TO POKER FACE ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ PROCEDURAL ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ
Δεν είναι «περισσότερο μια ταινία κομμένη σε 8 μέρη», είναι μια σειρά. Σαν μικρά, εβδομαδιαία Knives Out.
Κάποτε, τις παλιές εποχές, υπήρχε η τηλεόραση.
Η τηλεόραση ήταν πάντα ένα μέσο εύκολα κατακριτέο, κάτι όχι παράλογο κιόλας λόγω της φύσης του. Η τηλεοπτική σειρά, συγκεκριμένα, θεωρείτο δημιουργικό αποπαίδι μέχρι να αρχίσει να «μοιάζει με σινεμά» (μια φράση που δεν σημαίνει τίποτα). Είναι, σου λέει, απλά περιεχόμενο που υπάρχει για να γεμίζει ο χρόνος γύρω από τις διαφημίσεις. Είναι απλά ιστορίες, βδομάδα μετά τη βδομάδα φτιαγμένες σαν συνήθεια, απλά για να επιστρέφει ο θεατής/καταναλωτής.
Σωστά, φυσικά. Όμως αφενός αυτό ισχύει για οτιδήποτε παράγεται σε ένα εμπορικό πλαίσιο, κι αφετέρου: Υπάρχει και υπήρχε μια τρομερή τέχνη στο να μπορείς να πεις ωραίες, απρόσμενες, περίτεχνες ιστορίες μέσα στις συνθήκες και τους περιορισμούς αυτού του μέσου– όπως και κάθε μέσου. Έτσι η τηλεοπτική φόρμα παγιώθηκε για μερικές δεκαετίες γύρω από τη λογική του procedural. Ιστορίες μια σταθερής δομής, κάθε βδομάδα, χωρίς κάποιο μάστερ πλάνο, χωρίς «ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε» κάθε φορά που πέφτουν οι τίτλοι τέλους, χωρίς «17 πράγματα που μάθαμε» μετά το κάθε επεισόδιο.
Αλλά απλά, αυτό: Ιστορίες.
Φυσικά όπως σε κάθε φόρμα και σε κάθε μέσο, υπάρχουν οι κακές ιστορίες κι οι καλές ιστορίες, και η –καθόλου εύκολη, τελικά– τέχνη της «υπόθεσης της εβδομάδας» μας χάρισε μερικά αληθινά σπουδαία δείγματα τηλεόρασης στο πέρασμα των δεκαετιών. Υπάρχει μια αληθινή μαεστρία στο να μπορείς να πεις συναρπαστικές ιστορίες ακολουθώντας ένα αυστηρό σετ κανόνων, και πολύ συχνά τα αποτελέσματα υπήρξαν μαγευτικά.
Σίγουρα όλοι έχουμε αγαπημένες procedural σειρές από την εποχή που ακόμα γυρίζονταν πολλές (καλές) τέτοιες, από το Murder, She Wrote με την Άντζελα Λάνσμπερι μέχρι το ορίτζιναλ CSI, από τα X-Files μέχρι το Law & Order, από το House μέχρι το NYPD Blue, ή πιο πρόσφατα από το Sherlock μέχρι το Good Wife. (Και φυσικά υπάρχουν τα περίτεχνα procedural μυθολογίας όπως το Person of Interest ή η Buffy, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη ώρα.)
ΑΠΟ ΤΟ COLUMBO ΣΤΟ QUANTUM LEAP
Για τον Ράιαν Τζόνσον, δημιουργό του Knives Out, δύο τέτοιες σειρές θα ήταν σίγουρα το Columbo και το Quantum Leap. Το κλασικό Quantum Leap του 1989 ακολουθεί τον Σκοτ Μπάκουλα στο ρόλο του Σαμ Μπέκετ, καθώς ταξιδεύει στο χρόνο παίρνοντας προσωρινά τη θέση ανθρώπων και προσπαθώντας έτσι να διορθώσει ιστορικά λάθη. Το δε Columbo, με πρωταγωνιστή τον φοβερό Πίτερ Φολκ, ήταν από τις σειρές που πάρα πολύς κόσμος είδε στη διάρκεια της πανδημίας, δίνοντάς του έτσι μια αναβίωση δημοφιλίας μισό αιώνα μετά την πρεμιέρα του (κάτι αρκετά σπάνιο για vintage τηλεοπτική παραγωγή).
