ΤΟ ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΕΞΑΛΛΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Πώς μπλέκει η θεωρία για το Big Bang με το μιούζικαλ στη Στέγη και μια θεία από τον άλλο κόσμο μ' ένα χαριτωμένο κοριτσάκι δυόμιση ετών.
Είπαμε για την ιστορία, μας τα είπε ο Γιάννης Οικονομίδης, είδαμε το backstage, μιλήσαμε για τα βρισίδια και ήρθε η ώρα να κλείσει αυτός ο κύκλος για το Σπιρτόκουτο, the Musical. Για να συμβεί αυτό θα μιλήσουμε και για το θέμα: την ελληνική οικογένεια που σιγοψήνεται τα βράδια στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.
Η αγία ελληνική οικογένεια. Μια ιστορία αγάπης και τραύματος που έχει εμφανιστεί σε όλες τις τέχνες. Στην χώρα μας θα μπορούσε να πει κανείς πώς μαζί με τον εμφύλιο αποτελεί ένα από τα πιο συχνά θέματα στη λογοτεχνία, στο θέατρο και στο σινεμά.
Είναι και αγαπημένο θέμα συζήτησης. Ο πυρήνας της ελληνικής κοινωνίας. Ο θεσμός που μας κρατάει όρθιους ή ο θεσμός που μας κρατάει πίσω.
Η αγία ελληνική οικογένεια. Πάντα ταιριάζει αυτή η ατάκα κλισέ: έχουν ειπωθεί τόσα πολλά και τίποτα μαζί.
Το κινηματογραφικό Σπιρτόκουτο το είδα το 2002 ως γιος και το 2022 είδα το Μιούζικαλ ως πατέρας. Το 2002 ταυτίστηκα με την σκληρή και ειλικρινή ματιά πάνω στη μούχλα της ελληνικής οικογένειας, το 2022 αναγκαστικά θα πάρω τις αποστάσεις μου: βλέπετε είμαι ο πατέρας και όχι ένα αφελές παιδάκι.
Έτσι από τη θέση μου, αδυνατώ να ταυτιστώ με τον Γιάννη Αναστασάκη που υποδύεται με τον Δημήτρη, τον πάτερ φαμίλια, με τ’ όνειρο ζωής να έχει μια γυναίκα να του ψήνει τον καφέ με μπουρμπουλήθρες και ν’ ανοίξει ένα πιάνο μπαρ στον Κορυδαλλό. Όπως το 2002 ήταν κάπως συνηθισμένο να πιστεύουμε πως η ελληνική οικογένεια είναι ένα “Σπιρτόκουτο”, έτσι το 2022 δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι “ζουν ανάμεσά μας” κλείνοντας παβλοφικά τα μάτια απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάνουμε λάθος διότι ακόμα “έχουμε πόλεμο” όπως είναι μια χαρακτηριστική ατάκα στο Σπιρτόκουτο. Και έχουμε πόλεμο γιατί η ελληνική οικογένεια όπως την ξέραμε έχει σταματήσει εδώ και χρόνια ν’ αναπαράγεται με τους ίδιους ρυθμούς.
Ας πάμε σ’ ένα γρήγορο και εύκολο μάθημα αστροφυσικής. Ο ήλιος έχει ημερομηνία λήξης σε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια. Το τέλος του θα σημάνει και τη δημιουργία μιας μαύρης τρύπας όπου θα αρχίσει να ρουφάει ότι βρίσκεται δίπλα της. Το σύμπαν είναι ένα μέρος γεμάτο από τέτοια γεγονότα συντέλειας. Άστρα, ρουφιουνται από τον πυρήνα τους, εκτοξεύοντας φωτιά, πέτρες και πάγο παντού. Πόλεμος.
Στην παράσταση των Νιάρρου-Λιβιτσάνου-Οικονομίδη βλέπεις ακριβώς αυτό. Το παλιό μοντέλο της ελληνικής οικογένειας ν’ αποσυντίθεται, εκτοξεύοντας σκάγια και όποιον πάρει ο χάρος. Χαρακτήρες σε κατακόρυφη πτώση που θέλουν να μας ρουφήξουν όλους στη μαύρη τρύπα τους.
Στην οικογένεια μου μάλλον αυτές οι εκρηκτικές συνθήκες έχουν συμβεί. Η κόρη μου είναι δυόμισι ετών και από το δικό μου σόι έχει γνωρίσει μόνο τη μάνα μου. Κανέναν άλλο. Από μακριά και αγαπημένοι. Αν δεν υπήρχαν και τα κοινωνικά δίκτυα είναι σίγουρο ότι πολλοί θ’ αγνοούσαμε την ύπαρξη του άλλου παρά το γεγονός ότι έχουμε το ίδιο επίθετο.
Έτσι, είναι πολύ πιθανό οι συγγενείς που θα γνωρίσει στο υπόλοιπο της ζωής της να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών. Το παιδί δε θα δει την εικόνα ενός πρόσχαρου θείου να μπαίνει μ’ ένα μπλακ εν ντέκερ στο χέρι ώστε να βιδώσει το καινούριο έπιπλο, ούτε θα έχει τη θαλπωρή ενός μεγάλου χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Ή δε θα χτυπήσει το κουδούνι ο κούριερ με αυγά, μέλι και καρύδια από τα ξαδέρφια στο χωριό. Ούτε και εμείς θα έχουμε ένα πολυσχιδές “πάρκινγκ” για να την αφήνουμε ώστε να πάμε 20 μέρες στο Μαρόκο. Μια χαρά είναι όλα τα παραπάνω αλλά η οικογένεια στην Ελλάδα έχει στα σπλάχνα της το στοιχείο της συναλλαγής, συναισθημάτων και υλικών, που κάποια στιγμή φέρνουν την έκρηξη.
