ΤΟ “ΠΡΟΣΤΙΜΟ” ΤΟΥ ΦΩΚΙΩΝΑ ΜΠΟΓΡΗ ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
Αν και οι, εμπνευσμένοι από πραγματικά πρόσωπα, πρωταγωνιστές της ταινίας του είναι ένας ντίλερ και ένας μπράβος, δύο χαμένα κορμιά της διπλανής πόρτας, ο σκηνοθέτης Φωκίων Μπόγρης επιμένει ότι απευθύνεται σε όσους ζουν, ή νομίζουν ότι ζουν, “κανονικά”.
Δηλαδή τι να πούμε με τον Φωκίωνα Μπόγρη; Αν κατά τη διάρκεια των lockdown το έριξε στη μαγειρική; Αν πήγαινε για περπάτημα; Αν τάιζε αδέσποτες γάτες; Αν έχασε τον ύπνο του; Αν ήπιε πολύ κρασί για να τον ξαναβρεί; Αν έβλεπε περίεργα όνειρα; Αν έφτασε κοντά στην κρίση πανικού; Αν έστελνε πάντα μήνυμα στο 13033 για να βγει από το σπίτι του; Αν επέστρεφε πάντα πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας; Αν συνυπήρξε στον ίδιο χώρο με μεγαλύτερο από τον κατά καιρούς επιτρεπτό αριθμό ατόμων; Αν διάβασε όσα βιβλία ήθελε; Αν είδε πολλές ταινίες; Αν “έλιωσε” στο Netflix;
Δηλαδή πάλι τα ίδια να πούμε; Δεν έχουμε κουραστεί πια όλοι μας να μιλάμε διαρκώς για όλα αυτά, για όλες τις μικρές ή μεγάλες συμπεριφορικές μετατοπίσεις ή διαταραχές εξαιτίας μιας αδιαπραγμάτευτης, πρωτόγνωρης συνθήκης που αφορά τους πάντες, κάτι που συνέβη πέρυσι και εξακολουθεί να συμβαίνει -η καραντίνα τελείωσε, όχι η πανδημία- σε όλους μας; Δηλαδή δεν έχει συμβεί τίποτα άλλο στη ζωή του καθενός όλο αυτό το διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την προηγούμενη άνοιξη μέχρι τώρα; Γιατί λοιπόν να μη μιλήσουμε για κάτι άλλο με τον Φωκίωνα Μπόγρη;
“Σε παρακαλώ μόνο μη με ρωτήσεις για τον κορονοϊό και πώς πέρασα στα lockdown. Με ρώτησε κάποιος πρόσφατα τι έκανα στην καραντίνα…” λέει και γυρίζουν τα μάτια του προς το ταβάνι. Υπομονή έκανε, γενικά όπως όλοι και ειδικά όμως όπως όσοι τα έφερε έτσι η ζωή ώστε να γράψουν, για παράδειγμα, ένα βιβλίο που εξαιτίας της πανδημίας δεν κατάφεραν να το παρουσιάσουν, να ηχογραφήσουν ένα δίσκο που εξαιτίας της πανδημίας δεν κατάφεραν να τον παίξουν ζωντανά, να ζωγραφίσουν ένα πίνακα που εξαιτίας της πανδημίας δεν κατάφεραν να τον εκθέσουν, να σκηνοθετήσουν μια ταινία που εξαιτίας της πανδημίας δεν κατάφεραν να την προβάλλουν στους κινηματογράφους. “Τι να κάνω δηλαδή κατά τη διάρκεια της καραντίνας; Σάπιζα. Τι θες να κάνω δηλαδή; Εντάξει, δεν γίνεται να μην αναφερθείς καθόλου σε αυτό, αλλά…” λέει και τα μάτια του γυρίζουν πάλι προς το ταβάνι. Αλλά ο Μπόγρης υποδέχεται το Magazine στο σπίτι του, ακριβώς γιατί η καραντίνα έχει πια τελειώσει. Ακριβώς γιατί οι θερινοί κινηματογράφοι έχουν πια ανοίξει. Ακριβώς γιατί σε ορισμένους από αυτούς θα προβληθεί επιτέλους το Πρόστιμο, η νέα του ταινία.
