ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΟΥ BETTER CALL SAUL ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΧΡΟΝΟΜΗΧΑΝΗ
Σκέψεις για την ολοκλήρωση μιας σπουδαίας σειράς- με ένα τέλειο φινάλε επεισόδιο.
Στην τηλεόραση, όλα τα φινάλε είναι χρονομηχανές.
Ακολουθούμε για χρόνια χαρακτήρες, ζούμε στους κόσμους τους, κινούμαστε στο χρόνο μαζί τους, αλλάζουμε όπως αλλάζουμε, ταυτιζόμαστε ή εξοργιζόμαστε με τις επιλογές τους (ή και τα δύο ταυτόχρονα!), βήμα το βήμα. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, είναι απλά ανθρώπινη η ανάγκη να κοιτάξουμε προς τα πίσω– αλλά λίγο και προς τα μπροστά.
Πολλές οι ισορροπίες που πρέπει να κρατήσεις, γι’αυτό και σπάνια τα φινάλε είναι ανάμεσα στα καλύτερα επεισόδια των σειρών τους. Πώς ολοκληρώνεις μια ιστορία ετών, μια ιστορία δεκάδων ωρών, χωρίς να την αλυσοδέσεις ερμητικά κλειστή; Πώς βάζεις μια ικανοποιητική τελεία, αφήνοντας μια χαραμάδα ανοιχτή που να θυμίζεις πως, κάπου όπου εμείς πια δεν παρακολουθούμε, οι ιστορίες αυτών των ηρώων συνεχίζονται; Πώς τιμωρείς χωρίς να ηθικολογείς; Πώς εξιλεώνεις χωρίς να τεμπελιάζεις;
Και πώς τιμάς όλο τον ίδιο σου τον μύθο χωρίς να αναλωθείς σε αυτοαναφορικά κλεισίματα του ματιού;
Κάθε φινάλε είναι χρονομηχανή, γιατί οφείλει να οδηγήσει κάπου μια ιστορία που χτίζεται για χρόνια (άρα κοιτάζοντας διαρκώς προς τα πίσω) αλλά αναλογιζόμενο και τι θα σήμαινε ένα πιθανό μέλλον (χωρίς να το κάνει κυνικά, «αφήνοντας τον θεατή να αποφασίσει» και άλλα τέτοια εύκολα).
Είτε έχουμε χαρακτήρες από περασμένες σεζόν να κάνουν ένα τελευταίο πέρασμα είτε έχουμε μια πλοκή που βασίζεται στο να ανασυρθούν κομμάτια της ίδιας της ιστορίας της σειράς (όπως συνέβη στο The Shield, που παραμένει το τέλειο τηλεοπτικό φινάλε), τα φινάλε πάντα λειτουργούν ως ματιές στο πριν και το μετά– δε θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. Στο Better Call Saul το τέχνασμα αυτό παρουσιάζεται με τρόπο αποκομμένο από τη γραμμικότητα του χρόνου, κάτι που βοηθάει το επεισόδιο να παραμείνει σχετικά χαλαρό, κάτι ποιητικό και ανθρώπινο, συνεπές στους ρυθμούς του σόου. Και με την απόλυτη αυτοπεποίθηση του να παρουσιάσει ένα φινάλε όπου δε συμβαίνει τίποτα αληθινά συνταρακτικό ή ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΟ!!!!. Γι’αυτό κι είναι κάπως τέλειο.
(Ακολουθούν spoilers για το φινάλε και για την τελευταία σεζόν του Better Call Saul. Αν δεν έχετε δει το επεισόδιο, μπορείτε να ανατρέξετε στην ευρύτερη αποτίμηση της σειράς που κάναμε πριν μερικούς μήνες.)
Αυτή η αποκόλληση από την αυστηρή ροή του χρόνου είναι κάτι που ο Πίτερ Γκουλντ κι οι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες του δουλεύουν σε όλη τη διάρκεια αυτής της τελευταίας σεζόν. Μετά το σημείο φυσικής δραματουργικής κορύφωσης, δηλαδή τον σοκαριστικό θάνατο του Χάουαρντ (κάτι που άλλη σειρά θα είχε τοποθετήσει 2-3 επεισόδια πριν το τέλος) και την απόδραση της Κιμ Γουέξλερ από την τοξική της σχέση αλληλοεξόντωσης με τον Τζίμι, η σειρά μοιάζει –σαν σοκαρισμένη κι η ίδια– να αιωρείται στον χρόνο.
