100 ΩΡΕΣ ΣΤΗ ΝΑΠΟΛΗ: ΠΙΤΣΑ, ΦΑΣΑΡΙΑ ΚΑΙ ΝΤΙΕΓΟ ΑΡΜΑΝΤΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ

Η πρωτεύουσα του ιταλικού Νότου συνδυάζει τέχνη και φαγητό, ποδόσφαιρο και υπαίθριο βίο. Αλλά, κυρίως είναι το μέρος που ο Έλληνας θα αισθανθεί σαν στο σπίτι του.

Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, για να το βγάλουμε από τη μέση.

Η Νάπολη είναι το μέρος που γεννήθηκε και τελειοποιήθηκε σε βαθμό μονομανίας η πίτσα. Το μεγάλο λιμάνι της Μεσογείου, πύλη της Ανατολής προς τη Δύση και γέφυρα της Αφρικής προς την Ευρώπη. Εδώ δεσπόζουν τα τελευταία έργα της ζωής του Καραβάτζο αν θυμάστε το Young Pope, εδώ παίζει εντός έδρας η Καμόρρα αν κάθε τόσο επιστρέφετε στον Νονό, εδώ βρίσκονται οι «χαμένες πατρίδες» της Μάγκνα Γκρέτσια αν χαλαρώνετε με Βελόπουλο. 

Αλλά πρώτα, πριν και πάνω απ’ όλα η Νάπολη είναι μια πόλη για πάντα σφραγισμένη από το επταετές πέρασμα ενός μικροσκοπικού Αργεντίνου που έφτασε στην πρωτεύουσα της Καμπανίας το 1984, του Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα. Ακόμα και τώρα, 3.5 χρόνια μετά τον θάνατό του, η πόλη του ανήκει με έναν τρόπο λατρευτικό, φολκλορικό, σχεδόν μεταφυσικό. 

 

Για τους Ναπολιτάνους ο Μαραντόνα είναι υπερηφάνεια κι ανάμνηση, το δικό τους (αλλά όχι δικό του) καθαρό κούτελο και φουσκωμένο στήθος απέναντι στον αλαζόνα ιταλικό Βορρά. Είναι τουριστικό προϊόν: κονκάρδα, μαγνητάκι, μπιμπελό, αγαλματάκι. Είναι τέχνη: αφίσα, στένσιλ, γκραφίτι. Είναι μάρκετινγκ: φωτό στο μενού, ομοίωμα στη βιτρίνα, ιδέα και λύση εδώ και τέσσερις δεκαετίες για κάθε γραφίστα του ιταλικού Νότου που βρίσκεται σε αμηχανία. Είναι ακόμα και σήμερα βιομηχανία, μπίζνα που τζιράρει εύκολα μα πολύτιμα ευρώ. Είναι το Bar Nilo με το μίνι εικονοστάσι του (όπου κάθε φωτό που βγάζεις αντιστοιχεί σε έναν εσπρέσο που πρέπει να παραγγείλεις) και το Largo Maradona, η πλατεία στο τέλος της ανηφόρας στην Ισπανική Συνοικία – ο ινσταγκραμικός ναός που προσκυνούν πιστοί απ’ όλον τον πλανήτη κάτω από την τεράστια τοιχογραφία του Ντιεγκίτο. Είναι φόντο σε σέλφι, έμπνευση και δικαιολογία, περασμένο μεγαλείο. Είναι ασπιρίνη και κοκαϊνη, παντοδυναμία και παρακμή. Είναι δύο πρωταθλήματα κι ένα κύπελλο Ουέφα, ο Δαβίδ που νίκησε τους Γολιάθ κι όπως λέει ο μύθος δίχασε την πόλη στο Μουντιάλ του 1990 όταν έπαιξε με τη δική του πατρίδα Αργεντινή κόντρα στην Ιταλία και οι Ναπολιτάνοι δεν ήξεραν ποιον να υποστηρίξουν. Είναι φάντασμα αλλά κι ο πραγματικός -παρά τον Σαν Τζενάρο- πολιούχος της πόλης, είναι ο απελευθερωτής της. Είναι θρησκεία αλλά είναι και Θεός. 

