ΤΟ “LAST OF US” ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ VIDEOGAME ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΟΥ ΗΒΟ
Η νέα σειρά του τηλεοπτικού κολοσσού, που προβάλλεται στην Ελλάδα στο Vodafone TV, διασκευάζει ένα δημοσιφλές βιντεοπαιχνίδι φέρνοντας τα ζόμπι ξανά στο προσκήνιο.
Αν κρίνουμε από τον τρόπο με τον οποίον το Walking Dead (για κάποιο διάστημα, η πιο δημοφιλής σειρά στην τηλεόραση) «τελείωνε» εδώ και 2-3 χρόνια, και τώρα που όντως τελείωσε πρόκειται να επιστρέψει με spin-off και ταινίες, είναι εμφανές πως η δίψα του κοινού για αυτές τις μετα-αποκαλυπτικές ιστορίες παραμένει άσβεστη.
Το The Last of Us βέβαια δεν έχει ακριβώς ζόμπι– έχει κάτι-σαν-ζόμπι. Αλλά η υπαρξιακή αγωνία και η διαρκής, αγωνιώδης αναζήτηση παραμένει εκεί. Σε έναν κόσμο που μοιάζει ήδη διαλυμένος και αγνώριστος, κάτι σαν μια ζωντανή κόλαση, εμείς τι ρόλο έχουμε; Γιατί συνεχίζουμε; Τι αποζητάμε; Και, σε έναν κόσμο όπου όλοι οι κανόνες του παλιού έχουν ακυρωθεί, τι είναι πλέον αυτό που μας καθορίζει;
Βασισμένο σε ένα ήδη θρυλικό βιντεοπαιχνίδι, του οποίου ο δημιουργός συμμετείχε ενεργά στη συγγραφή του σεναρίου της τηλεοπτικής διασκευής, το ΗΒΟ ποντάρει σε μια τέτοια αφήγηση για το επόμενο μεγάλο χιτ του. Κι αν το παιχνίδι The Last of Us έχει το απαιτούμενο πρεστίζ παλμαρέ, θα ίσχυε το ίδιο και για τη μεταφορά του;
Η σχέση των βιντεοπαιχνιδιών με τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη δεν ήταν πάντα η πιο ομαλή. Θα δείτε πολύ κόσμο να διατυμπανίζει πως «επιτέλους βλέπουμε μια καλή μεταφορά βιντεοπαιχνιδιού». Δεν απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα, έστω με έναν μεγάλο προσωπικό αστερίσκο που εξαιρεί από τη συζήτηση τις ταινίες του ανέκαθεν παρεξηγημένου Πολ Γ.Σ. Άντερσον (του οποίου τα φορμαλιστικά τολμηρά, αγνού action της κίνησης, της χορογραφίας και των χρωμάτων, Resident Evil κρατούν μια δική τους, αρκετά ξεχωριστή θέση στην όλη κουβέντα).
Αλλά ας μην ξεφεύγουμε. Με τις όποιες εξαιρέσεις ή μη, η όλη κουβέντα στην καρδιά της αποκαλύπτει μια πραγματική γενική αλήθεια: Τα βιντεοπαιχνίδια πάντα είχαν μια αντικειμενική δυσκολία προσαρμογής στην αφήγηση ενός άλλου μέσου. Δεν είναι και παράλογο, μιας και η απαίτηση των δύο μέσων είναι διαφορετική, όσο «κινηματογραφικό» (άλλη μεγάλη συζήτηση αυτή) μοιάζει ένα παιχνίδι. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν το ένα μέσο ζητά τη συμμετοχή και το skill του θεατή με έναν ενεργό τρόπο, και το άλλο παραδίδει κάτι κλειστό και ολοκληρωμένο;
Το Last of Us πάντως μοιάζει εξαρχής σίγουρο για τον εαυτό του και για τον κόσμο που χτίζει. Κι αυτή η ιδιότυπη road movie μετα-αποκαλυπτικής επιβίωσης που ακολουθεί, γεφυρώνει απρόσμενα καλά τα δύο διαφορετικά μέσα. Ειδικά μέσα από την επεισοδιακή τηλεοπτική αφήγηση, χτίζεται σταδιακά η ψευδαίσθηση ενός ανοιχτού κόσμου που περιμένει να ανακαλυφθεί από εμάς.
