ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΟΥ SUCCESSION ΗΤΑΝ ΓΝΗΣΙΟΣ ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΝΟΝΟΥ
Η 3η σεζόν της κορυφαίας σειράς της χρονιάς τελείωσε με μια σκηνή που δε θα ξεχάσουμε ποτέ.
Ακολουθούν spoilers για το φινάλε της 3ης σεζόν Succession.
Για μια σειρά που ζει, αναπνέει και θριαμβεύει ακολουθώντας χαρακτήρες που κλείνονται σε δωμάτια καθορίζοντας μοίρες χωρίς καν να τους ενδιαφέρει, το φινάλε της 3ης σεζόν ήταν τέλειο, ταιριαστό, και όσο πρέπει ανατρεπτικό.
Ύστερα από μια σεζόν επίμονων μηχανορραφιών πίσω από κλειστές πόρτες και σοκαριστικών ανατροπών που κατά βάση δεν οδηγούσαν απολύτως πουθενά (βάσει σχεδίου φυσικά), η μεγαλύτερη εξέλιξη αυτών των 9 φετινών επεισοδίων φάνηκε να συμβαίνει σε ένα εξωτερικό χώρο. Έξω από την έπαυλη του γάμου, πάνω στο χώμα, στη θέα υπαλλήλων που μετέφεραν αποφάγια στα σκουπίδια, τα τρία παιδιά του Λόγκαν Ρόι (συγγνώμη Κόνορ, σωστά, τα τρία από τα τέσσερα) βρέθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος.
Ο Ρόμαν πήρε απόφαση για πρώτη φορά να έρθει αντιμέτωπος με τον πατέρα του, έχοντας προηγουμένως δώσει το παρών σε ένα ντροπιαστικά αποδυναμωτικό μίτινγκ, όπου ο Odin of Codin’ Μάτσον (του βαριεστημένα κουλ Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ) τον ξαπόστειλε με ένα σιωπηλό του νεύμα προς τον Λόγκαν.
Η Σιβ έκανε την κίνησή της, που σημαίνει πως υπήρξε επιτέλους η ορμητική ηγέτης που πάντα νόμιζε πως μπορεί να είναι. Συμπαρασύροντας μαζί της τα δύο αδέρφια της με τα οποία την χώριζαν τεράστιες πλέον αποστάσεις, καταφέρνοντας να τους αλλάξει μυαλά και στάση.
Ο Κένταλ, βυθισμένος στις ενοχές και υπό το βάρος αυτοκτονικών τάσεων, αποσυνδεδεμένος από τα εγκόσμια, ομολογεί τις αμαρτίες του για να λάβει «έλα ρε παιδί μου τώρα, αυτός ήταν Απλά Ένας Φτωχός» συγχώρεση από τα αδέρφια του.
Η ατάκα του Ρόμαν («γι’αυτό περίμενα τρία τέταρτα για το ποτό μου;») είναι αποκορύφωμα του Succession, εντός-χαρακτήρα χιούμορ, ενώ ο Τζέρεμι Στρονγκ παίζει εντυπωσιακά αυτή την μετάβαση, διακριτικά και μετρημένα, δίχως να προδίδει καμία από τις πλευρές του χαρακτήρα του. Έξαφνα, όταν ο στόχος έπαψε να είναι γενικώς κι αορίστως η ισχύς, αλλά απέκτησε πρόσωπο –το πρόσωπο του Λόγκαν Ρόι–, ο Κένταλ ξανάνιωσε, αναγεννήθηκε από τις στάχτες του.
Τα τρία αδέρφια όχι απλά βρίσκονταν στην ίδια σελίδα για πρώτη φορά στη σεζόν, ή και ίσως για πρώτη φορά όσο βλέπουμε τη σειρά, αλλά ήταν καθένα με τον τρόπο του, ακριβώς το αποφασισμένο άτομο που εξαρχής η κατάσταση (και ενδεχομένως ο ίδιος ο Λόγκαν) απαιτούσαν. Εδώ το είχαμε μπροστά μας: Αυτή ήταν η Στιγμή που όλα θα άλλαζαν, η Στιγμή που οι ήρωες καταλαβαίνουν το κοινό τους συμφέρον και τα βάζουν με το απόλυτο κακό.