Θυμάμαι ένα Πάσχα, μια θεία του πατέρα μου σούβλισε το αρνί, το έβαλε σ’ ένα ταψί, πήρε ένα ταξί, κατέβηκε στην Αθήνα, έφτασε κάτω από το σπίτι μας, χτύπησε το κουδούνι και μας είπε στο θυροτηλέφωνο: “σας έφερα το αρνί γιατί δεν μπορούσα να το φάω μόνη μου” (μετάφραση: είστε καθάρματα). Το άφησε στην είσοδο, μπήκε στο αμάξι και επέστρεψε στο χωριό της. Μόνο μαφιόζοι στέλνουν τέτοια μηνύματα. Όλες οι βρισιές του Σπιρτόκουτου δεν φτάνουν για να περιγράψουν την οργή της.
Επιστροφή πάλι στην οικογένεια της κόρης μου. Οι γονείς όταν γεννήθηκαν ήταν γύρω από τα 40, κάτι που δείχνει πώς δύσκολα θα έχει αδέρφια. Επίσης είναι millennials με απανωτές κρίσεις πάνω στα παραγωγικά τους χρόνια, κάτι που κάνει σχεδόν ακατόρθωτο τη δημιουργία νέας περιουσίας. Οι millennials σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν χαμηλότερη ικανότητα από τις προηγούμενες γενιές ν’ αποκτήσουν το δικό τους σπίτι και γι’ αυτό το λόγο αποταμιεύουν δύσκολα και σπαταλάνε πολλά στο ν’ αγοράζουν εμπειρίες. Πέρα από αυτό είναι και η γενιά που έχει επισκεφθεί ψυχολόγο και ψυχίατρο περισσότερο από καμία άλλη. Μια απλή εκτίμηση είναι πως αυτό συνέβη γιατί οι γονείς τους επένδυσαν τόσο πολύ στο να τους παρέχουν υλικά αγαθά παρά συναισθηματική κάλυψη. Γονείς που είναι συνεχώς απόντες για να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στα παιδιά τους. “Ο πατέρας σου μόχθησε για να σπουδάσεις”- “Ναι αλλά δε με ρώτησε ποτέ πώς αισθάνομαι”. Αυτός ο σχηματικός διάλογος μεταφέρει κάπως την έλλειψη συναισθηματικής συναλλαγής.
Έτσι στα χαρακτηριστικά της mainstream σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, έχουμε γονείς διαφορετικού ή του ίδιου φύλου, μ’ ένα παιδί (κυρίως) που αυτή τη στιγμή η κυρίαρχη προσέγγιση ανατροφής λεει πώς όταν βλέπεις ακόμα και ένα βρέφος να κρατά ένα τσεκούρι και να επιτίθεται να διαλύσει τον αφυγραντήρα ενώ είναι αυτός σε λειτουργία πρέπει να το αντιμετωπίζεις με κατανόηση. “Καταλαβαίνω ότι νιώθεις οργή μέσα σου γιατί δε σου άρεσε η φρουτόκρεμα, αλλά αν δεν σου κάνει κόπο, θα ήθελα ν’ αντιληφθείς από μόνο σου, ότι δεν θα ήταν φρόνιμο να μας τινάξεις όλους στον αέρα.”
Φανταστείτε να γινόντουσαν έτσι και οι διάλογοι στο “Σπιρτόκουτο”. Αντί να έλεγε “φτιάξτο το μπουρδέλο” να προσπαθούσε να εξηγήσει τα αρνητικά της ζέστης στο σώμα και τον εκνευρισμό που μπορεί να προκαλεί. Ή, όταν η Μαρία έλεγε στον Δημήτρη ότι η κόρη τους δεν είναι δικό του παιδί, ο τελευταίος να ξεκινούσε τη φράση κάπως έτσι: “καταλαβαίνω, ότι το έκανες επειδή μπορεί να σε πείραξε κάτι εκείνη την περίοδο. Ακόμα και τώρα όμως μπορούμε να το συζητήσουμε και να βρούμε μια λύση.” Οκ, ούτε στη Σουηδία δεν συμβαίνουν αυτά.
Στο τέλος της παράστασης Μαρία (Αγορίτσα Οικονόμου) και Δημήτρης (Γιάννης Αναστασάκης) κάθονται και βλέπουν τηλεόραση σαν έναν κανονικό ζευγάρι, ενώ έχει γίνει της μουρλής, έχει πέσει δυναμίτης στο σπιτικό τους. Ο Δημήτρης γυρνάει και λέει στη Μαρία “αφού ήταν έτσι, γιατί δεν το διαλύαμε”. Εδώ, τοποθετώ και τη διαφορά του Σπιρτόκουτου του 2002 με του 2022. Η οικογένεια του μιούζικαλ είναι τόσο φοβισμένη από το γεγονός ότι αποτελεί το παλιό που προτιμούν να σκοτωθούν μεταξύ τους παρά να χωριστούν. Μέσα στις άρρωστες σχέσεις τους βρίσκουν ένα καταφύγιο για όλες τις φοβίες τους. Η πρόοδος τους απωθεί, όπως και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φεύγοντας από την παράσταση γελάμε μαζί τους σαν να ειναι το περιθώριο τη στιγμή που όπως φαίνεται σε όλες τις κοινωνικές εκφάνσεις είναι αυτοί που καθορίζουν την πολιτική ατζέντα.