ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΡΟΝΟΪΟ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος γράφει για τις ταινίες που είδε την πρώτη καυτή εβδομάδα του φεστιβάλ κινηματογράφου.
Όπως είπε στους δημοσιογράφους κι ο Μπονγκ Τζουν-χο, Πρόεδρος της φετινής επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας και ο άνθρωπος στο επίκεντρο του Τελευταίου Πανέμορφου Πράγματος Που Συνέβη Ποτέ (με τα “Παράσιτα” να σαρώνουν στα Όσκαρ λίγο πριν την πανδημία), κάποτε ο Covid-19 θα είναι παρελθόν αλλά το σινεμά όχι.
Η Βενετία, που πραγματοποιήθηκε με έναν μαγικό τρόπο και πέρσι αν και σε πολύ μικρότερο μέγεθος (ταινιών, καλεσμένων, διαπιστευμένων), είναι αποφασισμένη φέτος να βάλει τη στάμπα της σε αυτό που ελπίζουμε πως θα είναι μια επιστροφή σε κάτι το γνώριμο. Φυσικά παραλλαγμένο, με μάσκες μες στην αίθουσα, με αποστάσεις, και με τα πάντα πιο προσεκτικά, πιο -κυριολεκτικά!- αποστειρωμένα. Όμως ακόμα κι έτσι, η πρόθεση είναι εμφανής.
Συνθέτει ένα από αυτά τα γνώριμα προ-πανδημικά λαϊνάπ ταινιών με μερικές από τις πιο πολύαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς. Από το διαπλανητικό “Dune” ως το φεραντικό “Lost Daughter” που γυρίστηκε στις Σπέτσες. Από την επιστροφή της Τζέιν Κάμπιον στην επιστροφή του Πολ Σρέιντερ. Από τον Αλμοδόβαρ ως τον Σορεντίνο. Από το giallo του “Last Night in Soho” ως το slasher του “Halloween Kills”. Από τις μονομαχίες του “Last Duel” με τον Άνταμ Ντράιβερ ως την απόγνωση της Νταϊάνα στο “Spencer” με την Κρίστεν Στιούαρτ.
Και για να δεθεί όμορφα μέχρι κι ο κόμπος, φωνάζει στην Επιτροπή τους δύο τελευταίους οσκαρικού θριαμβευτές, τον Μπονγκ Τζουν-χο και την Κλόι Τζάο. Παράλληλα, οι μεγάλοι σταρς επιστρέφουν, περπατούν το κόκκινο χαλί κάθε μέρα, έστω και πίσω -πλέον- από ένα απρόσωπο τείχος που τόσα χρόνια έλειπε (κι ελπίζουμε στο μέλλον να ξαναφύγει). Η δήλωση σαφής: Φέτος, το μεγάλο σινεμά, το σινεμά των μεγάλων δημιουργών, το ενήλικο σινεμά για το οποίο θέλει να μιλά ο κόσμος, το σινεμά των Όσκαρ, επιστρέφει κι είναι εδώ.
Για πολλούς από εμάς που βρισκόμαστε στο Λίντο αυτό το δεκαήμερο, η εμπειρία πέραν όλων των άλλων είναι και κάπως συγκινητική. Αρκετοί συνάδελφοι έχουν πάει μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού φορές σινεμά τον τελευταίο αυτό ένα-ενάμιση χρόνο. Σχεδόν έχουν από πριν την πανδημία να βρεθούν σε κάποιο Φεστιβάλ. Η αίσθηση αυτής της συλλογικής παρακολούθησης έχει κάτι το μεγαλειώδες, όχι μόνο στη σκοτεινή αίθουσα, αλλά και σε ένα κοινό πλαίσιο, με το να βρίσκεσαι σε ένα χώρο όπου κι οι άλλοι άνθρωποι κοντά σου έχουν δει τα ίδια πράγματα, κάνουν τις ίδιες συζητήσεις.