Η σειρά έτρεξε για δεκαετίες με ένα κάπως ακανόνιστο φορμάτ, αλλά το κάθε επεισόδιο (διάρκειας μιάμισης ώρας) παρουσίαζε πάντα ένα έγκλημα αναλυτικότατα, ποιος το έκανε, πώς το έκανε και γιατί, αφήνοντας την υπόλοιπη διάρκεια στον δαιμόνιο επιθεωρητή καθώς προσπαθούσε να το αποδείξει. Είναι δηλαδή το σπάνιο αστυνομικό procedural που δεν κατηγοριοποείται ως whodunnit (ποιος-το-έκανε) αλλά ως howcatchem (πως-τους-έπιασε).
«Όλα αυτά τα σόου που έβλεπα ως παιδί, όταν καθόμουν στο χαλί μπροστά από την τηλεόρασή μου, είναι στην καρδιά του τι προσπαθώ να πετύχω», έλεγε στο Variety ο Ράιαν Τζόνσον αναφερόμενος σε μια δική του νέα σειρά, η οποία έκανε πρεμιέρα αυτές τις μέρες στην Αμερική και ξεκινά να προβάλλεται και στην Ελλάδα από την COSMOTE το Σάββατο 28 Ιανουαρίου.
Το Poker Face, με πρωταγωνίστρια τη Νατάσα Λιόν που πρόσφατα μάγεψε στο Russian Doll, είναι αυτό που θα λέγαμε «δεν τις γυρίζουν πια έτσι». Ή όπως θα έλεγε κι ο Χάρι Στάιλς, το καλύτερο πράγμα στο Poker Face είναι ότι είναι μια σειρά που νιώθεις ότι είναι σειρά-σειρά. Για να το πούμε και κανονικά: Είναι μια εντυπωσιακά αποτελεσματική, φορμαλιστικά αβίαστη και απολαυστικά παλιομοδίτικη, procedural σειρά μυστηρίου, που κάθε βδομάδα αποτελείται από μια ξεχωριστή, αυτοτελή περιπέτεια.
ΠΕΣ ΨΕΜΑΤΑ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ
Η Λιόν παίζει την Τσάρλι, μια κάπως απογοητευμένη από τη ζωή γυναίκα που όταν τη συναντάμε δουλεύει σε καζίνο χωρίς να φαίνεται να έχει πολλές αξιώσεις από την όλη της κατάσταση, αλλά που σύντομα μαθαίνουμε κάτι σημαντικότερο γι’αυτήν: Έχει μια σχεδόν υπεράνθρωπη ικανότητα να καταλαβαίνει πάντα αν κανείς λέει ψέματα. Αυτό είναι που την έμπλεξε αρχικά, αυτό είναι που την έκανε να αποτραβηχτεί από το κέντρο της όποιας προσοχής, κι αυτό είναι που θα της δώσει το όπλο που χρειάζεται στην δύσκολη διαδρομή της.
Για λόγους που δε θα αποκαλύψουμε, η Τσάρλι θα πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Είναι εύρημα το οποίο η σειρά δε χρησιμοποιεί για να παρατείνει την αποκάλυψη κάποιας περίπλοκης μυθολογίας ή να μας δίνει στοιχεία για την επίλυση κάποιου γρίφου. Όχι, είναι απλώς το σεναριακό όχημα, ώστε η Τσάρλι να βρεθεί στον δρόμο, και αναγκασμένη διαρκώς να μετακινείται. Κάθε εβδομάδα, κάθε επεισόδιο, τη βρίσκει και κάπου αλλού, συνήθως σε κάποια παρατημένη κωμόπολη-φάντασμα της αμερικάνικης επαρχίας, να μπλέκει άθελά της με τα ένοχα μυστικά κάποιου ντόπιου δολοφόνου.
Μάλιστα η –αρχική ίσως– αυτή τοποθέτηση δίνει στη σειρά μια διακύμανση ως προς τους ενόχους και τα είδη των εγκλημάτων τους. Άλλοτε είναι πίκρα, άλλοτε εγωισμός, άλλοτε πάθος, με διακυμάνσεις στο πώς σκιαγραφούνται οι άνθρωποι διαφόρων τάξεων, και μονοπατιών που τους έχει φέρει η ζωή.
