Η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ “ΔΟΥΛΕΥΕΙ” Η ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΑΣ;
Παγκοσμίως καταγράφεται τεράστια αύξηση στους ανθρώπους που κατέφυγαν στη ψυχοθεραπεία από την πανδημία και μετά. Που δεν είναι επιστήμη, άρα δεν υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν πως “λειτουργεί”.
Τα supercomputers (τους λες και υπερυπολογιστές) είναι οι πιο ισχυροί υπολογιστές που υπάρχουν αυτήν την στιγμή στον πλανήτη, με τη δυνατότητα επεξεργασίας τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων. Μπορούν και να κάνουν και έναν μεγάλο όγκο υπολογισμών πολύ γρήγορα.
Δηλαδή, για πειράματα που ερευνητές θα χρειάζονταν 20 χρόνια, αυτά τα μηχανήματα δίνουν αποτελέσματα μέσα σε λίγες μέρες (ή ώρες). Για αυτό και χρησιμοποιούνται σε κάθε κλάδο επιστήμης, με την παραδοσιακή έννοια του όρου.
Βάζω στοίχημα τουλάχιστον το νεφρό μου, πως ακόμα και το πιο τέλειο supercomputer αδυνατεί έστω να προτείνει θεραπείες για θέματα ψυχικής υγείας, με τον τρόπο που προτείνει όλες τις άλλες: σε βάση γενικού πληθυσμού.
Βλέπεις, υπάρχουν κάποιες κοινές συνιστώσες ως προς τη ρίζα των πιο συχνών ψυχικών ασθενειών (πχ αδιαχείριστες προσλαμβάνουσες από τα παιδικά μας χρόνια), αλλά κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός -ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία ή ό,τι άλλο χρησιμοποιούν συστήματα για να μας κατατάξουν σε κατηγορίες που τα βολεύουν.
Όπως έχει αποδειχθεί μέσω μελετών (το ‘άγιο δισκοπότηρο’ των απανταχού επιστημόνων), ακόμα και αυτοί που μεγαλώνουν στο ίδιο περιβάλλον, μπορεί να απέχουν παρασάγγας.
Άρα;
Όταν δεν βλέπουμε καλά, πάμε σε οφθαλμίατρο. Όταν πονάει η καρδιά μας, πάμε σε καρδιολόγο. Όταν υποφέρει η ψυχή μας (και άρα η ζωή μας), γιατί είναι αδυναμία να πάμε σε ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή;
Τι είναι ψυχοθεραπεία και τι ψυχανάλυση
Η ψυχοθεραπεία είναι ένας ευρύς όρος που αναφέρεται σε σειρά από θεραπευτικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ψυχολογικών και συναισθηματικών δυσκολιών, τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και την προώθηση της ευεξίας.
Οι πιο κοινές μορφές είναι
α) η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (εστιάζει στη σύνδεση μεταξύ σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών, με στόχο τον εντοπισμό και την τροποποίηση αρνητικών προτύπων σκέψης και συμπεριφοράς που συμβάλλουν στην ψυχολογική δυσφορία),
β) η ψυχοδυναμική θεραπεία (δίνει έμφαση στη διερεύνηση των ασυνείδητων διαδικασιών και των ανεπίλυτων συγκρούσεων που μπορεί να αποτελούν τη βάση των παρόντων δυσκολιών. Συχνά περιλαμβάνει την εξέταση των πρώιμων εμπειριών της ζωής και τον αντίκτυπό τους στα τρέχοντα συναισθήματα και σχέσεις),
γ) η ανθρωπιστική θεραπεία (τονίζει την εγγενή αξία και τις δυνατότητες των ατόμων και επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός υποστηρικτικού και μη επικριτικού θεραπευτικού περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της προσωπικής ανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης) και
δ) η οικογενειακή θεραπεία (περιλαμβάνει εργασία με οικογένειες και ζευγάρια για την αντιμετώπιση προβλημάτων σχέσεων και τη βελτίωση της επικοινωνίας, με την κατανόηση ότι οι ατομικές δυσκολίες συχνά επηρεάζονται από τη δυναμική της οικογένειας).
Η ψυχανάλυση είναι συγκεκριμένη μορφή ψυχοδυναμικής θεραπείας που αναπτύχθηκε από τον Sigmund Freud. Εξερευνά το ασυνείδητο μυαλό, τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και την επιρροή των πρώιμων σχέσεων στις τρέχουσες συμπεριφορές και συναισθήματα.