Κι οι συζητήσεις αφορούν τις μεγάλες αυτές ταινίες που, παραδοσιακά, βρίσκονται συγκεντρωμένες στις πρώτες ημέρες της Βενετίας, προτούν πολλές από αυτές ταξιδέψουν και στα Φεστιβάλ της Βορείου Αμερικής για να συνεχίσουν το ταξίδι που ξεκίνησαν εδώ, στο Λίντο. Χωρίς υπερβολή, το πρώτο τριήμερο της Βενετίας αποδεικνύεται πάρα πολύ συχνά καθοριστικό για το σινεμά της σεζόν που ακολουθεί. Τι είδαμε λοιπόν φέτος κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου καυτού τριημέρου;
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΧΜΗ
Αν η ταινία έναρξης δίνει εκ των πραγμάτων ένα κάποιο στίγμα για το Φεστιβάλ, η φετινή επιλογή δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ μετά το βαθιά προσωπικό “Πόνος και Δόξα” ανοίγει το θεματικό εύρος του αγαπημένου σκηνοθέτη με ένα τρόπο ναι μεν χτισμένο μες στο αφηγηματικό DNA της ταινίας, αλλά και πάλι απρόσμενο όταν αποκαλύπτεται πλήρως. Στις “Παράλληλες Μητέρες”, την όγδοη συνεργασία του με την εκπληκτική εδώ Πενέλοπε Κρουζ, ο Πέδρο κεντράρει ξανά την ιστορία του πάνω στην ιστορία μιας μητέρας- δύο για την ακρίβεια. Ή και περισσότερων, ανάλογα την ανάγνωση του φιλμ.
Το σημείο εκκίνησης μοιάζει να ξεπήδησε από κάποια μελοδραματική τελενοβέλα, σαν αυτές που πολύ συχνά επηρεάζουν τον σκηνοθέτη, με δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες (σε ηλικία, σε background) να γνωρίζονται στο μαιευτήριο και να γεννάνε σχεδόν ταυτόχρονα. Μια συνάντηση που, όσο κι αν δεν το συνειδητοποιούν, θα αλλάξει τη ζωή τους δένοντάς τες άρρηκτα μεταξύ τους. Ο Αλμοδόβαρ με άψογο τεχνικό έλεγχο αναπτύσσει την ιστορία του μέσα από διαρκείς απολαυστικές -όσο κι απίθανες- ανατροπές, όμως στο περιθώριο λέει στην πραγματικότητα την μετεμφυλιακή ιστορία της ίδιας του της χώρας, για τη σημασία του παρελθόντος, των οικογενειακών διαδρομών (όπως κι αν αυτές τελικά σχηματίζονται) και της επιμονής για την αλήθεια. Η τελευταία σκηνή θα μείνει μαζί μας για πολύ καιρό.
Στον “Card Counter”, τη νέα του ταινία μετά το “First Reformed” με τον Ίθαν Χοκ, ο σεναριογράφος του “Ταξιτζή” Πολ Σρέιντερ χτίζει έναν ακόμα μοναχικό ήρωα που καταλαμβάνεται από αποκαλυπτικά οράματα βίας και απόγνωσης. Τα οράματα εδώ βέβαια είναι αναμνήσεις, παραμορφωμένες και γεμάτες πανικό, αίμα και τρόμο. Ένας πρώην στρατιωτικός ανακριτής στο Άμπου Γκράιμπ, αφού έχει τελειώσει με ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε, ζει μια εντελώς μοναχική ζωή χωρίς καμία επαφή, χωρίς καμία προσδοκία, παίζοντας χαρτιά με απόλυτο έλεγχο και ικανότητα, αλλά πάντα μακριά από τα φώτα και τη φασαρία.
Ύστερα από την γνωριμία του με έναν νεότερο άντρα που τους ενώνει κάτι από το παρελθόν, θα τολμήσει για πρώτη φορά να αναζητήσει κάτι σαν εξιλέωση- αν αυτό είναι δυνατόν. Με εφιαλτικά αποτρόπαιες εικόνες να εισβάλουν στην μάλλον βουβή και μονότονη καθημερινότητα του, αυτός ο αντι-ήρωας (παιγμένος με στωικότητα αλλά και πόνο από τον Όσκαρ Άιζακ) εκπροσωπεί ένα κεντρικό ερώτημα πάνω στο κατά πόσο υπάρχουν πράξεις για τις οποίες είναι απλά μοιραίο να μην υπάρχει εξιλέωση, ενσαρκώνοντας το βαθύ σκοτάδι μιας ολόκληρης χώρας. Δεν συναντάμε εδώ κάτι το εφιαλτικά υπερβατικό όπως στο “First Reformed” όμως πρόκειται για μια εξαιρετικά μεστή δουλειά από τον Σρέιντερ.
