ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ: ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΝΤΙ ΚΑΠΡΙΟ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που ο Τζακ του Λεονάρντο Ντι Κάπριο δε μπορούσε να ανέβει πάνω σε εκείνη την πόρτα. Και δεν έχουν όλοι να κάνουν με τη φυσική.
Ήταν πολλά τα πράγματα που έκαναν τον Τιτανικό ένα αληθινό φαινόμενο, από αυτά που μια φορά μόνο αντικρύζεις και που μετά έχεις να αναφέρεις για μια ζωή ως σταθερή εξαίρεση στον κάθε μετέπειτα κανόνα.
Να, ας πούμε, μέσω του σάιτ The Numbers, οι επιδόσεις που θα περίμενε κανείς από τον Τιτανικό βάσει του ανοίγματός του, και σε σχέση με το μοντέλο πρόβλεψης που προκύπτει από τις εισπράξεις όλων των ταινιών της τελευταίας πενταετίας:
Η ταινία (που επανακυκλοφορεί στις αίθουσες remastered και σε 3D στις 9 Φεβρουαρίου) θα έπρεπε να είχε μείνει κάπου στα $100 εκατομμύρια εισπράξεων στις ΗΠΑ, κάτι που θα σήμαινε παταγώδη εμπορική αποτυχία στο όριο του κλεισίματος κάποιου εμπλεκόμενου στούντιο. Αντ’αυτού, την ιστορία την ξέρουμε, ο Τιτανικός συνέχιζε για μήνες να κάνει τις ίδιες σταθερές εισπράξεις, μια πλήρως ακατανόητη παρέκκλιση από τη νόρμα που κράτησε την ταινία στην κορυφή των εισπράξεων για εβδομάδες.
Ήταν #1 για 15 εβδομάδες. Είχε τη μεγαλύτερη 9η, και τη μεγαλύτερη 10η, και τη μεγαλύτερη 11η εβδομάδα εισπράξεων. Και τη 12η. Και τη 13η! Και τις επόμενες 5.
Ακατανόητη; Όχι ακριβώς. Γιατί όπως καλά θα θυμόμαστε όσοι και όσες ήμασταν εκεί, η ταινία κατάφερε να κάνει γκελ σε κάθε πιθανό κοινό, κάτι που επιβεβαιώνει και μια προ 5ετίας ανάλυση του σάιτ FiveThirtyEight. Το κοινό του Τιτανικού ήταν νέοι αλλά και μεγαλύτεροι, ήταν γυναίκες αλλά και άντρες, ήταν φτωχοί αλλά και πλούσιοι. Κι όταν αντιδρά σε ένα φιλμ κάθε πιθανή πληθυσμιακή ομάδα, έχεις όλες τις επιμέρους συνήθειες θέασης, συνδυασμένες σε ένα υπερ-boost που ενισχύει τη δύναμη της κάθε μίας μόνης της.
Κι έτσι οι εβδομάδες περνούσαν και κόσμος πήγαινε και ξαναπήγαινε. Κι οι αντιστάσεις όσων απέμεναν, σταδιακά έπεσαν κι εκείνες. Αν από αντίδραση δε θες να δεις κάτι μετά από ένα μήνα διαρκούς συζήτησης, τότε κάπου στο 5μηνο πρέπει να συνειδητοποιείς πως δεν πρόκειται πλέον για hype αλλά σχεδόν για θεσμό.
Διάφορα πράγματα βοηθούν σε μια τέτοια δύναμη διαρκείας. Είναι, και το έχουμε αναλύσει περισσότερο αυτό στο παρελθόν, η ικανότητα του Τζέιμς Κάμερον να λέει ιστορίες που έχουν κάτι για τους πάντες– αλλά όχι με αυτό τον corporate, κατασκευασμένο τρόπο που μοιάζει σαν πέντε διαφορετικές ταινίες να έχουν συρραφεί μεταξύ τους για να τσεκαριστούν οι απαιτήσεις του εμπορικού τμήματος.
Είναι οργανικό, αυτές είναι οι ευαισθησίες του: Ανοιχτόκαρδα ρομάντζα μέσα σε τεράστιες κατασκευές που γκρεμίζονται. Και ταξικό μελόδραμα, και ταινία καταστροφής. Και κυνήγι θησαυρού, και ακριβής αναπαράσταση συνηθειών και λεπτομερειών μιας άλλης εποχής. Είναι πρακτικά αδύνατον να μην σε πιάσει από κάπου αυτή η ταινία.
Κι όσο για τη συντήρηση του μύθου της; Ένα τεράστιο κομμάτι οφείλεται, όσο απλοϊκό κι αν αυτό ακούγεται, στον τρόπο με τον οποίο τελειώνει. [Ακολουθούν, υποθέτω, spoilers για τη μεγαλύτερη ταινία όλων των εποχών.] Δηλαδή, από τη μία ο θάνατος του Τζακ Ντώσον στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού, ακολουθούμενος από τη μαγική σκηνή-επίλογο του χορού με την Ρόουζ σε ένα στολισμένο κεντρικό σαλόνι του δοξασμένου Τιτανικού, ένας χορός στα σύννεφα ή στην φαντασία, ή στη μετά θάνατον ζωή; Ή ποιος ξέρει, δεν έχει σημασία.