“Ο Βαγγέλης βγάζει τα προς το ζην πουλώντας κάνναβη. Προσπαθεί να πιάσει μια μόνιμη δουλειά, όμως το στιγματισμένο ποινικό του μητρώο δεν το επιτρέπει. Όταν οι γείτονες απειλούν να τον καταδώσουν στην αστυνομία, ο Βαγγέλης αναγκάζεται να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του και να καταφύγει στο σπίτι της αδελφής του. Εκεί θα γνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, Πέτρο, έναν μπράβο και συνεργάτη του υποκόσμου των νοτίων προαστίων. Ο Πέτρος προσφέρει διέξοδο στο οικονομικό του πρόβλημα, ωθώντας τον να συμμετάσχει στις ‘δουλειές’ που οργανώνει για τον κόσμο της νύχτας. Όμως ο Βαγγέλης δεν θέλει να ανήκει στον κόσμο της νύχτας”.
Αυτή είναι η σύνοψη της ταινίας όπως αποτυπώθηκε στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η σύνοψη μιας ταινίας που είναι υποψήφια για δύο βραβεία ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (Καλύτερης Μεγάλου Μήκους Ταινίας Mυθοπλασίας και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Στάθη Σταμουλακάτο). Η σύνοψη μιας ταινίας που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Η σύνοψη μιας ταινίας της οποίας τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν την Πρωταπριλιά του 2019, το post-production ένα χρόνο αργότερα, εν μέσω πανδημίας, και που σήμερα, ο σκηνοθέτης της, παρά τη χαρά του για το ότι προβάλλεται σε 7 θερινούς κινηματογράφους, ακόμη φέρει βαρέως το ότι δεν προβλήθηκε τον περασμένο χειμώνα σε κλειστούς, αρχής γενομένης με εκείνους του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που τελικά διεξήχθη online.
“Δεν μετανιώνω καθόλου που δεν βγάλαμε οnline την ταινία” λέει. “Ήταν τεράστιο πλήγμα για μένα η φυσική ματαίωση της πρεμιέρας μας στο φεστιβάλ, δεν το έχω ξεπεράσει ακόμη. Όπως και τη ματαίωση ολόκληρου του φεστιβάλ. Πηγαίναμε κάθε χρόνο από το 2011. Όλα αυτά τα χρόνια το δουλεύαμε μέσα μας, ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα ανεβαίναμε με μια δική μας ταινία. Μας ευνούχισε ρε φίλε όλο αυτό, πώς να το πω, με πέθανε. Αν δεν μοιραστείς την εμπειρία της θέασης με τον κόσμο της αίθουσας, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι έφτιαξες”.
Αν δεν μοιραστείς την εμπειρία της θέασης με τον κόσμο της αίθουσας, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι έφτιαξες.
Όλη αυτή τη δεκαετία που κατευθυνόταν κάθε φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τα χρόνια που προηγήθηκαν, ο Μπόγρης εκτός από το να βλέπει -σε φεστιβάλ, στο σπίτι του, οπουδήποτε- τις ταινίες άλλων, σκηνοθέτησε τρεις δικές του, δύο μικρού μήκους [Family Tree (20212), Ο Δεύτερος Άντρας (2013)] και μία μεγάλου [Κάθαρση (2009)] και σε αυτές -αν εξαιρέσεις τη μία από τις μικρού μήκους στην οποία πρωταγωνίστησε κάποιος που του άλλαξε τη ζωή- δεν ανατρέχει με ιδιαίτερη ζέση. Τέλος πάντων θα το κάνει αν χρειαστεί με την πηγαία συστολή κάποιου που δεν αποκηρύσσει, αλλά δεν βυθίζεται κιόλας στο παρελθόν του. Ξέρει ότι αυτά τα τρία σκηνοθετικά βήματα τον οδήγησαν στο Πρόστιμο, και ξέρει ότι σε αυτά τα τρία βήματα τον οδήγησαν τα προηγούμενα του (μερικά b-movies), άρα έτσι μπορεί να φτάσει μέχρι την αρχή της πορείας του, να κρατάει ζωντανή την ανάμνηση της “στιγμής-μηδέν”.