Φυσικά, επειδή αυτό είναι το Succession, η Στιγμή κατέληξε όπως και τόσες άλλες. Να μην σημαίνει απολύτως τίποτα. Επειδή στη θέα του απόλυτου κακού, οι Στιγμές δεν υφίστανται καν. Τα πάντα είναι αναλώσιμα, τα πάντα οδεύουν στην καταστροφή τους και –φυσικά– τίποτα ποτέ δεν αλλάζει. Όχι στα αλήθεια. Αλλά κι επειδή, κι εδώ έγκειται η πηγή της κωμωδίας της σειράς, η απάνθρωπη διαφθορά των παιδιών Ρόι δεν σημαίνει τελικά τίποτα, γιατί πολύ απλά, δεν αρκεί! Ως villains, είναι ατζαμήδες και μέτριοι. (Μόνο ο Κένταλ το έχει ψευτονιώσει.)
Για αρκετούς θεατές αυτό αποτέλεσε μειονέκτημα φέτος. Το πώς, επεισόδιο μετά το επεισόδιο, τα πάντα έμοιαζαν έτοιμα για μια σημαντική στροφή. Πάντα ήμασταν στο χείλος της αλλαγής, ή της καταστροφής, ή του θριάμβου. Όπως το κοιτάει κανείς. Αλλά στο τέλος, τελικά, πάντα, τίποτα δεν κατέληγε να έχει σημασία.
Το καθεστώς του Λόγκαν Ρόι συνέχιζε να σέρνεται, σαν αργόσυρτο τανκ που τίποτα δε μπορεί να διαβάλει. Με τον ίδιο να διατηρεί τη δύναμή του όχι χάρη σε καμία λογική ή πατροπαράδοτη πειθώ, αλλά αμόλυντη, οργισμένη, παντελώς απαλλαγμένη από ανθρωπιά ή ηθική ΔΥΝΑΜΗ. (Όταν γαβγίζει προς τον Ρόμαν «αγάπη;!; έρχεσαι εδώ με ΑΓΑΠΗ;» μοιάζει αληθινά προσβεβλημένος.)
Αυτή είναι, ακριβώς, η κοσμοθεωρία του. Άνθρωποι μέσα σε δωμάτια, κόβουν βόλτες σαν κοτόπουλα χωρίς κεφάλι. Παγιδευμένοι.
Μακροσκοπικά, αυτή τροχιά φαύλου κύκλου είναι κι η θέση ολόκληρης της σεζόν, όχι μόνο των επιμέρους σωματιδίων της: Αυτό που ξεκίνησε ως η μεγάλη επανάσταση του Κένταλ Ρόι, με κρότο, κατέληξε ένα καταπιεσμένο κλαψούρισμα καθώς η ισχύς παραμένει εκεί που πάντα ήταν – και τίποτα από όσα είπε δημόσια ο Κένταλ, δεν άλλαξαν τίποτα.
Δεν είναι κάτι χαλασμένο στους σεναριακούς μηχανισμούς του Succession αυτό το διαρκές φλερτ με μια σεισμική αλλαγή που δεν έρχεται ποτέ. Είναι, ακριβώς, η κοσμοθεωρία του. Άνθρωποι μέσα σε δωμάτια, κόβουν βόλτες σαν κοτόπουλα χωρίς κεφάλι. Παγιδευμένοι.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η τελευταία σκηνή δεν προσγειώθηκε με κρότο, σαν μια τεράστια βόμβα που απέσπασε σοκαρισμένες, φωναχτές αντιδράσεις προς την οθόνη. Το να ξέρεις βαθιά μέσα σου πως όλα είναι καταδικασμένη δε σημαίνει πως η ζωή δε μπορεί να βρίσκει τρόπους να σε ταρακουνά.
Έτσι, η μνημειώδης αυτή, ιστορική συμμαχία των τριών Ρόι κατέληξε σε μια τρύπα στο νερό επειδή την κατάλληλη στιγμή ήταν ο Τομ που έκανε το τηλεφώνημα της προδοσίας, ο Τομ, ο Τ ο μ, αν το διανοείστε: Ο Τομ.