Επίσης, είναι άλλο να τα λες, να τα γράφεις ή (την ελάχιστη δυνατή σχέση με την μπάλα να έχεις) να τα φαντάζεσαι όλα αυτά. Κι άλλο να τα βλέπεις, να τα ζεις έστω για λίγα 24ωρα, ανεβοκατεβαίνοντας τους λόφους και ταλαιπωρώντας τους αστραγάλους σου στα πλακόστρωτα σοκάκια του ιστορικού κέντρου. Στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ιταλίας (με κάτι λιγότερο από 1 εκατομμύριο πληθυσμό μαζί με τα περίχωρά της), στην οποία η μορφή του Μαραντόνα είναι παντού. Δεν μπορώ να φανταστώ ποια άλλη προσωπικότητα του 20ου αιώνα συνδέθηκε τόσο πολύ με ένα μέρος, ποιος άλλος υπήρξε τόσο καθοριστικός για την καθημερινότητα ανθρώπων που αισθάνονταν πολίτες β’ κατηγορίας μέχρι την έλευσή του. 

 

 

 

Και ίσως το αισθάνονται ακόμα. Η Νάπολη δεν έχει καμία σχέση με τον Βορρά, με την κομψότητα του Μιλανου ή τη φινέτσα της Φλωρεντίας. Δεν είναι σε καμία περίπτωση μια «πόλη-μουσείο» όπως η αιώνια Ρώμη. Όμως, σίγουρα είναι και λιγότερο βαρετή από όλες τους. Είναι μια πόλη βρώμικη, φωνακλάδικη, ολοζώντανη. Κάπως σαν να έβαλες στο μπλέντερ την Αθήνα (ή τον Πειραιά), τη Βαρκελώνη και το Κάιρο. 

Η Νάπολη, όχι αλώβητη στον υπερτουρισμό με τα lockboxes να μαρτυρούν κι εδώ την επέλαση του Airbnb, παραμένει προσιτή. Οι τιμές δεν έχουν ξεφύγει. Θα μείνεις στο κέντρο με 80-120 ευρώ την βραδιά, θα φας καλά και με λιγότερα από 25-30 ευρώ, ο καφές στο 1.20 (με τους μπαρίστι να ψαρώνουν τους τουρίστες, γλύφοντας το φλιτζάνι του εσπρέσο περιμετρικά με το κουταλάκι για μάξιμουμ απόλαυση). Και, φυσικά, μπορείς να σπριτζάρεις όλη μέρα, περπατώντας με Aperol ή Campari σε πλαστικό στο χέρι -ακόμα και με 2.5-3 ευρώ το μικρό ποτηράκι.

Στην πρώτη επαφή με τον κεντρικό δρόμο της Βία Τολέδο, ειδικά αν πρόκειται για ΣΚ, φλερτάρεις με το αγοραφοβικό σοκ. Εκατοντάδες Ναπολιτάνοι με «σφολιατέλε» στα χέρια έχουν βγει για βόλτα ή shopping στην Γκαλερία Ουμπέρτο πίσω από το επιβλητικό θέατρο του Σαν Κάρλο. Και γίνονται χιλιάδες αν προσθέσουμε τους τουρίστες που μία κοιτάζουν το Google maps στις οθόνες τους και μια τα σακίδια και τις τσέπες τους αν λείπει τίποτα. Είναι δύσκολο για τη Νάπολη να να αποβάλλει το στίγμα της «επικίνδυνης πόλης», τα σκοτεινά ημιφωτισμένα σοκάκια του ιστορικού κέντρου δε βοηθάνε, αλλά δεν προκύπτει ότι χρειάζεται να προσέχει κανείς ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τους υπόλοιπους προορισμούς που παριστάνουμε τους ανέμελους τουρίστες. 