Θυμάται καθαρά πότε κατάλαβε ότι ήθελε να κάνει σινεμά: “Ήμουν γύρω στα 22. Σπούδαζα communication σε μια ιδιωτική σχολή, δεν μου άρεσε, έκανα πολλές απουσίες. Δεν μου ήρθε καμία επιφοίτηση. Είχαμε με ένα κολλητό μια death metal μπάντα. Βλέπαμε μαζί πολλές ταινίες του χειρίστου είδους. Αυτός ο τύπος λοιπόν μια μέρα μου πρότεινε να κάνουμε κι εμείς κάτι τέτοιο. ‘Θα είσαι εσύ ο σκηνοθέτης κι εγώ θα πρωταγωνιστήσω’, μου είπε. Ο αδερφός μου είχε μια βιντεοκάμερα ακριβώς ίδια με αυτή” λέει και δείχνει μια παλιά βιντεοκάμερα που, έτσι όπως σκονίζεται ανάμεσα στις στοίβες με DVD, μοιάζει παροπλισμένη.“Μου φάνηκε τελείως ‘καμένο’ και εφηβικό ως ιδέα, αλλά να σου πω την αλήθεια από τη στιγμή που έπιασα τη βιντεοκάμερα στα χέρια μου και άρχισα να τραβάω υλικό, ήθελα όντως να φτιάξω μια ταινία, άσχετα που το αποτέλεσμα ήταν σκουπίδι. Ένιωθα την ανάγκη να ολοκληρώσω τις μαλακίες που γυρνούσα με τον φίλο μου, να το φέρω εις πέρας και μετά ήθελα να κάνω κι άλλο. Σχεδόν χωρίς να το καταλάβω έγινε, δεν πήρα ποτέ κάποια επίσημη απόφαση”.
Κάνοντας αυτές τις εφηβικές “ταινίες” (παρεμπιπτόντως τα εισαγωγικά είναι δικά του) υιοθέτησαν ψευδώνυμα. “Εγώ έγινα ο Φωκίων Μπόγρης, ο άλλος έγινε Δημήτρης Πολυδούρης, γελοία ονόματα. Θα μπορούσα να κάνω το Πρόστιμο με το πραγματικό μου όνομα. Θέλω όμως να δείξω ότι κάποιος που ξεκινάει για πλάκα, κρατώντας μια βιντεοκάμερα της πλάκας στα χέρια του, μπορεί να καταλήξει να κάνει μια κανονική ταινία. Η αφετηρία είναι σημαντική για μένα. Τις έχω ακόμη όλες αυτές τις ταινίες. Αυτές ήταν η αφορμή για να γνωρίσω τον Νίκο”.
Έχοντας σκηνοθετήσει μέχρι τότε τρία μουσικά ντοκιμαντέρ [Momus, amongst women only (1992), Tuxedomoon, no tears (1998), Screamin’ Jay Hawkins – Ι put a spell on me (2001)] και τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας [Τα Σκυλιά Γλύφουν την Καρδιά μου (1993), Ράδιο Μόσχα (1995), Το Παλτό (1997), Μαύρο γάλα (1999)] και έχοντας το δικό του συναυλιακό venue (Gagarin 205), που όμως το αντιμετώπιζε εξαρχής ως “άσυλο ανιάτων στο σύγχρονο αθηναϊκό πολιτισμό”, όπως είχε πει κάποτε, ο αεικίνητος Νίκος Τριανταφυλλίδης το 2001 ήταν έτοιμος για “μια έκκληση για προάσπιση της διαφορετικότητας χωρίς πολιτικές ορθόδοξες κατευθυντήριες γραμμές και κομφορμιστικά ασεξουαλικά τερτίπια”. Αυτό ήταν το mission statement του Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου, ενός πολιτιστικού δρώμενου “για τους απενοχοποιημένους εραστές του σινεμά, ενός θεσμού που καγχάζει στα μούτρα της σοβαροφάνειας”, σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του.