Όσο απλουστευτικό κι αν ακούγεται, η ύπαρξη αυτής της τελευταίας σκηνής απαλύνει τον πόνο της απώλειας που μόλις έχει βιωθεί, στέλνοντας τους θεατές έξω από την αίθουσα με μια αίσθηση μέθης, σα να έχουμε μόλις βιώσει ένα τετράωρο έπος καταστροφής, έρωτα, απώλειας και αιώνιου πάθους που τελειώνει με την υπενθύμιση πως τίποτα ποτέ δεν χάνεται και πως κάποια πράγματα που έχουμε μες στην καρδιά μας, ζουν για πάντα.
Για να φτάσουμε όμως εκεί, πρέπει να έχει προηγηθεί η αναγκαία θυσία: Ο θάνατος του Τζακ.
Τώρα, επί δεκαετίες υπάρχουν οι διαρκείς φωνές, γιατί δεν ανέβηκε κι ο Τζακ στην πόρτα, γιατί δεν έκανε χώρο η Ρόουζ, γιατί δεν έμεναν πάνω στην πόρτα σε βάρδιες(!), κι άλλα πολλά «γιατί». Να εδώ, μια Κίκι Πάλμερ που μιλά εκ μέρους όλων:
Χωρίς αυτά τα «γιατί» δεν έχεις ένα επίμονο παραμύθι, δεν έχεις διαχρονική περιέργεια, δεν έχεις πάντα ένα «γαμώτο» που να σε τσιγκλάει μέσα σου αρκετά για να ασχολείσαι με μια ιστορία, 25 χρόνια μετά. Οπότε να «γιατί».
Αλλά για του λόγου το αληθές, ο Κάμερον ως κλασικός λεπτολόγος και τέρας κυριολεξίας που είναι, δε μπορούσε να αφήσει το ερώτημα αυτό να συνεχίζει να αιωρείται χωρίς να δώσει την οριστική του απάντηση. («Είμαι science groupie!», μας έλεγε όταν του μιλήσαμε τον Δεκέμβριο με αφορμή την κυκλοφορία του σίκουελ του Avatar.) Έτσι, για μια επερχόμενη εκπομπή του National Geographic με τίτλο Titanic: 25 Years Later with James Cameron, ο σκηνοθέτης εξερευνά επιστημονικότατα το επίμονο αυτό ερώτημα, εξετάζοντας διάφορες μεταβλητές με τη βοήθεια επιστημονικών συνεργατών.
Δύο κασκαντέρ και μια ομάδα επιστημόνων λοιπόν, βοήθησαν τον Κάμερον να τεστάρει τέσσερα διαφορετικά σενάρια προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο θα μπορούσαν δύο άτομα να έχουν μοιραστεί την πόρτα και να έχουν επιβιώσει. Στο ένα σενάριο, ο Τζακ κι η Ρόουζ ανεβαίνουν κι οι δύο στην πόρτα αλλά η πόρτα βυθίζεται στα παγωμένα νερά εκτίθοντας και τους δύο.
Στο ενδεχόμενο να ταρακουνούσαν την πόρτα αρκετά ώστε να διώχνουν το νερό, ο Κάμερον λέει πως θα μπορούσαν να έχουν επιβιώσει για ώρες– αλλά θα ήταν αυτό ένα ρίσκο που ο Τζακ θα έπαιρνε; Διότι, εδώ είναι το κλειδί, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ρομαντικό παράγοντας της όλης υπόθεσης. «Η διαδικασία σκέψης του Τζακ ήταν, πως δεν θα κάνω τίποτα που θα αποτελέσει ρίσκο για εκείνη. Κι αυτό είναι 100% συνεπές με τον χαρακτήρα του», λέει, επιμένοντας πως πάνω απ’όλα, ο Τζακ θα επέλεγε να σώσει τη Ρόουζ.
Διότι ναι, σε κάποια από τα σενάρια πράγματι εμφανίζεται μια πιθανότητα επιβίωσης. Όπως εκείνο κατά το οποίο η Ρόουζ θα έδινε το σωσίβιό της στον Τζακ. «Θα είχε σταθεροποιηθεί», παραδέχεται ο Κάμερον. Στις εκτιμήσεις μας, μπορεί όντως να τα κατάφερνε μέχρι να έφτανε η σωσίβια λέμβος». Εν ολίγοις, παρά τις πολλές μεταβλητές, ίσως και να τα είχε καταφέρει, ίσως να υπήρχε ένα σενάριο.
Αλλά φέρτε ξανά την ταινία στο μυαλό σας. Μια ταινία μες στην οποία χωρά ένας ολόκληρος κόσμος, μια ολόκληρη ζωή. Με ένα κεντρικό πάθος τόσο φλογισμένο που επιβίωσε διαμέσου των πολύ κυριολεκτικών εδώ, ταξικών διαχωρισμών, με την πλούσια να εμβυθίζεται στον κόσμο του φτωχού Τζακ, παρά το αντίθετο. Σε τέτοια ξέφρενη διαδρομή έρωτα και επιβίωσης, αυτό που τελικά ανθίζει και ζει –για πάντα!– είναι ένα αρχετυπικά τραγικό ρομάντζο, από εκείνα που καταλήγουν πιο διαχρονικά από το οποιοδήποτε happy end.
«Όχι, έπρεπε να πεθάνει», επιμένει τελικά ο Κάμερον. «Είναι σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Είναι μια ταινία για τον έρωτα και την θυσία και την θνητότητα», εξηγεί. Τελικά αυτή είναι η πιο απόλυτη απάντηση που μπορεί να δοθεί σε αυτό το επίμονο ερώτημα, και δεν χρειάζεται καμία επιστημονική ομάδα για να το αποδείξει.
Όπως λέει κι ο Κάμερον: «Η αγάπη μετριέται από τη θυσία».