Συνήθως αφορά συχνές συνεδρίες για εκτεταμένη περίοδο, με έμφαση στην ελεύθερη συσχέτιση, την ανάλυση των ονείρων και την ερμηνεία ασυνείδητου υλικού.
Ιστορικά, η ψυχανάλυση έπαιζε κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της ψυχοθεραπείας.
Στη σύγχρονη εκδοχή της έχει επεκταθεί πέρα από τη φροϋδική ψυχανάλυση για να ενσωματώσει ένα ευρύτερο φάσμα προσεγγίσεων και έχει ενσωματώσει πρακτικές που βασίζονται σε στοιχεία, επιστημονική έρευνα και κλινική τεχνογνωσία, ώστε να παρέχει αποτελεσματικές θεραπείες σε ποικιλία θεμάτων ψυχικής υγείας.
Πώς έγινε στίγμα το ‘χρειάζομαι βοήθεια’
Η διαφορετικότητα μας είναι ένας από τους λόγους που η ψυχοθεραπεία υπάρχει μεν, ως έννοια στον πλανήτη στα τέλη του 19ου αιώνα (τότε περιέγραφε την πρακτική της θεραπείας ψυχικών και συναισθηματικών διαταραχών μέσω ψυχολογικών μεθόδων), αλλά δεν έχει αναγνωριστεί ως επιστήμη μέχρι σήμερα.
Στο μεσοδιάστημα εξελίχθηκε με την ενσωμάτωση εμπειρικών ερευνών, πρακτικών που βασίζονται σε στοιχεία και ένα ευρύτερο φάσμα θεραπευτικών μεθόδων -δηλαδή το mantra των παραδοσιακών επιστημόνων.
Παρ’ όλα αυτά, το 2023 που μας βρίσκει να έχουμε διαχειριστεί διαδοχικές και διαφορετικές κρίσεις, οι οποίες έχουν αφήσει κατάλοιπα σε όλους, ακόμα παλεύουμε να ξεφορτωθούμε το στίγμα.
Για κάποιο όχι και τόσο διεστραμμένο λόγο, υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται πεισματικά να καταλάβουν πως όταν κάποιος λέει ‘θέλω/χρειάζομαι βοήθεια’ δείχνει δύναμη. Όχι αδυναμία. Κατ’ αρχάς, δείχνει πως παραμένεις άνθρωπος.
Αν εξακολουθείς να ‘κάθεσαι’ στο στιγματισμό της ψυχοθεραπείας, αυτό -βάσει πάντα σχετικών μελετών, αφού μάλλον θα λατρεύεις τα data- σημαίνει πως
1) έχεις κενά ως προς τις καταστάσεις ψυχικής υγείας που δεν έχεις ενδιαφερθεί να καλύψεις -μολονότι υπάρχουν παντού γύρω σου. Έτσι θα καταλάβεις και την παραπληροφόρηση που υπάρχει (και διαιωνίζει τα στερεότυπα), στοιχείο που οδηγεί σε παρανοήσεις,
2) εξακολουθείς να κινείσαι στους ρυθμούς που ορίζουν κοινωνικές στάσεις και πολιτιστικών πεποιθήσεις, οι οποίες θέλουν τις ψυχικές ασθένειες να είναι σημάδι αδυναμίας, προσωπικής αποτυχίας ή ‘κατάκτησης’ σου από υπερφυσική δύναμη,
3) πιστεύεις πως η υγεία σου είναι λιγότερο σημαντική από το τι μπορεί να πει ο όποιος άσχετος ή σχετικός ‘έμπαινε’ για δεκαετίες στην κατηγορία ‘ο κόσμος’ ή
4) ζεις ακόμα στις εποχές που οι έχοντες θέματα ψυχικής υγείας χαρακτηρίζονταν ως μάγοι και καίγονταν στην πυρά και μεταγενέστερα τους κλείδωναν σε ιδρύματα.
Πώς νιώθεις για τον εαυτό σου;
Γιατί η επιστήμη αρνείται τη θεραπεία της ψυχής
Όπως διάβασες ήδη, την εποχή αυτή η ψυχοθεραπεία ενσωματώνει επιστημονικές αρχές και έχει ισχυρά εμπειρικά θεμέλια (πολλές προσεγγίσεις υποβάλλονται σε αυστηρή εμπειρική έρευνα και υποστηρίζονται από στοιχεία που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητά τους). Ωστόσο, δεν είναι αποδεκτή ως ‘αυθεντική επιστήμη’ -όπως η φυσική ή η χημεία.
Κι αυτό προφανώς αποτελεί τεράστιο εμπόδιο ως προς την εξαφάνιση του στίγματος.