Ο Φωκίων Μπόγρης γνώρισε τον Νίκο Τριανταφυλλίδη στο πρώτο -για τους φίλους- “Cult Festival”. Είχε πάει ως θεατής. “Το 2002 ήμουν 22 ετών και οι ‘ταινίες’ που έκανα έπεσαν στα χέρια του. Είχαμε κοινό φίλο τον Απόστολο Σουγκλάκο που πρωταγωνιστούσε σε αυτές”. Την επόμενη χρονιά πήγε στο φεστιβάλ ως δημιουργός. “Έγινε η πρώτη δημόσια προβολή που έκανε μία -δεν θα την πω ταινία- δουλειά μου. Μιλάμε για 19 χρόνια πίσω. Ο Νίκος ήταν από την αρχή ο μεγαλύτερος μου φαν. Υποστήριζε οτιδήποτε έκανα”, λέει και η ροή του λόγου του διακόπτεται γιατί κάτι συμβαίνει στα μάτια του και στην αναπνοή του και βρίσκει ξανά τον ειρμό του μόλις καταφέρνει να στείλει πίσω στο στομάχι του μια πέτρα που έχει ανέβει μέχρι το λαιμό του. “Είδα τις ταινίες του αφού γνωριστήκαμε, το Ράδιο Μόσχα, το Μαύρο Γάλα, το Παλτό, το ντοκιμαντέρ για τον Screamin’ Jay Hawkins που θεωρώ ότι είναι το απόλυτο αριστούργημά του. Εκείνη την εποχή ήθελα πολύ να γνωρίσω σκηνοθέτες. Μπορεί με τον Νίκο να μην ήμασταν τότε στο ίδιο μήκος κύματος, σκεφτόμουν όμως ότι είναι σκηνοθέτης, ότι αυτό που θέλω να κάνω, εκείνος το είχε ήδη κάνει και ξανακάνει. Γενικά με ενδιαφέρει πολύ να ακούω τι έχει να μου πει ένας σκηνοθέτης που φτιάχνει μια ταινία, άσχετα με το αν θα μου αρέσει τελικά. Οι ταινίες του Νίκου βέβαια, μου άρεσαν πολύ. Ήταν όμως και εντελώς ακομπλεξάριστος κινηματογραφικός θεατής. Είναι φοβερά σημαντικό αυτό. Έβλεπε από το τελευταίο άθλιο σκουπίδι μέχρι art house σινεμά. Αυτό το είδος θεατών αγαπούσα πάντα”.
Αυτό το είδος θεατή είναι και ο ίδιος. “Νομίζω ότι οποιοσδήποτε αγαπάει πολύ το σινεμά τα θέλει όλα, από τη διασκέδαση μέχρι κάτι πιο βαθύ, όλο το εύρος των συναισθημάτων, η κάθε ταινία έχει να σου δώσει κάτι διαφορετικό”, λέει. “Για τον οποιονδήποτε λόγο μπορεί ένα βράδυ να θέλω να δω κάτι πολύ κακό. Μπορεί να δω μερικές ταινίες αμφιβόλου ποιότητας και μετά να μπουχτίσω και να βάλω να δω κάτι καλό”.
To 2013, δέκα περίπου χρόνια μετά τη γνωριμία τους, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης θα πρωταγωνιστούσε στη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του Φωκίωνα Μπρόγρη (Ο Δεύτερος Άντρας), υποδυόμενος έναν αυτοκαταστροφικό κινηματογραφιστή που προσπαθεί να σώσει την αξιοπρέπεια του. Ένα χρόνο αργότερα ο Μπόγρης θα συμμετείχε ως βοηθός παραγωγής στους Αισθηματίες, την τελευταία ταινία μυθοπλασίας του Τριανταφυλλίδη, και θα σκηνοθετούσε το πρώτο επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ Τα Στέκια-Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού. “Ήταν για τα videoclub, αγαπημένο επεισόδιο του Νικόλα, νομίζω ότι είναι το μόνο στο οποίο μιλάει on camera. Το 2017 έκανα και τα Διανυκτερεύοντα. Που ήταν κάπως και η βάση για την αισθητική που βλέπεις στο Πρόστιμο”, λέει.
