ΤΟ ΑΕΠ ΜΕΤΡΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΟΣΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΝΑ ΑΞΙΖΕΙ*
Έχοντας ορίσει το ΑΕΠ η πολιτική κατέληξε να καθορίζει το σύνολο των αποφάσεων με βάση τον στόχο αύξησής του, παραγνωρίζοντας όλους τους άλλους παράγοντες.
Ο ανταγωνισμός των κρατών για προσέλκυση εργατικού δυναμικού και επενδύσεων, μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε την ανάγκη για καθιέρωση ενός μέτρου σύγκρισης και σταθμίσεων. Με τα δεδομένα του εικοστού αιώνα αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελεί άλλο από έναν οικονομικό δείκτη. Τελικά, ο δείκτης που υιοθετήθηκε ήταν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).
Ο σύγχρονος ορισμός αυτού καθιερώθηκε από τον Keynes κατά την διάρκεια του πολέμου προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσο η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε να εμπλακεί στον πόλεμο. Ως δείκτης περιλαμβάνει όλη την οικονομική δραστηριότητα μιας χώρας προκειμένου να ποσοτικοποιήσει την ευμάρεια ή/και την εξέλιξη της οικονομίας της.
Από τότε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Ο δείκτης του ΑΕΠ υιοθετήθηκε από τις περισσότερες χώρες του κόσμου και σταδιακά καθιερώθηκε ως γενικός δείκτης του ευ-ζην. Αυτό συνέβη λόγω του ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομική ανάπτυξη όντως συμβάδιζε με την βελτίωση της ευημερίας. Έτσι, πολίτες, πολιτικοί και οικονομολόγοι επένδυσαν στην αύξηση του ΑΕΠ ως αποκλειστικό δείκτη ανάπτυξης (ο επιθετικός προσδιορισμός «οικονομικής» έσβησε από το προσκήνιο).
ΑΕΠ: αναπτυξη -αντι- ποιοτητας ζωης
Ωστόσο, η ύπαρξη συνάφειας – συσχετισμού μεταξύ δύο μεγεθών, δεν σημαίνει και αιτιακή σχέση, άρα δεν εξασφαλίζει και συνέχεια στον χρόνο. Καθώς σταδιακά η ορμή ανάπτυξης (όχι μόνο οικονομικής) που ακολούθησε την λήξη του πολέμου επιβραδύνθηκε, οι αδυναμίες του ΑΕΠ ως δείκτη γενικής ευμάρειας άρχισαν να εμφανίζονται. Ο Robert Kennedy, άλλωστε, είπε ότι «το ΑΕΠ μετρά τα πάντα, εκτός από όσα κάνουν την ζωή να αξίζει». Έγινε φανερό, λοιπόν, ότι το ΑΕΠ αποτυγχάνει να συμπεριλάβει μια σειρά από άλλες παραμέτρους που έχουν καταφανέστατη σημαντικότητα στην ίδια την ποσοτική περιγραφή μιας οικονομίας: πχ το κεφαλαιακό απόθεμα που τροφοδοτεί την εντός του κάθε έτους ανάπτυξη.
Ως σύγχρονο παράδειγμα της αδυναμίας του ΑΕΠ να συμπεριλάβει οικονομικά αποθέματα, εύγλωττα μπορεί να χρησιμοποιηθεί το «μοντέλο ΔΕΗ»: Μια επιχείρηση που παράγει κέρδη πχ 0,5 δις τον χρόνο, έχει για το ΑΕΠ λιγότερη αξία από την πώληση της για 0,6 δις. Ακόμα και αν τον επόμενο χρόνο τα κέρδη θα είναι πολύ λιγότερα λόγω της εξαγωγής αυτών σε πολυεθνικούς μετόχους, τα 0,6 σήμερα θα σημαίνουν μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ. Πρόσκαιρη όμως και απρόσφορη μακροπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, ακόμη και βραχυπρόθεσμα στο μέτρο που ο βραχύς χρονικός ορίζοντας που ενδιαφέρει υπερβαίνει το ένα έτος.
