ΜΗΠΩΣ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙΣ;
Κάνεις τη ζωή που θέλεις ή τρέχεις συνεχώς να προλάβεις; Το Slow Living δεν είναι ένας τρόπος να εγκαταλείψεις τη ζωή σου. Είναι ένας τρόπος να την κάνεις πιο ουσιαστική.
Σε έναν κόσμο που δεν κάνει παύση, που κάθε λεπτό γεμίζει με υποχρεώσεις, προθεσμίες και ατελείωτες ειδοποιήσεις, ίσως ήρθε η ώρα να αναρωτηθείς: Γιατί τρέχεις τόσο; Μήπως πρέπει να σταματήσεις να βιάζεσαι, να πιέζεσαι και να αγχώνεσαι για τα πάντα;
Κι εδώ έρχεται το slow living, μια τάση, ένα κίνημα που ανθεί και γίνεται ολοένα πιο επίκαιρο σε κοινωνίες που μοιάζουν να τρέχουν με ταχύτητα φωτός.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ SLOW LIVING;
Το slow living δεν σημαίνει απλώς να κάνεις τα πράγματα με ρυθμό χελώνας. Είναι μια φιλοσοφία ζωής που σε καλεί να επιλέξεις προσεκτικά πού επενδύεις το χρόνο και την ενέργειά σου. Είναι η συνειδητή απόφαση να ζεις με επίγνωση, να επιβραδύνεις τον ρυθμό σου και να επανασυνδεθείς με αυτό που έχει ουσιαστική σημασία –είτε πρόκειται για τη δουλειά, τις σχέσεις, τον ελεύθερο χρόνο ή την προσωπική σου φροντίδα.
Σε αντίθεση με την κουλτούρα της υπερπαραγωγικότητας, που μετρά την αξία σου με βάση πόσο απασχολημένος είσαι, το slow living σού ζητά να κάνεις λιγότερα, αλλά καλύτερα. Να ζεις με βασικό άξονα το καλό της ευημερίας και της ψυχικής σου υγείας, αντί απλά να… επιβιώνεις σε μια ατέρμονη ρουτίνα.
Η φροντίδα του εαυτού, η σωματική άσκηση, η κοινωνική υποστήριξη και η σωστή διαχείριση του άγχους παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πώς νιώθουμε. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ένας από τους πιο ισχυρούς τρόπους για να βελτιώσουμε την ψυχική μας υγεία είναι η επαφή με τη φύση.
Ιστορική εξέλιξη του Slow Living
Η φιλοσοφία του slow living έχει τις ρίζες της στο κίνημα Slow Food που γεννήθηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1980 από τον Carlo Petrini. Το Slow Food κίνημα προέβαλλε την ιδέα της εκτίμησης της παραδοσιακής, τοπικής κουζίνας και της αντίστασης στην ταχεία, βιομηχανοποιημένη παραγωγή τροφίμων. Σταδιακά, το κίνημα εξαπλώθηκε και επεκτάθηκε σε άλλες πτυχές της ζωής, από τη μόδα και την εργασία μέχρι τις καθημερινές συνήθειες και τις σχέσεις.
Ψυχικό και σωματικό κόστος της Γρήγορης Ζωής
Η σημερινή κοινωνία, ιδιαίτερα σε αναπτυγμένες χώρες, είναι γεμάτη με ταχύτητα και παραγωγικότητα. Έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι εργάζονται περισσότερες ώρες από ποτέ, χρησιμοποιώντας smartphones και άλλες τεχνολογίες για να παραμείνουν συνδεδεμένοι σε κάθε στιγμή της ημέρας. Στο πλαίσιο αυτό, το άγχος, η εξάντληση και η υπερκόπωση γίνονται συχνά αναπόφευκτα.
Πρόσφατη μελέτη του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συλλόγου (APA) αναφέρει ότι περίπου 7 στους 10 ενήλικες στις ΗΠΑ βιώνουν συμπτώματα άγχους που σχετίζονται με την εργασία και την προσωπική ζωή, και οι υπερβολικές ώρες εργασίας είναι ένας από τους κύριους παράγοντες.