Στη σειρά, που προέρχεται από τον Κρεγκ Μέιζιν του Chernobyl –ο οποίος δηλώνει μεγάλος φαν του παιχνιδιού–, ο Πέδρο Πασκάλ ενσαρκώνει έναν άντρα που βιώνει μια τεράστια, αδιανόητη απώλεια ακριβώς πάνω στο ξέσπασμα της μετέπειτα πανδημίας που θα ρημάξει τον κόσμο μας. Πρόκειται, όπως εξηγείται μέσα από μια αναλυτική εισαγωγική σκηνή δια στόματος ενός επιστήμονα που παίζει ο Τζον Χάνα (4 Γάμοι και μια Κηδεία), για έναν παρασιτικό μύκητα που μετατρέπει τους ανθρώπους σε μην-τα-λέτε-ζόμπι πλάσματα τα οποία ούτε ζωντανά, ούτε νεκρά, έχουν ως μόνο ένστικτο να μεταδώσουν τον παράγοντα, εξαπλώνοντάς τον απόλυτα.
Ο Τζόελ του Πασκάλ, ζει στο μετα-αποκαλυπτικό σήμερα. Το timeline της δράσης έχει μάλιστα μεταφερθεί, από το μέλλον του βιντεοπαιχνιδιού (στο 2033), στο παρόν μας (2023). Αναμφίβολα, η παροντική μας εμπειρία με μια αληθινή πανδημία, κάνει κάθε τέτοιου τύπου αφηγήσεις να μοιάζουν λιγότερο με επιστημονική φαντασία και περισσότερο με ένα σκληρό παράλληλο what if του δικού μας βιώματος. Μέχρι πρόσφατα, δύσκολα θα μπορούσαμε να δεχτούμε μια τέτοια ιστορία αν δεν ήταν τοποθετημένη στο μέλλον (ακόμα κι αν το μέλλον ήταν ένας χρόνος αργότερα, όπως στο κλασικό 12 Monkeys του Τέρι Γκίλιαμ), αλλά σήμερα με έναν παράδοξο τρόπο, το μυαλό μας θα το απέρριπτε με μεγαλύτερη ευκολία αν έμοιαζε περισσότερο μελλοντικό από το σήμερα.
Είναι η εμπειρία μας από τα λοκντάουν που κάνει το παρόν να μοιάζει με δυστοπικό μέλλον; Είναι ένα βαθιά ριζωμένο ένστικτο που μας κάνει να αμφισβητούμε κάθε τι φανταστικό και μελλοντικό– ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του μέλλοντος; Σε κάθε περίπτωση, τώρα βρισκόμαστε εδώ, γιατί το αύριο κάνει διάλειμμα. Στο τηλεοπτικό σύμπαν του The Last of Us, το μετα-αποκαλυπτικό μέλλον είναι εδώ, τώρα.
Ο Τζόελ παίρνει δουλειές απλά για να βγάζει τις μέρες του. Όταν ο υπεύθυνος τον ρωτάει αν την επόμενη μέρα θέλει να πάρει μια δουλειά που υπάρχει στον υπόνομο ή στον δρόμο, ο Τζόελ ρωτάει εντελώς αδιάφορα ποια πληρώνει καλύτερα. «Εκείνη με τα σκατά», του απαντά ο άλλος κι ο Τζόελ γνέφει όσο πιο ελάχιστα γίνεται, απλά για να γίνει σαφές πως προφανώς θα την πάρει. Δεν θέλει πολλά πάρε-δώσε, μόνο που όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, θα βρεθεί ξαφνικά στο δρόμο του ένα νεαρό άτομο που πρέπει να πάρει υπό την προστασία του. Και όχι, δεν λέμε την πλοκή του Mandalorian τώρα.