Ακόμα περισσότερο προβληματίζει η χρήση του ΑΕΠ όταν αυτή καλείται να περιγράψει την ανάπτυξη της ποιότητας ζωής σε μια χώρα, αν και στην πραγματικότητα η χρήση του, όπως έχει καθιερωθεί, υπονοεί ότι αυτό καλείται να κάνει. Μια επένδυση που αποφέρει μικρή αύξηση του ΑΕΠ, αλλά μεγάλη συρρίκνωση του ευ-ζην, θεωρείται προτιμότερη από μια που αποφέρει μικρή μείωση του ΑΕΠ και μεγάλη αύξηση της ποιότητας ζωής. Παράδειγμα οι ιδιωτικές εξορύξεις μεταλλευμάτων (που για τη χώρα έχει πολύ μικρό οικονομικό όφελος, αλλά μεγάλη επίπτωση στην ποιότητα ζωής), σε αντιδιαστολή με τη δημιουργία αστικών πάρκων και χώρων πρασίνου ή η μείωση του αριθμού μαθητών ανά τάξη σε περίοδο πανδημίας, (που έχουν πολύ μικρή οικονομική επίπτωση αλλά μεγάλο όφελος ως προς την ποιότητα ζωής).
Έχοντας ορίσει λοιπόν το ΑΕΠ ως «βασιλιά» των δεικτών, ακόμα και στην συνείδηση των πολιτών, η καθιερωμένη δημόσια πολιτική κατέληξε να καθορίζει το σύνολο των αποφάσεων με βάση τον στόχο αύξησής του, παραγνωρίζοντας όλους τους άλλους παράγοντες. Η αύξησή του θα σημαίνει βέβαια και μείωση κόστους δανεισμού. Ωστόσο, και τα νέα δάνεια με τον ίδιο σκοπό θα επενδύονται.
Η αύξηση των δεικτών καταντά να έχει μηδενική κοινωνική σημασία αν δεν αντικατοπτρίζεται σε βελτίωση της ποιότητας ζωής. Μάλιστα, όπως τελικά χρησιμοποιείται, έχει ακόμα και αρνητικό πρόσημο στην κοινωνική ζωή. Έτσι, φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και μετά, υπάρχει σχεδόν σταθερή αύξηση του ΑΕΠ (στον δυτικό κόσμο – με εξαίρεση την ύφεση 2008-2010) με ταυτόχρονη μείωση της ποιότητας ζωής: της προσβασιμότητας στην υγεία, του πρασίνου, της δημόσιας εκπαίδευσης, της ποιότητας του αέρα που αναπνέουμε, της εργασιακής ασφάλειας, του διαμοιρασμού του παραγόμενου πλούτου, της κοινωνικής δικαιοσύνης κ.α.
Η αναντιστοιχία του ΑΕΠ ως δείκτη του ευ-ζην είναι πλέον γνωστή. Αρκετοί διακεκριμένοι οικονομολόγοι έχουν εκφράσει τη θέση, και αρκετοί ακαδημαϊκοί εργάζονται για τη βελτίωσή του. Η μελέτη των Patterson et al (2019) καταδεικνύει την σταδιακή διαφοροποίηση της ανάπτυξης που μετρά το ΑΕΠ από τον δείκτη Genuine Progress Indicator (GPI) ήδη από το 1981 και έπειτα, για την περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας. Το GPI στηρίζεται στην καταγραφή των καταναλωτικών δαπανών, ένα σημαντικό συστατικό του ΑΕΠ, αλλά προσθέτει και αφαιρεί περισσότερους από 20 μετρήσιμους παράγοντες όπως η αξία της εθελοντικής εργασίας και το κόστος της εγκληματικότητας και της ρύπανσης.
ΑΕΠ: ανάπτυξη -προς όφελος της- ποιότητας ζωής
Αυτό που συνήθως παραγνωρίζεται είναι ότι κατά την διάρκεια που η αναντιστοιχία αυτή διογκωνόταν, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, έχοντας κάνει άλματα προόδου, ανέπτυξαν σταθερούς και αξιόπιστους δείκτες ποσοτικοποίησης της ποιότητας ζωής. Η σταθερότητα αυτών είναι τόση που η Ε.Ε. τους αναγνωρίζει και τους αξιοποιεί στην στατιστική της υπηρεσία, καταγράφοντας ως ανεξάρτητούς παράγοντες της ποιότητας ζωής 8 λεπτομερώς ορισμένες μεταβλητές, που μετριούνται στο σύνολο του πληθυσμού (υλικές συνθήκες διαβίωσης, εισόδημα, κατανάλωση και υλικές συνθήκες, παραγωγική ή κύρια δραστηριότητα, υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, οικονομική ασφάλεια και φυσική ασφάλεια, διακυβέρνηση και βασικά δικαιώματα, φυσικό περιβάλλον και περιβάλλον διαβίωσης, συνολική εμπειρία ζωής).