Το συνεχές άγχος και η πίεση για επίτευξη στόχων επηρεάζουν την ψυχική και σωματική υγεία. Ειδικότερα, το χρόνιο άγχος μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις και κατάθλιψη.
Η φιλοσοφία του slow living προτείνει μια πιο συνειδητή προσέγγιση της καθημερινότητας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει πρακτικές, όπως η προσοχή στη διατροφή, η αποφυγή της πολυάσχολης ζωής, και η εστίαση στην ποιότητα των σχέσεων και της δουλειάς. Αντί να αναλώνεται κάποιος στην αναζήτηση της ταχύτητας και της παραγωγικότητας, το slow living τονίζει την αξία της «παρουσίας» και της συνειδητότητας.
Οφέλη του Slow Living
Βελτίωση της ψυχικής υγείας: Όταν κάποιος ακολουθεί έναν πιο αργό τρόπο ζωής, είναι λιγότερο πιθανό να νιώθει υπερφορτωμένος ή αγχωμένος. Η συνειδητότητα (mindfulness) και η εξάσκηση του να είναι κάποιος «παρών» στο παρόν μπορεί να μειώσει τα επίπεδα άγχους και να βελτιώσει τη συναισθηματική ευημερία.
Ανάκτηση της ενέργειας: Εν μέσω του καταιγισμού της πληροφορίας και των απαιτήσεων της καθημερινότητας, το slow living προσφέρει την ευκαιρία για ψυχική και σωματική αποκατάσταση. Η ενσυνείδητη παύση βοηθά στη μείωση της κόπωσης και στην αποκατάσταση της ενέργειας.
Αναζωογόνηση της δημιουργικότητας: Ενώ η υπερβολική παραγωγικότητα μπορεί να προκαλέσει εξάντληση, ο περιορισμός των «έξτρα» δραστηριοτήτων και ο χρόνος για αυτοσυγκέντρωση μπορεί να ενισχύσει τη δημιουργικότητα. Όταν ζούμε αργά, έχουμε χρόνο να σκεφτούμε, να δούμε νέες προοπτικές και να “χτίσουμε” μια πιο βιώσιμη ζωή. Να παρατηρήσουμε, να δούμε αν “μάς κάνει” αυτό που ζούμε.
Γιατί χρειαζόμαστε το Slow Living σήμερα
Η κοινωνία μας προωθεί τη συνεχή ταχύτητα:
- Στη δουλειά, πρέπει πάντα να κάνεις περισσότερα.
- Στη ζωή, πρέπει να είσαι διαρκώς ενεργός.
- Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρέπει να είσαι πάντα διαθέσιμος.
Αυτός ο συνεχής αγώνας, όμως, έχει συνέπειες: άγχος, εξάντληση, αίσθημα ανικανοποίητου.
Το slow living έρχεται ως απάντηση σε όλα αυτά, προσφέροντας:
- Μείωση του άγχους, όταν επιβραδύνεις, δίνεις στον εαυτό σου τον χώρο να αναπνεύσει.
- Ενίσχυση της ψυχικής υγείας, μιας και ο αργός ρυθμός ζωής προάγει τη συγκέντρωση, την αυτογνωσία.
- Επαναπροσδιορισμός αξιών, μιας και το slow living βοηθά να συνδεθείς ξανά με το ουσιώδες, να εκτιμήσεις την ποιότητα αντί για την ποσότητα.
Είναι εφικτό το Slow Living σε έναν κόσμο που κινείται υπερβολικά γρήγορα;
Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο. Ζούμε σε έναν κόσμο που τιμωρεί την αδράνεια και επιβραβεύει τη συνεχή δράση, την ατέλειωτη παραγωγή. Ωστόσο, το slow living δεν απαιτεί να εγκαταλείψεις τα πάντα γύρω σου. Πρόκειται για μικρές αλλά σημαντικές αλλαγές, όπως:
- Να απολαμβάνεις ένα γεύμα χωρίς περισπασμούς, δίνοντας προσοχή στις γεύσεις και στις στιγμές.