Ο λόγος έχει να κάνει -κυρίως- με το πολύπλοκο της ανθρώπινης φύσης.
Αυτό, στο μυαλό μου μεταφράζεται πως όταν δεν δεχόμαστε τη ψυχοθεραπεία ως μέθοδο φροντίδας και θεραπείας ψυχικών ασθενειών, δεν δεχόμαστε την ανθρώπινη φύση. Στηρίζουμε και διαιωνίζουμε τα -δεδομένα επιζήμια- ‘κουτάκια’ που προσδιόριζαν κοινωνίες για αιώνες.
Αλλά αυτή είναι μόνο η άποψη μου.
Σε ό,τι αφορά τους εμπεριστατωμένους λόγους που η ψυχοθεραπεία/ψυχανάλυση δεν αναγνωρίζεται από εκπροσώπους των παραδοσιακών επιστημών, μεταξύ άλλων αφορούν
α) την εμπειρική παρατήρηση και συλλογή δεδομένων (μέσω συλλογής και ανάλυσης στοιχείων που βασίζονται σε παρατηρήσιμα και μετρήσιμα φαινόμενα),
β) τις υποθέσεις που δοκιμάζονται μέσω πειραματισμού και παρατήρησης (πρέπει να είναι συγκεκριμένες, να διαψεύδονται ή να επιβεβαιώνονται με βάση τα εμπειρικά στοιχεία),
γ) την αναπαραγωγιμότητα (οι ερευνητές πρέπει να μπορούν να διεξάγουν το ίδιο πείραμα ή να παρατηρούν το ίδιο φαινόμενο και να έχουν παρόμοια αποτελέσματα, κάτι που αυξάνει την αξιοπιστία),
δ) την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία (στόχος της επιστήμης είναι η ελαχιστοποίηση της προκατάληψης και της υποκειμενικότητας στις μεθόδους και τις αναλύσεις).
Οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, οι οποίες θεωρούνται το “χρυσό πρότυπο” στην κλινική έρευνα, δεν μπορούν να εφαρμοστούν εύκολα στη ψυχοθεραπεία, λόγω ηθικών κριτηρίων και της εξατομικευμένης της φύσης.
Αν μου απαντήσεις πώς μπορούν να γίνουν όλα αυτά, ενώ στο επίκεντρο είναι η ψυχή κάθε ανθρώπου -χωρίς να έχουμε μάθει να την ακούμε σε μια κοινωνία που ιστορικά αδιαφορεί για τα συναισθήματα-, θα σου δώσω δώρο.
Πόσες φορές σε ρωτούν τι έχεις και απαντάς ‘νεύρα’, ενώ είσαι θλιμμένος/θλιμμένη ή στενοχωρημένος/στενοχωρημένη ή προδομένος/προδομένη;
Πόσες φορές ως μικρός άκουσες πως ‘τα αγόρια δεν κλαίνε;’ γιατί ‘οι άνδρες πρέπει να είναι δυνατοί και να μη δείχνουν πώς νιώθουν’ και ως μικρή θυμάσαι να σου έπαιρναν μόνο κούκλες ή οικιακές συσκευές σε παιδική συσκευασία, για να… εκπαιδεύεσαι σιγά σιγά, όπως σου τόνιζαν πως πρέπει πάντα να προσέχεις την εμφάνιση σου;
Αυτό είναι ένα πρόχειρο (μικρό) παράδειγμα όσων φορτώνουν στη ψυχή μας, άνθρωποι που δεν έχουν καν λόγο στη ζωή μας. Αλλά παρ’ όλα αυτά, κρίνουν. Κι εμείς μαθαίνουμε από μικροί να ακούμε.
Ώσπου, προτάσσουμε τη ψυχική μας υγεία και μαθαίνουμε να αγαπάμε και να φροντίζουμε κατ’ αρχάς τον εαυτό μας -ώστε να μπορέσουμε να αγαπήσουμε και να φροντίζουμε κι άλλους.