Η τρέχουσα αφήγηση είναι ότι ακόμα και η μαφία προσαρμόστηκε στην τουριστική συνθήκη του 21ου αιώνα και δε θέλει να τρομάζει τους τουρίστες στοχεύοντας κυριολεκτικά το πορτοφόλι τους. Όπως, άλλωστε, ανέδειξε με τρόπο αφοπλιστικό και βαθιά διεισδυτικό ο Ρομπέρτο Σαβιάνο το 2006 στο Γόμορρα (από τις εκδ. Πατάκη στα ελληνικά), το συνδικάτο της Καμόρρα -το περίφημο «Σύστημα»- φροντίζει να ελέγχει τις νόμιμες δραστηριότητες στην περιοχή και διεξάγει πια το μεγαλύτερο μέρος από τις μπίζνες του εκτός Ιταλίας. Ξεκάθαρη απόδειξη ότι στις μέρες μας ακόμα και το οργανωμένο έγκλημα, παγκοσμιοποιήθηκε. Η Καμόρρα, φυσικά, ελέγχει το λιμάνι της Νάπολης, από το οποίο πραγματοποιήθηκε η απόβαση των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. «1.6 εκ. τόνοι προϊόντων καταγράφονται καθημερινά κι άλλο 1 εκατομμύριο περνά χωρίς να αφήσει ίχνη», έγραφε ο Σαβιάνο, ο οποίος περιέγραψε με τέτοια λεπτομέρεια τις διαδρομές του χρήματος, αλλά και το καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλε η Μαφία στην περιοχή, με αποτέλεσμα να είναι επικηρυγμένος εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, κυκλοφορώντας με μόνιμη αστυνομική φύλαξη, έχοντας ζήσει ακόμα και με ψεύτικη ταυτότητα για κάποιο διάστημα στις ΗΠΑ.

Τι να κάνετε στη Νάπολη; 

  • Να το ζήσετε ως «παλαιοχριστιανοί» κάνοντας το τουρ στις, μεγαλύτερες από εκείνες της Ρώμης, κατακόμβες του Σαν Τζενάρο στο βόρειο τμήμα της πόλης που οδηγεί στο μεσοαστικό Κάποντιμοντε.
  • Να φωτογραφίσετε τα γκραφίτι στη φτωχογειτονιά του Σανιτά. Κακά τα ψέματα, η μοντέρνα τουριστική αφήγηση της Νάπολης επενδύει στην φτώχεια ως φετίχ χαρίζοντας σε τρυφηλούς ταξιδιώτες την εμπειρία του πώς ζει η εργατική τάξη. Είναι στη διακριτική παρατηρητικότητα του καθενός, βέβαια, εκτός από τα ινσταγκραμικά μπουκάλια με τις κόκκινες Peroni που μένουν ξεχασμένα στα παγκάκια, να προσέξει και τα αυτοκόλλητα Fratelli d’Italia στους τοίχους. Στις μέρες μας, η ακροδεξιά συνομιλεί απευθείας και πιο αποτελεσματικά με τα κατώτερα στρώματα, εκεί βασίζεται το ιταλικό success story της Τζόρτζια Μελόνι.

  • Να επισκεφτείτε την εκκλησία-μουσείο Pio Ricorde Della Misericordia (€10) για τις Επτά Πράξεις του Ελέους του Καραβάτζο. Ο ιταλός ζωγράφος γεννήθηκε στο Μιλάνο δεν πέρασε πάνω από δύο χρόνια στη Νάπολη, όμως είναι ο καλλιτέχνης της. Απόλυτα αντισυμβατική περσόνα, προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα της εποχής, μην ήταν κι ο πρώτος πανκ της ιστορίας;
  • Να έχετε στα ακουστικά -υποχρεωτικά- Nu Genea.

 