Τα φέρνει κάπως λοιπόν η μοίρα και θα πρέπει να βοηθήσει την νεαρή Έλι να διασχίσει μια ρημαγμένη Αμερική. Η Έλι όμως δεν είναι ένα απλό κορίτσι: Κάτι σε αυτήν είναι διαφορετικό, μιας και όλα δείχνουν πως έχει προσβληθεί από τον καταστροφικό ιό κι όμως δεν έχει απωλέσει την ανθρωπιά της.
Την Έλι παίζει η Μπέλα Ράμσεϊ, μια από τις αγνότερες scene stealers όλου του Game of Thrones. Εκεί ήταν η Λιάνα Μόρμοντ, μια έφηβη πραγματικά-δεν-μπλέκεις γαλαζοαίματη του Γουέστερος, κι εδώ κουβαλάει κάτι από αυτή την απρόβλεπτη ενέργεια που την έκανε τόσο άμεσα αγαπητή στους θεατές. Η Έλι είναι έτσι κι αλλιώς ένας χαρακτήρας-ερωτηματικό που εύκολα θα μπορούσε να έχει γραφτεί σαν αίνιγμα (αντί για άνθρωπος) και παιχτεί ως κάτι το ενοχλητικά δυσανάγνωστο, όμως τόσο σε επίπεδο κειμένου όσο κυρίως σε επίπεδο ερμηνείας, ζωντανεύει άμεσα. Η Έλι είναι αστεία, είναι επικίνδυνη, είναι έξυπνη και ορμητική και –νώθει κανείς– σοβαρή στο πρόσωπο κάθε περίστασης. Τόσο η Ράμσεϊ, όσο κι ο Πασκάλ συνθέτουν ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο που θα μπορούσε με ευκολία να κουβαλήσει το οποιοδήποτε σόου, πόσο μάλλον ένα καλογυρισμένο σαν κι αυτό.
Αυτή η κεντρική δυναμική οπωσδήποτε βοηθάει, ειδικά σε αυτά τα πρώτα στάδια. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, τα 10 επεισόδια της πρώτης σεζόν έγιναν 9 λόγω σύμπτυξης των δύο πρώτων σε ένα. Κι είναι λογικό. Γιατί ναι μεν το πρώτο μισό μοιάζει όντως πιο συναρπαστικό, με τη γνωριμία μας με τον Τζόελ στον προ-πανδημικό κόσμο να ακολουθείται από τα –πάντοτε καθηλωτικά και συναρπαστικά– πρώτα στάδια καταστροφής, όλα αυτά δεν είναι ενδεικτικά του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Για να το πούμε κι αλλιώς, το πρώτο μέρος του επεισοδίου κάνει τα πάντα σωστά για να μας τραβήξει σε αυτό τον κόσμο, αλλά είναι αναγκαίο και το δεύτερο μισό που θα μας κρατήσει εκεί. Που θα μας δείξει μπροστά και θα πει, να τι θα είναι αυτή η σειρά και γιατί να την δεις.
Εκεί, εκτός από την Έλι γνωρίζουμε και την Τες της λατρεμένης Άνα Τορβ (του Fringe και του Mindhunter, μια από τις σπουδαίες σκυθρωπές ηθοποιούς της γενιάς της), που παίζει μια σκληραγωγημένη συντρόφισσα του Τζόελ, εκεί για τις επικίνδυνες αποστολές διακίνησης. Το καλό κεντρικό κάστινγκ πάντα βοηθάει ακόμα κι όταν η σειρά δεν κάνει απαραιτήτως τρομερά σαφές το τι είναι αυτό που εν τέλει θα διαχωρίσει την αφήγησή της από άλλες παρόμοιου είδους. Μοιάζουν όλοι τους μπαρουτοκαπνισμένοι, κάπως κουρασμένοι, κι αυτό κάνει μια ιστορία επιβίωσης πάντα να μοιάζει πιο ενδιαφέρουσα.