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Πιστό στην παράδοση του Columbo, το Poker Face επίσης δεν είναι whodunnit. Ποτέ δε θα έχουμε απορία ποιος έκανε τον φόνο και πώς. Συνήθως ξέρουμε και το γιατί. Όλα τα επεισόδια ξεκινούν έτσι, με έναν εκτεταμένο πρόλογο απόλυτα αφιερωμένο στους δολοφόνους της εβδομάδας, που πάντα παίζουν διάσημοι σταρ φυσικά. Έτσι, ο Τζόνσον κι η συγγραφική του ομάδα έχουν την άνεση να παίξουν με μερικούς από τους τοπ ηθοποιούς του χώρου, συνθέτοντας μικρά character pieces στα οποία οι πάντες παίζουν με κέφι και όρεξη.
Η (μόλις υποψήφια για Όσκαρ) Χονγκ Τσάου είναι μια φορτηγατζού που επίσης τρέχει πάντα να κρύβεται από τον πολιτισμό. Η Έλεν Μπάρκιν είναι μια ξεπεσμένη ηθοποιός σε απεγνωσμένη αναζήτηση ενός comeback. Ο Έιντριεν Μπρόντι είναι διαχειριστής καζίνο που θέλει να αποδείξει στον πάμπλουτο πατέρα του πως μπορεί να καταφέρει να μεγιστοποιήσει το κέρδος και χωρίς τη βοήθειά του. Η Κλόι Σεβινί είναι frontwoman μέταλ μπάντας που κάποτε είχαν ένα τεράστιο χιτ και τώρα παίζουν άδειες παμπ στην μεθόριο. Κι ακόμα δεν έχουμε δει τι ρόλο κρατά η σειρά για τη Στέφανι Σου, μόλις υποψήφια για Όσκαρ κι αυτή για το Τα Πάντα Όλα. (Για το review έγιναν διαθέσιμα τα πρώτα 6 επεισόδια από τα 10 της 1ης σεζόν.)
Όταν μας παρουσιάζεται το έγκλημα σε όλη του τη δόξα, το κάθε επεισόδιο κάνει ένα βήμα πίσω και εισάγει την Τσάρλι της Νατάσα Λιόν στην ιστορία, η οποία λίγο από προσωπικό ενδιαφέρον, λίγο από ένα γενικότερο ηθικό «για το γαμώτο» της υπόθεσης, χώνεται πάντα και προσπαθεί ενώσει τις τελείες βρίσκονται αποδείξεις. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο είναι δομημένα τα επεισόδια, ουσιαστικά εισάγοντας την Τσάρλι στο μέσον μιας εν εξελίξει ιστορίας, παραπέμπει υπό μία έννοια στο Quantum Leap και στο πώς κι εκεί ο Μπέκετ προσγειωνόταν μέσα άλλες ζωές.
Υπάρχει λοιπόν αφενός μια οφειλή σε σόου σαν το Columbo ή το Quantum Leap, αλλά αν έχετε δει τα Knives Out και Glass Onion τότε θα αναγνωρίσετε έναν αντίστοιχο μηχανισμό κι εδώ. Ιστοριών δηλαδή μυστηρίου και σασπένς που βρίσκονται εν εξελίξει με τρόπους που δεν μας έχουν αποκαλυφθεί ακόμα κι αν εμείς έτσι νομίζουμε, και που με μια μετατόπιση στο μέσον της ιστορίας (μέσα από τα μάτια της ηρωίδας πλέον) αποκαλύπτουν την αληθινή τους, πλήρη διάσταση. Μια ταινία σαν το Glass Onion δεν είναι ακριβώς whodunnit κι ας πλασάρεται ως τέτοιο– είναι περισσότερο μια μηχανή επεξηγήσεων και αποκαλύψεων που ρολάρει προς ένα ικανοποιητικό φινάλε.
ΚΑΤΙ ΑΠΟ KNIVES OUT, ΚΑΤΙ ΑΠΟ OLD HOLLYWOOD
Το Poker Face τελειοποιεί αυτό το μοτίβο, εφαρμόζοντάς το σε μικρότερες, λιγότερο φορτωμένες ιστορίες. Είναι σαν μικρά, εβδομαδιαία Knives Out, αλλά χωρίς καν την προσποίηση πως πρέπει να μαντέψεις ποιος το έκανε και γιατί. Είναι όλο set-up, και μετά είναι όλο κομμάτια που μπαίνουν στη θέση τους, σαν ένας τέλειος μηχανισμός που λειτουργεί με απολαυστική ακρίβεια, τη μία φορά μετά την άλλη. Και δίχως, στα 6 επεισόδια που είδαμε, να μοιάζει ποτέ και προβλέψιμος, καθώς πάντα υπάρχουν μικροπαραλλαγές στο φορμάτ ώστε να μην μοιάζει ποτέ ξαναζεσταμένο φαγητό. (Ειδικό shout out στο 5ο επεισόδιο, με τις φανταστικές Τζούντιθ Λάιτ και Σ. Επάθα Μέρκερσον.)