Ίσως λοιπόν γι’ αυτό, και σίγουρα γιατί η έξοδος της ταινίας του στους κινηματογράφους πραγματοποιείται λίγες ημέρες πριν συμπληρωθούν 5 χρόνια από τον πρόωρο χαμό του μέντορά του (9/9/66 – 7/6/2016), ανεβαίνει πάλι εκείνη η πέτρα από το στομάχι προς το λαιμό του. “Συγκινούμαι, γιατί ο Νίκος θα ήταν ο μεγαλύτερος φαν της ταινίας. Νομίζω ότι θα χοροπήδαγε από τη χαρά του. Ακόμη θυμάμαι κάτι που είχε πει κάποτε για μένα: ‘Ο Φωκίων δεν κάνει σινεμά σεναρίου. Αν ήταν πανκ μπάντα, θα ανέβαινε στη σκηνή και θα έπαιζε δυνατά, χωρίς μελέτη και πρόβες’”.
Η ιδέα να κάνει ταινία τα έργα και τις ημέρες του “Βαγγέλη”, την καθημερινότητα που βιώνει αυτό το απομεινάρι της rave γενιάς που ζει ντιλάροντας κάνναβη αν και θα ήθελε μία σταθερή δουλειά, αλλά μπλέκει με τον Πέτρο, έναν μπράβο των νοτίων προαστίων, δεν ήταν η μόνη που είχε στο μυαλό του, ήταν όμως η μόνη που είχε “τόσο ψωμί”. Ο πρώτος στον οποίο το είπε ήταν ο πραγματικός “Βαγγέλης”. “Τον ήξερα κάνα χρόνο πριν αποφασίσω να κάνω σενάριο την ιστορία του”. Φυσικά ζήτησε την άδειά του. “Η ταινία έγινε με την απόλυτη συνεργασία του. Δέχτηκε να μου πει όλη την ιστορία του με λεπτομέρεια, να τον βιντεοσκοπήσω ώστε να έχω όλο το υλικό πάνω στο οποίο θα βασιζόταν το σενάριο. Όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, άνοιξε μέχρι και τη ντουλάπα του και μας έδωσε τα ρούχα του, γιατί όλοι θέλαμε ο πρωταγωνιστής μας να είναι σωστός ακόμη και ως προς αυτό. Από τη στιγμή που καθόταν εδώ και του είπα ότι θέλω να κάνω τη ζωή του ταινία, μέχρι που ήρθε πάλι εδώ και την είδε…” λέει και εννοεί όντως εδώ που ο ίδιος κοιμάται και ξυπνάει, εδώ στο σπίτι του, γωνιές του οποίου χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην ταινία, “…υπήρξε μια τεράστια απόσταση. Όταν λες σε κάποιον κάτι τέτοιο, στην αρχή δεν σε παίρνει στα σοβαρά. Ο πραγματικός Βαγγέλης ψήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι όντως θα το κάναμε. Γι’ αυτόν ήταν πολύ σημαντικό να τον πείσουν οι χαρακτήρες και οι φάτσες. Πόσες φορές έχουμε δει σε ταινίες και σειρές εγκληματικούς χαρακτήρες που δεν πείθουν; Εδώ οι φάτσες και οι διάλογοι τον έπεισαν. Και πώς να μην τον πείσουν; Αφού οι διάλογοι και ειδικά κάποιες ατάκες του Βαγγέλη, είναι copy paste από αυτά που μας είχε πει!”