Όλα αυτά είναι θέματα που χειρίζεται η ψυχοθεραπεία, η οποία βασίζεται
- στην υποκειμενικότητα (σε αντίθεση με ορισμένες φυσικές επιστήμες που ασχολούνται με παρατηρήσιμα και μετρήσιμα φαινόμενα, η ψυχοθεραπεία συχνά ασχολείται με σύνθετες και υποκειμενικές εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα. Αυτή η υποκειμενικότητα μπορεί να καταστήσει δύσκολη την εφαρμογή των ίδιων αυστηρών προτύπων επιστημονικής αντικειμενικότητας που υπάρχουν σε άλλα πεδία),
- στην ανθρώπινη πολυπλοκότητα (τα ανθρώπινα όντα είναι περίπλοκα και πολύπλευρα και τα ζητήματα ψυχικής υγείας συχνά περιλαμβάνουν έναν συνδυασμό βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων. Αυτή η πολυπλοκότητα μπορεί να καταστήσει δύσκολη τη δημιουργία απλών σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος και την πρόβλεψη των αποτελεσμάτων με απόλυτη βεβαιότητα, κάτι που μπορεί να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα πιο παραδοσιακών επιστημονικών κλάδων),
- την έλλειψη μιας τεχνικής (το πεδίο της ψυχοθεραπείας περιλαμβάνει πολυάριθμους θεωρητικούς προσανατολισμούς και θεραπευτικές τεχνικές -γνωσιακή-συμπεριφορική, ψυχοδυναμική κ.α.-, καθεμία με τις δικές της υποκείμενες υποθέσεις και μεθοδολογίες. Αυτή η ποικιλομορφία μπορεί να οδηγήσει στην αντίληψη κατακερματισμού εντός του πεδίου, γεγονός που μπορεί να υπονομεύσει την αντίληψη της ψυχοθεραπείας ως ενιαίου επιστημονικού κλάδου) και
- το ιστορικό πλαίσιο (η ψυχοθεραπεία έχει ρίζες σε διάφορες φιλοσοφικές και θεωρητικές παραδόσεις και η ιστορική της εξέλιξη περιελάμβανε προσωπικότητες με επιρροή, που δεν βασίζονταν πάντα στην εμπειρική έρευνα. Αυτή η ιστορική συσχέτιση με υποκειμενικές θεωρίες και πρακτικές μπορεί να συμβάλει στην αντίληψη ότι η ψυχοθεραπεία είναι λιγότερο επιστημονική).
Στην παρούσα φάση βρίσκεται σε εξέλιξη προσπάθεια ερευνητών να αποκτήσουν στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να αναγνωρίσουν και να προσδιορίσουν το είδος της θεραπείας στο οποίο είναι πιο πιθανό να ανταποκρίνεται κάθε θεραπευόμενος. Οι επιστήμονες έχουν ενημερώσει πως θα χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία, πριν προκύψει εξέλιξη.
Δεν είναι όλοι οι θεραπευτές για όλους
Αν τυχόν χρειάζεσαι έναν ενδοκρινολόγο, ρωτάς τον περίγυρο σου και βρίσκεις κάποιον που θεωρείται καλός. Δεν ανοίγεις έναν κατάλογο και κλείνεις ραντεβού με το πρώτο όνομα της λίστας.
Αντιστοίχως, αν θες έναν καλό ψυχολόγο/ψυχοθεραπευτή κάνεις τις ερωτήσεις σου, γιατί όπως σε όλους τους κλάδους, έτσι και σε αυτόν υπάρχουν καλοί και κακοί. Δηλαδή, μη επαγγελματίες. Για παράδειγμα, ψυχολόγοι που συνάπτουν σχέσεις με θεραπευόμενους.
Όπου ‘κακός’ δεν είναι αυτός που μπορεί να χρησιμοποίησε τεχνική που δεν άρεσε σε έναν γνωστό σου -αφού ενδέχεται να ‘λειτουργεί’ για εσένα.
Είπαμε: δεν λειτουργούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Ιδανικά, η διαδρομή της αναζήτησης της σωτηρίας της ψυχής αρχίζει από μια επίσκεψη σε ψυχίατρο, καθώς μπορεί να έχεις κρίση -για παράδειγμα, κατάθλιψης. Δεδομένα, ένα χάπι που θα συνταγογραφήσει ο επαγγελματίας υγείας θα σε βοηθήσει να βγεις από το αδιέξοδο στο οποίο νιώθεις πως είσαι.
Κανένα χάπι του κόσμου δεν θα διορθώσει κάτι που σε πονά και προσδιορίζει τη ζωή σου. Για αυτό χρειάζεται προσωπική δουλειά. Δηλαδή, να ανοίξεις τη ψυχή σου και να ‘δουλέψεις’ τα άλυτα θέματα σου. Μόνο έτσι θα τα αφήσεις οριστικά πίσω.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο σωστός επαγγελματίας θεραπευτής επίσης θα σε παραπέμψει σε ψυχίατρο αν αυτό κρίνει πως χρειάζεσαι σε πρώτη φάση)
Όσα περισσότερα ‘επενδύσεις’ στις συνεδρίες, τόσο πιο αποτελεσματικές θα είναι.