Ωστόσο μεγάλο μέρος της γοητείας ενός τέτοιου φορμάτ είναι –κι εδώ βρίσκεται επίσης μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Columbo– το ότι, απαλλαγμένη από την ευθύνη να «πετύχει πράγματα» ή να «απαντήσει ερωτήματα» ή να «εμβαθύνει τη μυθολογία», μια τέτοια σειρά διαδικασίας και, ουσιαστικά, ενός προσώπου, μπορεί να κάνει κάτι πολύ πιο σπάνιο και πιο πολύτιμο: Απλώς, δηλαδή, να αράξει πίσω και να περάσει λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί με ένα πολύ κουλ άτομο και τις περιπέτειές του.
Η Νατάσα Λιόν κουβαλά πολλή από την old Hollywood ενέργεια κάποιου σαν τον Πίτερ Φολκ κι αυτό πάντα θα την έκανε τέλεια για μια αναβίωση ακόμα κι εκείνου του κλασικού σόου, κι άρα κι ενός μοντέρνου απογόνου του. Μοιάζει με μια προσωπικότητα έτσι κι αλλιώς έξω από το ρεύμα της όποιας εποχής, καθώς στέκεται εκεί στο περιθώριο μουρμουρίζοντας παραιτημένα αστεία στον εαυτό της. Πιστεύεις απόλυτα ότι η Τσάρλι της είναι μια γυναίκα που βρίσκει κέφι στα πιο μικρά, ειλικρινή πράγματα, που δεν θέλει με τίποτα τους προβολείς πάνω της και που –κυρίως αυτό– θα έμπλεκε 100% κάθε φορά επειδή δε μπορούσε να συγκρατήσει την περιέργειά της. Αλλά και, περιέργως, το νοιάξιμό της.
Γύρω της, το καστ πάντα λάμπει καθώς νιώθεις πως άπαντες διασκεδάζουν παίζοντας αυτά τα μικρά, μερακλίδικα αντι-ηρωικά κομμάτια. Στο 6ο επεισόδιο, η Έλεν Μπάρκιν παίζει μια ηθοποιό της οποίας τις ατάκες στη σκηνή η Τσάρλι «διαβάζει» ως ψέματα. Όταν της το λέει, εκείνη το παίρνει σαν κίνητρο για να βυθιστεί περισσότερο σε αυτό που κάνει, για να πιστέψει βαθιά αυτή τη σύντομη φάρσα. Το πώς αλλάζει ο τρόπος που ερμηνεύει, είναι κάτι που αξίζει να δει κανείς. Και το ίδιο ισχύει με διαφορετικούς τρόπους για όλο το ensemble, όλοι και όλες να φέρνουν στο έργο κάτι αφοσιωμένα αχρονικό: Με έναν περίεργο τρόπο, η σειρά δεν προδίδεται (αισθητικά μιλώντας) ως ιδιαίτερα σύγχρονη ή ως αποκλειστικά παστίς. Απλά υπάρχει, κι απλά λειτουργεί, γιατί δεν βασίζεται σε καμία αυτοαναφορικότητα.
Μέσα από αυτές τις μικρού βεληνεκούς, έξυπνες και διασκεδαστικές «πώς-θα-ενώσει-άραγε-τις-τελείες» ιστορίες εγκλήματος και ηθικής αδυναμίας, ο Τζόνσον, το συνεργείο κι οι ηθοποιοί του καταφέρνουν τελικά να σχηματίσουν όντως κάτι μεγαλύτερο, κι ας μην υπάρχει περίπλοκη μυθολογία. Είναι μια μελαγχολική συλλογή πολλών ανθρωπίνων ηθικών αποτυχιών, με την Τσάρλι κάτι σαν τον πιο κουλ άγγελο τιμωρό (που δε μπορεί άλλο αυτή την κατάσταση). Μικρές, τέλειες, αυτοτελείς ιστορίες για ένα πρωινό Σαββάτου με τον καφέ.