Σε μια σκηνή στημένη πάνω στο πατρόν του Νονού του Κόπολα, η Σιβ κοιτάζει από μακριά τον Τομ, συνειδητοποιώντας πού ανήκει πλέον χάρη σε ένα και μόνο άγγιγμα. Τον Τομ, στον οποίο νωρίτερα στη σεζόν ο Λόγκαν Ρόι είχε πει πως «δεν θα ξεχάσω» αυτό που ήταν διατεθειμένος να κάνει. Ο οποίος έλεγε στον Γκρεγκ για τον Νέρωνα που αφού έσπρωξε την (έγκυο) γυναίκα του από τις σκάλες, ευνούχισε τον σκλάβο του, Σπόρο, και προχώρησε μαζί του. Τον Τομ, που καθόλη τη διάρκεια της σεζόν έμοιαζε με υποσημείωση για τον Σιβ – χωρίς εκείνη καν να μοιάζει να συνειδητοποιεί πως του φέρεται ως τέτοια.
Το Succession έχει έναν εκπληκτικό τρόπο να προοικονομεί τα πάντα μέσα σε έναν τυφώνα δραματικής (διάβαζε: κωμικής) τυχαιότητας, έτσι ώστε απολύτως τίποτα να μη μοιάζει αναμενόμενο αλλά, αφότου πραγματοποιηθεί να μοιάζει εκ του αποτελέσματος ως αναπόφευκτο. Ως εκ τούτου, όλες οι μεγάλες στιγμές προσγειώνονται ως πυρηνικές βόμβες, την ώρα που αν απλώς τα διηγηθείς σε κάποιον, μοιάζουν προφανείς εξελίξεις. Ναι, φυσικά και ο Κένταλ θα πρόδιδε τελικά τον Λόγκαν. Ναι, φυσικά και ο Τομ θα άρπαζε την ευκαιρία να ανελιχθεί στο σύστημα βασισμένος σε μια κυνική σχέση συμφέροντος, από τη στιγμή που κανείς απολύτως δεν του προσέφερε απολύτως τίποτα άλλο.
Είναι λίγο όλα αυτά σαν τις μανιώδεις, ανυψωτικές μελωδίες του Νίκολας Μπριτέλ, που ντύνουν δραματικά κάθε μικρή και μεγάλη σκηνή αυτής της οπερατικής κωμωδίας. Με επίγνωση των μοτίβων των κλασικών συνθέσεων, συνδυασμένα με drum machine ήχους, επιθετικά έγχορδα και κάτι που ακούγεται σαν απορρυθμισμένο πιάνο, τα επιμέρους στοιχεία του ηχοτοπίου του Μπριτέλ μοιάζουν πιθανώς ασύμβατα, απορρυθμισμένα. Στην ολότητά τους, δημιουργούν μια μνημειώδη σύνθεση που ανυψώνει τα πάντα στο πέρασμά της, με χαρακτήρες να αποκτούν τα δικά τους μοτίβα και το σύνολο να μοιάζει μαεστρικό.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο Succession. Κάθε στιγμή μοιάζει από τυχαία μέχρι εκτός τόπου χρόνου- μικρά snapshots παράλογα απάνθρωπων συμπεριφορών, από χαρακτήρες-ανδρείκελα που μάχονται για μια πίτα ελέγχου χωρίς να κατανοούν καν τι είναι αυτό που θέλουν να ελέγξουν. Όλα, μικρές σπασμωδικές κινήσεις σε αδιέξοδες κατευθύνσεις.
Η σύνθεση όμως, με κάθε χαρακτήρα παιγμένο σε έναν μοναδικό τόνο από ένα αδιανόητα τέλειο καστ, είναι σαν μελωδία που σε συνεπαίρνει αφήνοντάς σε να αντιδράσεις στο τέλος, σε μορφή ξεσπάσματος. Όπως όταν μια κλασική α λα Κόπολα σύνθεση, επανατοποθετείται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο που θα μπορούσε –όπως και κάθε άλλο κλείσιμο σεζόν– να είναι και οριστικό φινάλε. Γιατί, πραγματικά, πού αλλού μπορεί να πάει τώρα η σειρά;
Θα μάθουμε. Κι όταν μάθουμε θα το κοιτάζουμε πάλι με δέος, μονολογώντας πως κι αυτή τη φορά, θα έπρεπε να είναι προφανές.