- Να περπατάς αντί να τρέχεις όταν υπάρχει βιασύνη και πίεση.
- Να αφιερώνεις χρόνο για τον εαυτό σου, έστω και λίγα λεπτά κάθε μέρα, κάνοντας κάτι που αγαπάς.
- Να αφήνεις το κινητό σου στην άκρη, τουλάχιστον για λίγες ώρες μέσα στην ημέρα, και να επικεντρώνεσαι στην πραγματική ζωή.
- Να λες “όχι” πιο συχνά, μειώνοντας τις περιττές υποχρεώσεις που σε εξαντλούν.
- Να βάζεις προτεραιότητες, επικεντρώνοντας σε ό,τι έχει πραγματική αξία για εσένα.
- Να αφιερώνεις χρόνο στη φύση, κάνοντας έναν περίπατο ή απλώς παρατηρώντας τη γύρω σου.
- Να δημιουργείς καθημερινές “ιεροτελεστίες,” όπως να πίνεις ένα τσάι με ηρεμία, χωρίς βιασύνη.
- Να οργανώνεις το πρόγραμμά σου με περισσότερα διαλείμματα, αποφεύγοντας τη συνεχή εργασία χωρίς παύσεις.
- Να κάνεις μία δραστηριότητα που σε χαλαρώνει, όπως διαλογισμό, διάβασμα ή χειροτεχνίες.
- Να αποδέχεσαι την ατέλεια, χωρίς να πιέζεσαι για την “τέλεια” ζωή ή την “τέλεια” δουλειά.
Και αξίζει να αναρωτηθείς: Ζεις τη ζωή που θέλεις ή τρέχεις να προλάβεις; Το slow living δεν είναι ένας τρόπος να εγκαταλείψεις τη ζωή. Είναι ένας τρόπος να την κάνεις πιο ουσιαστική. Γιατί τελικά, ίσως το μεγαλύτερο κέρδος δεν είναι να φτάσεις πρώτος, αλλά να απολαύσεις το ταξίδι.
ΠΩΣ Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Η ζωή στην πόλη, όσο και αν μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες για εξέλιξη, κοινωνική άνοδο και άμεση πρόσβαση σε υπηρεσίες, ταυτόχρονα θέτει πολλές προκλήσεις για την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Το άγχος, η πίεση και η μοναξιά που μπορεί να βιώνονται μέσα στο αστικό περιβάλλον συχνά λειτουργούν επιβαρυντικά στην ευημερία και την ποιότητα ζωής.
Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου οι μεγαλουπόλεις λειτουργούν ως πόλοι έλξης για άτομα που αναζητούν επαγγελματικές ευκαιρίες και έναν “καλύτερο” τρόπο ζωής, παρατηρείται ένα αυξανόμενο παράδοξο: αντί η πόλη να προσφέρει την πολυπόθητη αίσθηση ολοκλήρωσης και επιτυχίας, συχνά καταλήγει να είναι πηγή ψυχικής καταπόνησης και αποξένωσης.
Οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, οι αυξημένες απαιτήσεις και η συνεχής επιδίωξη της επιτυχίας επιδρούν σε πολλές πτυχές της ψυχικής υγείας. Η οικονομική αβεβαιότητα, η ανεργία και η φτώχεια που μπορούν να εμφανιστούν σε ένα αστικό περιβάλλον οδηγούν σε αυξημένα επίπεδα άγχους, ενώ η κοινωνική απομόνωση σε ένα περιβάλλον γεμάτο ανθρώπους φαίνεται παράδοξη, αλλά είναι συχνό φαινόμενο. Ταυτόχρονα, η έλλειψη πράσινων χώρων και η κυριαρχία της τσιμεντένιας αρχιτεκτονικής αφαιρούν από τους κατοίκους της πόλης την πρόσβαση σε φυσικά καταφύγια που μπορούν να προσφέρουν στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης.
Όπως επεσήμανε, μιλώντας στο NEWS 24/7, η Ναταλία Παπανικολάου, ψυχοθεραπεύτρια με ειδίκευση στην ψυχολογία της υγείας και των σχέσεων, οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ζωής στην πόλη είναι πολυεπίπεδες. Οι κάτοικοι των αστικών περιοχών συχνά βιώνουν μοναξιά και αποξένωση, παρά το γεγονός ότι περιβάλλονται από πλήθη ανθρώπων. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη ουσιαστικών συνδέσεων και στην αυξημένη εξάρτηση από την τεχνολογία, η οποία, αντί να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο από τις αυθεντικές, ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. Η κοινωνική απομόνωση και η αίσθηση ότι κάποιος είναι “μόνος ανάμεσα σε εκατομμύρια” αποτελούν κύριες πηγές συναισθηματικής δυσφορίας.
Παράλληλα, όπως τονίζει η ειδικός, το αστικό περιβάλλον δημιουργεί προσδοκίες που συχνά δεν εκπληρώνονται. Οι μεγαλουπόλεις υπόσχονται ευκαιρίες και επιτυχία, ωστόσο η πίεση για διαρκή ανταγωνιστικότητα και το υψηλό κόστος ζωής δημιουργούν άγχος και απογοήτευση. Οι άνθρωποι που μετακινούνται σε μεγάλες πόλεις αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, συχνά καταλήγουν να βιώνουν εξάντληση και συναισθήματα ανικανοποίητου. Ο συνεχής αγώνας για να “προλάβουν” τις απαιτήσεις της ζωής και να επιτύχουν κοινωνικά και επαγγελματικά, τους αφήνει συχνά συναισθηματικά άδειους και απογοητευμένους από την αδυναμία να ανταποκριθούν στις υψηλές προσδοκίες.
Η ζωή στις πόλεις χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν συνεχόμενη έκθεση σε στρεσογόνους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η ηχορύπανση, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η εγκληματικότητα. Αυτά τα στοιχεία επιδεινώνουν την ψυχική και σωματική ευεξία των ανθρώπων. Αυτή η αποσύνδεση από το φυσικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την έλλειψη αληθινών ανθρώπινων σχέσεων, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, όπως η κατάθλιψη και χρόνιο στρες. Η αποξένωση αυτή επιδεινώνεται από τη χρήση των social media, όπου η συνεχής σύγκριση με άλλους ενισχύει την αίσθηση ανικανοποίητου και δημιουργεί επιπλέον ψυχολογική πίεση.
ΝΑΤΑΛΙΑ ΠΑΝΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: ΜΟΝΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ
Αναζητώντας μεγαλύτερες ευκαιρίες, καλύτερες παροχές και έναν, θεωρητικά, πιο ποιοτικό τρόπο ζωής, οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τις μικρές κοινωνίες, και κυνηγούν το όνειρο των πολλά υποσχομένων μεγαλουπόλεων. Σε τι βαθμό, όμως, το όνειρο αυτό πραγματοποιείται;
Οι Επιπτώσεις της Αστικοποίησης στην Ψυχική Υγεία
Μοναξιά
Η ζωή στις μεγαλουπόλεις χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα μοναξιάς. Παρότι οι άνθρωποι στιβάζονται σε διαμερίσματα και πολυκατοικίες, παρότι η φυσική εγγύτητα είναι μεγαλύτερη από ποτέ, υπάρχει τεράστιο έλλειμμα κοινωνικής και ψυχικής εγγύτητας. Εν αντιθέσει με τη ζωή στην επαρχία, που οι άνθρωποι ζουν σε σφιχτοδεμένες κοινότητες και όλοι γνωρίζουν το όνομα όλων, η ζωή στην πόλη προσφέρει μια ανωνυμία και αποσύνδεση που μπορεί να έχει ισχυρές επιδράσεις στην ψυχική υγεία ενός ατόμου.
Ο ταχύς ρυθμός της ζωής, οι διαρκείς εναλλαγές στη δουλειά ή τον τόπο κατοικίας, οι φιλοδοξίες και η προσήλωση στην καριέρα, δημιουργούν ένα κλίμα περισσότερο ανταγωνιστικό παρά κοινωνικό, και αποτρέπουν τη δημιουργία σταθερών, ανθεκτικών δεσμών. Στην επαρχία, ειδικά στα χωριά, μπορεί ένα άτομο να ασθενήσει, και ολόκληρο το χωριό θα συμβάλει στην περίθαλψη και υποστήριξη του. Στις πόλεις, το άτομο μαθαίνει να στηρίζεται αποκλειστικά στον εαυτό του, καθώς είναι πιθανό να μην υπάρχει ένα ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο να στραφεί, είτε σε περίπτωση ανάγκης, είτε απλώς για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία.
Σε πληθώρα ερευνών, έχει ανιχνευθεί και αναλυθεί το φαινόμενο της “Μοναξιάς μες στο πλήθος”. Η καταναγκαστική εγγύτητα (πχ στα μέσα μαζικής μεταφοράς) και τα διαρκή και έντονα ερεθίσματα, οδηγούν το άτομο σε αίσθηση αποσύνδεσης, σε βαθιά ανάγκη για προσωπικό χώρο, μια ανάγκη που κλιμακώνεται και οδηγεί στην αποξένωσή του. Υπάρχει διαρκής και καθημερινή επαφή και “συνάντηση” ανθρώπων, μα καμία ουσιαστική επαφή. Η μοναξιά αυτή, είναι παράγων που συμβάλει έντονα στην εμφάνιση άγχους, κατάθλιψης, και πληθώρας σωματικών προβλημάτων (Hammound et al., 2021 ; Lee et al., 2019).
Προσδοκία και Απογοήτευση
“Να φύγω στην πόλη, να κυνηγήσω ευκαιρίες, ένα καλύτερο μέλλον”, μια φράση που ακουγόταν ανέκαθεν. Τα αστικά κέντρα αποτελούν μεγάλο θέλγητρο για τα άτομα που επιθυμούν να χτίσουν μια επιτυχημένη σταδιοδρομία, να εξασφαλίσουν οικονομική σταθερότητα, να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση, ή απλώς να κυνηγήσουν το όνειρό τους. Ωστόσο, το περιβάλλον αυτό καλλιεργεί επίσης μια κουλτούρα έντονου ανταγωνισμού. Το υψηλό κόστος ζωής, η αδιάκοπη επιδίωξη της επιτυχίας και το αίσθημα του ανικανοποίητου, δημιουργούν ένα αίσθημα εξάντλησης, αποστασιοποίησης και μειωμένης προσωπικής ολοκλήρωσης. Εν αντιθέσει με την επαρχία, με τις σαφείς ταυτότητες, τους αργούς ρυθμούς ζωής και την ηρεμία, το άτομο στην πόλη έρχεται αντιμέτωπο με την παραδοχή πως αποτελεί απλώς ένα νούμερο μέσα στο πλήθος. Στην προσπάθεια του να αποκτήσει σαφή ταυτότητα και να εδραιωθεί, παλεύει όλο και περισσότερο, χάνοντας αίσθηση του τι πραγματικά μετράει στη ζωή του.
Είτε πρόκειται για τον εργασιακό χώρο, το εκπαιδευτικό σύστημα, τους κοινωνικούς κύκλους ή απλώς ένα χόμπι, οι κάτοικοι των πόλεων βρίσκονται συνεχώς υπό την πίεση να “αποδώσουν”, να επιτύχουν και να διακριθούν. Με τη συνακόλουθηση εμφάνιση και κυριαρχία των social media, προωθείται το πρότυπο της τελειότητας. Το άτομο τείνει να συγκρίνει διαρκώς τον εαυτό του με τους άλλους και κάνει τα πάντα να τους φτάσει, σαν η ευτυχία να είναι ένας αγώνας δρόμου.
Χάνεται η αίσθηση της ουσίας, η αληθινή επαφή με το τι είναι σημαντικό. Οι άνθρωποι επιδίδονται σε διαρκείς συγκρίσεις και ένα ατέρμονο κυνήγι, θέτοντας υψηλές, ενίοτε μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον εαυτό τους, κάτι που επιδρά καταστροφικά στην ψυχική υγεία, με άγχος, χρόνιο στρες και καταθλιπτικά συναισθήματα να πρωτοστατούν (Marsella, 1998 ; Turan & Besirli, 2008).
Περιβάλλον
Με την αστικοποίηση, τα άτομα που επιλέγουν τη διαβίωση στην πόλη, εκτίθενται διαρκώς σε στρεσογόνους περιβαλλοντικούς παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ψυχική υγεία. Οι παράγοντες αυτοί, συμπεριλαμβανομένης της ηχορρύπανσης, της εγκληματικότητας, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κυριαρχίας του τσιμέντου πάνω στη φύση, με το “πράσινο” των πόλεων να είναι, σε αρκετές περιοχές, μηδαμινό, δημιουργούν μια καθημερινή ατμόσφαιρα άγχους και δυσφορίας που μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ευημερία των κατοίκων.
Οι αδιάκοποι ήχοι διαταράσσουν τον ύπνο, τη συγκέντρωση και την ικανότητα χαλάρωσης, δημιουργούν στον άνθρωπο την αίσθηση πως πρέπει να είναι διαρκώς σε εγρήγορση, προκαπου είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ψυχικής σταθερότητας. Η χρόνια έκθεση σε θόρυβο είναι πιθανό να αυξήσει την ευερεθιστότητα και το άγχος, τα οποία μπορεί να κλιμακωθούν σε πιο σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως οι αγχώδεις διαταραχές. Παράλληλα, τα ποσοστά εγκληματικότητας στις πόλεις τείνουν να είναι υψηλότερα από ό,τι στην επαρχία, καλλιεργώντας μια ατμόσφαιρα φόβου και ανασφάλειας και οδηγώντας τα άτομα να παραμένουν σε μια συνεχή κατάσταση υπερεπαγρύπνησης.
Τέλος, η διαβίωση σε μη ελκυστικά ή κακοσυντηρημένα περιβάλλοντα, δίχως ίχνος φυσικού στοιχείου, μπορεί να μειώσει σημαντικά την αίσθηση ευεξίας του ατόμου, συμβάλλοντας σε συναισθήματα κατάθλιψης. Ο άνθρωπος, όπως όλα τα όντα, έχει ανάγκη τη σύνδεση με τη φύση. Όταν οι άνθρωποι ζουν σε περιβάλλοντα που στερούνται ομορφιάς, φρέσκου αέρα, φυσικού φωτισμού και χώρων πρασίνου, στερούνται τα ψυχολογικά οφέλη που προσφέρει ένα όμορφο και φυσικό περιβάλλον, ενώ η ζωή φαντάζει μονότονη και συναισθηματικά εξαντλητική. Έχει αποδειχθεί ότι η φύση μειώνει το άγχος, βελτιώνει τη διάθεση και ενισχύει την κοινωνική αλληλεπίδραση, ενώ η απουσία της μπορεί να οδηγήσει το νου και την ψυχή ενός ανθρώπου σε ασφυκτικά συναισθήματα και ολισθηρά μονοπάτια (Lambert et al., 2015 ; Rugel et al., 2019 ; Zijlema et al., 2017).
*Η Ναταλία Παπανικολάου είναι Απόφοιτος Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου και ψυχοθεραπεύτρια, με ειδίκευση στην ψυχολογία της υγείας και την ψυχολογία των σχέσεων.