Αντίθετα με τις παραπάνω ταινίες, το φιλμ ανοίγματος των Οριζόντων (ένα παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ αφοσιωμένο περισσότερο σε ανακαλύψεις και σε ταινίες λιγότερο προβεβλημένων δημιουργών) με τίτλο “Les Promesses” κοιτάζει την πολιτική ευθύνη με έναν μάλλον πιο τακτοποιημένο τρόπο. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ πρωταγωνιστεί παίζοντας μια αδιάφθορη δήμαρχο, τόσο αγνή που έχει υποσεχθεί να μην επιδιώξει κι άλλη θητεία προκειμένου να μην παίξει ποτέ το πολιτικό παιχνίδι. Μια σειρά υποσχέσεων όμως θα αλλάξουν τα πράγματα, ωθώντας την προς ένα σκοτεινό, ηθικά γκρίζο μονοπάτι. Στιβαρή αφήγηση και μια αφηγηματική ματιά δεμένη για τα καλά στο ανθρώπινο επίπεδο του δρόμου, όμως και μια χολιγουντιανά βολική λύση που αποφεύγει τα δύσκολα ερωτήματα περί του αν νοείται ηθική καθαρότητα σε ένα φύσει συμβιβαστικό σύστημα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ
Κι ενώ άλλες ταινίες επεκτείνονται προς τα έξω, κάποιες κοιτούν βαθιά μέσα. Στο “Spencer” ο Πάμπλο Λαραϊν αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως πλάθει τα πιο ενδιαφέροντα βιογραφικά πορτρέτο του σημερινού σινεμά. Η ταινία εστιάζει στο τριήμερο των Χριστουγέννων πριν η Νταϊάνα χωρίσει με τον Κάρολο και ουσιαστικά φαντάζεται μια εκδοχή εκείνων των ημερών αντί συμβατικής βιογραφίας της πριγκίπισσας του λαού.
Ο Λαραϊν κοιτάζει την ηρωίδα του από τόσο κοντά, που οι υπόλοιπη βασιλική οικογένεια καταλήγει βασικά μια συλλογή από extras. Η Νταϊάνα κατά Κρίστεν Στιούαρτ και Λαραϊν είναι μια ζωντανή γυναίκα καταδικασμένη να ζει σαν φάντασμα, σαν κομμάτι μιας ιστορίας που έχει ήδη γραφτεί κι από την οποία προσπαθεί να αποδράσει. Η διευθύντρια φωτογραφίας Κλερ Ματόν (“Το Πορτρέτο Μιας Γυναίκας Που Φλέγεται”) δίνει στην ταινία μια θαμπή χροιά, σαν ξεχασμένο οικογενειακό άλμπουμ, ενώ ο Τζόνι Γκρίνγουντ συνθέτει ένα εφιαλτικό τζαζ ρέκβιεμ δίνοντας στην ταινία ρυθμό, σα να μοιάζει διαρκώς έτοιμη να ξεσπάσει και να ξεφύγει αλλά απολύτως τίποτα να μην επιτρέπεται υπό το άγρυπνο βλέμμα και το καταπιεστικό βλέμμα της παράδοσης.
Μια από τις πιο διάσημες βιογραφίες του σύγχρονου κόσμου, επαναδιατυπωμένη ως στιγμιότυπο, ως μια τζαζ γοτθική ιστορία φαντασμάτων που πασχίζουν να επιστρέψουν στον αληθινό κόσμο γιατί ακόμα δεν τον έχουν ζήσει με τους όρους τους, δεν έχουν πει την ιστορία τους.
Στο “Lost Daughter”, βασισμένο σε βιβλίο της Έλενα Φεράντε, η Μάγκι Τζίλενχαλ στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο στοχεύει σε μια επίσης σκληρή ματιά στο πορτρέτο μιας γυναίκας που προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της αφήγησής της και της ίδιας της ζωής της. Η Ολίβια Κόλμαν, συγγραφέας, πηγαίνει διακοπές στην Ελλάδα όπου γνωρίζει διάφορους τοπικούς χαρακτήρες μέσα από τις αλληλεπιδράσεις της με τους οποίους εξερευνά τον δικό της ψυχισμό. Η Κόλμαν παίρνει όλη την ταινία πάνω της και δεν γίνεται ποτέ προβλέψιμη ή επαναλαμβανόμενη, ενώ η Τζίλενχαλ στήνει το πορτρέτο της με σχεδόν μπεργκμανικής απόχρωσης πινελιές, και χωρίς να ενδιαφέρεται να πει μια ευθεία ή δραματουργικά καθαρή ιστορία.