Αυτό λοιπόν που καταχρηστικά καλείται να καταγράψει το ΑΕΠ, και στο οποίο αποτυγχάνει, πλέον έχει συγκεκριμένο ποσοτικοποιημένο δείκτη, θεσμικά αποδεκτό και αξιοποιήσιμο σε ευρεία κλίμακα. Η αλλαγή του επικρατούντος παραδείγματος προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ο δείκτης της ποιότητας ζωής αντί του ΑΕΠ, αν και λογικό αίτημα προσκρούει στο τρέχον status-quo. Ωστόσο, η συμπερίληψη του δείκτη ποιότητας ζωής στο ΑΕΠ ως ανεξάρτητου παράγοντα με σημαντική ποσόστωση μπορεί πλέον και πρέπει να αποτελέσει βασικό πρόταγμα.
Ανάλογες προσπάθειες έχουν ξεκινήσει σε διεθνές επίπεδο: Οι Amit Kapoor και Bibek Debroy ως σύμβουλοι της κυβέρνησης της Ινδίας προσπαθούν να αναδείξουν ως παράγοντα άσκησης πολιτικής τον δείκτη της ανθρώπινης ανάπτυξης που περιλαμβάνει την υγεία και την γνώση. Αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται στην πολιτεία Maryland, των ΗΠΑ. Συνεκτική, όμως, αλλαγή της στόχευσης της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας θα γίνει αισθητή μόνο αν ο δείκτης της ποιότητας ζωής ενσωματωθεί στο ΑΕΠ.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής θα είναι τεράστιες. Η στόχευση καταρχήν θα παραμείνει η ίδια: αύξηση του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι επενδύσεις και γενικά οι δραστηριότητες που θα πραγματοποιηθούν θα πρέπει προκειμένου να βελτιώνουν το δείκτη παράλληλα να βελτιώνουν και την ποιότητα ζωής. Η ανάπτυξη δηλαδή θα μοιράζεται μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και της βελτίωσης στην ποιότητα ζωής. Η βελτίωση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων (πχ με την υιοθέτηση του 35ωρου) θα αποτελούν παράγοντα αύξησης του ΑΕΠ, θα νοούνται ως ανάπτυξη της χώρας, οπότε θα μπορούν και να αξιοποιηθούν πολιτικά ανάλογα. Η πρόληψη των πυρκαγιών, και η εξασφάλιση εργασιακής ασφάλειας, επίσης.
Η στόχευση στην ανάπτυξη της ποιότητας ζωής σε παραλληλία με το ΑΕΠ θα επιτύχει τον σκοπό της μόνο αν υιοθετηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι αδιανόητο. Επίσης, ο στόχος δεν επιτυγχάνεται βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, η συζήτηση μπορεί να ξεκινήσει εντός συνόρων κάθε χώρας πριν αναγνωριστεί κινηματικά και οργανικά και εξαπλωθεί σε ευρύτερο ευρωπαϊκό και μετέπειτα παγκόσμιο πλαίσιο.
Οι (καλοπροαίρετες) αρχικές αντιρρήσεις των πληθυσμών και τελικά των πολιτικών συστημάτων ανεπτυγμένων χωρών θα καμφθούν, καθώς η βελτιωμένη ποιότητα ζωής που παρέχουν στους πολίτες τους θα προσφέρει άμεση αύξηση του ΑΕΠ τους σε σύγκριση με τις χώρες που υστερούν. Η αλλαγή της στόχευσης όμως μακροχρόνια θα δράσει ως καταλύτης για βελτίωση των συνθηκών ακόμα και στις τελευταίες.
Οι (κακοπροαίρετες) αντιρρήσεις όσων αναγνωρίσουν στο εγχείρημα την αλλαγή παραδείγματος προς μια κατεύθυνση κοινωνικοποίησης των κερδών, θα αναγκαστούν να αναδείξουν την πολιτική στράτευση της κάθε κατεύθυνσης. Ωστόσο, το να αρνείται κάποιος να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των πολιτών είναι μάλλον πολιτική αυτοχειρία.
Εδώ έγκειται το ρηξικέλευθο της συγκεκριμένης ιδέας: Σαν πολιτικό σύνθημα είναι εύληπτη, ο καθένας μπορεί να υιοθετήσει ένα αίτημα για βελτίωση της ποιότητας ζωής. Ωστόσο, μια τροποποίηση του βαθύτερα εγκαθιδρυμένου ρυθμιστικού παράγοντα της οικονομικής/πολιτικής ζωής απαιτεί ισχυρή ρήξη με το ισχύον καθεστώς. Η τελευταία μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο μέσω δυναμικών και πολυεπίπεδων κοινωνικών κινημάτων και προσπαθειών. Είναι, όμως πια και ρεαλιστική: όλα τα παραπάνω το αποδεικνύουν.
*Φράση του Ρόμπερτ Κένεντι.