  • Να κάνετε κουλέρ λοκάλ στις αγορές. Πιο true η ψαραγορά δίπλα στην Πόρτα Νολάνα, πιο hip η Pignasecca στο κέντρο. Κι αν είστε θύμα του Instagram όπως εγώ να πάρετε σάντουιτς από το Con Mollica o Senza. «Με ψύχα ή χωρίς» σημαίνει το όνομα, εσείς θα πείτε «χωρίς» και θα δείτε να την αφαιρούν από μια τεράστια φρατζόλα, την οποία θα γεμίσουν μετά με ό,τι τους πείτε (να τους πείτε στρατσιατέλα και κρέμα φυστικιού κι αλλαντικό ό,τι θέλετε – για να αποφύγετε ουρές τετραγώνου, καλύτερα πρωί καθημερινής).
  • Να ανεβείτε με τελεφερίκ στον λόφο του Βομερό με την ψαρωτική θέα της πόλης.
  • Να κατεβείτε τα σκαλιά προς την Κιάια, την κυριλέ γειτονιά της Νάπολης. Μετά την πλατεία Πλεσιμπίτο και το δημαρχείο, ξεδιπλώνεται μια άλλη πόλη. Τα σκουτεράκια δεν κάνουν σλάλομ ανάμεσα στους πεζούς, ξαφνικά οι βιτρίνες γεμίζουν με Gucci και Versace, το κομψό πλήθος έχει βγει για φαγητό και ποτά από «έμπειρους mixologists». Είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα από το χάος της άλλης πλευράς, η οποία όμως μετά από λίγο μάλλον θα σας λείψει.
  • Να περπατήσετε, παραλιακά, κατά μήκος του Λουνγκομάρε. Δίπλα σας ζευγάρια σε ρομαντική προμενάδα, αλάνια που πίνουν μπάφους ανάμεσα στα βράχια με φορητά κασετόφωνα όπως 80s και τουρίστες που σκοτώνουν τον χρόνο τους μέχρι την ώρα της κράτησής τους.
  • Να βγείτε για δίσκους στο Gommalacca Records που μπορείς να βρεις τα πάντα, αλλά κυρίως ξεχασμένα italo μέχρι και τις δισκογραφικές απόπειρες της Τσιτσιολίνα. Να συνεχίσετε στο δισκάδικο-μπαρ Vesuvius Soul για δεύτερο χέρι 12”, όπου όλο και κάποιος-α DJ θα παίζει και θα μάθετε και που είναι τα πάρτι του ΠΣΚ.
  • Να ξεκινήσετε την βραδιά σας από την πλατεία Μπελίνι, κλασικό σημείο αφετηρίας των ναπολιτάνικων εξόδων. Στο όρθιο έξω από το Caffe de l’ Epoca και στο καθιστό Spazio Nea που φιλοξενεί κι εκθέσεις.
  • Να γνωρίσετε τα ναπολιτάνικα ποτάδικα. Ex Salumeria και L’ Antiquario είναι για σένα.

 

  • Να αφιερώσετε μισή μέρα στην αρχαία πόλη της Πομπηίας. Pro tip I: ό,τι κι αν διαβάσετε στο ίντερνετ, απλά πηγαίνετε στον σταθμό της πλατείας Γκαριμπαλντι και πάρτε εισιτήριο μετ’ επιστροφής στα 6.60, σε 35-40 λεπτά θα είστε εκεί // Pro tip II: τις Κυριακές πολύ συχνά είναι δωρεάν η είσοδος στον αρχαιολογικό χώρο // Pro tip III: να έχετε φορέσει παπούτσι με γερή σόλα για περίπατο, να έχετε μαζί σας νερό και να ξεκινήσετε ψάχνοντας κατευθείαν το αμφιθέατρο που έδωσαν τη μυθική συναυλία οι Pink Floyd, 4-7 Οκτωβρίου του 1971.

 

 