Μέσα από το τελευταίο πακέτο επεισοδίων του Better Call Saul, σαν άλλη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, μας επισκέπτονται τα φαντάσματα του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος του Τζίμι: τη μια στιγμή γνωρίζει τον Γουόλτερ Γουάιτ, την άλλη στιγμή γνωρίζει την Κάρολ Μπερνέτ. Τη μια στιγμή η Κιμ Γουέξλερ μιλάει κάτω ένα βρεγμένο υπόστεγο στον Τζέσι Πίνκμαν για τον Τζίμι «όταν τον γνώριζε» και την άλλη ο Τζιν Τάκαβικ, δηλαδή η κρυψώνα του Σολ Γκούντμαν, αρχίζει ξανά τα ίδια.
Είναι ένα εκπληκτικό τελικό σερί επεισοδίων, που αντί να εστιάσουν περισσότερο σε κάποιο μηχανισμό πλοκής της Πτώσης του Τζίμι ή σε επεξηγήσεις του πώς συνέβη το παραμικρό κάθε τι του Breaking Bad, αντ’αυτού εκπροσωπούν μια σειρά που συνειδητοποιεί πως έχει μεγαλύτερη αξία το να καθίσει άνετα πίσω στην πολυθρόνα, να κλείσει τα μάτια, και να ονειρευτεί. Να ονειρευτεί γνωριμίες και πρόσωπα του παρελθόντος, να ονειρευτεί εφιάλτες ενός ασπρόμαυρου μέλλοντος, να αναζητήσει τις καθοριστικές στιγμές μιας χαραμισμένης ζωής, να ψάξει μοτίβα που συνδέουν τον Τζίμι, τον Σολ, τον Τζιν.
Αν όλο αυτό το τελικό σερί επεισοδίων είναι ένα εκτεταμένο «που είμαι, ποιος είμαι και πού πάω», το φινάλε ξέρει πώς να συμπτύξει ιδέες, εικόνες, πρόσωπα και αναμνήσεις μέσα σε μια γεμάτη αυτοπεποίθηση (και πίκρα, και θλίψη, και αγάπη, και υπομονή) τηλεοπτική ώρα.
Έχει μάλιστα ενδιαφέρον πως, σε επίπεδο εξελίξεων και πλοκής, πράγματι συμβαίνει κάτι σημαντικό και –τηλεοπτικά– τραβηγμένο, δηλαδή ο Τζίμι/Σολ να διαπραγματεύεται και να κερδίζει μια ελαφρύτατη ποινή χάρη στις ίδιες αυτές του δεξιότητες, στην έφεση προς την παγαποντιά και το τουμπάρισμα του ακροατηρίου, που τον έχει φέρει και ως εδώ. Όμως δεν πρόκειται για κάποιο Shield σενάριο, κι αν όλο γίνεται προκειμένου να εξυπηρετηθεί κάποιος σκοπός, αυτός δεν έχει να κάνει με την πλοκή αλλά με τη δραματουργία.
Ο Σολ λοιπόν κερδίζει εντελώς απρόσμενα μια ακραία ελαφρά ποινή (μέχρι κι η δικαστής απορεί, σαν η σειρά να δίνει μέσω εκείνης φωνή σε εμάς του θεατές) μόνο και μόνο ώστε ο Τζίμι να απορρίψει τη συμφωνία. Την τελευταία στιγμή, ο Τζίμι παίρνει πίσω τον έλεγχο, σα να βρίσκεται ξανά σε εκείνη την αίθουσα δικαστηρίου όπου σφραγίστηκε η πορεία της ζωής του– πίσω στο σημαδιακό για τη σειρά επεισόδιο Chicanery. Όσο ο Τζίμι έχει πίσω τον έλεγχο και μιλά για τον Τσακ, η κάμερα τον κοιτάζει από ψηλά, πίσω την πινακίδα EXIT, όπως τότε:
Όπως κι αυτό, έτσι και οι διάφορες άλλες ματιές στο παρελθόν της σειράς και του χαρακτήρα, αποκτούν εδώ τη διάσταση κάποιου υπαρξιακού ταρακουνήματος, με τον Σολ Γκούντμαν να επισκέπτεται καθοριστικές στιγμές της διαδρομής του ώστε να καταλήξει στην τελική του απόφαση. Το επεισόδιο ξεκινά με τον Μάικ και τον Σολ (πίσω, στο επεισόδιο όπου βοηθά τον Σολ να γλιτώσει, μόνος του στην έρημο) να το ρίχνουν στη φιλοσοφία και να συζητούν τη θεωρητική ύπαρξη μιας χρονομηχανής– κάτι που θέτει τον τόνο, γιατί στην υπόλοιπη διάρκεια αυτού του φινάλε, είναι το ίδιο το επεισόδιο που λειτουργεί ως τέτοιο. Τόσο για εμάς, αλλά πολύ πιο σημαντικά, και για τον ίδιο τον ήρωα.