Γράφοντας το σενάριο με τον Πάνο Τράγο, ο Μπόγρης ήξερε εξαρχής ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος θα πήγαινε στον Βαγγέλη Ευαγγελινό. “Για τον Πέτρο δεν ήμασταν 100% σίγουροι. Καταλήξαμε στον Σταμουλακάτο γιατί θεώρησα ότι είναι από τους πολύ μετρημένους Έλληνες ηθοποιούς που μπορούν να υποστηρίξουν ένα τέτοιο ρόλο. Με το πρώτο draft στα χέρια πήγα στο θέατρο, τον είδα στο Στέλλα Κοιμήσου, και σιγουρεύτηκα. Ο ρόλος του έχει κάποια κοινά με το ρόλο του στην παράσταση. Ένα παρόμοιο τσαμπουκά να το πω; Βαρβατιλίκι να το πω;” Τελικά το λέει τοξική βαρβατίλα. “Για τον χαρακτήρα της Κατερίνας ξέραμε εξαρχής ότι θέλαμε τη Μαρία Μπαλούτσου, είχα συνεργαστεί μαζί της στον Δεύτερο Άντρα, όπου πρωταγωνιστεί με τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη. Μερικές φορές είναι σημαντικό να έχεις στο μυαλό σου ποιος ηθοποιός θα πει αυτά που γράφεις”. Όταν το γράψιμο τελείωσε, έδωσε στους ηθοποιούς το σενάριο για μια πρώτη, σε βάθος ανάγνωση και μετά το πήρε πίσω, γιατί δεν ήθελε να το αποστηθίσουν λέξη προς λέξη. “Ήθελα να ξέρουν τη συνθήκη σε κάθε σκηνή” λέει “και μετά να αυτοσχεδιάσουν, όχι ανεξέλεγκτα όμως. Κάποιες σκηνές μας δυσκόλεψαν, άλλες όχι. Υπήρξε μία που νομίζω ότι κάναμε 21 λήψεις, κάτι που δεν κάνω γενικά γιατί μόλις αισθάνομαι ότι παίρνω μια αληθινή ερμηνεία, σταματάω. Ήταν μία από τις σκηνές που γυρίστηκαν απροβάριστες. Ο χρόνος των 5 μηνών που προβάραμε δεν ήταν αρκετός για να κάνουμε μία μία τις σκηνές. Τα δεκάωρα γυρίσματα κράτησαν 25 μέρες, 40 αν βάλεις και τα ρεπό. Είναι λίγες μέρες για να γυρίσεις μια ταινία. Αν είχαμε περισσότερα χρήματα, θα είχαμε και περισσότερες μέρες γυρίσματος, ίσως να ήταν και πιο πλούσια η ταινία, με περισσότερα πλάνα”.
Έτσι είμαι κι εγώ ως θεατής, όταν η ταινία στο πρώτο επίπεδο με δυσκολέψει, μπορεί να την παρατήσω. Δεν μ’ αρέσει το Inception, για παράδειγμα. Μου αρέσουν ο Παλαιστής, το Bad Lieutenant, το I Stand Alone”.
Έχεις ένα όραμα. Συνειδητοποιείς εξαρχής ότι δεν θα βρεις όσα χρήματα απαιτούνται για να πραγματωθεί απόλυτα. Προσαρμόζεσαι. Δηλαδή τι άλλο να κάνεις; “Εξαρτάται από το τι εννοούμε όραμα, πώς το έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης» λέει ο Μπόγρης. Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης στο μυαλό του είχε εξαρχής μια ταινία μικρής κλίμακας. “Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι τρεις. Οι υπόλοιποι είναι περιφερειακοί. Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο μέσα σε σπίτια – όχι ότι δεν έχει και εξωτερικά πλάνα, σε νυχτερινά μαγαζιά κλπ. Αυτό που λες όραμα όμως προσπάθησα να το κρατήσω μικρό από το στάδιο του γραψίματος. Δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρήματα. Έχει να κάνει με το ότι προσωπικά γουστάρω τέτοιες ταινίες, θεωρώ ότι με αυτόν τρόπο μπορώ να φτάσω στην ουσία των χαρακτήρων μου, στην αλήθεια τους. Προτιμώ να επικεντρωθώ και να πω την ιστορία μου μέσα από δύο τρεις βασικούς χαρακτήρες, παρά να γίνεται μια παρέλαση υποϊστοριών και να μπερδέψω τον θεατή. Θέλω το πρώτο επίπεδο της αφήγησης να είναι ξεκάθαρο, να μπορεί να το καταλαβαίνει κι ένας χαζός, να το πω έτσι. Έτσι είμαι κι εγώ ως θεατής, όταν η ταινία στο πρώτο επίπεδο με δυσκολέψει, μπορεί να την παρατήσω. Δεν μ’ αρέσει το Inception, για παράδειγμα. Μου αρέσουν ο Παλαιστής, το Bad Lieutenant, το I Stand Alone”.