Εννοώ αν πας στο ραντεβού και δεν θες να βοηθηθείς (αποφεύγεις κάθε αναφορά σε ό,τι μπορεί να σε πονάει), προφανώς και δεν έχει νόημα.
Ο σωστός επαγγελματίας θα βασιστεί στις δυνατότητες του (μελέτες δείχνουν πως δεν είναι θέμα εμπειρίας ή χρόνων εκπαίδευσης), για να βρει τρόπο να σε ‘ξεκλειδώσει’. Να εντοπίσει τον τρόπο στον οποίο πιθανότατα θα ανταποκριθείς (θυμίζω ότι δεν υπάρχουν data που να υποδεικνύουν την καλύτερη δυνατή προσέγγιση για τον καθένα -γιατί έχουμε να κάνουμε με ξεχωριστές ψυχές).
Σε κάθε περίπτωση η πρόοδος σου εξαρτάται κατ’ αρχάς από εσένα.
Στη διαδικασία υπάρχει και ένα σημείο κλειδί: όταν εμφανίζονται μπροστά σου όλες οι αλήθειες που κρατούσες καλά κρυμμένες για χρόνια. Όταν δηλαδή, έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου. Συνηθέστερα, νιώθουμε πως θέλουμε να τραπούμε σε φυγή.
Αν μείνουμε, κερδίζουμε τη ζωή μας. Τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα.
Ποιο θα έπρεπε να είναι το κατ’ αρχάς ζητούμενο σου
Στο μεγάλο αφιέρωμα των New York Times αναφέρεται πως η πιο σημαντική διαφορά στα αποτελέσματα των ασθενών, έγκειται σχεδόν πάντα στις δεξιότητες του θεραπευτή και όχι στις τεχνικές στις οποίες βασίζονται.
Εκατοντάδες μελέτες έχουν δείξει ότι η δύναμη του δεσμού ασθενή-θεραπευτή (η αίσθηση ασφάλειας του ασθενούς και η ευθυγράμμιση με τον θεραπευτή για το πώς να επιτύχει καθορισμένους στόχους) είναι ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για το πόσο πιθανό είναι ο ασθενής να βιώσει αποτελέσματα από τη θεραπεία.
Ως προς αυτό δεν παίζει ρόλο η εμπειρία, αλλά η η ενσυναίσθηση και η ικανότητα δημιουργίας συμμαχίας. Δηλαδή, πράγματα που δεν διδάσκονται εύκολα.
Ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ψυχοθεραπείας & Διαπροσωπικής Διαδικασίας στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, Timothy Anderson μελέτησε ομάδες θεραπευτών που έχουν αξιολογηθεί από ασθενείς ως “εξαιρετικά αποτελεσματικοί”.
Τους υπέβαλε σε άσκηση που κατέγραψε, στην οποία τους ζητήθηκε να απαντήσουν σε βίντεο κλιπ με ηθοποιούς να ερμηνεύουν δύσκολες καταστάσεις, οι οποίες συνήθως προκύπτουν στη θεραπεία.
Για παράδειγμα, ο ασθενής ακουγόταν να λέει “αυτό δεν λειτουργεί” ή “δεν μπορείτε να με βοηθήσετε”.
Διαπίστωσε ότι οι θεραπευτές με την υψηλότερη βαθμολογία έτειναν, εκείνες τις στιγμές, να αποφεύγουν να ανταποκρίνονται με εχθρότητα ή άμυνα. Αντ’ αυτού απαντούσαν με γλώσσα και τόνο που ενθάρρυναν τον θετικό δεσμό.
Οι απαντήσεις τους ήταν του τύπου “είμαστε μαζί σε αυτό”.
Μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων που επέδειξαν αυτοί οι θεραπευτές ήταν η λεκτική ευχέρεια (η ικανότητα να μιλούν καθαρά, με τρόπους που ο ασθενής μπορούσε να καταλάβει γρήγορα) και η ικανότητα να πείθουν τον ασθενή να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα.
Φάνηκε να βοηθά και μια ‘δόση’ ταπεινοφροσύνης.
Στην ερώτηση αν οι ασθενείς θα έπρεπε να αναζητούν θεραπευτές με τους οποίους νιώθουν προσωπική σύνδεση, τη σωστή ‘χημεία’ ή είναι κάτι πιο απόλυτο, ο Anderson απάντησε πως μπορεί να ισχύουν και τα δύο. Ανάλογα με τον άνθρωπο.
“Αυτό που κάνει τις έρευνες τόσο ενδιαφέρουσες είναι πως δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις. Σωστά;” κατέληξε ο ειδικός.