Ταξιδεύει πίσω στη συζήτηση με τον Μάικ, ο οποίος εξηγεί σε ποια στιγμή του παρελθόντος θα πήγαινε, ώστε να αλλάξει την πορεία της ζωής του. Όταν ο Σολ αραδιάζει ως απάντηση κάτι αφορά το κέρδος (και το λέει με ένα τρόπο σαν κάτι που θα λέγαμε ως παιδιά δημοτικού), ο Μάικ απογοητευμένος του μουρμουράει: «Αυτό; Δηλαδή τα λεφτά; Αυτό είναι όλο;»
Ταξιδεύει πίσω, μετά το επεισόδιο Ozymandias του Breaking Bad, σε μια αντίστοιχη συνομιλία με τον Γουόλτερ Γουάιτ. Μια κατά βάθος πολύ αστεία σκηνή, με τον Γουάιτ να μη λέει να σταματήσει να γκρινιάζει, μες στη μίρλα είναι, έξαλλος με τα πάντα. «Τι θα έκανες αν είχες χρονομηχανή;» τον ρωτάει ο Σολ, «γκρρρρ μρρρρρφχχχ γκρφχχχχχ δενγινεταιχρονομηχανη αρφχχχχγκ» γκρινιάζει ο άλλος και βάζει τις φωνές: «Αν θες να με ρωτήσεις αν μετανιώνω για κάτι ρώτα με αυτό, μη με ρωτάς βλακείες!». Στο τέλος της σκηνής, ο Γουάιτ πετάει τελικά ένα εξίσου υποτιμητικό όσο και αγνά έκπληκτο «huh, δηλαδή εσύ πάντα έτσι ήσουν ε» προς τον Σολ.
Σα να συνεχίζει να αναζητά κάποια στιγμή-κλειδί, το επεισόδιο συνεχίζει να ταξιδεύει στο χρόνο, να κινείται ακανόνιστα ανάμεσα στις δύο σειρές, ανάμεσα στα διάφορα χρονικά σημεία της διαδρομής του ήρωα. Και φτάνει χρόνια πριν, ένα βράδυ που ο Τζίμι τότε ακόμα, επισκέπεται ένα βράδυ τον αδερφό του. Όταν εμφανίστηκε ο Τσακ δε μπόρεσα να μην πανηγυρίσω, αλλά όπως κι οι παραπάνω σκηνές, έτσι κι αυτή ήταν εν τέλει κάτι πολύ σημαντικότερο από ένα απλό ταξίδι αποχαιρετισμού με διάφορα γνώριμα πρόσωπα από το σύμπαν της σειράς.
Ο Τσακ με τον Τζίμι συζητούν, τσακώνονται, διαφωνούν, για να πει τελικά ο Τσακ στον Τζίμι το σημαντικό: «Δεν είναι αργά για να αλλάξεις διαδρομή». Ο Τζίμι, που πάντα ήταν έτσι, ο Τζίμι, που πάντα είχε στο μυαλό του τα λεφτά, ο Τζίμι, που ποτέ δεν άντεχε να βλέπει ανθρώπους –πιθανώς λιγότερο ικανούς κι από τον ίδιο– να του φέρονται σα να είναι κατώτερος. Αυτά σχημάτισαν τις συνθήκες που τον οδήγησαν στο ασπρόμαυρο σήμερα, αλλά πιθανώς μέσα από αυτό το ταξίδι στο χρόνο συνειδητοποίησε κι ο ίδιος κάτι που ήταν πάντα μπροστά του. Ότι υπάρχει εκείνος ο άνθρωπος για τον οποίον «δεν ήταν πάντα έτσι», ο άνθρωπος που είδε σε αυτόν κάτι πολύ βαθύτερο από έναν απατεωνίσκο, ο άνθρωπος που είδε σε αυτόν κάτι πολύ πιο μεστό, πολύ πιο αληθινό, κάτι που κανείς άλλο δεν έβλεπε.
Δηλαδή η Κιμ Γουέξλερ, με την οποία όταν ένωσαν τις μανίες τους δημιουργήθηκε ένα καταστροφικό δίδυμο (σαν καθένας να εξέφραζε και πιο έντονα την αίσθηση αδικίας και πίκρας του άλλου), αλλά που τώρα από απόσταση αναγνωρίζει πως ήταν πάντα εκείνο το άτομο για το οποίο όφειλε να έχει υπάρξει καλύτερος.
Είναι αυτό το ταξίδι που επιτρέπει στον Τζίμι να πάρει τον έλεγχο, να επιστρέψει κατά κάποιο τρόπο στο παρελθόν και να επιλέξει τη διαδρομή του. Ναι, δεν μπορεί να αλλάξει ό,τι έχει γραφτεί (γιατί ναι, ευχαριστούμε Γουόλτερ Γουάιτ, δεν υπάρχει στα αλήθεια χρονομηχανή), αλλά φαίνεται τελικά να συμφωνεί, έστω και τώρα, με τον Τσακ: Δεν είναι αργά για να αλλάξει.
Σε όλη τη διάρκεια της ομολογίας του (που ξεκινάει με το γνώριμο θεατρικό μονόπρακτο από νωρίτερα στο επεισόδιο αλλά έξαφνα παίρνει διαφορετική στροφή σοκάροντας κάθε θεατή, ακόμα και εντός του δικαστηρίου) ο Τζίμι κοιτάζειμε αγωνία και πόνο προς την Κιμ, ελπίζοντας σε μια αναγνώριση αυτού που κάνει. Ένα βλέμμα, μια αντίδραση, κάτι, οτιδήποτε. Δεν το λαμβάνει και συνεχίζει, φτάνει μέχρι τέλους.
Μπροστά αυτή τη συναισθηματική επανατοποθέτηση, όλα τα δικηγορικά τεχνάσματα, όλοι οι μηχανισμοί πλοκής, τα πάντα, γκρεμίζονται. Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένας άνθρωπος που παίρνει μια συνειδητή απόφαση επειδή για πρώτη φορά συνειδητοποιεί γιατί αξίζει να το κάνει. Είναι, πρωτίστως, μια εσωτερική διαδικασία.
Καθώς οδηγείται στη φυλακή, ο Πίτερ Γκουλντ υπογραμμίζει με μια δυνατή σκηνή γιατί, τελικά, μια τέτοια στροφή θα είναι πάντα δύσκολη και πως δε μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη: Ο Σολ είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Τζιμι και, αναμφίβολα, θα τον βρει τον δρόμο του ακόμα και μέσα στη φυλακή– εκείνη στην οποία δεν ήθελε να πάει, ναι. Ο έξυπνος, χαρισματικός, αποτελεσματικός παπατζής της καρδιάς μας, ο Σολ Γκούντμαν, θα είναι πάντα εκεί, και θα τα έχει καλά με όλους, θα βοηθήσει σίγουρα μερικούς φυλακισμένους στο όποιο τους πρόβλημα, θα κάνει πάλι τα κολπάκια του που φλερτάρουν με το ανήθικο ακόμα κι όταν δεν είναι.
Όμως ο Τζίμι, ακόμα κι όταν «πάντα αυτό ήταν», είχε κάτι ειλικρινές. Οι ηλικιωμένοι πελάτες που έστησαν την μεγάλη του υπόθεση, ήρθαν σε εκείνον και συσπειρώθηκαν γύρω του επειδή είχε πραγματική έγνοια για καθένα και κάθε μία τους. Ήταν παπατζής, αλλά για αυτούς τους ανθρώπους ήταν και παρέα. Και αποκούμπι. Και μια μεγάλη ελπίδα. Αυτό έχασε στο πέρασμα των χρόνων, αυτή είναι η μεγάλη του στιγμή αποκάλυψης– το πρόβλημα δεν ήταν ο εαυτός του, το πρόβλημα ήταν όταν ξέχασε πώς να είναι άνθρωπος μέσα στον εαυτό του.
Στην φοβερή τελευταία σκηνή, η Κιμ τον επισκέπτεται– σα να αντιδρά έστω και με καθυστέρηση, στα όσα είπε στο δικαστήριο, στα όσα ομολόγησε, στα όσα επέλεξε.
Είναι μια σκηνή συναισθηματική και όμορφη, και σέξι, σα να κοιτάς τις ενέργειες δύο ανθρώπων να έρχονται ξανά μαζί, ακόμα κι αν τα ίδια τους τα σώματα παραμένουν σε απόσταση– όπως τονίζει το τελευταίο τους κοινό πλάνο, με φράχτες και κενό να παρεμβάλλονται. Με μια σπίθα να ανάβει ξανά καθώς ο Τζιμι φέρνει ένα τσιγάρο στα χείλη του. Η σπίθα κυριολεκτικά ανάβει, έχει δηλαδή χρώμα, και σε αντίθεση με την προηγούμενη χρήση χρώματος στο ασπρόμαυρο μέλλον (δηλαδή το ήδη εμβληματικό πλάνο του προηγούμενου επεισοδίου όπου ο Τζίμι-ως-Τζιν βλέπει φλασιές της προηγούμενης ζωής του Τζίμι-ως-Σολ και παγώνει σύγκορμος), αυτή τη φορά φαίνεται να ζωντανεύει ένα παρελθόν που πλέον δεν κάνει τον Τζίμι να τρέμει.
«Και δεν ξέρεις, με καλή συμπεριφορά…»