Σίγουρα ένα ακόμα τέτοιο σημαντικό στοιχείο είναι η ίδια η κατασκευή του κόσμου, κι αυτό περικλείει και όλα τα αισθητικά στοιχεία. Η μουσική του Γκουστάβο Σανταολάγια προσδίδει λυρισμό και κίνδυνο στην ίδια ανάσα, αλλά στα δικά μας μάτια η απόλυτη σταρ του κομματιού είναι η διευθύντρια φωτογραφίας Ξένια Σερέντα. Η νεαρή (ούτε καν 30 χρονών) κινηματογραφίστρια έχει στο παλμαρέ της μια από τις αληθινά σπουδαία φωτογραφημένες ταινίες του πρόσφατου ευρωπαϊκού σινεμά, το συνταρακτικό Beanpole (Ένα Ψηλό Κορίτσι) όπου τα χρώματα μοιάζουν σχεδόν να εισβάλουν στο αποπνικτικό μιας μεταπολεμικής Ευρώπης-νεκροταφείου.
Η Σερέντα αποφεύγει πολλές παγίδες της πρεστίζ τηλεόρασης– εν γένει το The Last of Us είναι εμφανές πως προσπαθεί πάρα πολύ να μοιάζει με Σοβαρή Τηλεοπτική Σειρά (και καλά κάνει φυσικά, και τα καταφέρνει) αλλά σε αντίθεση με πολλά άλλα πρεστίζ σόου, ετούτο ξέρει πώς να μην μοιάζει πνιγμένο σε μια μουντή χρωματική ατονία. Ναι, ο κόσμος του είναι βυθισμένος στο σκοτάδι και στην απόγνωση, αλλά αυτό δεν δίνει κάρτα ελευθέρας για μια μονότονη, επίπεδη αισθητική.
Στο The Last of Us υπάρχει κοντράστ, υπάρχουν χρώματα που ζωντανεύουν μια σκηνή ή προσδίδουν μια αίσθηση κινδύνου ή μια αίσθηση ζεστασιάς όπου το κάθε τι απαιτείται. Είναι κάτι που εύκολα ξεπερνιέται, αλλά πραγματικά πρόκειται για ένα στοιχείο που κάνει αυτό τον κόσμο να μοιάζει πιο μεστός, χωρίς κιόλας να αναλώνεται σε επιτηδευμένα συμμετρικά πλάνα ή προφανή σύμβολα. Μια πραγματικά εξαιρετική δουλειά.
Στο πρότζεκτ την έφερε ο Καντεμίρ Μπαλάγκοφ, ο ραγδαία ανερχόμενος ρώσος σκηνοθέτης πίσω από το προαναφερθέν Ένα Ψηλό Κορίτσι καθώς κι από το εξίσου εντυπωσιακό ντεμπούτο του, Οι Δικοί Μας Άνθρωποι (Tenota), που επρόκειτο να αναλάβει τη σκηνοθεσία της σειράς. Τελικά ο ίδιος αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφωνιών (θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε περισσότερα κάποια στιγμή) όμως η συνεργάτης του παρέμεινε. Μάλιστα, μερικά από τα επόμενα επεισόδια έχουν γυρίσει δύο άλλοι σημαντικοί ευρωπαίοι σκηνοθέτες αυτής της περιόδου: Ο Άλι Αμπάσι (της Ιερής Αράχνης που μόλις κυκλοφόρησε στα σινεμά και βραβεύτηκε στις περσινές Κάννες) και η Τζασμίλα Σμπάνιτς του συνταρακτικού Quo Vadis, Aida? που είχε προταθεί για Όσκαρ πριν 2 χρόνια.
Είναι ένα δημιουργικό ρόστερ που φανερώνει αν μη τι άλλο τις προσδοκίες για τη συγκεκριμένη διασκευή η οποία εμφανώς σκοπεύει να ξεχωρίσει από άλλα δείγματα του είδους. Με βάση το πρώτο (κατά κάποιο τρόπο διπλό) επεισόδιο, ακόμα κι αν δεν είναι ήδη όλα τα κομμάτια στη θέση τους, η αισθητική και ερμηνευτική προσέγγιση της σειράς είναι ήδη αρκετή για να θελήσουμε να μάθουμε. Για να θελήσουμε να ακολουθήσουμε αυτή τη διαδρομή σε ένα ρημαγμένο κόσμο (που θα μπορούσε να είναι κι ο δικός μας) στην αναζήτηση ενός μεγάλου γιατί– και ίσως, μιας ελπίδας.