Ωραία όλα αυτά, αλλά εσείς φτάσατε μέχρι εδώ για το φαγητό; Δίκαιο. Στη Νάπολη είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, τα γεύματα να περιοριστούν σε δύο ημερησίως – η μάχη με τη γλουτένη είναι τόσο εκ προοιμίου χαμένη που δεν αξίζει να τη δώσετε. Αν πιστεύετε ότι «η (καλή) πίτσα είναι παντού η ίδια», όπως εγώ, ίσως δε χρειάζεται να περιμένετε δύο ώρες για να φάτε στην πιτσαρία Da Michele που έφαγε η Τζούλια Ρόμπερτς στο Eat Pray Love. Στο κέντρο, εξίσου διάσημη και busy, είναι η πιτσαρία των Gino & Toto Sorbillo (λίγο πιο πέρα είναι και του Antonio Sorbillo, αλλά αυτός -λένε- είναι ο επιτήδειος ξάδελφος που πήγε να κάνει πειρατεία στο brand – τι να σας πω, δε θέλω να μπλέξω και με τα ναπολιτάνικα οικογενειακά…). Αυτός ο οδηγός του Guardian είναι από μύστες για μύστες και το επιτόπιο ρεπορτάζ τον δικαιώνει με την εξαιρετική εναλλακτική D’ Attilio όπως και την De’ Figliole που φτιάχνουν pizza fritta (ναι, τηγανητή πίτσα που θα σας δημιουργήσει τύψεις ίσες με 3 ώρες crossfit). Σημειώστε και τρεις τρατορίες: Da Tonino (καταπληκτικό φαγητό στην καρδιά της Κιάια, γιατί άνθρωποι είστε κάπου θελετε να δοκιμάσετε και τα «σπαγγέτι α λε βόνγκολε» σας) //  Tandem (αλυσίδα που σερβίρει το περίφημο ραγού τους: γρήγορο, γευστικότατο και βαρύτατο – δείτε την παραπάνω φωτό) // Spiedo d’ Oro (φοβερό λαϊκό μαγειρείο στο κέντρο, σε off στενάκι με περίεργα ωράρια και πολύ νόστιμο απλό φαγητό που primo-secondo μπορεί να σας κοστίσει και λιγότερο από 15 ευρώ). 

 

Τέλος, αν βρεθείτε στη Νάπολη, ας πάτε στο γήπεδο. Όχι μόνο γιατί πηγαίνοντας στο στάδιο Ντιέγο Μαραντόνα (πρώην Σαν Πάολο) είναι σαν να πηγαίνεις στο μέρος που ο Ιησούς πολλαπλασίασε άρτους και ιχθείς. Όχι μόνο για το νέο είδωλο που είναι ο γεωργιανός Κβίτσα Κβαρατσχέλια, ο «Κβαραντόνα» που έφερε πέρυσι το πρωτάθλημα μετά από 34 χρόνια, αν και φέτος οι Ναπολιτάνοι ως τυπικοί Νότιοι δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την επιτυχία και είναι κάπου 8οι-9οι έχοντας αλλάξει τέσσερις προπονητές. 

Αλλά και γιατί είναι μια μοναδική ευκαιρία να δει κανείς 360° ναπολιτάνικη διασκέδαση. Έξω από γήπεδο πουλάνε κασκόλ που μας πληροφορούν ότι «η Γιούβε είναι σκατά», μοιράζουν μικρά μπουκαλάκια με κάτι που μυρίζει σαν πολύ φθηνή γκράπα για να μπουν οι τιφόζι φτιαγμένοι στην εξέδρα και φέιγ βολαν τύπου «λευτεριά στους οπαδούς». Μέσα στο γήπεδο, το pregame show βγαίνει από μια εξέδρα δίπλα στο τερέν όπου η, γνωστή μας στην Αθήνα, dj Ντέμπορα Ντε Λούκα παίζει ναπολιτάνικο τέκνο ενώ κάποιοι -απόλυτα άγνωστοι σε μένα-  ποπ σταρ τραγουδάνε playback κάτι ναπολιτανικά λαϊκοπόπ που στα ρεφρέν τους ο κόσμος στα πέταλα ανταποκρίνεται μέσα από την καρδιά του.

ΟΚ, το ντέρμπι Νάπολι-Γιουβέντους δεν είχε καθόλου βαθμολογικό ενδιαφέρον, αλλά εγώ που μέσα μου διψούσα και για λίγο ταξικό πορνό Βορρά – Νότου έμεινα κάπως απογοητευμένος. Στην έξοδο, η νίκη γιορτάζεται με γραφικά κηδειόχαρτα της Γιούβε, η βροχή δυναμώνει επικίνδυνα και φυσικά συνωστιζόμαστε στο τρένο της επιστροφής γιατί «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα» είμαστε, κανείς δεν έχει όρεξη να περιμένει Κυριακή βράδυ το επόμενο…

 

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα