκικα. Άλλες δυο (γερμανικά, ιταλικά) έμαθε στις φυλακές, όπου η δικτατορία τον έστειλε να τις “γνωρίσει” από τα 27 του χρόνια.
Ο Σουκατζίδης οργανώθηκε από νωρίς στο ΚΚΕ, έγινε πρόεδρος του σωματείου εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου. Ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος (1906-70) που τον γνώρισε στο Χαϊδάρι, έγραφε για τη ζωή του Ναπολέοντα στην Κρήτη:
“Από το 1928 ήτανε η ψυχή της πιο μεγάλης εφοπλιστικής και βιομηχανικής επιχείρησης της Κρήτης “Λιοπυράκης και Σία”… Ητανε δεν ήτανε είκοσι χρονώ. Μιλούσε κι έγραφε τέσσερεις γλώσσες… Κατώτερο προσωπικό στο λογιστήριο, ο πιο καινούργιος στο γραφείο. Κι όμως: Εμποροι, εργοστασιάρχες, παραγωγοί, ναυτικοί πράκτορες, εφημερίδες, τον Ναπολέοντα ζητούσαν για να συζητήσουνε τις υποθέσεις τους…
… Διαβάζει 3-4 εφημερίδες, παρακολουθεί συστηματικά την καλλιτεχνική και φιλολογική κίνηση της χώρας. Ιδιαίτερο πάθος του η κρητική λαογραφία. Και η μεγαλύτερη απόλαυσή του να μελετά και να μαθαίνει απ’ όξω το κρητικό θέατρο και τις κρητικές μαντινάδες. Πρόσφυγας από την Προύσα δεν ήθελε να είναι ένας φιλοξενούμενος. Μόνιμες ρίζες ήθελε. Σπίτι δικό του στην κρητική γη. Σ’ ένα χρόνο μέσα κατάφερε τους κρητικούς να του παραχωρήσουνε οικόπεδο να χτίσει. Το πιο πολύτιμο, την καρδιά τους.
Με τον υπάλληλο, τον όποιο υπάλληλο οι κρητικοί δεν έχουνε και πολλές αγάπες. Μα αυτό το παιδί είναι άλλο, λέγανε, είναι δικό μας παιδί…
… Σταφιδοπαραγωγοί που πήγαιναν τη σοδειά τους και περιμένανε μήνες για να βρουν τιμή που να καλύπτει τουλάχιστο τα έξοδα. Χαρουποπαραγωγοί, απελπισμένοι που πολλές φορές αναγκάζονταν να γυρίσουν το χαρούπι πίσω στο χωριό, δώδεκα ώρες δρόμο, με το ζώο ξεθεωμένο γιατί “σταμάτησε” η αγορά. Ολοι στο τέλος μαθαίνανε αυτήν την πληροφορία: “Ο Λιοπυράκης, λένε, πως είναι πονόψυχος. Οποιος κι αν πάει δεν φεύγει έτσι. Κι αν δεν του αγοράσει τη σοδειά, τουλάχιστο του δίδει αποθήκη να μη γυρίζει πάλι πεζός. Καμιά φορά δίδει και μικροδάνεια”.
Πηγαίνανε και φεύγοντας είχανε να λένε για τους καλούς του τρόπους, μα προ πάντων για το γέλιο του. Αγγελος! Κι αποφασίζανε πως θα αλλάζανε έμπορο. Μόνο σ’ αυτόν θα πηγαίνανε πια το μαξούλι τους. Ετσι όλα τα χωριά μάθανε πως ο επιχειρηματίας Λιοπυράκης ήτανε ένα παιδί. Ενα πανέξυπνο παιδί και καλόκαρδο που πάντα γελούσε. Και ποτέ δεν πρόσβαλε κανένα, πολλές φορές τους έδινε και χαρτζηλίκι ή τους έκανε το τραπέζι κι ας μην ήτανε πελάτες του.
Πολλές φορές χωριάτες διαφωνήσανε μεταξύ τους και ήταν η αφορμή που ο ένας ήξερε πως τον επιχειρηματία τον λέγανε Γιάννη και ο άλλος επέμενε με πείσμα πως και άκουσε άλλους και ο ίδιος τον είπε πολλές φορές Ναπολέοντα. Και σήμερα ίσως να υπάρχουνε γέροντες, απόμαχοι αγρότες που θα επιμένουνε πως ο εθνικός ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης είναι ο επιχειρηματίας Ι. Λιοπυράκης που ποιος ξέρει για ποιο λόγο πήρε αυτό το ψευδώνυμο”
Το 1930, μόλις 21 ετών δηλαδή, γίνεται μέλος του Εργοτέλη. Εκεί δημιούργησε τους “ενεργούς πολίτες”, δηλαδή φτωχούς νέους απ΄όλα τα χωριά και τις γειτονιές του Ηρακλείου, που βρήκαν στέγη στο οίκημα της εκκλησίας στην οδό Έβανς, ενώ έκαναν προπόνηση στα τσικό της ποδοσφαιρικής ομάδας. Ταυτόχρονα τους έδειχνε το δρόμο για την βελτίωση των σπουδών τους, την εκμάθηση μιας τέχνης.
Η άγρια χαρά κόντρα στο θάνατο
Αυτή η … αντεθνική του δράση όμως, ενοχλεί την δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Από το 1936 μέχρι την εκτέλεση του θα περάσει τη ζωή του πίσω από τα σίδερα κι εκεί θα γνωρίσει όλους τους μετέπειτα συντρόφους που θα κάνουν τη διαδρομή από την Ακροναυπλία μέχρι το Χαϊδάρι. Στο αθηναϊκό στρατόπεδο ο Σουκατζίδης προσπαθεί με την ιδιότητα του διερμηνέα να γλιτώσει ζωές, μια απομόνωση, ένα βασανιστήριο. Πολλές φορές ακροβατεί με τις σχέσεις του με τη διοικηση του στρατοπέδου και την επιβίωση των κρατουμένων.
Ο Κορνάρος γράφει: “Ανυστερόβουλος, σεμνός, χαρούμενος πάντα. Σοβαρότερη δουλειά του θεωρεί το ν’ αγαπά τους συντρόφους του. Δεν παραμελεί τα πράγματά του. Η γωνιά του αστράφτει από καθαριότητα. Στον τοίχο απάνω από το προσκέφαλό του, οι φωτογραφίες του πατέρα, της αγαπημένης, των φίλων του. Επιβάλλεται και στους φίλους και στους δεσμοφύλακες. Τον σέβονται”.
Η είδηση για την εκτέλεση των 200 διαρρέει στο στρατόπεδο μέσω των αθηναϊκών εφημερίδων. Ο Φίσερ προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια λέγοντας ότι απλά επίκειται μεταγωγή των κομμουνιστών από την Ακροναυπλία σε άλλες φυλακές. Ο Ζήσης Ζωγράφος, αργότερα στέλεχος του ΚΚΕ , ακούει τον Γερμανό διοικητή να του ζητάει 15 κρατούμενους που οπωσδήποτε έπρεπε να παραμείνουν στο στρατόπεδο. Κάποια στιγμή ο Γερμανός συνειδητοποιεί ότι ο Ζωγράφος προσπαθούσε να σώσει όσους περισσότερους γίνεται. “Σβήσε…” διέταξε.
Ο Μανώλης Μαντόπουλος, χρόνια μετά, διηγιόταν πως ενώ το όνομα του είχε σβηστεί δεν μεταφέρθηκε ξανά σε εκείνους προς εκτέλεση και εν τέλει παρέμεινε στο στρατόπεδο. Το βράδυ της 30ης Απριλίου, οι μελλοθάνατοι περιμένουν το ξημέρωμα με χορούς και τραγούδια! Κανείς δεν φοβάται, αλλά και να φοβάται, αγκαλιάζεται και χορεύει με τους συντρόφους του. Το χορό του Ζαλόγγου. Μια άγρια χαρά, νικάει το φόβο της εκτέλεσης και θριαμβεύει με κραυγές και λυτρωτικά τραγούδια.
Το ίδιο θα γίνει, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Γερμανών και την επομένη. Όταν σιγά-σιγά, συγκεντρώνονται ανα 20άδες, για να πάνε προς εκτέλεση. “Το τραγούδι εκεί άναψε. Χρόνια τώρα τα παλικάρια σκλαβωμένα, είχαν τα χείλη κλειστά. Τώρα, στις τελευταίες τους στιγμές, έγιναν ξανά λεύτεροι. Τραγούδια, που χρόνια είχαν να τραγουδήσουν γέμιζαν την ατμόσφαιρα του Χαϊδαριού. Ρίγη συγκίνησης, ένα φούσκωμα στο στήθος, μια εξαϋλωση ψυχής μας κατέλαβε. Μετά το τραγούδι, αρχίζει ο χορός. Ο Καλαφατάκης φοράει ένα σαρίκι και μια ζώνη κρητικιά, που τα’ χε φυλαγμένα σαν ιερά κειμήλια και σέρνει πρώτος το χορό. Ακολουθεί ο Ν.Μαριακάκης και άλλοι. Περνώντας από μπροστά τους να πάμε για δουλειά, τους αποχαιρετάμε για τελευταία φορά. Ο Μαριακάκης πετάγεται από τη γραμμή:
– Γειά σου Λευτέρη, χαιρετίσματα στην πατρίδα, Και μου σφίγγει το χέρι.
Όλοι οι πόθοι του παλικαριού κλείνονται μεσα σε αυτές τις δυο λέξεις. Για την Κρήτη και το λαό της. Τέτοια ήταν η ατμόσφαιρα και οι ίδιοι οι δήμιοι μας, που φέρονταν ψυχρά και για πρώτη φορά φαίνονταν μουδιασμένοι και μας έδωσαν την ευκαιρία να αποχαιρετήσουμε τους φίλους μας. Ο κτηνάνθρωπος όμως Κόβατς (σ.σ ο πιο απάνθρωπος δεσμοφύλακας, μόλις 18 ετών,ουγγρικής καταγωγής) ένα μαύρο σκυλί που ερχόταν εκείνη την στιγμή, έπεσε με τον υποκόπανο πάνω μας”.
Η διήγηση ανήκει σε συγκρατούμενο των 200 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον Ριζοσπάστη, το 1975.
Άλλοι προσπαθούν να δώσουν γραπτά μηνύματα για να τα φτάσουν στα χέρια των ανθρώπων τους, ή κάποια προσωπικά αντικείμενα για να αναγνωριστούν από συγγενείς και φίλους, ένα σακάκι, μια μωρουδιακή κουβέρτα…
“Γεια, πατερούλη”
Ο Φίσερ κουράζεται να εκφωνεί τα ονόματα των υπό εκτέλεση Ελλήνων. Κάποια στιγμή, μάλιστα, σταματάει και πίνει ένα ποτήρι νερό. Συνεχίζει ωστόσο και φτάνει στο όνομα Σουκατζίδης Ναπολεών.
Ακούγεται ένα βροντερό “παρών” και ο Σουκατζίδης παραδίδει τα έγγραφα του στον Θανάση Μερεμέτη, δεύτερο διερμηνέα του στρατοπέδου. “Όχι εσύ Ναπολέων” λέει ο Φίσερ, αλλά εισπράττει μια αποστομωτική απάντηση: “Δέχομαι τη ζωή, αλλά με τον όρο να μην την πάρω από κανένα άλλο. Με τον όρο η θέση μου να μείνει κενή”.
Λίγο αργότερα ο Γερμανός θα προσπαθήσει να μεταπείσει ξανά τον Σουκατζίδη, στο χώρο των μαγειρίων κι ενώ συγκεντρώνονται όλοι οι μελλοθάνατοι για αναχώρηση. Ο Ναπολέων δεν δέχεται κουβέντα και ρωτάει τον Φίσερ: “Θα έβαζες στη θέση μου τον τελευταίο σου στρατιώτη”. Ο Γερμανός απαντάει αρνητικά και όλα έχουν τελειώσει. Δε γίνεται να “παραβεί” τη διαταγή. Πρέπει να εκτελεστούν 200 και όχι 199.
Ο Σουκατζίδης χαιρετάει χαμογελαστός και γράφει το τελευταίο σημείωμα (το 2017 έγινε ταινία από τον Παντελή Βούλγαρη) προς τον πατέρα του: “Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να’ σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα και την αδερφούλα μου. Κι οι δύο μεγάλοι άνθρωποι. Γειά, γεια, πατερούλη. Ναπολέων…”