Δεν έχει ωστόσο ακόμα απόλυτο έλεγχο στη φόρμα της και η ταινία σε πολλά σημεία της ξεφεύγει, με ατέρμονες επαναλήψεις και συμβολισμούς που καταπίνουν το στόρι. Περιέργως αυτό όμως ποτέ δεν εξολοθρεύει την ταινία, η οποία διατηρεί καθόλη της τη διάρκεια κάτι το άτακτο, το συγχυσμένο και το προσωπικό, παραμένοντας μέχρι τέλους ένα συναρπαστικό -αν και άνισο- ραγισμένο πορτρέτο.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΤΖΕΪΝ ΚΑΜΠΙΟΝ ΚΑΙ ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ
Δύο άλλες ταινίες επίσης εξαιρετικά εστιασμένες στους κεντρικούς τους ήρωες θα γίνουν σίγουρα αντικείμενο έντονων συζητήσεων κατά την κυκλοφορία τους στο Netflix τους επόμενους μήνες. Αμφότερες γυρισμένες από σημαντικούς δημιουργούς των οποίων το νέο βήμα πάντα περιμένουμε με ανυπομονησία.
Στο “Power of the Dog” της Τζέιν Κάμπιον ένας σαδιστής ιδιοκτήτης ράντσου στη Μοντάνα των ‘20s βάζει στο στόχαστρο την αθώα κοπέλα που παντρεύεται ο αδερφός του, μια προσωπική κόντρα που έχει ως αποτέλεσμα μια βουβή θύελλα τραγικών εξελίξεων σε αυτό τον μικρό, απομονωμένο κόσμο που χτίζει η Κάμπιον. Δεν είναι απόλυτα ομαλή η εξέλιξη της αφήγησης και δεν είναι όλες οι ερμηνείες εξίσου δυνατές (η Κίρστεν Ντανστ ως αθώο θύμα κι ο Κόντι Σμιτ-ΜακΦι ως νεαρός άντρας μπλεγμένος σε αυτό τον κύκλο τοξικότητας είναι εντυπωσιακοί), όμως η ταινία καταφέρνει να σε βυθίσει στον τρομερά σκληρό κόσμο της μέχρι του φοβερού της τέλους. Μια σπουδή πάνω στην καταπίεση που μοιάζει να μεταπηδά από άτομο σε άτομο σαν αρχαίο πνεύμα, μην αφήνοντας απολύτως τίποτα ανεπηρέαστο. Θα διχάσει, αλλά αξίζει τη συζήτηση που θα γίνει γύρω της.
Πολύ πιο εγκάρδια είναι τα πράγματα αντιθέτως στο “Hand of God” του Πάολο Σορεντίνο, μια αναπολογητικά προσωπική ιστορία για την ενηλικίωση του σκηνοθέτη στη Νάπολη των ‘80s και το πως μια ας-την-πούμε-συνάντηση με τον Μαραντόνα του έσωσε κατά κάποιο τρόπο τη ζωή, βοηθώντας τον να ξεπεράσει μια οικογενειακή τραγωδία. Ο Σορεντίνο είναι απείρως πιο προσγειωμένος από τις άλλες του δουλειές, επιλέγοντας μια αφήγηση που βασίζεται σε μικρο-επεισόδια παρά σε κάποιο εμφανές κρεσέντο, αναδημιουργώντας τον κόσμο των αναμνήσεών του κάπως άκριτα και με μια εφηβική αφέλεια. Είναι μια γλυκιά, συγκρατημένη ταινία, σαν ένα “Roma” του Σορεντίνο, μια καρτ-ποστάλ ενηλικίωσης από έναν ακόμα απόγονο του Φελίνι.
Το Φεστιβάλ συνεχίζεται με πολλές ακόμα μεγάλες πρεμιέρες τις επόμενες μέρες και ώρες- το “Dune” έχει ήδη κάνει πρεμιέρα αλλά δεν το είδαμε πριν γραφτεί το κείμενο, ενώ ακολουθούν τα “Last Night in Soho” του Έντγκαρ Ράιτ, “The Last Duel” του Ρίντλεϊ Σκοτ και πολλά ακόμα που πρόκειται να ανακαλύψουμε. Όμως η πρώτη γεύση αυτού του εναρκτήριου τριημέρου, καταφέρνει να επιβεβαιώσει την βασική προσδοκία της διοργάνωσης για την οποία μιλούσαμε στην αρχή του κειμένου Μια συλλογή ταινιών από κάποιους εκ των σημαντικότερων δημιουργικών φωνών του σημερινού σινεμά, δίχως ούτε μία κακή ταινία, και με αρκετές για τις οποίες θα μιλάμε καιρό. Το σινεμά, πράγματι, δεν έφυγε ποτέ.