Στην Κάθαρση, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το συνεργείο ήταν ένας που έκανε κάμερα , φωτογραφία, ήχο και ο Μπόγρης σκηνοθετούσε, έκανε τη διεύθυνση παραγωγής, έφερνε το φαγητό στα γυρίσματα, μετέφερε τους ηθοποιούς από και προς τα locations. “Καμία σχέση” δηλαδή με το Πρόστιμο. Ό,τι έχει κάνει όμως μέχρι σήμερα, τα “πακέτα” που έχει φάει και οι δυσκολίες που έχει βιώσει, υπήρξαν ένα πολύ μεγάλο σχολείο. “Δεν είμαι απόφοιτος κάποιας σχολής κινηματογράφου. Μαθαίνω στην πράξη, μέσα από τα λάθη μου. Μετά την Κάθαρση έκανα το Family Tree και τον Δεύτερο Άντρα, για πρώτη φορά με κανονικές πρόβες και ηθοποιούς. Άρχισα να δίνω βάρος στο υποκριτικό κομμάτι. Συνειδητοποίησα ότι αν δεν έχεις αυτό, δεν έχεις τίποτα. Γιατί θέλω να κάνω ανθρωποκεντρικό σινεμά. Μπορεί να έχει χιούμορ και καφρίλα όπως στις εφηβικές μου προσπάθειες, αλλά τώρα πια αυτά υπάρχουν με ένα τρόπο…πώς να τον πω;” Πιο κανονικό; του λέω. “Με ένα τρόπο που είναι έγκυρος”, λέει. “Όταν ξεκινήσαμε το Πρόστιμο, δεν είχαμε στο νου μας κάποιο συγκεκριμένο κινηματογραφικό ύφος. Ακόμη δεν ξέρω σε ποιο genre κατατάσσεται. Πολλές φορές έλεγα στον Πάνο Τράγο, τον συνσεναριογράφο: ρε φίλε αυτό είναι κωμωδία! Γελούσαμε πολύ με τις σκηνές. Κάποιοι έχουν πει ότι είναι νεονουάρ. Τρελαίνομαι ειδικά για αμερικανικό νεονουάρ των 80s και 90s. Αλλά δεν είχα στο μυαλό μου ότι κάνουμε κάτι τέτοιο. Ίσως να έχει να κάνει με τη φωτογραφία του Γιάννη Σίμου. Ή με το ότι ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένα χαμένο κορμί, με την έννοια ότι δεν έχει εξασφαλισμένο σίγουρο μέλλον, είναι παραβατικός. Όταν πήγαμε να κλείσουμε ένα καφέ για γύρισμα, ρωτάει ο ιδιοκτήτης: Τι ταινία είν’ αυτή; Αστυνομική, του λέμε. Α, ωραία, λέει, γουστάρω αστυνομικές, Τσαρλς Μπρόνσον και τέτοια. Ώσπου αρχίσαμε να γυρίζουμε τη σκηνή που ο Θύτης (σ.σ. ναι, ο ράπερ) μιλάει για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, ένας ελεεινός, βρώμικος διάλογος. Ο άνθρωπος δίπλα κοιτούσε περίεργα. Σου λέει τι σόι αστυνομικό είναι αυτό; Άρα μάλλον δεν είναι”. Για την ιστορία, στο imdb το Πρόστιμο είναι καταχωρημένο ως δράμα.
Επίσης για την ιστορία, το Πρόστιμο, μια ταινία με παραβατικούς ήρωες εμπνευσμένους από πραγματικούς παραβατικούς ανθρώπους, μια ταινία εμπνευσμένη από την πραγματική ζωή, δεν μιλάει, σύμφωνα με τον δημιουργό της, για τον κόσμο του περιθωρίου. “Αν κάποιος δεν έχει φύγει ποτέ από την όμορφη και ακριβή περιοχή που κατοικεί, μπορεί να του φανεί περιθώριο ένας μικροντίλερ του Αγίου Δημητρίου” λέει ο Μπόγρης. “Αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι περιθώριο. Υπάρχει πάρα πολύς κόσμος, πολύ περισσότερος απ’ όσο νομίζουμε, που είναι κάπως έτσι. Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε το Πρόστιμο, απλά θέλαμε να κάνουμε ταινία την ιστορία ενός τύπου που γνωρίζαμε. Δεν σκεφτήκαμε ότι η ταινία θα άρεσε σε συγκεκριμένη μερίδα του κόσμου. Σίγουρα με ενδιαφέρει ο σινεφίλ κόσμος στην Ελλάδα. Αυτός ο κόσμος όμως δεν είναι πάρα πολύς. Οπότε θα σου έλεγα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο η ταινία να μιλήσει στον απλό κόσμο που αράζει σε πάρκα και πλατείες. Θέλω αυτός ο κόσμος να δει την ταινία. Να δει τον πολύπλευρο χαρακτήρα του “Βαγγέλη”, που έχει άλλη συμπεριφορά με την τρανς φίλη του, άλλη με την αδερφή του, άλλη με τους πελάτες του, άλλη με την κοπέλα που έχει γνωρίσει online και πηδιούνται, άλλη με τον ‘αληθινό Σταμουλακάτο’, που τώρα μπορεί να βρίσκεται στη φυλακή, ίσως σε κάποια άλλη χώρα, δεν έχω ιδέα και να σου πω την αλήθεια δεν θέλω να ξέρω. Μου χει περάσει από το μυαλό τι θα γίνει αν δει την ταινία. Θα αναγνωρίσει σίγουρα την ιστορία. Αξίζει όμως το ρίσκο. Γιατί στον ‘Βαγγέλη’ χρωστάω τα πάντα. Ο ρεαλισμός της ταινίας μου υπάρχει χάρη σ’ αυτόν”.
Χάρη σ’ αυτόν που όταν είδε τελικά την ταινία, κοιτούσε τον σκηνοθέτη λοξά και χαμογελούσε γιατί σκεφτόταν: αυτός είμαι εγώ. “Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω όλα τα στοιχεία που μου έδωσε ώστε να βγάλει ο καθένας το δικό του συμπέρασμα. Είναι σίγουρα προβληματικός χαρακτήρας. Αυτό είναι τελικά που έχει να σου πει αυτή η ταινία. Ψάχνει να βρει τις ανθρώπινες ποιότητες αυτού του τύπου” λέει ο Φωκιών Μπόγρης. “Χωρίς να είμαι σίγουρος έχω την εντύπωση ότι σήμερα ο ‘Βαγγέλης’ συνεχίζει να ντιλάρει και παράλληλα να ψάχνει μια νόμιμη διέξοδο. Κακά τα ψέματα, μέχρι πότε θα είναι ντίλερ; Θα φτάσει 65 και θα πουλάει σακουλάκια στους φίλους του; Έχει δει την ημερομηνία λήξης σε αυτή την ασχολία και προσπαθεί να βρει μια νόμιμη διέξοδο για να συνεχίσει τη ζωή του…κα-νο-νι-κά”.
-Έχει, λοιπόν, ηθικό δίδαγμα το Πρόστιμο;
-Όχι.
-Εσύ πώς θα συνεχίσεις τη δική σου ζωή;
-Το καλύτερο με το να κάνεις ταινίες είναι ότι είσαι δημιουργικός. Νομίζω ότι είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί κάποιος να κάνει. Έχει ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες. Είναι κάτι για το οποίο ζεις. Κι ας σε σκοτώνει η αναμονή από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη στιγμή της ολοκλήρωσης. Για το Πρόστιμο πέρασαν 6-7 χρόνια. Από την προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία μου πέρασαν 10. Αν είναι να περιμένω άλλα 10 χρόνια μέχρι να κάνω την επόμενη ταινία, θα ’χω πάει να βρω τον Νίκο.
Εννοεί τον Τριανταφυλλίδη, τον Αισθηματία, τον εκλιπόντα. Ίσως να υπάρχει εδώ το ηθικό δίδαγμα που ψάχνω.